ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IN RE C.H. AN ADVOCATE (1969) 1 CLR 561
Πέτρου Μ. Πετράκη ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων (2000) 1 ΑΑΔ 1456
Κλεοβούλου Παναγιώτης ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (2013) 1 ΑΑΔ 480
ANTONIOS KOURRIS ν. THE SUPREME COUNCIL OF JUDICATURE (1972) 3 CLR 390
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.35
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:A456
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΑΡ. 30/17
12 Οκτωβρίου, 2021
[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
XXX ΚΑΚΑΡΑΝΤΖΑ
Εφεσείοντος/Αιτητή,
-ΚΑΙ-
1. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
2. ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
3. ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΠΕΤΡΟ ΚΛΗΡΙΔΗ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑ ΚΛΗΡΙΔΗ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση
------------------------
Γ. Κακαράντζας , εμφανίζεται προσωπικά
Ν. Κλεάνθους (κα), για Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδης για τους Εφεσίβλητους/Καθ' ων η Αίτηση
-----------------------
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων με την Προσφυγή του υπ. αριθμό 165/2015 στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων, Γενικού Εισαγγελέα και Κώστα Κληρίδη ζητούσε την εξής θεραπεία:
«Αιτούμαι την εκδίκαση της υπόθεσης από το αρμόδιο τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας σχετικά με το κατηγορητήριο εναντίον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για το οποίο κατηγορητήριο δεν έχω αριθμό αναφοράς ώστε να μπορώ να αναφέρομαι και την ευθύνη φέρει η κυρία Μακρή πρωτοκολλητής στο κακουργιοδικείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Επίσης αιτούμαι την επιστροφή των χρημάτων μου από τον δικηγόρο xxx Λοίζου και την χρηματική μου ικανοποίηση για ηθική βλάβη την οποία υπέστη εξαιτίας των Δικαστικών Αρχών όπως είναι το Πειθαρχικό Συμβούλιο και ο Γενικός Εισαγγελέας. Τέλος αιτούμαι την τιμωρία των υπευθύνων για παραβάσεις του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμο ο οποίος προνοεί ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε χρόνια.»
Τα ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης, όπως παρατέθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, είναι τα εξής:
Ο Εφεσείων στις 11/3/2013 υπέβαλε γραπτό παράπονο εναντίον του δικηγόρου xxx Λοΐζου, από τη Λάρνακα, στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων (στο εξής «το Πειθαρχικό Συμβούλιο»). Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ζήτησε από τον συγκεκριμένο δικηγόρο να καταθέσει τις θέσεις του επί του παραπόνου, ο οποίος συμμορφώθηκε στις 9/4/2013. Το ζήτημα εξετάστηκε στη συνεδρία του ημερομηνίας 3/7/2013 και το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι από τα ενώπιον του στοιχεία δεν δικαιολογείτο η διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον του δικηγόρου. Ο Εφεσείων ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή του Πειθαρχικού Συμβουλίου ημερομηνίας 4/7/2013. Ακολούθησαν νέες επιστολές από πλευράς του Εφεσείοντα προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο και αποδέχθηκε αίτημα του να κληθούν ενώπιον του τόσο ο Εφεσείων όσο και ο καταγγελόμενος δικηγόρος κατά τη συνεδρία του στις 12/3/2014. Εξετάζοντας το θέμα, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι εφόσον η καταγγελία αφορούσε στο τιμολόγιο που εκδόθηκε από το δικηγόρο για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στον Εφεσείοντα, η περίπτωση του τελευταίου δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητες του αλλά της Εξωδικαστηριακής Επιτροπής του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ενημερώνοντας σχετικά τον Εφεσείοντα για την απόφαση του με επιστολή, ημερομηνίας 11/4/2014.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την προσφυγή του Εφεσείοντα επιλήφθηκε κατ' αρχάς των προδικαστικών ενστάσεων που ηγέρθηκαν από πλευράς Εφεσίβλητου που αναφέροντο κυρίως σε έλλειψη δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε Αίτηση Ακύρωσης δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, σε έλλειψη εννόμου συμφέροντος του Εφεσείοντα, ότι η προσφυγή δεν στρέφετο εναντίον συγκεκριμένης πράξης και τέλος ότι υπήρξε σφάλμα στο αιτητικό της προσφυγής. Ζήτησε συναφώς από τους διαδίκους να καταχωρήσουν γραπτές αγορεύσεις σε ό,τι αφορά τις προδικαστικές ενστάσεις όπως και έπραξαν.
Παρά τις εγγενείς αδυναμίες που εντόπισε στη διατύπωση των θεραπειών που ζητούντο με την προσφυγή και στον τρόπο σύνταξης της, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε τις αιτούμενες θεραπείες σε «εκδίκαση σχετικά με το κατηγορητήριο εναντίον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Γενικού Εισαγγελέα - επιστροφή χρημάτων από συγκεκριμένο δικηγόρο - χρηματική αποζημίωση και τιμωρία για παραβάσεις του Ποινικού Κώδικα». Ως πυρήνα των παραπόνων του Εφεσείοντα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν η παραβίαση του Ποινικού Κώδικα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, προφανώς στα πλαίσια εξέτασης του παραπόνου που του υπόβαλε ο Εφεσείων.
