ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A437
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021
4 Οκτωβρίου, 2021
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
χχχ ANKIT
Εφεσείοντος/Αιτητή,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση
------------------------
Αλέξανδρος Κληρίδης για Φοίβος, Χρ. Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για τον Εφεσείοντα-Αιτητή
Νικολέτα Δημητρίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
-----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Πούγιουρου, Δ.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
A. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων με την Προσφυγή υπ. αρ. 61/21 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας επιδίωξε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 20/4/2021, κοινοποιηθείσα σ' αυτόν στις 24/4/2021, με την οποία εκδόθηκε διάταγμα κράτησης του δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000) ως άκυρης και παράνομης.
Η προσφυγή δεν είχε επιτυχή κατάληξη με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 2/6/2021 για τους λόγους που θα εξηγήσουμε κατωτέρω.
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της πρωτόδικης απόφασης και συνιστούν κοινό έδαφος, ο εφεσείων, υπήκοος Ινδίας, αφήχθη στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 13/6/2018 με άδεια εισόδου ως φοιτητής και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής μέχρι και τις 13/6/2019. Στις 27/7/2020 ο εφεσείων συνελήφθη μαζί με ομοεθνή του για διάρρηξη της υπεραγοράς Άλφα Μέγα στα Λατσιά και για παράνομη παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στις 31/7/2020 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για τα αδικήματα της κλοπής και παράνομης παραμονής για τα οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 και 4 μηνών. Στις 27/8/2020 εκδόθηκαν εναντίον του από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης διατάγματα απέλασης και κράτησης. Στις 10/9/2020 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου και τα διατάγματα ημερομηνίας 27/8/2020 ακυρώθηκαν στις 22/9/2020. Στις 17/11/2020 εξασφαλίστηκε μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα για τη διάπραξη τριών άλλων αδικημάτων δηλαδή για συνέργεια μετά τη διάπραξη κακουργήματος, καταστροφή αποδεικτικού στοιχείου και για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων συνελήφθη στις 18/11/2020 και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα προσωποκράτησης για έξι μέρες. Στις 18/3/2021 το Μόνιμο Κακουργιοδικείο, στο οποίο παραπέμφθηκε, καταδίκασε τον εφεσείοντα σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών από τις 24/11/2020. Ειδικότερα, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων γνώριζε για την εμπλοκή ομοεθνούς του στα αδικήματα του φόνου εκ προμελέτης, απόπειρας φόνου και τραυματισμού και παρέλαβε από το δράστη τα ρούχα που φορούσε ο τελευταίος και το μαχαίρι που χρησιμοποίησε κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, τα οποία πέταξε στη συνέχεια σε κάδο απορριμμάτων. Στις 18/3/21 ο εφεσείων υπέβαλε νέα αίτηση για διεθνή προστασία με διαφορετική ημερομηνία γέννησης. Οι δύο αιτήσεις για διεθνή προστασία εξετάστηκαν ως μία αίτηση και εκδόθηκε απορριπτική απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου στις 10/5/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα αυθημερόν. Εν τω μεταξύ στις 27/4/2021 ο εφεσείων αποφυλακίστηκε αλλά συνελήφθηκε εκ νέου από την Αστυνομία στη βάση νέου διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 20/4/2021, που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 εώς 2020 (στο εξής ο περί Προσφύγων Νόμος).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απορριπτική απόφαση του στην προσφυγή του εφεσείοντα ασχολήθηκε κατ' αρχάς με το κατά πόσο η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα και η αίτηση ακύρωσης ήσαν σύμφωνες με τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 και του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, αντίστοιχα. Με παραπομπή σε νομολογία και συγγράμματα (Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 27/2/2018, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου Α.Ε. 95/2012, ημερομηνίας 6/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247», Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 A.A.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 κ.ά.) προέβη στη διαπίστωση ότι η προσφυγή και η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν χωρίζοντο ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, ενώ κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν αιτιολογείτο, πλην του θέματος της δυνατότητας επιβολής εναλλακτικών μέτρων από την κράτηση. Παρατίθετο μόνο η νομική πτυχή του κάθε λόγου ακύρωσης χωρίς ειδική αναφορά στα γεγονότα που υποστήριζαν τον κάθε λόγο. Ούτε επίσης η αιτιολογία των λόγων ακύρωσης συμπληρώνετο από το περιεχόμενο των Φακέλων.
