ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Lordos Hotels (Holdings) Ltd (2004) 3 ΑΑΔ 48
Laser Investment Ltd ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 634
Andreas Coullapides Ltd ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 1024
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:C521
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 145/2014)
1 Νοεμβρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ, ΔΙΑ ΤΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΑΥΤΗΣ, XXXXX ΠΑΠΑΘΩΜΑ ΚΑΙ XXXXX DUNCKLEY,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
_________________________
Στέλλα Μαξούτη και Ι. Μιχαήλ (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Πόλυς Πολυβίου και Μαρία Αντωνίου, για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
_________________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (το Χρηματιστήριο), οι εφεσείοντες στην παρούσα έφεση, με απόφαση του Συμβουλίου του, (το Συμβούλιο), επέβαλε στους εφεσίβλητους διοικητικό πρόστιμο €3.000,00. Η εν λόγω απόφαση λήφθηκε στις 10.11.2010, με αφορμή συγκεκριμένη παράλειψη που αποδόθηκε στους εφεσίβλητους, σχετική προς το γεγονός ότι αυτοί αποτελούν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, διά μετοχών, οι οποίες, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Τούς κοινοποιήθηκε δε με επιστολή ημερομηνίας 15.11.2010. Αυτοί, με προσφυγή που καταχώρισαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζήτησαν την ακύρωσή της, για τους διάφορους νομικούς λόγους που παρέθεσαν εκεί.
΄Οσον αφορά τα γεγονότα που είναι σχετικά με την πιο πάνω διαφορά, αποτελεί κοινό τόπο ότι, στις 8.10.2010, οι εφεσείοντες, πληροφόρησαν γραπτώς τους εφεσίβλητους ότι είχαν διαπιστώσει πως αυτοί παρέλειψαν να συμμορφωθούν με υποχρέωσή τους που προβλεπόταν στην παράγραφο 5.2.1.5 της Κ.Δ.Π. 326/2009. Συγκεκριμένα, τούς πληροφόρησαν ότι παρέλειψαν να κοινοποιήσουν στο επενδυτικό κοινό το ενδεχόμενο συγχώνευσής τους με την εταιρεία Eurocypria Airlines και ότι διεξαγόταν σχετική μελέτη για τον πιο πάνω σκοπό. Με την ίδια επιστολή, τούς είχε, επίσης, ζητηθεί να υποβάλουν γραπτώς προς το Συμβούλιο, εντός δέκα εργασίμων ημερών, τις απόψεις τους για τα προαναφερθέντα θέματα. Οι εφεσίβλητοι απάντησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 18.10.2010. Με αυτήν, πληροφόρησαν, μεταξύ άλλων, τους εφεσείοντες ότι είχαν προβεί σε σχετικές ανακοινώσεις στο Χρηματιστήριο στις 3.9.2010 και στις 13.9.2010.
Οι εφεσίβλητοι, με τους λόγους ακύρωσης 1 και 4 στην προσφυγή, προέβαλαν, γενικά, ότι η προσβληθείσα με αυτήν απόφαση ήταν «παράνομη, παράτυπη, και αντίθετη προς το Νόμο και τους Κανονισμούς» και ότι βασιζόταν «σε πλάνη περί το Νόμο». Ακολούθως, στο λόγο 6, τα αποδιδόμενα, ως ανωτέρω, εξειδικεύονταν, όπως απαιτείται από το σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό[1], με την προβολή της θέσης ότι οι εφεσείοντες: «... δεν ζήτησαν και δεν έλαβαν τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προτού επιβάλουν το διοικητικό πρόστιμο των €3.000, σε αντίθεση και κατά παράβαση των άρθρων 10(3)(α) και 124» του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, (Ν. 14(Ι)/1993), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»). Εξέλαβαν, έτσι, ως δεδομένο, ότι, στην περίπτωσή τους, τύγχανε εφαρμογής το άρθρο 10(3)(α) του Νόμου, βασικά, η τελευταία πρόνοιά του, η οποία προβλέπει για την επιβολή διοικητικού προστίμου.
