ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σωκράτους, Δώρα Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα. Ειρ. Οικονομίδου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SINGH v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΡ. 16/21, 20/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A334

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΡ. 16/21

 

 

20 Ιουλίου, 2021

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

XXX SINGH (ARC 5XXXXX6),

Εφεσείοντος/Αιτητή,

 

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση

------------------------

 

Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ειρ. Οικονομίδου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

-----------------------

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Πούγιουρου, Δ.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

   

 ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:-  Ο εφεσείων με την προσφυγή υπ΄ αρ. 13/21 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας επιδίωξε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημ. 8/1/2021, με την οποία εκδόθηκε διάταγμα κράτησης εναντίον του, δυνάμει του άρθρου 9ΣT(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000) ή διαζευκτικά την άμεση απελευθέρωση του ή την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Η προσφυγή δεν είχε επιτυχή κατάληξη, με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/2/2021, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε κατωτέρω.

 

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της πρωτόδικης απόφασης και συνιστούν κοινό έδαφος, ο εφεσείων, υπήκοος Ινδίας, αφίχθη στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 4/3/2011 με άδεια εισόδου ως εργάτης και του δόθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι την 1/2/2012. Στις 11/11/2011 καταγγέλθηκε στο Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λεμεσού, από πλευράς του εργοδότη του, ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής και εργασίας του στις 10/10/2011 προς άγνωστη διεύθυνση, αφού υπέγραψε αποδεσμευτικό έγγραφο με τον εργοδότη του. Επανειλημμένες έρευνες για εντοπισμό του εφεσείοντα απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα τα στοιχεία του να καταχωρηθούν στον Κατάλογο Αναζητούμενων Προσώπων.

 

Ακολούθησε στις 27/4/2012 η καταχώρηση αίτησης από τον εφεσείοντα για να του παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας η οποία, με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 31/5/2012, είχε απορριπτική κατάληξη.

 

Ο εφεσείων επανήλθε με την καταχώριση στις 6/9/2012 αρχικά και στη συνέχεια στις  18/9/2012, 27/3/2013  και 9/5/2013 διαδοχικών αιτήσεων για έκδοση δελτίου διαμονής ως σύζυγος ευρωπαίας πολίτη, εφόσον στις 3/9/2012 είχε τελέσει πολιτικό  γάμο με γυναίκα από τη Λετονία.  Οι αιτήσεις απερρίφθησαν με τις αποφάσεις του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στις 15/1/2013, 15/4/2013 και 8/8/2013 αντίστοιχα.  Από την 1/3/2013 ο εφεσείων άρχισε να εργάζεται σε νέο εργοδότη και στις 5/11/2014 όταν δεν εντοπίστηκε στο χώρο εργασίας του από την Αστυνομία, τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον Κατάλογο Αναζητούμενων Προσώπων.  Στις 6/6/2018 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανάνοιγμα του φακέλου του η οποία απορρίφθηκε στις 5/10/2018.  Κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης υπεβλήθη διοικητική προσφυγή στις 15/6/2020 στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε επίσης.  Ο εφεσείων ενημερώθηκε σχετικά στις 15/7/2020 και έκτοτε διέμενε παράνομα στην Κύπρο μέχρι τις 3/11/2020 που εντοπίστηκε από μέλη του ΟΠΕ Λάρνακας και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και τέθηκε υπό κράτηση στα κρατητήρια του Αστυνομικού Σταθμού Πόλης Χρυσοχούς.  Ακολούθησε στις 4/11/2020 η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ΚΕΦ. 105, ενώ ο εφεσείων στις 22/12/2020 υπέβαλε νέα αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του για διεθνή προστασία.  Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή του διατάγματος απέλασης και την ακύρωση του διατάγματος κράτησης με την ταυτόχρονη έκδοση νέου διατάγματος κράτησης εναντίον του εφεσείοντα, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου,στις 23/12/2020 το οποίο στις 8/1/2021 ακυρώθηκε και εκδόθηκε νέο.  Το τελευταίο διάταγμα κράτησης συνιστά το αντικείμενο της προσφυγής υπ΄ αρ. 13/21 (ανωτέρω).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας κατά προτεραιότητα το λόγο ακυρώσεως που αφορούσε σε παρερμηνεία και μη ορθή εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου στη βάση του ισχυρισμού ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, με αναφορά σε νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, τον απέρριψε.

