ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A418
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 164/18)
(Προσφυγή αρ. 1249/2013)
4 Οκτωβρίου 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές.]
NEW DIMENSIONS PROPERTY DEVELOPMENTS LTD
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ
3. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ
Εφεσίβλητων/Καθ΄ων η Αίτηση
_________
Κ. Μελάς για Μαρκίδης, Μαρκίδης και Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Χρ. Χριστάκη, για την Εφεσείουσα.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
Χρ. Σιακαλλή (κα) για Ορφανίδη, Χριστοφίδη και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 Wadnic Trading Ltd.
Ν. Χατζηϊωάννου (κα) για Κ.Γ. Χατζηϊωάννου και Σία, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων Α.Τ.Η.Κ. και Αντεφεσείοντα.
_________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα εταιρεία προσβάλλει την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου να απορρίψει προσφυγή της με την οποία ζητούσε διακήρυξη ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ.22.2.2013 να εγκρίνει αίτηση της εταιρείας Wadnic Trading Ltd, η Wadnic, για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, σε σχέση με τεμάχιο της στη Δρομολαξιά (συνιδιοκτησίας της με τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών) ήταν άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος. Η παρέκκλιση αφορούσε γραφειακή ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας.
Είχε από πιο παλιά, την 10.10.2011, χορηγηθεί πολεοδομική άδεια για την ίδια ανάπτυξη στο ίδιο τεμάχιο, πάλι κατά παρέκκλιση, κατόπιν απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ.27.9.2011. Η Εφεσείουσα είχε τότε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο[1] ζητώντας την ακύρωση της πολεοδομικής άδειας. Το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα αποφάσισε την ανάκληση της απόφασης του ημερ.27.9.2011 λόγω πάσχουσας σύνθεσης του και αυθημερόν έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Ήταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον για να προσβάλει την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Έτσι, απόρριψε την προσφυγή χωρίς να εξετάσει τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης ή τη νομιμότητα της απόφασης. Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 2. Είχε προηγηθεί, με ενδιάμεση απόφαση, η απόρριψη αίτησης της Εφεσείουσας για προσαγωγή μαρτυρίας προς απόδειξη του έννομου της συμφέροντος, απόφαση που προσβάλλεται με τον λόγο έφεσης 1 ως εσφαλμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας και αναιτιολόγητη.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης 3 ζητείται η ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για τους λόγους που προβλήθηκαν πρωτόδικα και δεν εξετάστηκαν από το Διοικητικό Δικαστήριο, που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Αναθεωρητικού Εφετείου, αλλά στη συνέχεια, ορθά αναφέρεται ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης η υπόθεση θα πρέπει να παραπεμφθεί για εξέταση στο Διοικητικό Δικαστήριο. Όταν η προσφυγή απορρίπτεται, συνιστά παράλειψη να μην εξεταστούν όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης. Όχι όμως στην προκειμένη περίπτωση, όπου η απόρριψη της προσφυγής ήταν το αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι η Εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον. Μόνο με την διαπίστωση ύπαρξης έννομου συμφέροντος, δηλαδή επιτυχία της έφεσης, θα προκύψει η ανάγκη εξέτασης των λόγων ακύρωσης. Ο λόγος έφεσης 3 δεν συνιστά, επομένως, ουσιαστικό λόγο έφεσης, αλλά καταλήγει να υποδεικνύει τη διαταγή που θα πρέπει να ακολουθήσει σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.