Οι εφεσείοντες, στην ένστασή τους, απάντησαν ότι έλαβαν την πιο πάνω απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 120(1) του Νόμου. Τούτο αναφέρεται και στην προαναφερθείσα επιστολή τους ημερομηνίας 15.11.2010, με την οποία είχαν κοινοποιήσει προς τους εφεσίβλητους την εν λόγω απόφασή τους. Η ευπαίδευτη Δικαστής που εκδίκασε την υπό αναφορά προσφυγή, ορθώς, αντίκρισε το πιο πάνω θέμα ως, αμιγώς, νομικό, δεδομένου ότι αυτό απαιτούσε εξέταση της εφαρμογής, στα δοσμένα γεγονότα, προνοιών των προαναφερθέντων άρθρων. ΄Εθεσε το θέμα ως εξής:-
«Η πρόνοια του άρθρου 10(3)(α) του Νόμου, όπως προτάσσεται στο γενικό μέρος του, καθορίζει το γενικό πλαίσιο και τις εξουσίες της Επιτροπής για επιβολή προστίμου, το δε άρθρο 120 και η φρασεολογία που χρησιμοποιείται δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Εξακολουθεί το Συμβούλιο να τελεί κάτω από τον όρο ότι η οποιαδήποτε απόφαση του για επιβολή προστίμου ή διαπίστωσης παράβασης λαμβάνεται με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής (Χρηματιστήριο ν. Lordos Hotels (Holdings) Ltd, (2004) 3 Α.Α.Δ. 48, A. Coullapides Ltd ν. Χρηματιστηρίου, Υποθ. 334/03, ημερ. 14.12.2004[2], Laser Investment Limited ν. Χρηματιστηρίου, Υποθ. 139/03, ημερ. 20.7.2004[3]). Η διοικητική απόφαση δεν τελειούται εκτός με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, η οποία μπορεί να εξασφαλιστεί είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια της επιβολής, είτε και μετά. Χωρίς όμως τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, δεν υπάρχει τελική διοικητική πράξη, με αποτέλεσμα η επιβολή προστίμου να θεωρείται μεμπτή.»
Κατά το στάδιο της έφεσης, η πλευρά των εφεσιβλήτων υποστήριξε, ως ορθή, την πιο πάνω ερμηνευτική θεώρηση του υπό εξέταση ζητήματος. Επιπρόσθετα, εισηγήθηκε ότι υπάρχει ερμηνευτική ασάφεια ως προς την εφαρμογή, γενικά, του άρθρου 10(3)(α) του Νόμου και ότι πλέον λογική είναι η ερμηνεία η οποία αποδόθηκε σε αυτό πρωτοδίκως. Η πλευρά των εφεσειόντων είχε εντελώς διαφορετική άποψη. Εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη, αφού, κατά την άποψή της, η απόφαση του Χρηματιστηρίου είχε βασιστεί στο άρθρο 120(1) του Νόμου, το οποίο εφαρμόζεται κατ' εξαίρεση των προνοιών του άρθρου 10(3)(α) αυτού. Εισηγήθηκε, επίσης, πως η εν λόγω προσέγγιση είχε στηριχθεί σε νομολογία η οποία ερμήνευσε νομοθετικές πρόνοιες που δεν τύγχαναν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.
Η θέση, ανωτέρω, που προώθησαν οι εφεσείοντες, οπωσδήποτε, είναι ορθή. Αποτελεί γεγονός ότι οι υποθέσεις που αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση εξετάστηκαν υπό το φως της πρόνοιας του άρθρου 59(4)(α)[4] του Νόμου, όπως αυτό ίσχυε κατά τον, εκεί, ουσιώδη χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ομώνυμου Τροποποιητικού Νόμου του 1997, (Ν. 83(Ι)/1997). Η εν λόγω πρόνοια επέβαλλε όπως η κρίση του Συμβουλίου για επιβολή διοικητικού προστίμου, σε σχέση με παράλειψη όπως η υπό αναφορά, λαμβανόταν με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, (η Επιτροπή). Στην πρώτη υπόθεση που αναφέρεται στο παρατεθέν απόσπασμα από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, Χ.Α.Κ. ν. Lordos Hotels (Holdings) Ltd, κρίθηκε ότι τούτο αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της απόφασης, σχετικά, του Συμβουλίου. Οι υπόλοιπες πρωτόδικες αποφάσεις, που, επίσης, αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, υιοθέτησαν το εν λόγω σκεπτικό, το οποίο κρίνεται ορθό, δεδομένου του περιεχομένου της πρόνοιας, ανωτέρω.
Η παρούσα υπόθεση, σαφώς, διαφοροποιείται από τις, ως άνω, υποθέσεις. Οι εφεσείοντες, όπως αναφέρεται στην απόφασή τους, για τις ανάγκες της συγκεκριμένης περίπτωσης των εφεσιβλήτων, εφάρμοσαν τις πρόνοιες του άρθρου 120(1) του Νόμου. Ουδεμία αμφισβήτηση υπάρχει, βασικά, περί τούτου. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων, μεταξύ άλλων των Μερών X και XI του Νόμου, πλην του άρθρου 114 αυτού, το Συμβούλιο, αφού σταθμίσει διάφορους παράγοντες, που αναφέρονται εκεί, «... δύναται να επιβάλλει στον παραβάτη διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες Λίρες Κύπρου (ΛΚ 10.000) ...».
Το άρθρο 10(3)(α) του Νόμου δεν είναι άσχετο, προφανώς, προς το άρθρο 120 αυτού. Το άρθρο 10, σύμφωνα με τον πλαγιότιτλό του, («Αρμοδιότητες Συμβουλίου»), προβλέπει, γενικά, τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο, δυνάμει, ειδικά, των προνοιών του εδαφίου (3)(α), δύναται, όπου τούτο απαιτείται, να αποφασίζει, μεταξύ άλλων, για την επιβολή διοικητικού προστίμου μέχρι συγκεκριμένου ποσού. ΄Οπως δε, ρητώς, προβλέπεται σε αυτό, η τέτοια απόφασή του λαμβάνεται με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, «εκτός όπου ειδικότερα ή διαφορετικά προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, σε Αποφάσεις, Κανονισμούς ή Οδηγίες που εκδίδονται βάσει αυτού, ...». Δημιουργείται, έτσι, μια εξαίρεση, η οποία, σαφώς, παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 120(1) του Νόμου, όπου προβλέπεται ότι οι παραβάσεις των διατάξεων συγκεκριμένων Μερών του Νόμου τιμωρούνται με την επιβολή, από το Συμβούλιο, στον παραβάτη διοικητικού προστίμου μέχρι συγκεκριμένου ποσού.
Στις περιπτώσεις παραβάσεων των διατάξεων των Μερών του Νόμου που αναφέρονται στο άρθρο 120(1), το οποίο παρατίθεται, μερικώς, πιο πάνω, δεν απαιτείται η απόφαση του Συμβουλίου να λαμβάνεται με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Η θέση δε στο λόγο ακύρωσης 7 της υπό αναφορά προσφυγής, που παραπέμπει σε παράλειψη των εφεσειόντων να συμμορφωθούν με την πρόνοια του άρθρου 120(5) του Νόμου, επιβεβαιώνει, ουσιαστικά, την αποδοχή, από μέρους των εφεσιβλήτων, πως, εν προκειμένω, εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του άρθρου 120(1). Αυτό συνάγεται από το ότι στο εν λόγω εδάφιο (5) αναφέρεται η φράση: «Το Συμβούλιο, πριν επιβάλει πρόστιμο κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου», δηλαδή του άρθρου 120 του Νόμου. Επομένως, δεν ετίθετο και θέμα εφαρμογής, στην παρούσα περίπτωση, του άρθρου 124 του Νόμου, («Κριτήρια έγκρισης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Αποφάσεων του Συμβουλίου»). Τούτο ενισχύεται και από το ότι δεν έγινε οποιαδήποτε ειδική αναφορά στο άρθρο αυτό.
Τέλος, σημειώνεται πως, πράγματι, οι υπό εξέταση πρόνοιες, λόγω των εξειδικευμένων λεπτομερειών που παρατίθενται στο κείμενό τους, είναι ιδιαίτερα απαιτητικές ως προς την άμεση κατανόησή τους. Σε τούτο, οπωσδήποτε, συμβάλλει και το μήκος των προτάσεων που χρησιμοποιούνται για τη διατύπωσή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 10(3)(α). Ωστόσο, δε διαπιστώνεται να υπάρχει ερμηνευτική ασάφεια ως προς την εφαρμογή των προνοιών που, εδώ, απασχολούν, ως η εισήγηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Η ερμηνεία, ανωτέρω, που απέδωσε στις εν λόγω πρόνοιες η ευπαίδευτη Δικαστής, υπό το φως της προηγηθείσας συζήτησης, με σεβασμό, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως ορθή. Για το λόγο τούτο, η υπό εξέταση απόφαση πρέπει να παραμεριστεί. Το κριθέν θέμα, όμως, αποτελεί μια πτυχή μόνο των λόγων ακύρωσης που προβάλλονται με την προσφυγή. Οι εναπομείναντες λόγοι, εφόσον υπάρχει επιμονή στην προώθησή τους, να εξεταστούν από το Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο να επιληφθεί πρωτοδίκως.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει, η δε πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500,00, πλέον Φ.Π.Α.
Η προσφυγή να τεθεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, για να τύχει του ανάλογου χειρισμού.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/ΜΠ
[1] Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962: «΄Εκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.»
[4] Στην πρώτη απόφαση, εκ παραδρομής, γίνεται παραπομπή σε άρθρο 59(4)(α) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, (Ν. 64(Ι)/2001). Τέτοιο άρθρο δεν υπάρχει στον εν λόγω Νόμο. Προφανώς, πρόκειται για το άρθρο 59(4)(α) του Νόμου, το οποίο εισήχθη με το Ν. 83(Ι)/1997, (άρθρο 8).