 

Προχώρησε στη συνέχεια στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως, που αναφέροντο κυρίως σε κατ'  ισχυρισμόν παραβίαση του Νόμου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ'  υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας και χωρίς τη δέουσα έρευνα, ότι ήταν προϊόν νομικής και πραγματικής πλάνης και είναι αναιτιολόγητη, τους οποίου επίσης το Δικαστήριο απέρριψε. 

 

Απέρριψε επίσης, ανατρέχοντας στους Διοικητικούς Φακέλους, την εισήγηση ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ουδέποτε κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα.

 

Καταληκτικά με αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο που προνοεί για την κράτηση αιτητών ασύλου δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και σε νομολογία του ΔΕΕ και συγγράμματα (βλ. υπόθεση C-534/11, xxx Arslan v. Policie CR, Kragske, ημ. 30/5/2013, εγχειρίδιο του European Asylum Support Office με θέμα «Detention of applicants for international protection in the context of the common European Asylum System» του 2019 και την πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ C-924/19 και C-925/19, FMS and Others κατά xxx xxx Foigazgatosag, ημ. 14/5/2020) έκρινε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι κατά διαστήματα παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, οδηγούσε στο συμπέρασμα πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο μη συμμόρφωσης του με την απόφαση για απομάκρυνση του από τη Δημοκρατία, ώστε η κράτηση του να θεωρείτο αναγκαία.  Απέρριψε δε την εισήγηση για εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων λιγότερο περιοριστικών.

 

Με την υπό κρίση έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση σε όλες της τις πτυχές με πέντε λόγους έφεσης, η αιτιολογία των οποίων παραπέμπει  ουσιαστικά στις ίδιες θέσεις που προώθησε πρωτόδικα.

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης όπως εξάγονται από τον πρωτόδικο και τους διοικητικούς φακέλους, στους οποίους έχουμε ανατρέξει.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων βάλλει κατά της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αρμόδιο όργανο.  Συγκεκριμένα εισηγείται ότι σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, το μόνο πρόσωπο που μπορεί να εκδίδει γραπτό διάταγμα κράτησης αιτητή ασύλου είναι ο Υπουργός Εσωτερικών και όχι ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όπως έγινε στην περίπτωση του εφεσείοντα.  Συνεχίζει δε ότι η μεταβίβαση της εξουσίας αυτής σε άλλο πρόσωπο, που ήταν η θέση που προωθήθηκε πρωτόδικα από πλευράς εφεσίβλητης, όχι μόνο δεν προβλέπεται από το Νόμο, αλλ'  ούτε και είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 17(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο την εισήγηση από πλευράς εφεσίβλητης ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είχε εκχωρήσει στον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία ίσχυε κατά την έκδοση του διατάγματος στη βάση του άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν.23/1962), εντοπίζοντας την εξουσιοδότηση στον Γενικό Διοικητικό Φάκελο του Υπουργείου Εσωτερικών, υπ΄ αρ. 5.10.002, έκρινε ότι δεν ετίθετο θέμα αναρμοδιότητας του Διευθυντή στην παρούσα περίπτωση.  Μάλιστα τονίζει στην απόφαση του ότι στην γραπτή εξουσιοδότηση υπάρχει ρητή πρόνοια για μεταβίβαση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 9ΣΤ του Νόμου 6(Ι)/2000, ευχέρεια που δίνεται από το άρθρο 3(2) του Νόμου 23/1962.