Με τα δεδομένα αυτά προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε κατά πόσο το Διοικητικό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει επί της προσφυγής, εφόσον αντικείμενο της δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων. Παραπέμποντας σε νομολογία (βλ. Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390, Αιμιλιανίδης ν. Συμβουλίου Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174) έκρινε ότι οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων δεν θεωρούνται διοικητικές πράξεις, δυνάμενες να προσβληθούν με Αίτηση Ακύρωσης στη βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος και απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.
Ο Εφεσείων αντέδρασε με την καταχώρηση της υπό κρίση έφεσης προβάλλοντας πέντε λόγους που επαναλαμβάνουν ουσιαστικά τις εισηγήσεις που πρόβαλε πρωτόδικα για ακύρωση της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όπως παράλειψη έρευνας των γεγονότων από πλευράς του Συμβουλίου, παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, πλάνη περί τα πράγματα, αντιφάσεις στην απόφαση και παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Τις ίδιες εισηγήσεις υποστήριξε και με το περίγραμμα αγόρευσης του, δίνοντας έμφαση στην παράλειψη έρευνας από πλευράς Πειθαρχικού Συμβουλίου αλλά και του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα.
Από την άλλη η δικηγόρος του Εφεσίβλητου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση τονίζοντας ταυτόχρονα τον αντικανονικό τρόπο σύνταξης της έφεσης, με την απουσία ουσιαστικά λόγων έφεσης μαζί με την αιτιολογία τους, όπως επιτάσσει η Δ.35 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις σχετικές πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου, ΚΕΦ. 2, (στο εξής «ο Νόμος») που μας ενδιαφέρουν και βρίσκονται στην ενότητα «IV Πειθαρχία», για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 «κάθε δικηγόρος είναι λειτουργός της δικαιοσύνης και υπέχει πειθαρχική ευθύνη και υπόκειται στην πειθαρχική διαδικασία που προνοείται στο Μέρος αυτό».
Η σύσταση του Πειθαρχικού Συμβουλίου προβλέπεται από το άρθρο 16 του Νόμου το οποίο ιδρύθηκε προς τον σκοπό άσκησης ελέγχου και πειθαρχικής εξουσίας εναντίον κάθε δικηγόρου. Το άρθρο αυτό καθορίζει, μεταξύ άλλων, τις αρμοδιότητες, τα μέλη που το συγκροτούν και τη διάρκεια θητείας των μελών.
Το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του Νόμου προνοεί την άσκηση έφεσης εναντίον απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Παραθέτουμε αυτούσιο το εδάφιο:
(4) Ο Γεvικός Εισαγγελέας της Δημoκρατίας, o καταδικασθείς ή o παραπovoύμεvoς δύvαται εvτός δύo μηvώv από τηv έκδoση της απόφασης από τo Πειθαρχικό Συμβoύλιo vα εφεσιβάλει στo Αvώτατo Δικαστήριo σύμφωvα με τη διαδικασία πoυ πρoβλέπεται γι' αυτό από διαδικαστικό καvovισμό πoυ εκδίδεται από τo Αvώτατo Δικαστήριo, τo oπoίo σύμφωvα με τov αvαφερόμεvo διαδικαστικό καvovισμό πρoβαίvει σε ακρόαση της έφεσης και έχει εξoυσία είτε vα επικυρώσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ είτε vα ακυρώσει ή vα τρoπoπoιήσει αυτή ή vα εκδώσει άλλo διάταγμα ως ήθελε θεωρήσει πρέπov.»
Από την πιο πάνω νομοθεσία και ιδιαίτερα το άρθρο 17(4) καθίσταται σαφές ότι οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός καθορισμένης προθεσμίας (βλ. Kλεοβούλου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (2013) 1 (Α) Α.Α.Δ. 480 και Πετράκη ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων (2000) 1 Α.Α.Δ. 1456.)
Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων, δυσαρεστημένος από την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αντί έφεσης προχώρησε με την καταχώρηση προσφυγής για ακύρωση της απόφασης αυτής.
Όπως πολύ ορθά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος το Διοικητικό Δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί κάθε προσφυγής που στρέφεται κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία.
Η νομολογία έχει καθιερώσει την αρχή ότι οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων που προεδρεύεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, δεν θεωρούνται διοικητικές πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή στη βάση του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, εφόσον οι αρμοδιότητες του έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία της δικαιοσύνης (βλ. In re CH an advocate (1969) 1 C.L.R. 561 και Αιμιλιανίδης ν. Συμβουλίου Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174). Η απόφαση CH υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη Kourris v. The Supreme Court of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390 όπου αποφασίστηκε ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο το οποίο απαρτίζεται από δικηγόρους, με πρόεδρο τον Γενικό Εισαγγελέα, και ασκεί εξουσία που σχετίζεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης, κατά συνέπεια δεν ασκεί εκτελεστική εξουσία εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της πιο πάνω νομοθεσίας και νομολογίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως διαγράφοντο από τον πρωτόδικο φάκελο.
Εφόσον εκδότης της προσβαλλόμενης απόφασης είναι το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι αυτή δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και ως τέτοια δεν μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Συνεπώς η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη.
Υπό το φως της κατάληξης μας αυτής η εξέταση των υπόλοιπων θεμάτων που εγείρονται από τους διαδίκους παρέλκει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα που καθορίζονται σε €500.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
/Α.Λ.Ο.