ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Eddine Mahmood Hussein Alaa ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 95
Sigma Radio T.V. Public Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 111, ECLI:CY:AD:2015:C245
Bekefi Kristian και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 258, ECLI:CY:AD:2016:C317
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:A330
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΑΡ. 81/19
20 Ιουλίου, 2021
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ALABDALLA
Εφεσείοντος/Αιτητή,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση
------------------------
Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα) για τον Εφεσείοντα-Αιτητή
Πηνελόπη Χαραλάμπους (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
-----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Πούγιουρου, Δ.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
A. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος είναι υπήκοος της Συρίας, μαζί με δύο άλλα πρόσωπα στις 28/1/2019 αφίχθηκαν στην Κύπρο μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου, προερχόμενοι από την Τουρκία και στις 8/2/2019 μετακινήθηκαν στις ελεύθερες περιοχές όπου ζήτησαν πολιτικό άσυλο. Ενημερώθηκε σχετικά το Γραφείο Τρομοκρατίας και η Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) στις οποίες στα πλαίσια μελέτης της περίπτωσης τους ηγέρθηκαν υποψίες ότι πιθανόν να ενέχοντο σε θέματα λαθρομετανάστευσης, λόγω αντιφάσεων τους στις συνεντεύξεις που έδωσαν στις Αρχές. Στις 11/2/2019 κατά την ανάκριση τους στο κέντρο προσωρινής φιλοξενίας «ΠΟΥΡΝΑΡΑ», στην Κοκκινοτριμιθιά, από μέλη του Γραφείου Πάταξης Λαθρομετανάστευσης και των Τμημάτων Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Μόρφου (ΤΑΕ), της ΚΥΠ και του Γραφείου Τρομοκρατίας, προέκυψαν ενδείξεις για προφίλ ξένων μαχητών - Τζιχαντιστών, οπότε στην άρνηση τους να παραδώσουν τα κινητά τους τηλέφωνα ως τεκμήρια, προχώρησαν στην εξασφάλιση δικαστικού εντάλματος έρευνας εναντίον τους. Κατά τον έλεγχο του κινητού τηλεφώνου του εφεσείοντα εντοπίστηκαν φωτογραφίες που τον απεικόνιζαν με άλλους άντρες να κρατούν όπλα τύπου Καλάσνικοφ και να φορούν στρατιωτικές στολές. Ως εκ τούτου εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα διάταγμα κράτησης για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000). Αφού ο εφεσείων εξασφάλισε νομική αρωγή καταχώρισε στις 4/4/2019 την Προσφυγή αρ. 442/19 στο Διοικητικό Δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος κράτησης, η οποία απερρίφθη στις 25/4/2019.
Για σκοπούς πληρότητας των γεγονότων ο εφεσείων είχε καταχωρίσει Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για habeas corpus η οποία απερρίφθη στις 11/3/2020. Κατά της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2020 η οποία επίσης είχε ανεπιτυχή κατάληξη, με την απόφαση της Ολομέλειας ημ. 8/6/2021.
Με την υπό κρίση έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την απορριπτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 25/4/2019 σε όλες της τις πτυχές με οκτώ λόγους έφεσης.