Θεώρησε περαιτέρω, με αναφορά σε νομολογία (βλ. Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Md Moin Uddin v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007) ότι οι λόγοι ακύρωσης ήταν αλυσιτελείς, απαράδεκτοι και γενικοί.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια στην εξέταση κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Έκρινε συναφώς ότι αν και απουσίαζε από το σώμα της απόφασης οποιαδήποτε αναφορά στους πραγματικούς λόγους επί των οποίων στηρίζετο το διάταγμα κράτησης, εν τούτοις η αιτιολογία του εξάγετο από τα στοιχεία των Φακέλων που είναι αρρήκτως συνδεδεμένα με το λόγο κράτησης, ιδιαίτερα την επιστολή του Υπεύθυνου Υπαστυνόμου του Κλιμακίου της Αστυνομίας Αλλοδαπών Λευκωσίας, ημερομηνίας 16/4/2021. Κατέληξε δε ότι υπό το φως της καταδίκης του εφεσείοντα σε διαφορετικούς χρόνους για σοβαρά αδικήματα, δεν καταδεικνύετο συμπεριφορά συνάδουσα με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα η κράτηση του να θεωρείται αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης, στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου. Εξέτασε επίσης και την περίπτωση κατά πόσο μπορούσαν να ληφθούν υπαλλακτικά μέτρα της κράτησης αλλά έκρινε ότι μια τέτοια διαταγή δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προστασία της δημόσιας τάξης, σε συνάρτηση με την αποφυγή του εξυπακουόμενου κινδύνου διαφυγής του εφεσείοντα και της ροπής του προς διάπραξη νέων αδικημάτων. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του αποτέλεσαν τη βάση για την απόρριψη της προσφυγής.
Με την υπό κρίση έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση σε όλες της τις πτυχές με τρεις λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο ο εφεσείων βάλλει κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του, κατά την πρωτόδικη διαδικασία και η προσφυγή του δεν συντάχθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες των σχετικών Διαδικαστικών Κανονισμών. Αντίθετα, σύμφωνα με την εισήγηση του, η προσφυγή, η ένορκη δήλωση και η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του, παρείχαν επαρκή πληροφόρηση ως προς τη νομική βάση της προσφυγής και τα γεγονότα που υποστήριζαν τον κάθε λόγο ακύρωσης όπως έπραξε και για την επίκληση εναλλακτικών μέτρων κράτησης, που το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε δεόντως προωθηθεί. Επίσης υποστήριξε ότι όλοι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τον ίδιο δεν ήταν γενικοί και αόριστοι, αλλά προσέδιδαν ξεκάθαρη οριοθέτηση των επίδικων θεμάτων, εξού και εξετάστηκαν τελικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Θα μπορούσε δε το Δικαστήριο να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 7Α του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και να διατάξει τροποποίηση ή συμπλήρωση εγγράφου ενώπιον του, που όμως δεν άσκησε. Προβάλλει περαιτέρω ότι η νομολογία επί της οποίας στηρίχθηκε το Δικαστήριο αφορούσε σε διαφορετικά γεγονότα από αυτά της υπό κρίση περίπτωσης. Ειδικά ως προς την εφαρμογή υπό του Δικαστηρίου του λόγου της υπόθεσης Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, που επιβεβαίωσε την αρχή για την ανάγκη αιτιολόγησης των νομικών σημείων στην προσφυγή προς το σκοπό εξέτασης των λόγων προσβολής της νομιμότητας μιας διοικητικής απόφασης, προώθησε τη θέση ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο διεξήχθηκε η δέουσα έρευνα ή υπάρχει η δέουσα αιτιολογία, που ήταν σημεία που αναλύθηκαν στην αγόρευση του δικηγόρου του. Το δικαίωμα αυτό του εφεσείοντα, να τύχει δηλαδή μιας πλήρους και εμπεριστατωμένης δικαστικής απόφασης, προκύπτει, κατά την εισήγηση του, και από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης όπως εξάγονται από τον πρωτόδικο και τους διοικητικούς φακέλους, στους οποίους έχουμε ανατρέξει.