 

Ανατρέχοντας στους διοικητικούς φακέλους εντοπίζεται η Γνωστοποίηση ημερ. 8/1/2021 στο τεκμήριο 3, που παραθέτουμε αυτούσια κατωτέρω για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:

 

 

«Ο ΠΕΡΙ ΕΚΧΩΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΝΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΠΟΡΡΕΟΥΣΩΝ ΕΚ ΤΙΝΟΣ ΝΟΜΟΥ, ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1962

 

Γνωστοποίηση για την εκχώρηση εξουσιών του Υπουργού Εσωτερικών, δυνάμει του άρθρου 3(2) του πιο πάνω Νόμου και του περί Προσφύγων Νόμου

 

Ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σ'  αυτόν από το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του περί Εκχωρήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμος αρ. 23 του 1962, εκχωρεί στον εκάστοτε Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και/ή τον οποιοδήποτε διοριστεί και/ή οριστεί να εκτελεί καθήκοντα ως Αναπληρωτής Διευθυντής κατά την απουσία του Διευθυντή, τις εξουσίες τις οποίες ο Υπουργός Εσωτερικών ασκεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Νίκος Νουρής

Υπουργός Εσωτερικών

Λευκωσία, 08 Ιανουαρίου 2021»

 

Το γεγονός της εκχώρησης των εξουσιών του Υπουργού κατέστη γνωστό στον εφεσείοντα με το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης που αναφέρει επί λέξει: «ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και το Άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ ο Διευθυντής με το παρόν διατάσσω όπως ο/ή GURCHARAN SINGH παραμείνει υπό κράτηση.»

 

Δεν τέθηκε κανένα ικανό στοιχείο που να καθιστά την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου τρωτή.  Σημειώνουμε ότι το ίδιο θέμα υπήρξε αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου όπως στις προσφυγές αρ. 948/18 Sabri v. Kυπριακής Δημοκρατίας, ημ. 2/8/2018, 562/20 xxx xxx Reza v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ. 30/7/2020, αλλά και του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, όπου αποφασίστηκε ότι δεν τίθεται θέμα έλλειψης αρμοδιότητας στην περίπτωση που υπάρχει έγκυρη εξουσιοδότηση του Υπουργού προς τον Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για να ασκεί τις αρμοδιότητες που απορρέουν από το άρθρο 9ΣΤ του πιο πάνω Νόμου. 

 

Για σκοπούς πληρότητας του νομικού πλαισίου παραθέτουμε το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου στη βάση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα κράτησης  καθώς και το άρθρο 3(2) του Νόμου 23/1962 που προνοεί για την παροχή εξουσιοδότησης:

 

«9ΣΤ(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(α) .

(β) .

(γ) .

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·»

«3 (2) Οσάκις δυvάμει Νόμoυ ή διoικητικής πράξεως γεvoμέvης κατ' εξoυσιoδότησιv Νόμoυ Υπoυργός τις ή Αvεξάρτητoς τις Αξιωματoύχoς της Δημoκρατίας ή ετέρα αρχή εv τη Δημoκρατία κέκτηται εξoυσίας εvασκήσεως oιωvδήπoτε εξoυσιώv απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, o τoιoύτoς Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή, εκτός εάv διά Νόμoυ ρητώς απαγoρεύεται τoύτo, δύvαται vα εξoυσιoδoτήση εγγράφως oιovδήπoτε πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, όπως εvασκή τας τoιαύτας εξoυσίας εκ μέρoυς τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, υπό τoιoύτoυς όρoυς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως o Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή ήθελεv εv τη τoιαύτη εξoυσιoδoτήσει καθoρίσει.»

 

Σ'  ό,τι αφορά δε την εισήγηση από πλευράς εφεσείοντα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 17(4) του Νόμου 158(Ι)/1999 με την παροχή εξουσιοδότησης από τον Υπουργό προς τον Διευθυντή, συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση ότι το άρθρο 3(2) του Νόμου 23/1962 ως ειδική διάταξη υπερισχύει της γενικής διατύπωσης του Νόμου 158(Ι)/1999 βάσει της γνωστής ερμηνευτικής νομικής αρχής «Rex specialis derogate legi generali» (βλ. Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 3 ΑΑΔ 29).