Καταχωρίστηκε και αντέφεση από το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2, Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων Α.Τ.Η.Κ., το Ταμείο. Το ενδιαφέρον του Ταμείου αναδύεται μέσα από την παράθεση των ουσιωδών γεγονότων που ακολουθεί. Με τον λόγο αντέφεσης 1 υποστηρίζεται ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 22.2.2013 δεν μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή γιατί έχασε την αυτοτέλεια της αφού ενσωματώθηκε στην εκδοθείσα πολεοδομική άδεια. Εννοείται η προηγηθείσα πολεοδομική άδεια ημερ.10.10.2011. Με τον λόγο αντέφεσης 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει την προσφυγή ως αλυσιτελή και άνευ αντικειμένου, γιατί η πολεοδομική άδεια ημερ.10.10.2011 και η άδεια οικοδομής που είχαν εκδοθεί, ως αυτοτελείς διοικητικές πράξεις που δεν προσβλήθηκαν, παραμένουν τελεσίδικες.
Προς συμπλήρωση της εικόνας των εγειρόμενων ζητημάτων, σημειώνουμε ότι η Εφεσείουσα επιχειρηματολόγησε ότι η αντέφεση είναι εκπρόθεσμη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής και στη συνέχεια έκρινε ότι η Εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να την προσβάλει. Ενώπιον όμως του Εφετείου, εξετάζεται πρώτα η έφεση και μόνο σε περίπτωση επιτυχίας λόγων της, που θα είχαν ως αποτέλεσμα την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, απαιτείται να εξεταστεί και η αντέφεση. Προχωρούμε, λοιπόν, στην εξέταση της έφεσης.
Τα ουσιώδη γεγονότα είναι τα ακόλουθα. Η Εφεσείουσα είναι η ιδιοκτήτρια τεμαχίου στην κοινότητα Μενεού, που γειτνιάζει με την κοινότητα Δρομολαξιάς όπου βρίσκεται το τεμάχιο της Wadnic. Αμφότερες οι κοινότητες βρίσκονται κοντά στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Στην Εφεσείουσα είχε χορηγηθεί πολεοδομική άδεια για ανέγερση στο τεμάχιο της οικιστικού συγκροτήματος. Όμως, επέκειτο αλλαγή στο τοπικό σχέδιο και την 23.3.2011 η Εφεσείουσα υπόβαλε πρόταση στο Ταμείο για να αγοράσει το Ταμείο το τεμάχιο της για την ανάπτυξη του με γραφειακούς χώρους. Πράγματι με το Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας που δημοσιεύτηκε την 29.7.2011, το τεμάχιο της Εφεσείουσας εντάχθηκε στην πολεοδομική ζώνη Γρ1 9, ζώνη γραφείων αεροδρομίου.
Παράλληλα, εξελίχθηκαν τα προαναφερόμενα γεγονότα σε σχέση με το τεμάχιο της Wadnic, δηλαδή η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ.27.9.2011 για την έγκριση της αίτησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, η ανάκληση της απόφασης και η εκ νέου έγκριση της χορήγησης της με την απόφαση ημερ.22.2.2013. Στο μεταξύ, την 10.10.2011, χορηγήθηκε, στη βάση της πρώτης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, η πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση.
Το Ταμείο δεν έχει αγοράσει το τεμάχιο της Εφεσείουσας. Είχε πριν την πρόταση της Εφεσείουσας, από 25.2.2011, συμβληθεί με την Wadnic να αγοράσει γραφειακούς χώρους σε ανάπτυξη στο δικό της τεμάχιο. Η συμφωνία ήταν υπό την αίρεση ότι θα εξασφαλιζόταν άδεια οικοδομής για την ανάπτυξη, που απαρέγκλιτα προϋπόθετε την έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο της αίτησης της Wadnic για την χορήγηση της πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση. Σημειώνεται ότι το τεμάχιο της Wadnic ενέπιπτε στην πολεοδομική ζώνη Κα6, που είναι οικιστική ζώνη.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι αλληλένδετοι. Για να διαφανεί κατά πόσο η προσκόμιση μαρτυρίας θα μπορούσε να ήταν χρήσιμη, είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί, ως νομικό ζήτημα, τί θα μπορούσε σε τέτοιες περιπτώσεις να τεκμηριώσει έννομο συμφέρον.