Οι πρώτοι τέσσερις λόγοι είναι συναφείς και άπτονται του ζητήματος του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προβάλλοντας αφ' ενός τη θέση ότι αυτό ήταν ελλιπές και αφ' ετέρου δεν είχε αποκαλυφθεί στον εφεσείοντα. Κύριος άξονας των εισηγήσεων του συνιστά η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημ. 18/4/2019 με την οποία αποδέχθηκε, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, την καταχώριση ενός Φακέλου του ΤΑΕ, ως Τεκμηρίου 2 και ενός εγχειριδίου ως Τεκμηρίου 3. Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Φάκελος του ΤΑΕ περιείχε έγγραφα που ήδη αποκαλύφθηκαν στον εφεσείοντα με την ένσταση της εφεσίβλητης, δηλαδή την επιστολή ημερομηνίας 11/2/2019 της Αστυνομίας προς τον Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, αντίγραφο του επίδικου διατάγματος κράτησης μαζί με τα διατάγματα κράτησης εναντίον των άλλων δύο προσώπων που συνόδευαν τον εφεσείοντα κατά την έλευση του στις ελεύθερες περιοχές, καθώς και απόφαση Δικαστή του Διοικητικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 3/4/2019, στην αίτηση του ενός εκ των προσώπων που συνόδευαν τον εφεσείοντα, για ακύρωση του διατάγματος κράτησης του. Περιέχετο επίσης Ενημερωτικό Σημείωμα του Υπεύθυνου Γραφείου Επιχειρήσεων Αρχηγείου Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας προς τον Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 11/2/2019 με την ένδειξη «ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ», καθώς και αντίγραφο Γραπτής Αναφοράς του Υπεύθυνου του Γραφείου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας προς τον Αστυνομικό Διευθυντή Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος, ημερομηνίας 12/2/2019, με την ένδειξη «ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ», σε σχέση με τα γεγονότα, περιλαμβανομένης της ανάκρισης του εφεσείοντα και των συμπερασμάτων από αυτήν, που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος κράτησης και που τα τελευταία ήδη είχαν αποκαλυφθεί στον εφεσείοντα με την ένσταση. Ο Φάκελος με τα εμπιστευτικά έγγραφα κατατέθηκε υπό τον όρο αποκλεισμού της προσβασιμότητας του από άλλους εκτός του Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων παραπονείται επίσης για την καταχώρηση ως Τεκμηρίου 3, ενός εγχειριδίου του Γραφείου της Frontex (Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Ελληνικά που τιτλοφορείται «ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΟΙΝΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ - Τρομοκράτες που ταξιδεύουν και άλλα υπόψιν άτομα - ενίσχυση των αρχών συνοριακής φύλαξης στη λήψη εμπεριστατωμένων αποφάσεων», το οποίο ο εφεσείων είχε την ευκαιρία επιθεώρησης του με άδεια του Δικαστηρίου, όταν επιχειρήθηκε η κατάθεση του.
Συγκεκριμένα, ο εφεσείων εισηγείται ότι η μη αποκάλυψη του περιεχομένου του Τεκμηρίου 2, που χαρακτηρίστηκε ως απόρρητο και του εγχειριδίου (Τεκμήριο 3) στον εφεσείοντα, παραβιάζει το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη και την πρόσβαση του σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο, αλλά και την αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Προβάλλει περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δεν έλεγξε κατά πόσο τα απόρρητα έγγραφα που του παραδόθηκαν ήταν διαβαθμισμένα, σύμφωνα με τους Νόμους της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των Κανονισμών Ασφαλείας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2002 (Ν. 216(Ι)/2002) και του περί της Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διατάγματος του 2013 (ΚΔΠ 410/2013). Παραπονείται επιπρόσθετα ότι το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε επαρκείς αντισταθμιστικές εγγυήσεις ώστε να εξισορροπήσει τα μειωμένα δικαιώματα άμυνας του εφεσείοντα και ούτε επέκτεινε την έρευνα του. Είναι εισήγηση του ότι το Δικαστήριο, αποδεχόμενο το δικαστικό λόγο της απόφασης στην Προσφυγή 422/2019, λανθασμένα υποκατέστησε πλήρως τη διοίκηση σ' ό,τι αφορά τον έλεγχο της αναλογικότητας του μέτρου κράτησης, για εξάντληση άλλων εναλλακτικών επιλογών. Καταλογίζεται επίσης στο Δικαστήριο ότι παραβίασε τους κανόνες που διέπουν το βάρος απόδειξης, εφαρμόζοντας το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, χωρίς ο εφεσείων να έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε απόρρητα έγγραφα. Προβάλλει επίσης θέμα αναιτιολόγητης απόφασης τόσο σ' ό,τι αφορά τη μη αποκάλυψη των απορρήτων εγγράφων όσο και την κατάληξη του Δικαστηρίου επί της ουσίας.
Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης προβάλλεται θέμα λανθασμένης εφαρμογής των αρχών του εθνικού δικαίου αντί εκείνων του ενωσιακού δικαίου (πέμπτος λόγος), ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα (έκτος λόγος), ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη συμβατότητα της κράτησης του εφεσείοντα υπό το φως του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ ενώ λανθασμένα κατέληξε ότι δεν παραβιάζεται (έβδομος λόγος) και τέλος ότι λανθασμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 9ΣΤ(2) και (3) και την αρχή της αναλογικότητας (όγδοος λόγος).
