ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
VASSILIOU ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 220
PAPADOPOULOU ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 332
DROUSIOTIS ν. C.B.C. (1984) 3 CLR 546
Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60
Κυπριακή Δημοκρατία, Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ (1999) 3 ΑΑΔ 56
Μεττή Μιχαλάκης και ’λλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 157
Κουτσού Ειρήνη ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2001) 3 ΑΑΔ 311
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:C473
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ.28/2015)
(Αρ. Προσφυγής 981/2012)
20 Οκτωβρίου 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΕΙΑ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟΥ «Ο ΓΙΓΑΣ» ΛΤΔ
Εφεσείοντων/Αιτητών
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Εφεσίβλητων/Καθ΄ων η Αίτηση
_________
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Εφεσείοντες.
Θ. Χατζηλούκα, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με τέσσερεις λόγους έφεσης προσβάλλεται η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των Εφεσείοντων κατά της απόφασης των Εφεσίβλητων ημερ.5.10.2011, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση τους για παροχή χορηγίας για τεχνολογική αναβάθμιση της βιομηχανίας τους.
Η κατανόηση των λόγων έφεσης απαιτεί γνώση του ιστορικού της υπόθεσης, αφού η απόφαση της 5.10.2011 ήταν η τέταρτη επανεξέταση της αίτησης που οι Εφεσείοντες είχαν υποβάλει.
Με την αίτηση τους οι Εφεσείοντες ζητούσαν χορηγία Λ.Κ.150.000 για επένδυση που είχαν κάνει σε μηχανήματα και εξοπλισμό για το εργοστάσιο τους, το οποίο, όπως αναφερόταν, θα λειτουργούσε περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1996.
Η αίτηση απορρίφθηκε για πρώτη φορά με απόφαση των Εφεσίβλητων ημερ.22.10.1997, αφού κατά την αξιολόγηση της από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Χορηγιών, η Επιτροπή, δεν συγκέντρωσε το ελάχιστο όριο βαθμολογίας. Οι Εφεσείοντες υπόβαλαν πρόσθετα στοιχεία, «Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις για τα έτη 1997-2001», που κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, με αποτέλεσμα την εκ νέου απόρριψη της αίτησης από την Επιτροπή την 15.7.1998. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Προσφυγή αρ.840/1999) που αποφάνθηκε ότι δεν είχε γίνει η δέουσα έρευνα και γιατί δεν είχε δοθεί καμιά αιτιολογία γιατί δεν είχαν γίνει αποδεχτές οι Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις που είχαν υποβάλει οι Εφεσείοντες.
Η Επιτροπή συμμορφούμενη με την ακυρωτική απόφαση επανεξέτασε για δεύτερη φορά την αίτηση και την απόρριψε ξανά, κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχε λόγος για αναθεώρηση της αρχικής απόφασης. Και αυτή η απόφαση προσβλήθηκε και ακυρώθηκε, από την Ολομέλεια (Αναθ. Έφ.164/2006 που ανέτρεψε την απορριπτική απόφαση στην Προσφυγή αρ.436/2005) εφόσον εσφαλμένα είχαν ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση οι οικονομικοί λογαριασμοί των Εφεσείοντων για το 1997, που είχαν υποβληθεί από τους Εφεσείοντες μετά από απαίτηση του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού, για σκοπούς της επαναξιολόγησης και οι οποίοι, βέβαια, δεν ήταν ενώπιον της Επιτροπής κατά την αρχική εξέταση.
Η Επιτροπή συμμορφούμενη με την νέα ακυρωτική απόφαση επανεξέτασε για τρίτη φορά την αίτηση κρίνοντας και πάλι ότι δεν συνέτρεχε λόγος για αναθεώρηση της αρχικής απόφασης. Οι Εφεσείοντες προσέφυγαν και πάλι στη δικαιοσύνη (Προσφυγή αρ.137/2010). Και αυτή τη φορά η απόφαση ακυρώθηκε. Η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τον μη εξελεγμένο λογαριασμό κερδοζημιών για το έτος που είχε λήξει την 31.12.1997 και τον αντίστοιχο ισολογισμό που είχαν υποβάλει οι Εφεσείοντες ως επίσης και σημείωμα του αξιολογητή xxx Αργύρη, που στηριζόταν στα πιο πάνω. Είχε, έτσι, παραβιάσει την αρχή του ουσιώδους χρόνου και το δεδικασμένο της Αναθ. Έφ.164/2006.
Η Επιτροπή συμμορφούμενη με την τρίτη ακυρωτική απόφαση επανεξέτασε την αίτηση για τέταρτη φορά, την οποία και πάλι απόρριψε με την απόφαση της 5.10.2011, αντικείμενο της υπό έφεση πρωτόδικης απόφασης. Η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν αδύνατη η αναθεώρηση των δεικτών των Εφεσείοντων, που επομένως δεν συγκέντρωναν το ελάχιστο όριο βαθμολογίας. Και αυτό γιατί η Επιτροπή αποφάσισε να μην αποδεχτεί ως ορθές τις Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις που είχαν υποβάλει οι Εφεσείοντες, ούτε και τον υπολογισμό του Δείκτη Εσωτερικής Απόδοσης (IRR) που περιλαμβανόταν στο σημείωμα του λειτουργού xxx Αργύρη ημερ.2.2.1998.
Ο αδελφός μας Δικαστής που εξέτασε την προσφυγή αποφάνθηκε ότι τα ζητήματα που εξετάστηκαν από την Επιτροπή αφορούσαν κατεξοχή τεχνικά θέματα και σημείωσε ότι σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, το Δικαστήριο δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης. Έλεγχος σε τέτοιου είδους θέματα, υπέδειξε, ασκείται μόνο όταν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα, ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης, κάτι που δεν συνέβαινε στην εξεταζόμενη υπόθεση (Μεττή κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 157, 162 και Κουτσού ν. ΚΟΤ (2001) 3 Α.Α.Δ. 311, 314). Σε σχέση με την αρχή της καλής πίστης, που οι Εφεσείοντες είχαν επικαλεστεί ότι είχε παραβιαστεί από την Επιτροπή, παράθεσε το απόσπασμα που ακολουθεί από τη Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, 196 για να υποδείξει πως δεν ήταν τέτοια η ενώπιον του περίπτωση:
«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης, δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται. (Βλ. Επίσης Vasiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220· Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332· Droussiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546· Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας υπόθεση αρ. 573/94 - 8.3.1996.)»
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης. Θα εξετάσουμε πρώτους τους λόγους έφεσης 3 και 4.
Με το λόγο έφεσης 3 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξετάσει τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης στη βάση ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή του ουσιώδους χρόνου. Η Επιτροπή είχε αναφέρει στην απόφαση της ότι οι αυξήσεις στις πωλήσεις που πρότασσε η Εφεσείουσα «δεν δικαιολογούνταν λόγω του υφιστάμενου ανταγωνισμού από τα εισαγόμενα προϊόντα» και «του ανταγωνισμού που επικρατεί στην αγορά, τόσο από κυπριακά προϊόντα, όσο και από εισαγόμενα (κυρίως Ιταλικά)». Αναφερόταν δηλαδή, κατά την Εφεσείουσα, στην κατάσταση που επικρατούσε κατά το χρόνο που λάμβανε την απόφαση της, ενώ θα έπρεπε να είχε περιοριστεί στα στοιχεία που υφίσταντο κατά τον ουσιώδη χρόνο, που ήταν ο χρόνος της αρχικής αξιολόγησης.
Με το λόγο έφεσης 4 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξετάσει τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα των Εφεσείοντων σε δίκαιη δίκη. Δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης και ενώπιον μας ο δικηγόρος των Εφεσείοντων περιορίστηκε στο λόγο ακύρωσης που αναφέρεται στο λόγο έφεσης 3.
Στην αίτηση των Εφεσείοντων καταγράφονταν 19 λόγοι ακύρωσης και ένας από αυτούς ήταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ληφθεί κατά παράβαση της αρχής του ουσιώδους χρόνου. Ωστόσο, τίποτε το συγκεκριμένο δεν αναφερόταν στην αίτηση και στην αγόρευση του δικηγόρου τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο λόγος δεν υποστηρίχτηκε. Δεν προωθήθηκε η θέση ότι πράγματι υπήρξε τέτοια παράβαση, παρά μόνο με αναφορά στις δύο πιο πάνω φράσεις από την απόφαση, καταγράφηκε στην γραπτή αγόρευση ότι: «Διερωτάται εξάλλου κανείς . αναφέρονται σε στοιχεία που υπάρχουν σήμερα ή κατά το χρόνο της αρχικής αξιολόγησης της αίτησης; Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει ζήτημα παράβασης της αρχής του ουσιώδους χρόνου».
Μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορούν να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για ακύρωση της διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται (Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56, 62). Νο΅ικά ση΅εία που δεν εξειδικεύονται ΅ε την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παρα΅ένουν αναιτιολόγητα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτί΅ησης (Ζαχαρία ν. Δη΅οκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 293 301). Δεν είναι αρκετό ζητήματα να εγείρονται με πολλή γενικότητα και αοριστία. Τυχόν χαλάρωση του συγκεκρι΅ένου κανόνα, θα παρείχε ευχέρεια για συζήτηση σχεδόν κάθε θέ΅ατος ΅ε αποτέλεσ΅α τον εξοβελισ΅ό των δικονο΅ικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισ΅ό των επίδικων θε΅άτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (Ανθούση ν. Δη΅οκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709, 1715).
Καταλήγουμε ότι λόγος ακύρωσης στη βάση ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή του ουσιώδους χρόνου δεν εγέρθηκε πρωτόδικα κατά τρόπο ώστε να έπρεπε να αποφασίσει επί τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο και επομένως δεν τεκμηριώνεται παράλειψη του να το αποφασίσει. Το δικαίωμα της Εφεσείουσας σε δίκαια δίκη δεν θα μπορούσε έτσι να είχε παραβιαστεί. Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 απορρίπτονται.
Προχωρούμε στους λόγους έφεσης 1 και 2 που αφορούν στην απόφαση της Επιτροπής. Τα εγειρόμενα ζητήματα ήταν αυτά που είχαν και πρωτόδικα προβληθεί ως λόγοι ακύρωσης.
Ο λόγος έφεσης 1 αφορά στην απόρριψη από την Επιτροπή του σημειώματος αξιολόγησης που έκαμε ο λειτουργός xxx Αργύρη. Στη βάση ότι ο ίδιος λειτουργός είχε προβεί και στην αρχική αξιολόγηση με τον ίδιο τρόπο και το αρχικό του σημείωμα είχε γίνει αποδεχτό από την Επιτροπή, προβάλλεται ότι η αντιμετώπιση της Επιτροπής δεν συνάδει με την αρχή της χρηστής διοίκησης και πως υπάρχει υπέρβαση εξουσίας, αυθαιρεσία, αντιφατική συμπεριφορά και έλλειψη δέουσας έρευνας. Πρόδηλα, αυτό που ουσιαστικά προβάλλεται είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε σε αυτή τη βάση να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής.
Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση να μην ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής στη βάση ότι αυτή είχε απορρίψει τα συμπεράσματα της επιτόπιας έρευνας του λειτουργού xxx Κουτσουπίδη, «κατά τρόπο που να αντίκειται στην αρχή της καλής πίστης της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου απέναντι στην διοίκηση». Επρόκειτο για την τεχνική αξιολόγηση της αίτησης των Εφεσείοντων, ημερ.9.10.1997, που ετοίμασε ο πιο πάνω λειτουργός. Κατά τους Εφεσείοντες, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι δεν τεκμηριώνονταν οι σημαντικές αυξήσεις στις πωλήσεις και ιδιαίτερα στις εξαγωγές, ήταν αντιφατικό όχι μόνο με το σημείωμα του λειτουργού xxx Αργύρη αλλά και με την έκθεση του λειτουργού xxx Κουτσουπίδη. Εισηγούνται ότι το γενικό συμπέρασμα του xxx Κουτσουπίδη ότι η βιομηχανία των Εφεσείοντων «είναι η πιο τεχνολογικά αναβαθμισμένη που λειτουργεί στην Κύπρο» θα έπρεπε να προβληματίσει την Επιτροπή κατά την άσκηση της κρίσης της ως προς την αυθεντικότητα ή μη των υποβληθέντων στοιχείων, δηλαδή των περιεχομένων στις Αναθεωρημένες Οικονομικές Προβλέψεις που είχαν υποβάλει οι Εφεσείοντες. Αναφέρεται ακόμα στην αιτιολογία του λόγου ότι, στη σύγκριση στην οποία προέβηκε η Επιτροπή, αγνοείται επιδεικτικά ότι μεγάλο μέρος του κόστους παραγωγής δεν είναι μεταβλητό.
Η αξιολόγηση του λειτουργού xxx Αργύρη αφορούσε στο Δείκτη Εσωτερικής Απόδοσης (IRR) των Εφεσείοντων. Η πρώτη αξιολόγηση έγινε την 22.10.1997 και ο Δείκτης είχε υπολογιστεί στις 24,4 μονάδες, που σε συνδυασμό με τις 32,3 μονάδες που αφορούσαν τα κριτήρια «Προτεραιότητας» ανέβαζαν το σύνολο των μονάδων της βιομηχανίας των Εφεσείοντων στις 56,8, δηλαδή κάτω από το ελάχιστο όριο των 60 μονάδων, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης τους. Κατά την επαναξιολόγηση που έγινε την 2.2.1998, ο λειτουργός xxx Αργύρη υπολόγισε το Δείκτη στις 29,7 μονάδες, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να ξεπεράσουν το ελάχιστο όριο.
Η Επιτροπή δεν αποδέχτηκε τον υπολογισμό. Διαπίστωσε ότι δεν είχε γίνει οποιοδήποτε λάθος στην αρχική αξιολόγηση της αίτησης των Εφεσείοντων. Ειδικά, ότι δεν είχαν παραγνωριστεί οποιαδήποτε στοιχεία που να επηρεάζουν τον τελικό υπολογισμό των οικονομικών δεικτών τους ή του δείκτη εσωτερικής απόδοσης τους (IRR). Ούτε και διαπιστωνόταν σφάλμα κατά τον υπολογισμό των δεικτών. Γι' αυτό και η αρχική αξιολόγηση είχε γίνει αποδεχτή. Εκείνο που διαπίστωσε η Επιτροπή κατά την απόφαση της της 5.10.2011 ήταν ότι:
«τα νέα στοιχεία που υπόβαλε η εταιρεία μετά την αξιολόγηση και βαθμολόγηση της αίτησης της που αποσκοπούν στην διαφοροποίηση των σχετικών δεικτών στους οποίους η εταιρεία βαθμολογήθηκε χαμηλά, ώστε να εξασφαλίσει ψηλότερη βαθμολογία και κατά συνέπεια την κρατική χορηγία είναι αντιφατικά και ατεκμηρίωτα και οι αλλαγές που παρουσιάζονται στις αναθεωρημένες προβλέψεις σε σύγκριση με τις αρχικές δεν δικαιολογούνται με κανένα τρόπο ή στοιχείο».
Αυτή ήταν η ουσία της απόφασης της Επιτροπής και για αυτή της την κατάληξη η Επιτροπή έδωσε εξηγήσεις. Εξέτασε επιμέρους στοιχεία και προέβηκε σε συγκρίσεις μεταξύ των αρχικών και των αναθεωρημένων προβλέψεων, αλλά και μεταξύ των ετών. Τόσο όσον αφορά τις πωλήσεις, όσο και τα κόστη παραγωγής των προϊόντων των Εφεσείοντων. Κατεξοχή τεχνικά θέματα, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στη συνέχεια και με το υπόβαθρο που είχε διαμορφωθεί, η Επιτροπή προσέγγισε το σημείωμα επαναξιολόγησης του λειτουργού xxx Αργύρη. Κατέγραψε σχετική τοποθέτηση του λειτουργού και γιατί δεν ευσταθούσε και υπέδειξε σφάλμα σε σχέση με τις προβλέψεις που λήφθηκαν υπόψη από τον λειτουργό. Υπέδειξε παραλείψεις και αδικαιολόγητα συμπεράσματα και ακόμα χρήση εσφαλμένων παραμέτρων. Υπό τις περιστάσεις δεν θα μπορούσε να είχε εντυπωσιαστεί θετικά από τα γενικά συμπεράσματα του xxx Κουτσουπίδη.
Η Επιτροπή δικαιούτο να απορρίψει την επαναξιολόγηση του λειτουργού και το έπραξε παραθέτοντας στην απόφαση της την αιτιολογία της, εδραζόμενη σε τεχνικά ζητήματα που εκφεύγουν του ελέγχου του ακυρωτικού Δικαστηρίου, όπως ορθά βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε. Στην ίδια βάση δεν άφησε να επηρεαστεί η κρίση της από το περιεχόμενο της έκθεσης του xxx Κουτσουπίδη. Η απόφαση της Επιτροπής, εδραζόμενη σε συγκρίσεις και συμπεράσματα δεν άφηνε κανένα περιθώριο να θεωρηθεί ότι παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης. Ο λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται 3.000 υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.