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τον Κανονισμό 6 των περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 και τον 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Συνταγματικού Ανωτάτου Δικαστηρίου 1962, που το οδήγησε στη διαπίστωση ότι παραβίαση τους καθιστούσε τους λόγους ακύρωσης αλυσιτελείς και απαράδεκτους, δεν το εμπόδισε από του να εξετάσει στη συνέχεια τα θέματα που εγείροντο στην προσφυγή που, όπως αναδύοντο κυρίως από τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα, συνοψίζονται αφ' ενός στην έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και αφ' ετέρου στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Εξέτασε περαιτέρω και το θέμα κατά πόσο θα μπορούσαν να τεθούν λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα από την κράτηση του εφεσείοντα στα πλαίσια εξέτασης αν υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Η νομολογία ως προς την ανάγκη αυστηρής συμμόρφωσης με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι διαχρονική και προς τούτο είναι ευθυγραμμισμένη και συνεχής.
Ο Κανονισμός 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην πρόσφατη υπόθεση Mustafa Haghilo, A.E. 156/2012 ημερομηνίας 27/2/2018, που επίσης αφορούσε σε ακύρωση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατόπιν ανασκόπησης της μέχρι τότε νομολογίας αναφέρει τα εξής ως προς την εμβέλεια του Κανονισμού:
«Σύμφωνα με τον Καν. 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο αιτητής θα πρέπει να εξειδικεύσει ρητά και να αιτιολογήσει πλήρως τους νομικούς λόγους ακύρωσης. Ωστόσο ο διαδικαστικός αυτός Κανονισμός τυγχάνει χαλάρωσης όταν διάδικος εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, επιφύλαξη που δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση εφόσον κατά την πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων εμφανίζετο με δικηγόρο.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 ΑΑΔ 257 με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στη σελ. 263 ως προς την αναγκαιότητα τήρησης των προνοιών του Κανονισμού 7:
«Είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας ότι προβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών μια γενική αναφορά ότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης. Προς τούτο έγινε επίκληση των αποφάσεων Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275, Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 281 και Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962
"έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως".
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. Στην πιο πάνω υπόθεση ο πρόσθετος λόγος που επικαλέστηκε ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση, ο οποίος αφορούσε την αντισυνταγματικότητα νόμου, συνιστούσε νομικό θέμα ιδιάζουσας σπουδαιότητας και θα μπορούσε να εξεταστεί μετά τον επακριβή προσδιορισμό άρθρου του Νόμου και του Συντάγματος τα οποία συγκρούονταν μεταξύ τους.
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.
Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.)"
Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (πιο πάνω) τονίστηκε ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία και ότι η προφορική ή γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο ούτε αποδεικτικό μέσο.
Στην υπόθεση Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι πρόσθετοι λόγοι που περιλήφθηκαν στη γραπτή αγόρευση των αιτητών δεν μπορούσαν να εξεταστούν και υιοθετήθηκε η αρχή στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (πιο πάνω), ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις θα πρέπει να περιορίζονται στους λόγους της προσφυγής που προβάλλονται για την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης.
...............................
Σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων τονίστηκε ότι μια απλή αναφορά στους λόγους έφεσης για παράβαση νόμου, κακή εφαρμογή του νόμου ή για κατάχρηση εξουσίας δεν είναι ικανοποιητική και ότι η αναφορά θα πρέπει να συνοδεύεται από μια συγκεκριμένη επίκληση.»
Δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).»
Ο Κανονισμός 6(α) των περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 προνοεί ότι «κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά».
Από ενδελεχή μελέτη του Φακέλου της πρωτόδικης διαδικασίας, είναι και δική μας διαπίστωση ότι ο τρόπος που συντάχθηκε το νομικό πλαίσιο της προσφυγής αλλά και της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα, δεν παρέχει επαρκή και σαφή πληροφόρηση ως προς την συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου ή τις αρχές του Διοικητικού ή Ευρωπαϊκού Δικαίου, που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλ' ούτε και παραθέτουν με την αναγκαία ευκρίνεια τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζετο ο κάθε λόγος ακύρωσης.
Συγκεκριμένα τόσο στην αίτηση ακύρωσης όσο και στην γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα προσδιορίζεται μεν στο μέρος «Νομικά Σημεία» η νομοθεσία του Ενωσιακού Δικαίου που κατ' ισχυρισμόν παραβιάστηκε δηλ. τα άρθρα 6 και 18 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα άρθρα 7 -10 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, τα άρθρα 8, 9Δ, 9Ε, 9ΣΤ και 21 του περί Προσφύγων Νόμου, τα άρθρα 3 και 26 της Σύμβασης για το Καθεστώς των Προσφύγων («η Σύμβαση της Γενεύης») 1951 και τα άρθρα 8-11, 13, 26, 28, 38, 41-48, 50-52 του Νόμου 158(1)/99, και περιλαμβάνονται ισχυρισμοί για πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα αλλά η επίκληση είναι γενική, χωρίς να συγκεκριμενοποιείται η κάθε παραβίαση ή να παρατίθενται τα αναγκαία γεγονότα που την στηρίζουν μαζί με την αιτιολογία της ξεχωριστά.
Σημειώνεται ότι αν και δεν εκπληρώθηκε η απαίτηση εξειδίκευσης και αιτιολόγησης των νομικών σημείων της προσφυγής, στοιχείο που θα μπορούσε να επιδράσει καταλυτικά στην τύχη της προσφυγής, το Δικαστήριο προχώρησε και την εξέτασε επί της ουσίας της.
Τα ίδια ισχύουν και ως προς γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα όπου δεν χωρίζεται σε παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 6(α).
Ενόψει των πιο πάνω η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον αντικανονικό τρόπο σύνταξης της προσφυγής αλλά και της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτό.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσαν να επιβληθούν στην περίπτωση του λιγότερο επαχθή μέτρα από αυτό της κράτησης, εισηγούμενος, μεταξύ άλλων, ότι δεν διευθετήθηκε συνέντευξη μαζί του και ούτε έγινε έρευνα των ιδιαίτερων περιστάσεων του. Απουσιάζει επιπρόσθετα, η αναγκαία αιτιολογία του λόγου κράτησης ότι δηλαδή αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη.
Το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000) για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης. Παραθέτουμε το άρθρο αυτό για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«Κράτηση αιτητών
9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
..................................................................................................
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·
..................................................................................................
(3) Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -
(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,
(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,
(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,
(δ) επιτήρηση από επόπτη.»
(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.
(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.
Υπό το φως των προνοιών του πιο πάνω άρθρου η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντα, ως αιτητή ασύλου, θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με την προστασία της δημόσιας τάξης, που είναι ο λόγος κράτησης του εφεσείοντα, όπως εξάγεται από το περιεχόμενο της ίδιας της απόφασης και συμπληρώνεται από τα στοιχεία των Διοικητικών Φακέλων.