 

Υπό το φως των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.

 

Με τον δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης που είναι συναφείς, ο εφεσείων βάλλει κατά της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν την καθιστά ακυρωτέα.  Ειδικά προβάλλει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει γιατί δεν αναγράφονται σ'  αυτήν οι πραγματικοί λόγοι που κατ'  ισχυρισμόν δικαιολογούσαν την αναγκαιότητα κράτησης.  Συνδέει δε την έλλειψη αιτιολογίας με τις άλλες θέσεις του ως προς τη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας αλλά και τη δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών μέτρων κράτησης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία ως προς την αναγκαιότητα αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων και τη σημασία της (βλ. Γρηγορόπουλος κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1414, Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 27 κ.α.) έκρινε ότι «από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση», διαπίστωση που οδήγησε σε απόρριψη της εισήγησης.

 

Εκτός από την αναφορά αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εν εκτάσει στην απόφαση του με το ιστορικό του εφεσείοντα παραμονής στην Κύπρο και τα διάφορα διαβήματα στα οποία προέβη που αποσκοπούσαν στο  να παραμείνει στην Κύπρο, που έχουμε καταγράψει στην αρχή της απόφασης μας, για να καταλήξει ότι η κράτηση του αιτητή είναι το λογικό επακόλουθο της όλης συμπεριφοράς του.  Ενδεικτικά της στάσης αυτής του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση ότι «οι αρχές τον αναζητούσαν και κατέβαλλαν προσπάθειες να τον εντοπίσουν χωρίς κανένα αποτέλεσμα.  Από τη συνολική συμπεριφορά του αιτητή δεν υποδεικνύεται η οποιαδήπτοε διάθεση του για συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές.»

 

Σ'  ό,τι αφορά την εισήγηση του εφεσείοντα  στα πλαίσια υποστήριξης των συγκεκριμένων λόγων έφεσης ότι  το αιτιολογικό της έκδοσης του διατάγματος ήταν στην Ελληνική γλώσσα, άγνωστη για τον ίδιο, δεν μπορεί να εξεταστεί εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης.

 

Είναι νομολογιακά γνωστό ότι το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Pafilia Property Developers Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 139/2014 ημερομηνίας 5/4/2021), ECLI:CY:AD:2021:C122.

 

Υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης η εισήγηση περί αναιτιολόγητης διοικητικής  απόφασης ή ότι ήταν αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων είναι φανερή τόσο η επάρκεια της αιτιολογίας, όσο  και η δέουσα έρευνα ώστε η απόφαση να υπόκειται στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο ως η νομολογία απαιτεί επί του θέματος (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Σημειώνουμε ότι το  ιστορικό του εφεσείοντα όπως αναλύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έλαβε επίσης υπόψιν, και ιδιαίτερα ότι ο εφεσείων διέμενε παράνομα στην Κύπρο κατά διάφορα χρονικά διαστήματα τόσο πριν την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος ασύλου, όσο και αφού αυτό απορρίφθηκε, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία λήψης διάφορων διαβημάτων για χορήγηση ασύλου, παρείχε ασφαλή βάση για την έκδοση διατάγματος κράτησης στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής εξουσίας της εφεσίβλητης.

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία  (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, αναφορικά με την συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του Φακέλου, και υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη απόφαση ΧΡΥΣΑΡΗΣ ΛΤΔ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 141/14, ημ. 10/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:C186:

 

«Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή".  (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας  (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)"

 

 

Συνεπώς ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης είναι επίσης έκθετοι σε απόρριψη. 

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης βάλλεται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφαρμόστηκε στην παρούσα περίπτωση η αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας.  Προκύπτει σαφώς πως η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. 