Υιοθετούμε την εισαγωγή στο ζήτημα που γίνεται στην Χαραλάμπους ν. Της Δημοκρατίας της Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, 78-82. To ζήτημα του έννομου[2] συμφέροντος διέπεται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος.
Το συμφέρον το οποίο απαιτείται για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει κατά διοικητικής πράξης πρέπει να έχει νομικό έρεισμα. Ότι τα οικονομικά συμφέροντα του προσφεύγοντα είναι ενδεχόμενο να επηρεαστούν από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αρκεί για τη θεμελίωση δικαιώματος προσφυγής (K. & Μ. (Transport) Ltd και Άλλοι v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225, 232). Ο όρος «ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον» στο Άρθρο 146.2 καθιστά την άμεση προσβολή υφιστάμενου συμφέροντος του αιτητή που απορρέει από το Νόμο, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής (Νίκολας v. Δημοκρατίας (1995) 4(Α) Α.Α.Δ. 227, 230).
Το Άρθρο 146.2 είναι ανάλογο με την αντίστοιχη ελληνική νομοθετική διάταξη[3] (Neophytou v. The Republic (1964) C.L.R. 280, 292, Chrysostomides v. The Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397, 402) αναπαραγάγει σε μεγάλο βαθμό τις σχετικές αρχές της ελληνικής νομολογίας και επομένως αυτή αποτελεί πολύ μεγάλο βοήθημα (Papasavvas v. Republic (1967) 3 C.L.R. 111, 122).
Στην Χαραλάμπους γίνεται παραπομπή στον Π.Δ. Δαγτόγλου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2η έκδοση, 1994, παρ.537-545, ότι:
«Έννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας .... Έτσι, ο ιδιώτης έχει έννομο συμφέρον στην τήρηση κανόνων δικαίου, π.χ. περί προστασίας του περιβάλλοντος ή πολεοδομίας, οι οποίοι επιβάλλουν υποχρεώσεις στην διοίκηση, χωρίς να του παρέχουν (υποκειμενικά) δικαιώματα, αλλά των οποίων η τήρηση δημιουργεί ή διασφαλίζει μια ευμενή γι' αυτόν κατάσταση .... Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή να ανήκει απευθείας στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα και όχι σε τρίτο πρόσωπο και εμμέσως μόνο στον αιτούντα ... Το έννομο συμφέρον, τέλος, πρέπει να είναι παρόν (ενεστώς), δηλαδή υπαρκτό κατά τον χρόνο ασκήσεως του ένδικου βοηθήματος ... 'Παρόν' όμως θεωρείται και το συμφέρον που απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσον μέλλον.»
Και στην παρ.549 ότι:
«Για τη θεμελίωση της εξουσίας ασκήσεως ένδικου βοηθήματος αρκεί ο εύλογος (δηλαδή όχι προφανώς ασύστατος) ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος· δεν απαιτείται δηλαδή απόδειξη, αλλ' αρκεί η πιθανολόγηση, η οποία και αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής. Για την θεμελίωση της νομιμοποιήσεως απαιτείται, αντιθέτως, να αποδειχθεί ότι το θιγόμενο έννομο συμφέρον ανήκει πράγματι στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα (ενεργητική νομιμοποίηση) και ότι εθίγει πράγματι από την εναγομένη διοίκηση (παθητική νομιμοποίηση)· επομένως η νομιμοποίηση ανήκει στην ουσιαστική θεμελίωση της προσφυγής και η έλλειψή της καθιστά το ένδικο βοήθημα όχι απαράδεκτο, αλλά αβάσιμο ...».
Σε σχέση με τη διάκριση μεταξύ της περίπτωσης εκείνου στον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη πράξη και εκείνου τον οποίο δεν αφορά η προσβαλλόμενη πράξη ως προς το βαθμό απόδειξης του έννομου συμφέροντος, γίνεται παραπομπή στις παρ.551-555, όπου αναφέρεται ότι:
«H ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τεκμαίρεται από τον ίδιο το νόμο αν η αίτηση ακυρώσεως ασκείται από αυτόν τον οποίον 'αφορά' η προσβαλλόμενη πράξη, αυτόν δηλαδή στον οποίο απευθύνεται ονομαστικώς ή υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη συγκεκριμένου ακινήτου ή οχήματος .... Αντιθέτως, εκείνος τον οποίο δεν 'αφορά' η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει πάντοτε να πιθανολογήσει έννομο συμφέρον .... .
Ευμενείς για τον αποδέκτη τους πράξεις μπορεί να έχουν δυσμενή αποτελέσματα για τρίτους, τα συμφέροντα των οποίων βρίσκονται αντικειμενικά σε άμεση αντίθεση με τα συμφέροντα του αποδέκτη της ευμενούς πράξεως. Τις πράξεις αυτές έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν οι τρίτοι με την αιτιολογία της αντικειμενικής παρανομίας. Έτσι π.χ. γείτονες ενός ακινήτου για το οποίο εγκρίθηκε η εγκατάσταση εργοστασίου ή λειτουργία επιχειρήσεως, οι επιχειρηματικοί ή επαγγελματικοί ανταγωνιστές του αποδέκτη μιας άδειας λειτουργίας επιχειρήσεως ή ασκήσεως επαγγέλματος, οι συνυποψήφιοι κατά την κατάληψη μιας θέσεως ή την παραχώρηση ενός προνομίου, οι συμμετέχοντες σε μια δημοπρασία κ.ο.κ. έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την ευμενή για τον αποδέκτη της πράξη (οικοδομική άδεια, άδεια εγκαταστάσεως βιομηχανίας, λειτουργίας επιχειρήσεως, ασκήσεως επαγγέλματος, διορισμό σε δημόσια θέση, παραχώρηση προνομίου, κατακύρωση δημοπρασίας κ.ο.κ.).»
Στην Χαραλάμπους και πάλι, αναφέρθηκε (σελ.82) ότι για την επίλυση του ερωτήματος κατά πόσο είχε η εφεσείουσα πιθανολογήσει έννομο συμφέρον με το να ισχυρισθεί ευλόγως ότι θίγονται δικά της συμφέροντα, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προσφύγει στους ισχυρισμούς που περιέχονταν στο δικόγραφο της, όπως συμβαίνει και στο αστικό δίκαιο, με τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση απαίτησης (Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1160, 1162 και Safarino v. Σταυρινού (1991) 1 Α.Α.Δ.1059, 1063).
Οι ισχυρισμοί στην αίτηση που θα μπορούσαν να ήταν συναφείς με τη θεμελίωση έννομου συμφέροντος αντανακλώνται στα προαναφερθέντα ως ουσιώδη γεγονότα: Η Εφεσείουσα ήταν η ιδιοκτήτρια τεμαχίου (τα κτηματολογικά στοιχεία του οποίου καταγράφονταν) στην κοινότητα Μενεού, που την 29.7.2011, με την αλλαγή του τοπικού σχεδίου, εντάχθηκε στην πολεοδομική ζώνη Γρ1, εντός της οποίας επιτρέπεται η ανέγερση γραφειακών χώρων 130 τ.μ. Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί αφορούσαν στο τεμάχιο της Wadnic και στις περιστάσεις της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως προς τη θέση του ενός τεμαχίου προς το άλλο, το μόνο που αναφερόταν ήταν ότι το τεμάχιο της Wadnic βρισκόταν σε περιοχή που γειτνιάζει της περιοχής που είναι ενταγμένη στη ζώνη Γρ1.
Η επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας συνίστατο στο ότι αυτή η «γειτνίαση» επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του τοπικού σχεδίου. Εφόσον το δικό της ακίνητο ενέπιπτε στην πολεοδομική ζώνη στην οποία επιτρεπόταν η ανάπτυξη γραφείων 130 τ.μ. και δεν επιτρεπόταν οιαδήποτε άλλη εμπορική ανάπτυξη, υποστήριξε ότι η επίδικη απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η χορήγηση πολεοδομικής άδειας στην Wadnic για ανάπτυξη γραφειακών χώρων εμβαδού 6640 τ.μ. στο τεμάχιο της, που βρισκόταν σε οικιστική ζώνη, οδηγούσε το δικό της ακίνητο σε υποβάθμιση και μείωση της αξίας του. Αναφέρθηκε ακόμα σε εξουδετέρωση και αδρανοποίηση του τεμαχίου της. Η επίδικη απόφαση, επιχειρηματολόγησε, έθετε την Wadnic στην θέση του εν δυνάμει ανταγωνιστή της. Ανοιγόταν ο δρόμος για την υλοποίηση της συμφωνίας του Ταμείου με την Wadnic, με αποτέλεσμα την απόρριψη από το Ταμείο της δικής της πρότασης. Και θα αποτελούσε και προηγούμενο για άλλους ιδιοκτήτες τεμαχίων στην ίδια ζώνη να ζητήσουν και αυτοί παρέκκλιση.
Τα πιο πάνω γεγονότα έθεταν επαρκώς το πλαίσιο για την εξέταση του ζητήματος του έννομου συμφέροντος της Εφεσείουσας. Προφανώς αυτό εννοούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα αντικειμενικά δηλαδή δεδομένα της υπόθεσης, όταν στην ενδιάμεση του απόφαση σημείωνε ότι το ζήτημα του έννομου συμφέροντος εξετάζεται «στη βάση των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση». Και ήταν αχρείαστη η μαρτυρία εκτιμητή ακινήτων για να καταδειχτεί ότι η ανέγερση γραφειακών χώρων στο τεμάχιο της Wadnic θα μπορούσε να επηρεάσει τη ζήτηση για γραφειακούς χώρους στο τεμάχιο της Εφεσείουσας. Στην τελική του απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε αυτή τη θέση. Γι' αυτό και περιορίστηκε στο ότι δεν συμφωνούσε ότι η επίδικη απόφαση οδηγούσε το τεμάχιο της Εφεσείουσας σε εξουδετέρωση και αδρανοποίηση.
Καταλήγουμε ότι, στις περιστάσεις της υπόθεσης, ορθά δεν επιτράπηκε η προσαγωγή του είδους της μαρτυρίας που η Εφεσείουσα είχε αιτηθεί να παρουσιάσει. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Το κρίσιμο ερώτημα ήταν κατά πόσο ο ιδιοκτήτης τεμαχίου σε μια περιοχή ενταγμένη σε πολεοδομική ζώνη στην οποία επιτρέπεται μια επικερδής ανάπτυξη, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει απόφαση με την οποία επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση, το ίδιο είδος ανάπτυξης σε γειτνιάζουσα περιοχή ενταγμένη σε πολεοδομική ζώνη στην οποία δεν επιτρέπεται αυτή η επικερδής ανάπτυξη.