Κοινό στοιχείο όλων των λόγων έφεσης, η αιτιολογία των οποίων συμπλέκεται, συνιστά η μη αποκάλυψη των απορρήτων εγγράφων στον εφεσείοντα.
Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει της ένστασης από πλευράς εφεσείοντα στην κατάθεση του Τεκμηρίου 2, στην ενδιάμεση απόφαση του αναγνωρίζοντας κατ' αρχάς τη δικονομική αρχή περί ισότητας των όπλων και σταθμίζοντας αφ' ενός την αρχή αυτή μαζί με τις εξαιρέσεις που έθεσε η νομολογία και αφετέρου το γεγονός της επίκλησης ως λόγου κράτησης την τρομοκρατία, επέτρεψε την κατάθεση του Φακέλου, νοουμένου ότι θα παραμείνει σφραγισμένος για τις ανάγκες και μόνο της απόφασης του Δικαστηρίου, χωρίς δικαίωμα πρόσβασης οποιουδήποτε τρίτου προσώπου σ' αυτόν.
Σ' ό,τι αφορά το εγχειρίδιο (Τεκμήριο 3) αποδέχθηκε την κατάθεση του επιφυλασσόμενο, ενόψει της εισήγησης του εφεσείοντα ότι δεν συνιστούσε μέρος του Διοικητικού Φακέλου, να επαναξιολογήσει τη σχετικότητα του με τα γεγονότα της υπόθεσης και την όποια αξία του.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις ως προς το θέμα της μη αποκάλυψης των απορρήτων εγγράφων, υπό το φως της Κυπριακής νομολογίας και του ΔΕΕ σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως εξάγονται από τον Πρωτόδικο Φάκελο και τα Τεκμήρια 1-3 που κατατέθηκαν κατά το στάδιο των διευκρινίσεων πρωτόδικα.
Θα πρέπει κατ' αρχάς να λεχθεί ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000) για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Παραθέτουμε το άρθρο αυτό για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«Κράτηση αιτητών
9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
..................................................................................................
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·
..................................................................................................
(3) Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -
(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,
(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,
(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,
(δ) επιτήρηση από επόπτη.»
(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.
(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.
Συνεπώς, η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντα ως αιτητή ασύλου θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με την προστασία της εθνικής ασφάλειας του Κράτους, που είναι ο λόγος κράτησης του εφεσείοντα.
Σε θέματα εθνικής ασφάλειας το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η Διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται θέμα κρατικής ασφάλειας, ζητήματα για τα οποία έχει ευρείαν διακριτική ευχέρεια. Η εκτίμηση των στοιχείων ή πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια γίνεται από τη διοίκηση ενώ το Δικαστήριο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της (βλ. Bekefi ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30.6.2016), ECLI:CY:AD:2016:C317. Στην πρόσφατη υπόθεση Al Lakoud v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2020, ημερομηνίας 8/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A232, που αφορούσε σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης, αποφασίστηκε ότι «το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας ενός αιτητή. Μπορεί, βεβαίως, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της όλης διαδικασίας να ελέγξει τις πληροφορίες - εφόσον τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να διενεργηθεί χωρίς στοιχεία - χωρίς, ωστόσο, να υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, ήτοι χωρίς να τις αξιολογεί για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της Διοίκησης ήταν ορθή ή η ενδεδειγμένη».
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης αποτελεί το σκοπό του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ. Η κράτηση ατόμου σε τέτοια περίπτωση αποτελεί μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του ατόμου επιβάλλει (βλ. J. N. v. Staatssecretaris van Veilingheiden Justitie 15/2/2016 C- 601/15/PPU σκέψεις 49-50).
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση Al Lakoud (ανωτέρω) όπου τονίστηκε ότι το άρθρο 8(3)(ε) της Οδηγίας 2013/13/ΕΕ δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 4(2) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ένωση «...... σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους.»
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-511/18, C-512/18 και C-520/18 La Quandrature du Net and Others v. Premier ministre and Others ECLI:ΕU:C:2020:791, ημερομηνίας 6/10/2020 αν και αντικείμενο εξέτασης ήταν, μεταξύ άλλων, η ερμηνεία της Οδηγίας 2002/58 σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζώνης στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η ερμηνεία της φράσης «η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους» που προνοεί το άρθρο 4(2) τέθηκε ως εξής:
«135. Συναφώς επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ ορίζει ότι η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους. Η ευθύνη αυτή ανταποκρίνεται στο πρωταρχικό συμφέρον της προστασίας των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας και περιλαμβάνει την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας και, ειδικότερα, να απειλήσουν άμεσα την κοινωνία, τον πληθυσμό ή το ίδιο το κράτος όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι τρομοκρατικές δραστηριότητες.
136. Πάντως, η σημασία του σκοπού της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας, υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, υπερβαίνει τη σημασία των λοιπών σκοπών του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ιδίως των σκοπών της καταπολέμησης της εγκληματικότητας εν γένει, έστω και σοβαρής, καθώς και της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας. Πράγματι, απειλές όπως αυτές περί των οποίων γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη διακρίνονται, ως εκ της φύσεως και της ιδιαίτερης σοβαρότητας τους, από τον γενικό κίνδυνο πρόκλησης εντάσεων ή έστω σοβαρών διαταράξεων της δημόσιας ασφάλειας. Επομένως, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των λοιπών απαιτήσεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ο σκοπός της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας μπορεί να δικαιολογήσει μέτρα που συνεπάγονται επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα σοβαρότερες από εκείνες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν οι άλλοι αυτοί σκοποί.»
Θέμα αποκάλυψης στον εφεσείοντα απορρήτων εγγράφων ηγέρθηκε από τον ίδιο και στα πλαίσια της διαδικασίας της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 3/2020 για habeas corpus, με την καταχώρηση σχετικής αίτησης, η οποία όμως απορρίφθηκε με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 28/2/2020. Η απορριπτική αυτή απόφαση συνιστούσε αντικείμενο, μεταξύ άλλων, της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 96/2020 που καταχώρησε ο εφεσείων κατά της τελικής απορριπτικής απόφασης στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 3/2020, προβάλλοντας τις ίδιες εισηγήσεις επί των ίδιων νομικών σημείων με της παρούσας. Η Ολομέλεια στην απόφαση της ημερομηνίας 8/6/2021, κατόπιν ανασκόπησης της νομολογίας του ΔΕΕ και ΕΔΑΔ επί του θέματος, αποφάσισε τα εξής:
«Τόσο το ΔΕΕ, όσο και το ΕΔΑΔ, έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της διασφάλισης στον κρατούμενο του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο και της δίκαιης δίκης, σε συνάρτηση πάντοτε με την ανάγκη προστασίας του εθνικού συμφέροντος, οπόταν και είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών στη διεξαγωγή της δίκης, παρά το αντιπαραθετικό σύστημα. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει όταν τα έγγραφα, επί των οποίων το Κράτος δικαιολογεί την κράτηση, αφορούν σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας η δημόσια αποκάλυψη των οποίων χρήζει προστασίας.
Στην υπόθεση του ΔΕΕ C-300/11, ZZ v. Secretary of State for the Home Department, ημερ. 4/6/2013, αναγνωρίστηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και ιδιαίτερο την ασφάλεια του Κράτους. Σε αυτές, ωστόσο, τις περιπτώσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει μεθόδους και δικονομικούς κανόνες που να συμβιβάζουν αφενός τα νόμιμα συμφέροντα του Κράτους και αφετέρου την ανάγκη διασφάλισης επαρκούς προστασίας των δικαιωμάτων του αιτούντα, όπως το δικαίωμα ακροάσεως και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Στην υπόθεση C-584/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή ν. Kadi, 18/7/2013, τονίστηκε ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την επιταγή που αφορά στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Λόγοι αναγόμενοι στην ασφάλεια της Ένωσης ή των Κρατών Μελών της μπορούν να αντιτίθενται στην κοινοποίηση ορισμένων πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων στο οικείο πρόσωπο. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται, ωστόσο, στο Δικαστή της Ένωσης, στον οποίο δεν μπορεί να αντιταχθεί το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών ή στοιχείων αυτών, να εφαρμόσει, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου που ασκεί, τεχνικές που παρέχουν τη δυνατότητα να συμβιβαστούν, αφενός, οι θεμιτοί λόγοι ασφάλειας που αφορούν τη φύση και τις πηγές πληροφοριών που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, η ανάγκη επαρκούς διασφαλίσεως στον πολίτη του σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων του, όπως είναι το δικαίωμα ακροάσεως και η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως[4].
Tο ΕΔΑΔ στην Απόφαση του στην υπόθεση Regner v. Czech Republic App. No. 35289/11, ημερ. 19/9/2017, έκρινε ότι η μη κοινοποίηση εγγράφων δεν παραβιάζει το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη νοουμένου ότι αυτή αντισταθμίζεται με την παροχή άλλων διαδικαστικών εγγυήσεων από το Δικαστήριο.
«148.The Court reiterates, moreover, that the entitlement to disclosure
of relevant evidence is not an absolute right either. In criminal cases it has found that there may be competing interests, such as national security or the need to protect witnesses at risk of reprisals or keep secret police methods of investigation of crime, which must be weighed against the rights of the party to the proceedings. However, only measures restricting the rights of a party to the proceedings which do not affect the very essence of those rights are permissible under Article 6 § 1. For that to be the case, any difficulties caused to the applicant party by a limitation of his or her rights must be sufficiently counterbalanced by the procedures followed by the judicial authorities [....]."
149. In cases where evidence has been withheld from the applicant party on public interest grounds, the Court must scrutinise the decision-making procedure to ensure that, as far as possible, it complied with the requirements to provide adversarial proceedings and equality of arms and incorporated adequate safeguards to protect the interests of the person concerned (see Fitt, cited above, § 46)......″
.....................................................................................................
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας το ίδιο πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα και πληροφορίες, υποκατέστησε, στο πλαίσιο της Αίτησης τον Εφεσείοντα, στην άσκηση των δικαιωμάτων του, διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αναμφίβολα η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε συνάδει πλήρως με τα όσα έχουν προκριθεί στη σχετική επί του θέματος νομολογία.
Επισημαίνουμε εν προκειμένω ότι, έχοντας διεξέλθει των εγγράφων που σημειώθηκαν ενώπιον μας με την ένδειξη «Α», τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα και το περιεχόμενο τους, συνάδουν απόλυτα με τα όσα πράγματι εκτίθενται σε αυτά.»
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη νομική πτυχή της υπόθεσης σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, έκρινε ότι ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης ευσταθούσε, προσθέτοντας ότι η απόφαση για κράτηση του εφεσείοντα στη βάση των στοιχείων ενώπιον του ήταν ορθή. Προβαίνει στην απόφαση του σε εκτενή αναφορά και ανάλυση του κάθε ενός εκ των εγγράφων που περιέχοντο στο Τεκμήριο 2, σημειώνοντας ότι ορισμένα εξ αυτών, που καταγράψαμε ανωτέρω, είχαν ήδη αποκαλυφθεί με την ένσταση της εφεσίβλητης, όπως και τα αποτελέσματα των υπολοίπων, που φέρουν την ένδειξη «Εμπιστευτικό», εντάσσοντας τα στο μαρτυρικό υλικό ενώπιον του. Σ' ότι αφορά το εγχειρίδιο (Τεκμήριο 3) τα παράπονα του εφεσείοντα ότι δεν του είχε αποκαλυφθεί δεν ευσταθούν εφόσον του δόθηκε η ευκαιρία και το επιθεώρησε. Αν ο χρόνος που του δόθηκε για επιθεώρηση δεν ήταν αρκετός θα μπορούσε να ζητήσει επέκταση του χρόνου που δεν έπραξε. Εν πάση περιπτώσει στην απόφαση του το Δικαστήριο καθορίζει ότι το εγχειρίδιο περιέχει τις κατευθυντήριες γραμμές για σκοπούς διάγνωσης της ορθότητας της έρευνας και της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας υπό τύπο καθοδήγησης, ανεξάρτητα αν έγινε επίκληση τους κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ως προς την εισήγηση ότι δεν εφαρμόστηκαν τα πρότυπα διαδικαστικών εγγυήσεων με τη μη αποκάλυψη στοιχείων στον εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στη βάση της νομολογίας του ΔΕΕ (βλ. C-300/11 ZZ v. Secretary of State for the Home Department, ημερομηνίας 4/6/2013), το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του διαβαθμισθέν απόρρητο υλικό το οποίο εξέτασε στα πλαίσια της απόφασης του.