 

Συνεπώς ο δικαστικός έλεγχος ως προς την άσκηση αυτής της ευχέρειας περιέχει εγγενώς και ως εκ της φύσεως της το θέμα της αρχής της αναλογικότητας και της ορθής εφαρμογής της.  Εάν κάτι τέτοιο αποκλειόταν, ο δικαστικός έλεγχος δεν θα ήταν πλήρης αλλ΄ ούτε και ορθός.  (Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 241, 247).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 52 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου, Νόμος του 1999 (Ν.158(1)1999), το διοικητικό όργανο έχει την υποχρέωση να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.  Κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να σταθμίζει όλα τα άμεσα στην υπόθεση συμφέροντα και τα μέσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση στις ενέργειες της θα πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό.  Όπως είναι ευρέως νομολογημένο, επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα, επιτρέπεται στην έκταση που είναι απαραίτητα για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (Βλ. Φιλίππου κ.ά. ανωτέρω).  Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο η διοίκηση στην επιλογή της οφείλει να αποτιμήσει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων νομίμων λύσεων εκείνη που είναι λιγότερο επαχθής για το διοικούμενο  (αρθρ.52(3)).  Ως απτή εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην πράξη κάθε διοικητικό ή πειθαρχικό μέτρο της διοίκησης πρέπει να έχει αντικειμενική συνάφεια με την ίδια την υποχρέωση η οποία παραβιάστηκε αλλά και να βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. 

 

 Όπως επισημάνθηκε στην Μπόμπολα ν. Γενικού Εισαγγελέα, ECLI:CY:AD:2019:A393, Πολιτική Έφεση αρ.239/2018, 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A393αναγνωρίζεται πως η αρχή της αναλογικότητας είναι γενική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου και δυνάμει του αρθρ.5(4) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης επιβάλλεται στα κράτη μέλη να μην λαμβάνουν οποιονδήποτε μέτρο που να υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και κατάλληλα απαιτούμενου σκοπού.

 

Οι πιο πάνω νομολογιακές  αρχές υιοθετήθηκαν  στην πρόσφατη υπόθεση ΜΙΑ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 42/14, ημ. 10/1/2020, ECLI:CY:AD:2020:D7.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε απόλυτα εύλογο από τα γεγονότα της υπόθεσης να μην εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα λιγότερο περιοριστικά, εφόσον ήταν εμφανές πως το καταλληλότερο μέτρο ήταν η κράτηση του, εν αναμονή της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

Δεν παρουσιάστηκε κανένα ικανό στοιχείο από πλευράς εφεσείοντα που να κατατείνει στο ότι, υπό το φως των δεδομένων του εφεσείοντα, η κράτηση του υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και κατάλληλα απαιτούμενου σκοπού.

 

Συνεπώς και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Παρέμεινε να εξεταστεί ο τελευταίος λόγος έφεσης που προσβάλλει τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το διάταγμα κράτησης δεν εκδόθηκε πρόωρα.  Ειδικότερα προώθησε τη θέση ότι «η ημερομηνία που φέρει η αίτηση επανανοίγματος δεν είναι και η ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αίτηση αλλά η ημερομηνία που συμπληρώθηκε», τονίζοντας ότι η αίτηση καταχωρήθηκε στις 20/1/2021 σύμφωνα με τη σφραγίδα της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

Η ίδια εισήγηση υποβλήθηκε και πρωτόδικα και το Δικαστήριο έκρινε ότι αφ' ής στιγμής ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση ασύλου στα Κρατητήρια στις 22/12/2020, οι αρμόδιες αρχές όφειλαν να εκδώσουν διάταγμα κράτησης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, νοουμένου ότι ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις έκδοσης του και ότι   με την αίτηση ασύλου δεν μπορούσε να συνεχίζει η διαδικασία απομάκρυνσης του.  Ήταν διαπίστωση του ότι οι αρμόδιες αρχές είχαν υποχρέωση να αναστείλουν το διάταγμα απέλασης, όπως και έγινε.

 

Εξετάζοντας την εισήγηση δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου.

 

Εν όψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

                                                               Α.   ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.       

 

                                                               Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                               Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο