ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A492
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 136/2020)
1η Νοεμβρίου, 2021
{ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΙΒΟΥ
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Εφεσίβλητου.
.......
Αίτηση Τροποποίησης Έφεσης ημερ. 19/2/2021
Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τους
εφεσείοντες/αιτητές
Τ. Ιακωβίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον εφεσίβλητο/καθ'
ου η αίτηση
.......
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Σωκρατους.
......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Οι αιτητές/εφεσείοντες με προσφυγή που καταχώρησαν ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσέβαλαν την απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία τους είχε κοινοποιηθεί με επιστολή ημερ. 2/6/2016, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλαν σε σχέση με την απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 7/12/2015, με την οποία κρίθηκε ότι η απασχόληση των xxx Κυριάκου, xxx Σκέντερ, xxx Γιαννουλάκη, xxx Ράπτη, xxx Χαραλάμπους και xxx Μίτα (στο εξής τα ΕΜ) εμπίπτει στην κατηγορία των μισθωτών, για όλη την περίοδο απασχόλησης τους στους εφεσείοντες, με υποχρέωση καταβολής εισφορών στην κατηγορίαν αυτή.
Η προσφυγή δε είχε επιτυχή για τους εφεσείοντες κατάληξη, αφού με απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτή απορρίφθηκε και η ορθότητα αυτής προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης.
Κρίνεται χρήσιμο να παρατεθούν αυτούσιοι οι λόγοι, αφού θα βοηθήσει στην ευχερέστερη κατανόηση και αντιμετώπιση της κρινόμενης αίτησης.
Πρώτος Λόγος Έφεσης
Το Διοικητικό Δικαστήριο έσφαλε όταν ανέλαβε και απεδέχθη να αποφανθεί επί της ουσίας της αποφάσεως του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων και της επικυρώσεως της από την Υπουργό ενώ αυτή η απόφαση ελήφθη αναρμοδίως αφού το θέμα ήταν εργατική διαφορά εντός της εννοίας του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/1967.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης
Το Διοικητικό Δικαστήριο ούτε προς στιγμήν ασχολήθηκε με το δικαίωμα των Εφεσειόντων/Αιτητών και των αντισυμβαλλομένων των ενδιαφερομένων μερών να είχαν συνάψει τις επίδικες Συμβάσεις Παροχής Υπηρεσιών ούτε με το περιεχόμενο αυτών και έτσι αγνόησε την παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος των μερών των συμβάσεων να συμβληθούν ελευθέρως όπως προέκυπτε και συνεχίζει να είναι κατοχυρωμένο από το Άρθρο 26 του Συντάγματος.
Τρίτος Λόγος Εφέσεως
Το Διοικητικό Δικαστήριο έσφαλε όταν αποφαίνετο επί του θέματος της υπό της Υπουργού ασκήσεως της διακριτικής της ευχέρειας να αποδεχθεί το αίτημα των Εφεσειόντων/Αιτητών να παραστούν και ακουστούν κατά το στάδιο της εξετάσεως της Ιεραρχικής Προσφυγής και έτσι απέτυχε να αντιληφθεί ότι τούτο ήταν νευραλγικό θέμα φυσικής δικαιοσύνης και ισότητας όπλων.
Τέταρτος Λόγος Εφέσεως
Το Διοικητικό Δικαστήριο απέτυχε να αποφανθεί ότι η απόφαση στην Ιεραρχική Προσφυγή της Υπουργού εστερείτο αιτιολογίας και αυτή ενήργησε υπό το κράτος δέσμιας εξουσίας και ή συγχύσεως.
Με την κρινόμενη αίτηση επιδιώκεται η τροποποίηση του εφετηρίου, διά της διαγραφής του τρίτου λόγου και της αντικατάστασης του με νέο, ο οποίος διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«Το συμπέρασμα του Διοικητικού Δικαστηρίου στις σελίδες 11-12 της απόφασης του ότι «Εν προκειμένω, δεν αμφισβητήθηκε από τους αιτητές και ούτε εγέρθη οποιοσδήποτε άλλος λόγος ακύρωσης σε σχέση με το κατά πόσον ορθά ή εσφαλμένα θεωρήθηκε από το Διευθυντή ότι η απασχόληση των ενδιαφερόμενων μερών, συνιστούσε απασχόληση μισθωτού προσώπου και ως εκ τούτου, δε θα εξετάσω τη διερεύνηση και τη συλλογή των στοιχείων και καταθέσεων που προηγήθηκε της λήψης απόφασης εκ μέρους του Διευθυντή, αλλά ούτε και το κατά πόσον ορθά θεωρήθηκε, από τον τελευταίο, ότι δεν επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στα καθήκοντα ή στον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων τους, μετά τον τερματισμό της απασχόλησης αυτών, ως μισθωτών προσώπων», είναι λανθασμένο.»
Ως αιτιολογία για την ανάγκη της προωθούμενης τροποποίησης προβάλλεται με την ένορκη δήλωση του xxx Γεωργαλλίδη, Γενικού Διευθυντή των εφεσειόντων, το γεγονός της ανάθεσης, περί το Νοέμβριο του 2020, στο δικηγόρο Σ. Φασουλιώτη, της μελέτης του φακέλου της έφεσης, από την οποία προέκυψε πως ο υφιστάμενος τρίτος λόγος δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας, και πως πρέπει να προσβάλλεται ευθέως με ξεχωριστό λόγο έφεσης το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο αναφέρθηκε πιο πάνω.
Αποτελεί τη θέση του πως το συμπέρασμα αυτό προσβάλλεται εμμέσως μέσω της αιτιολογίας του πρώτου λόγου και συνεπώς αυτό που επιδιώκεται δεν είναι ούτε η ανάπλαση, ούτε η ριζική διαμόρφωση των υφιστάμενων λόγων έφεσης αλλά η ορθότερη παρουσίαση των θέσεων των εφεσειόντων.
Το δικονομικό αυτό διάβημα συνάντησε την ένσταση της εφεσίβλητης η οποία μεταξύ άλλων προβάλλει πως οι εφεσείοντες επιχειρούν με μια μη νόμιμη αλλά απαράδεκτη ενέργεια να παρατείνουν την ανατρεπτική προθεσμία που τάσσει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος και η Δ.35 θ. 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Προβάλλει επίσης τη θέση πως απαράδεκτα επιχειρείται η εισαγωγή νέου λόγου ακύρωσης και πως τυχόν έκδοση του Διατάγματος θα οδηγήσει σε διολίσθηση από τις πάγιες αρχές που διέπουν τη διαδικασία εκδίκασης εφέσεων, αφού κατά τρόπο ανεπίτρεπτο θα αλλοιώσει το σκοπό και το νενομισμένο πλαίσιο της διαδικασίας εκδίκασης εφέσεων.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις του μέρους που εκπροσωπούν υποδεικνύοντας περαιτέρω τα ακόλουθα: Ο κ. Φασουλιώτης πως με την κρινόμενη αίτηση δεν διευρύνονται τα εφέσιμα ζητήματα αλλά απλώς επιδιώκεται να τεθούν με τον πλέον ορθό τρόπο ενώπιον του Εφετείου ζητήματα τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 5 της αιτιολογίας του υφιστάμενου πρώτου λόγου έφεσης, δηλαδή το περιεχόμενο των όρων της συμβατικής σχέσης μεταξύ των εφεσειόντων και των ΕΜ, της φύσης της απασχόλησης τους καθώς επίσης και το ζήτημα της αλλαγής των όρων απασχόλησης της από μίσθωση εργασίας σε προσφορά υπηρεσιών. Υποδεικνύει περαιτέρω πως η αιτούμενη τροποποίηση δεν θα επιφέρει εκτροχιασμό της έφεσης αφού δεν ορίστηκε ακόμη για προδικασία και δεν θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην αντίθετη πλευρά.
Η κα Ιακωβίδου, πως η αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης δεν σχετίζεται με τον λόγο έφεσης τον οποίο επιθυμούν οι εφεσείοντες να προσθέτουν και μάλιστα απαράδεκτα και εκπρόθεσμα αφού έχει παρέλθει η προθεσμία καταχώρησης έφεσης.