Συνεπώς υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, δίνοντας έμφαση στο λόγο κράτησης που είναι η εθνική ασφάλεια, η εισήγηση του εφεσείοντα περί παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του για δίκαιη δίκη, ή της αρχής της ισότητας των όπλων, ενόψει της μη αποκάλυψης των εμπιστευτικών εγγράφων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Παρά ταύτα εξετάζοντας τα έγγραφα αυτά, είναι και δική μας διαπίστωση ότι το περιεχόμενο τους είχεν ήδη αποκαλυφθεί στον εφεσείοντα με την ένσταση της εφεσίβλητης και δεν προσέθεταν οτιδήποτε καινούργιο στην υπόθεση του. Απλά η μόνη διαφορά εντοπίζεται στη Γραπτή Αναφορά και το Ενημερωτικό Σημείωμα όπου περιλαμβάνονται πληροφορίες ως προς τα πρόσωπα των διαφόρων υπηρεσιών του κράτους που ασχολήθηκαν με την υπόθεση, εξού και προφανώς ταξινομήθηκαν ως εμπιστευτικά. Για τους ίδιους λόγους και όπως εξηγούμε περαιτέρω σε άλλο σημείο της απόφασης ούτε επίσης η εισήγηση περί ελλιπούς μαρτυρικού υλικού ή ανεπαρκούς έρευνας ευσταθεί.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1-4 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Σ' ό,τι αφορά τον πέμπτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου εφάρμοσε την Κυπριακή νομολογία αντί την εξειδικευμένη επί του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και του αντίστοιχου άρθρου 9ΣΤ του Νόμου 6(Ι)/2000, δεν συμφωνούμε. Εντοπίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναφορά ότι «Ο Νόμος ενσωματώνει, ως προκύπτει και από το προοίμιο του και την Οδηγία 2013/33/ΕΕ. Η συμβατότητα του Νόμου με την Οδηγία 2013/33/ΕΕ δεν έχει αμφισβητηθεί από την πλευρά του αιτητή. Το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε)του Νόμου, κατ΄επίκληση της προστασίας της εθνικής ασφάλειας». Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθετώντας το δικαστικό λόγο της απόφασης Κ.Α.Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 422/2019 του Διοικητικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 22/4/2019, έκρινε ότι το άρθρο 9ΣΤ του Νόμου 6(Ι)/2000 αποτελούσε τη νομοθετική εξουσιοδότηση και πλαίσιο έκδοσης της απόφασης, κρίση που μας βρίσκει σύμφωνους, στη βάση της νομολογίας και ειδικότερα της πρόσφατης απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Mustafa Haghilo v. Δημοκρατίας Α.Ε. 156/2012 ημερομηνίας 27/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:C91, επίκληση της οποίας γίνεται στην Κ.Α.Μ (ανωτέρω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη Haghilo:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του χαρακτήρισε ως εύστοχη την παρατήρηση της Δημοκρατίας, ότι εφόσον υπήρξε νομοθεσία προς ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ στο ημεδαπό Δίκαιο, δεν μπορεί να εξετάζεται μέσω προσφυγής η επάρκεια της ημεδαπής νομοθεσίας.
Όπως το Άρθρο 288(3) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει, η Οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.
Στην υπόθεση Sigma Radio TV Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 56/10, ημερ. 3/4/15, ECLI:CY:AD:2015:C245 αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την εμβέλεια των Οδηγιών:
«Εν προκειμένω, η Κύπρος εφάρμοσε την Οδηγία με τη θέσπιση του Νόμου. Η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου που διαπνέει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εκφράζεται στην περίπτωση των Οδηγιών, με την αναγνώριση υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων για ερμηνεία του εθνικού νόμου, κατά τρόπο που να συνάδει με την Οδηγία η οποία αφορά το αντίστοιχο αντικείμενο, ακόμα και στην περίπτωση που ο εθνικός νόμος προϋπήρχε της Οδηγίας, όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Marleasing SA v. La Comercial International de Alimentacion SA (Case C-106/89) [1990] ECRI - 4135, όπου αναγνωρίστηκε με σαφήνεια τέτοια υποχρέωση[2].
Στην υπόθεση Marleasing η υποχρέωση για ερμηνεία συνάδουσα προς τις Οδηγίες τέθηκε ως εξής:
«[8]. The Member States' obligation arising from a directive to achieve the result envisaged by the directive and their duty under Article 5 of the Treaty to take all appropriate measures, whether general or particular, to ensure the fulfilment of that obligation, is binding on all the authorities of Member States including, for matters within their jurisdiction, the courts. It follows that, in applying national law, whether the provisions in question were adopted before or after the directive, the national court called upon to interpret it is required to do so, as far as possible, in the light of the wording and the purpose of the directive in order to achieve the result pursued by the latter and thereby comply with the third paragraph of Article189 of the Treaty[3].»
Στην υπόθεση Marks and Spencer plc v. Commissioners of Customs and Excise (C-62/00) [2002] ECRI - 6325, το ζήτημα της συνάδουσας ερμηνείας εξηγήθηκε με αναφορά στη δυναμική και αδιάληπτη υποχρέωση των κρατών μελών για ορθή και πλήρη εφαρμογή, στην πράξη, των Οδηγιών, χωρίς να αρκεί απλώς η υιοθέτηση μέτρων προς ενσωμάτωσή τους. Λέχθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά:
«[27] Consequently, the adoption of national measures correctly implementing a directive does not exhaust the effects of the directive. Member States remain bound actually to ensure full application of the directive even after the adoption of those measures. Ιndividuals are therefore entitled to rely before national courts, against the State, on the provisions of a directive which appear, so far as their subject-matter is concerned, to be unconditional and sufficiently precise whenever the full application of the directive is not in fact secured, that is to say, not only where the directive has not been implemented or has been implemented incorrectly, but also where the national measures correctly implementing the directive are not being applied in such a way as to achieve the result sought by it.
[28] As the Advocate General noted in point 40 of his Opinion, it would be inconsistent with the Community legal order for individuals to be able to rely on a directive where it has been implemented incorrectly but not to be able to do so where the national authorities apply the national measures implementing the directive in a manner incompatible with it.»
Συνεπώς, το ζήτημα του Καν. ΣΤ.3 ως ultra vires του Νόμου, θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της Οδηγίας και να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να συνάδει με αυτή.»
Ενόψει της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ στο ημεδαπό δίκαιο και συγκεκριμένα στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και νοουμένου ότι οι πρόνοιες της δικής μας νομοθεσίας θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να συνάδει με τις Οδηγίες, εφαρμοστέα στην περίπτωση του εφεσείοντα είναι η ημεδαπή νομοθεσία.»
Συνεπώς ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει.
Ως προς την εισήγηση περί αναιτιολόγητης απόφασης ή έλλειψης δέουσας έρευνας σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την, σε συνάρτηση με τις άλλες εισηγήσεις του εφεσείοντα, δηλαδή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας ή αυθαιρεσία της εφεσίβλητης ή την δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών μέτρων κράτησης, που είναι το αντικείμενο των υπόλοιπων λόγων έφεσης, κατέληξε στα εξής που κρίνουμε σκόπιμο να καταγράψουμε αυτούσια για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του σκεπτικού του Δικαστηρίου που οδήγησε στην επικύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης:
«Η θέση της καθ' ης η αίτηση, ότι η επίδικη κράτηση επιβάλλεται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, είναι ορθή και δεν διακρίνω, από το ενώπιον μου υλικό, οποιαδήποτε ένδειξη κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας ή αυθαιρεσία της καθ' ης η αίτηση. Η εξατομικευμένη αιτιολογία που δόθηκε περί τούτου, με βάση, κρίνω, δέουσα έρευνα και τη συνέντευξη του αιτητή με την βοήθεια διερμηνέα στην αραβική γλώσσα που διεξήχθη, καθώς και η κατάληξη ότι υφίστανται (σοβαρές, κρίνω) ενδείξεις για προφίλ ξένου μαχητή-τζιχαντιστή (δηλαδή ότι ο αιτητής έφερε τραύματα σε διάφορα μέρη του σώματος του και σε φωτογραφίες του, στις οποίες εμφαίνεται ο ίδιος μαζί με άλλα πρόσωπα, τους οποίους ο αιτητής περιέγραψε ως φίλους του, όλοι τους απεικονίζονται με όπλα ΑΚ47-Καλάσνικοφ και φέρουν στρατιωτικές στολές, σε συνάρτηση και με την άρνηση του αιτητή να επιτρέψει τον έλεγχο του κινητού τηλεφώνου του), είναι εύλογη και συνάδουσα με τη νομολογία, αλλά και με τις κατευθυντήριες γραμμές περί τούτου και της Frontex (βλ. Τεκμήριο 3, ανωτέρω). Κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως αν έγινε επίκληση τους ή μη από την καθ' ης η αίτηση στην διαδικασία παραγωγής της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι δύναται να τις λάβει και αυτές υπόψη ως καθοδηγητικές, όπως και τη σχετική νομολογία, για σκοπούς διάγνωσης της ορθότητας της διεξαχθείσας έρευνας, της τήρησης των αρχών της αναλογικότητας και της πιθανολόγησης τυχόν πλάνης στη λήψη της επίδικης απόφασης. Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, κρίνω ότι, το επίδικο διάταγμα νόμιμα και δικαιολογημένα εκδόθηκε κατ' επίκληση του 9ΣΤ (2) (ε) του Νόμου και δη, της προστασίας εθνικής ασφάλειας και ήταν αναγκαίο και ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. άρθρο 52 (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999). Οι δυνητικές εναλλακτικές επιλογές αντί της κρατήσεως του αιτητή, ως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 9ΣΤ (3) του Νόμου (ανωτέρω), οι οποίες είναι, όντως, λιγότερο επεμβατικές και λιγότερο επαχθείς για τα δικαιώματα του (βλ. και άρθρο 53(3) του Ν. 158 (Ι)/1999), κρίνω, ότι δεν θα μπορούσαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά τον σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και για αυτό τον λόγο ορθώς δεν επιλέγηκαν από την καθ' ης η αίτηση, κατά τη χρονική στιγμή της έκδοσης της επίδικης απόφασης. Ούτε, με βάση τα προαναφερθέντα, τίθεται βάσιμα ζήτημα παραβίασης είτε του άρθρου 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, αφού οι προαναφερόμενες ενδείξεις για πλήρωση από τον αιτητή του προφίλ μαχητή-τζιχαντιστή ήταν συγκεκριμένες, εξατομικευμένες και σαφείς (βλ. και σχετική παραπομπή στην απόφαση Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, στην απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 422/2019 (supra) του αδελφού Δικαστή Φ. Κωμοδρόμου).»
Δεν τέθηκε κανένα ικανό στοιχείο που να καθιστά την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου τρωτή, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας.
Το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση απαντά και στα παράπονα του εφεσείοντα για την κατ' ισχυρισμό παράλειψη εξέτασης της συμβατότητας της κράτησης του υπό το φως του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ και ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις διατάξεις του άρθρου 9ΣΤ (2) και (3) του περί Προσφύγων Νόμου και την αρχή της αναλογικότητας.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση ΜΙΑ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 42/2014, ημερομηνίας 10/1/2020, ECLI:CY:AD:2020:D7 με αναφορά στην Μπόμπολα ν. Γενικού Εισαγγελέα, ECLI:CY:AD:2019:A393 Πολιτική Έφεση Αρ. 239/18, ημερομηνίας 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A393, η αρχή της αναλογικότητας είναι γενική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου και δυνάμει του άρθρου 5(4) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλεται στα κράτη μέλη να μην λαμβάνουν οποιοδήποτε μέτρο που να υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και κατάλληλα απαιτούμενου σκοπού. Στην υπόθεση Al Lakoud (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι «Δεδομένου του λόγου που ο εφεσείων κρατείται, ήτοι η ασφάλεια του Κράτους, δεν ετίθετο θέμα εξέτασης εναλλακτικών τρόπων κράτησης ή όρων για απελευθέρωση του».
Συνεπώς στη βάση της πιο πάνω αρχής που επαναλαμβάνεται και στην Alabdalla (ανωτέρω) η πρωτόδικη κρίση ότι η επιβολή εναλλακτικών μέτρων κράτησης δεν θα εξυπηρετούσε αποτελεσματικά το σκοπό της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, εξού και επικύρωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Δεν παρουσιάστηκε εξάλλου κανένα ικανό στοιχείο από πλευράς εφεσείοντα που να κατατείνει στο ότι η κράτηση του υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και κατάλληλα απαιτούμενου σκοπού, στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης του.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
/Α.Λ.Ο.