Το έννομο συμφέρον με αναφορά σε ιδιοκτησία του προσφεύγοντα, συνήθως αφορά σε επηρεασμό της ίδιας της ιδιοκτησίας. Γι' αυτό και η εγγύτητα των δύο τεμαχίων, του προσφεύγοντα και αυτού για το οποίο επιτράπηκε η κατά παρέκκλιση ανάπτυξη, έχει σημασία, ανάλογα και με το είδος της ανάπτυξης και τις επιπτώσεις της, κυρίως στις ανέσεις της περιοχής. Το έννομο συμφέρον με αναφορά σε επιχειρηματική δραστηριότητα του προσφεύγοντα, συνήθως αφορά σε άδειες για λειτουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Η εγγύτητα των χώρων δραστηριοποίησης έχει σημασία μόνο σε συγκεκριμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες και συνήθως στην έκταση που επηρεάζει την πελατεία του προσφεύγοντα. Όπως τίθεται το ζήτημα στην αγόρευση των δικηγόρων της Εφεσείουσας: «Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτά ευρίσκονται σε διαφορετικές περιοχές είναι άστοχη σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση αφού ο ανταγωνιστικός στόχος δεν είναι οι κάτοικοι, περίοικοι διερχόμενοι της κάθε περιοχής αλλά ο ανταγωνιστικός στόχος είναι κοινός, ήτοι το Αεροδρόμιο Λάρνακας». Συνεπώς, κατά τους Εφεσείοντες, θα έπρεπε να νομιμοποιούνται, στη βάση του επηρεασμού του οικονομικού τους συμφέροντος, να προσβάλουν κάθε απόφαση για παρέκκλιση για την ανέγερση γραφείων σε οιαδήποτε περιοχή που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει με την προσφορά γραφειακών χώρων σε σχέση με δραστηριότητες που να έχουν συνάφεια με το αεροδρόμιο Λάρνακας.
Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επηρεάζει την ανάπτυξη του τεμαχίου της Εφεσείουσας. Μπορεί να αναπτυχτεί ακριβώς όπως θα αναπτυσσόταν αν δεν είχε παρθεί η επίδικη απόφαση. Μπορούν να ανεγερθούν χώροι γραφείων για εξυπηρέτηση του αεροδρομίου. Ούτε το επηρεάζει με οποιοδήποτε φυσικό τρόπο (π.χ. δημιουργία υπερβολικής κίνησης, θορύβου, δυσοσμίας κ.ά.). Είναι τα οικονομικά συμφέροντα της Εφεσείουσας ως ιδιοκτήτριας του που θα μπορούσαν να επηρεαστούν, εφόσον το ανάπτυσσε με γραφειακούς χώρους, να τους διαθέσει προς πώληση ή ενοικίαση. Η επιτρεπόμενη ανάπτυξη, εφόσον υλοποιείτο θα επηρέαζε τη ζήτηση, όπως βέβαια και τέτοια ανάπτυξη άλλων τεμαχίων στην ίδια με το τεμάχιο της Εφεσείουσας πολεοδομική ζώνη δικαιωματικά. Τέτοιες αναπτύξεις δεν οδηγούσαν απαρέγκλιτα στο ότι η Εφεσείουσα δεν θα εύρισκε αγοραστή ή ενοικιαστή για τους γραφειακούς της χώρους ή ότι θα έπρεπε να μειώσει τις χρηματικές της απαιτήσεις για να μπορέσει να τους πωλήσει ή να εξασφαλίσει ενοικιαστή.
Το συμφέρον που επικαλέστηκε η Εφεσείουσα για να στοιχειοθετήσει έννομο συμφέρον για την προσβολή της επίδικης απόφασης δεν έχει νομικό έρεισμα. Καμιά νομοθετική διάταξη δεν παρέχει δικαίωμα σε τέτοια προστασία ιδιοκτήτη ακινήτου. Ο οικονομικός επηρεασμός που θα μπορούσε να προκύψει, όχι με βεβαιότητα αλλά υπό προϋποθέσεις, δεν είναι αρκετός για την τεκμηρίωση στην προκείμενη περίπτωση έννομου συμφέροντος.
Καταλήγουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν έννομο συμφέρον ώστε να νομιμοποιούνταν στην προσβολή της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ.22.2.2013. Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 2.
Μετά την απόρριψη των ουσιαστικών λόγων έφεσης καθίσταται αχρείαστο να ασχοληθούμε με τους λόγους αντέφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσείοντων. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς περαιτέρω διαταγή ως προς τα έξοδα.
Π. Παναγή, Π.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Δεν είχε ακόμα θεσπιστεί ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμος του 2015, Ν.131(Ι)/2015 με τον οποίο καθιδρύθηκε το Διοικητικό Δικαστήριο.
[2] «H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος.»
[3] Άρθρο 48 του Νόμου 3713/1928.