Η Δ.35, θ. 4, η οποία αποτελεί μέρος της νομικής βάσης της αίτησης, προνοεί για το δικαίωμα άσκησης έφεσης σε πολιτικές διαδικασίες και τη δυνατότητα τροποποίησης της ειδοποίησης έφεσης ως το Εφετείο ήθελε διατάξει.
Η σχετική νομολογία επιβεβαιώνει τη διακριτική αυτή ευχέρεια του Εφετείου, η οποία ασκείται με γνώμονα, πάντοτε τα συμφέρονται της δικαιοσύνης, δεδομένων βέβαια των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Panayiotis Geοrghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 323, Waterworld Holding Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας Πολ. Εφ. 17/2011 ημερ. 14/9/2016). Διάφοροι παράμετροι λαμβάνονται υπόψη κατά την ενάσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας, όπως μεταξύ άλλων ο χρόνος υποβολής της σχετικής αίτησης η οποία αν υποβάλλεται έγκαιρα και δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα της άλλης πλευρά γίνεται αποδεκτή με περισσότερη ευκολία. Εάν η τροποποίηση επιζητεί τη διεύρυνση της αιτιολογίας των υφιστάμενων λόγων έφεσης προς καλύτερη παρουσίαση των θεμάτων και δεν επηρεάζει το αντίδικο μέρος, τότε ενδεχόμενα να τύχει έγκρισης (Φακοντής ν. Βρυώνη (2003) 1 ΑΑΔ 1714). Με μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετωπίζεται μια τέτοια αίτηση εάν τα προτεινόμενα προς προσθήκη θέματα είναι ξεχωριστά και ανεξάρτητα των υφιστάμενων ζητημάτων, ενώ το εγχείρημα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο εάν οι προτιθέμενες τροποποιήσεις αφορούν εντελώς νέα ζητήματα τα οποία ουδέποτε ηγέρθησαν προηγουμένως (Muskita Aluminium Industries Ltd. κ.α. ν. Alsako Aluminium Ltd κ.α. (2009)1 ΑΑΔ 59) ή διευρύνουν σε μεγάλο βαθμό την υπάρχουσα βάση της έφεσης (Κυπριακή Ομοσπονδία Αγωνιστικού Αυτοκινήτου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (2011) 3 ΑΑΔ 175).
Στην Investylia Public Company Ltd. v. xxx Γαβριηλίδου (2013) 1 ΑΑΔ 1202, τονίστηκε περαιτέρω πως δεν υπάρχει απαγορευτικός κανόνας ότι ένας νέος προτεινόμενος λόγος έφεσης πρέπει κατ' ανάγκη να συνδέεται με τους υφιστάμενους. Η σύνδεση αποτελεί βοηθητικό στοιχείο προς έγκριση, αλλά η απουσία σύνδεσης δεν αποτελεί καταλύτη προς το αντίθετο. Ούτε και η ένσταση για την προώθηση νέου λόγου μετά την εκπνοή της προθεσμίας, εδράζεται σε κάποιο απόλυτα απαγορευτικό κανόνα, παρόλο που προσμετρά σ' αυτό η επιδίωξη ανάπλασης της έφεσης (Καμένος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 24). Ωστόσο όπως τονίστηκε στην Καμένος (ανωτέρω), στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης για τη μη συμπερίληψη του νέου λόγου στην ειδοποίηση έφεσης και δικαιολόγησης της καθυστέρησης δεν γίνεται δεκτή η εισαγωγή του με την τροποποίηση της έφεσης.
Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της εκτεθείσας νομολογίας και λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα όπως αυτά δικογραφούνται από τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και ένσταση αντίστοιχα.
Συμφωνούμε πως η αίτηση καταχωρήθηκε πριν την ανταλλαγή περιγραμμάτων και προτού οριστεί για προδικασία, σε διάστημα 5 ½ περίπου μηνών από την καταχώρηση της έφεσης και σίγουρα μετά την παρέλευση της αποκλειστικής προθεσμίας για καταχώρηση έφεσης. Ως αιτιολογία γι' αυτή την καθυστέρηση, δηλώνεται η ανάθεση σε νέο δικηγόρο, η οποία βέβαια δεν αιτιολογεί ούτε αποτελεί καλό λόγο αποδοχής και έγκριση τέτοιας αίτησης. Ωστόσο επειδή η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης δεν πρέπει άνευ ετέρου να οδηγεί και σε απόρριψη (P. Georghiou (ανωτέρω) χωρίς διερεύνηση των προτιθέμενων να εισαχθούν λόγων, εξετάζονται οι λοιποί παράμετροι.
Προσεκτική ανάγνωση του προτεινόμενου λόγου σε σύγκριση με τους υφιστάμενους και δη με τον πρώτο λόγο, αποκαλύπτει ότι αυτός δεν συνδέεται, δεν είναι συναφής και δεν αποτελεί «ουσιαστικά» όπως εισηγείται ο συνήγορος των εφεσειόντων την αιτιολογία του πρώτου λόγου και των παραγράφων 1 και 5 αυτού.
Ο πρώτος λόγος άπτεται του θέματος της αρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου δηλαδή του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθόσον το θέμα, ως είναι η εισήγηση, αφορούσε εργατική διαφορά.
Με τις παραγράφους 1 και 5 της αιτιολογίας αυτού, επιχειρείται προώθηση της θέσης ότι ουδεμία διαφορά ηγέρθηκε μεταξύ των ΕΜ και των εφεσειόντων επί τη βάσει των όρων της συνομολογηθείσας συμβατικής τους σχέσης και πως εν προκειμένω η ουσία του θέματος της αλλαγής των όρων απασχόλησης τους από μισθωτή εργασία σε προσφορά υπηρεσιών ήταν θέμα αναγόμενο στην σφαίρα του ιδιωτικού και όχι δημόσιου δικαίου.
Με το προτεινόμενο να εισαχθεί λόγο έφεσης, πλήττεται ουσιαστικά το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο αποφασίστηκε πως δεν προσβαλλόταν η κρίση του εφεσίβλητου ο οποίος θεώρησε ότι δεν επήλθε αλλαγή στα καθήκοντα ή στον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων των ΕΜ, ως μισθωτών προσώπων. Για τούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη διερεύνηση και τη συλλογή στοιχείων και καταθέσεων που προηγήθηκαν της λήψης της απόφασης του εφεσίβλητου.
Προκύπτει σαφώς πως ο τρίτος λόγος αναφέρεται στο ζήτημα της δέουσας έρευνας την οποία οι εφεσείοντες θεωρούν ελλειπή έως ανύπαρκτη. Παρά το γεγονός πως, όπως παρουσιάζεται, αποτελεί νέο θέμα, ωστόσο, εμμέσως άπτεται των συμβάσεων των ΕΜ με τους εφεσείοντες και την ερμηνεία των όρων εργοδότησης τους, οι οποίοι συνιστούν τον πυρήνα των λόγων έφεσης.
Συνεπώς θεωρούμε πως ο προτεινόμενος λόγος μπορεί ευχερώς να εξεταστεί με τους υφιστάμενους, χωρίς η προσθήκη του να διευρύνει αδικαιολόγητα τη βάση της έφεσης, ώστε να δυσχεραίνεται η εκδίκαση της και δεδομένου του προκαταρκτικού σταδίου στο οποίο βρίσκεται η έφεση, δεν εντοπίζουμε βάσιμο νομικό λόγο να μην ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του εφετείου υπέρ της έγκρισης του αιτήματος.
Η αίτηση επιτρέπεται. Τροποποιημένο εφετήριο να καταχωρηθεί εντός 10 ημερών από τη σύνταξη του διατάγματος.
Τα έξοδα της αίτησης και όσα προκύπτουν από αυτή, συμποσούνται στο ποσό των €1,000 και επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης, τα οποία θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.
Α. Λιάτσος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/ΚΑσ