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η προστασία της δημόσιας τάξης όπως και της εθνικής ασφάλειας αποτελεί το σκοπό του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ. Η κράτηση ατόμου σε τέτοια περίπτωση αποτελεί μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του ατόμου επιβάλλει (βλ. J. N. v. Staatssecretaris van Veilingheiden Justitie 15/2/2016 C- 601/15/PPU σκέψεις 49-50).
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στις πρόσφατες υποθέσεις Al Lakoud (ανωτέρω) και χχχ Alabdalla v. Δημοκρατίας Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 81/2019, ημερομηνίας 20/7/2021, όπου τονίστηκε ότι το άρθρο 8(3)(ε) της Οδηγίας 2013/13/ΕΕ δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 4(2) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ένωση «...... σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας.»
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Δικαστήριο εξετάζοντας τη νομική πτυχή της υπόθεσης σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των Διοικητικών Φακέλων ως προς την αναγκαιότητα της κράτησης έκρινε ότι:
«ο λόγος για τον οποίο ο Αιτητής κρατείται, ήτοι για λόγους προστασίας της δημοσίας τάξεως, είναι τέτοιος που δεν θα μπορούσε να επιβληθεί άλλο λιγότερο επαχθές της κράτησης μέτρο. Τούτο διότι κανένα άλλο μέτρο εν προκειμένω δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τον επιδιωκόμενο σκοπό που δεν είναι άλλος από την προστασία της δημοσίας τάξεως, σε συνάρτηση με την αποφυγή του εξυπακουόμενου κινδύνου διαφυγής του αιτούντος και της ροπής του προς διάπραξη νέων αδικημάτων. Θα συμφωνήσω δε με τον Έντιμο Δικαστή κ. Κωμοδρόμο, ο οποίος στην απόφασή του στην Υπόθεση Αρ. 422/2019, K. A. M. v. Δημοκρατίας, ημερ. 22.4.2019 ECLI:CY:DD:2019:207) έκρινε ότι, δεδομένης της φύσης και της σοβαρότητας του συγκεκριμένου σκοπού, αλλά και της φύσης και δεδομένης της κατ' επανάληψη παραβατικής συμπεριφοράς του Αιτητού οποιοδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 9ΣΤ(3) εναλλακτικών μέτρων δεν θα μπορούσαν να επιφέρουν αποτέλεσμα ανάλογο και/ή ισοδύναμο με αυτό της κράτησης προκειμένου να διασφαλιστεί η υλοποίηση του εν λόγω σκοπού (Βλ. επίσης Υπόθεση υπ' αριθμό 442/2019, Alabdalla v. Δημοκρατίας ημερ. 25.4.2019). Κρίνω δε ότι οι περιστάσεις τις οποίες επικαλείται ο Αιτητής ως περιστάσεις δεικνύουσες συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν τη ροπή του προς διάπραξη αδικημάτων, η οποία καθιστά αναγκαία την κράτησή του. Συνεπώς κρίνω ότι το επιβληθέν μέτρο της κράτησης είναι αναγκαίο και ανάλογο υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
38. Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το επίδικο διάταγμα είναι σύμφωνο με τις οικείες κανονιστικές διατάξεις που διέπουν την κράτηση αιτούντων άσυλο.»
Δεν παρουσιάστηκε κανένα ικανό στοιχείο που να καθιστά την κρίση αυτή του Δικαστηρίου τρωτή ή να κατατείνει στο ότι η κράτηση του εφεσείοντα υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και ανάλογου υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας. Ο λόγος κράτησης αναφέρετο στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση και η αιτιολογία προέκυπτε από τα στοιχεία των Φακέλων, όπως ήταν και η διαπίστωση του Δικαστηρίου.
Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τις εισηγήσεις του εφεσείοντα, που επαναλήφθηκαν και κατ' έφεση, σε συνάρτηση με τα ενώπιον του στοιχεία τα οποία, όπως έκρινε, προκύπτουν από τις υποδείξεις και εκθέσεις των σωμάτων ασφαλείας του Κράτους και ιδιαίτερα εκ των γεγονότων που περιέχοντο στην επιστολή του Υπαστυνόμου, ημερομηνίας 16/4/2021, ως προς την εν γένει παραβατική συμπεριφορά και καταδίκες του εφεσείοντα, έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε η κράτηση. Από αναδρομή μας στους Διοικητικούς Φακέλους εντοπίσαμε αριθμό σημειωμάτων και εισηγήσεων διαφόρων λειτουργών του Κράτους που καθιστούν την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου ορθή ως αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και αξιολόγησης όλων των στοιχείων και εισηγήσεων που τέθηκαν ενώπιον του.
Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Παρέμεινε τέλος να εξεταστεί ο τρίτος λόγος έφεσης που είναι συναφής με τον δεύτερο και αναφέρεται επίσης στο λόγο κράτησης του εφεσείοντα. Προβάλλεται κυρίως η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβη στη διαπίστωση ότι τα γεγονότα της επιστολής ημερομηνίας 16/4/2021 του Υπεύθυνου Υπαστυνόμου του Κλιμακίου της Αστυνομίας Αλλοδαπών Λευκωσίας, ήταν ικανοποιητικά, ώστε να αποτελέσουν το λόγο κράτησης του εφεσείοντα.
Η επιστολή αυτή εντοπίζεται στο Διοικητικό Φάκελο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία προωθήθηκε στη συνέχεια στον Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για ενημέρωση και περαιτέρω ενέργειες, με κοινοποίηση της στην Υπηρεσία Ασύλου. Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο της αυτή παρέχει λεπτομερή πληροφόρηση ως προς το ιστορικό του εφεσείοντα από την άφιξη του στην Κύπρο μέχρι σήμερα μαζί με λεπτομέρειες σε ό,τι αφορά τις καταδίκες του για τα ποινικά αδικήματα που αντιμετώπισε. Ήταν δε μέρος του μαρτυρικού υλικού ενώπιον του Δικαστηρίου μαζί με άλλα σημειώματα και εισηγήσεις των αρμόδιων οργάνων και λειτουργών που ασχολήθηκαν με την υπόθεση του εφεσείοντα, που έλαβε υπόψη για σκοπούς απόφασης του.
Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για σκοπούς κατανόησης της ακριβούς σημασίας που έδωσε στην επιστολή το Δικαστήριο:
«32. Υπό το φως των ανωτέρω, έχοντας ενώπιόν μου τα στοιχεία που προσμέτρησαν στην κρίση των Καθ' ων η αίτηση, τα οποία προκύπτουν εν πολλοίς και από υποδείξεις και εκθέσεις των σωμάτων ασφαλείας της Δημοκρατίας και δη των γεγονότων που καταγράφονται στην επιστολή του Υπευθύνου Υπαστυνόμου του Κλιμακίου της Αστυνομίας Αλλοδαπών Λευκωσίας ημερομηνίας 16.4.2021, διαπιστώνω ότι πρόκειται από τις περιπτώσεις εκείνες, όπου αν και η επίδικη πράξη απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας του προσώπου, εντούτοις τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου και αποτέλεσαν τη βάση της αξιολογικής κρίσης των Καθ΄ ων η αίτηση και την αιτιολογική βάση της επίδικης πράξης είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Με άλλα λόγια θεωρώ ότι καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση των Καθ' ων η αίτηση. Υπό αυτά τα δεδομένα κρίνω ότι μπορούν τα στοιχεία αυτά να συμπληρώσουν την αιτιολογία της επίδικης πράξεως.»
Υπό το φως των πιο πάνω η προσέγγιση του Δικαστηρίου ότι τα στοιχεία των Διοικητικών Φακέλων δικαιολογούσαν την κράτηση του εφεσείοντα μας βρίσκει σύμφωνους. Η κρίση μας αυτή καθιστά τον τρίτο λόγο έφεσης έκθετο σε απόρριψη.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Καμμιά διαταγή για έξοδα.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/Α.Λ.Ο.