ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C363
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 143/2014)
20 Ιουλίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
1. XXX XXX LANGDON,
2. XXX KYRYLENKO,
(τώρα στο εξωτερικό),
Εφεσείοντες-Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ,
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Χριστάκης Θ. Χριστάκη, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Αλεξάνδρου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_________________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, τίθεται υπό αμφισβήτηση η ορθότητα της απορριπτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 805/2012. Στο πλαίσιο της υπόθεσης εκείνης, οι εφεσείοντες, αιτητές, είχαν προσβάλει τη νομιμότητα της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η Διευθύντρια), ημερομηνίας 10.4.2012, κοινοποιηθείσας σε αυτούς στις 12.4.2012, στην οποία θα γίνει αναφορά πιο κάτω. Με αριθμό λόγων έφεσης, γίνεται εισήγηση ότι η αντίκριση, από το Δικαστήριο, των λόγων ακύρωσης που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως ήταν λανθασμένη. Με ένα δε συγκεκριμένο λόγο, προβάλλεται η θέση ότι ήταν λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παραβίαση, στην περίπτωση των εφεσειόντων, του δικαιώματος ακρόασης, που προβλέπεται από το άρθρο 43(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999).
Γεγονότα:
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ο εφεσείων, Βρετανός υπήκοος, Ευρωπαίος πολίτης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν, από το 2002, μόνιμος κάτοικος Παραλιμνίου. Η εφεσείουσα, με καταγωγή από την Ουκρανία, ήλθε στην Κύπρο το 2000, με άδεια προσωρινής παραμονής, για σκοπούς απασχόλησης, αρχικά, ως εργάτρια. Η τελευταία τέτοια άδειά της, για να εργαστεί ως βοηθός κουζίνας σε εστιατόριο στο Παραλίμνι, εξέπνευσε στις 15.11.2003. Αργότερα, στις 4.11.2004, υπέβαλε αίτημα για πολιτικό άσυλο, στο Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λάρνακας. To αίτημα αποσύρθηκε στις 5.8.2005, αφού, στο μεταξύ, στις 6.7.2005, οι εφεσείοντες τέλεσαν πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Αραδίππου. Στις 10.8.2005, η εφεσείουσα υπέβαλε, στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αίτηση για άδεια παραμονής, ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη, η οποία δεν είχε την ιθαγένεια κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση απορρίφθηκε στις 19.12.2007, με το αιτιολογικό ότι οι εφεσείοντες δε διέμεναν μαζί κάτω από την ίδια στέγη.
Στις 24.6.2008, το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ως η αρμόδια αρχή για την υποβολή παραπόνων που καταχωρούνται μέσω του δικτύου SOLVIT, διαβίβασε στη Διευθύντρια παράπονο της εφεσείουσας σχετικά με τη μη έκδοση δελτίου διαμονής της. Μεταξύ των εγγράφων που διαβιβάστηκαν, υπήρχε και σχετική βεβαίωση του Κοινοτάρχη Παραλιμνίου, ημερομηνίας 6.6.2008, ότι η παραπονουμένη διέμενε μαζί με το σύζυγό της.
Μετά από την πιο πάνω εξέλιξη, ο σχετικός φάκελος εστάλη στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, (Υ.Α.Μ.), με οδηγίες όπως εξεταστεί η γνησιότητα του γάμου. Τα ευρήματα της Υ.Α.Μ. τέθηκαν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους, (η Συμβουλευτική Επιτροπή), η οποία, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 12.12.2008, έκρινε ότι ο γάμος ήταν εικονικός, καθότι υπήρχαν «ισχυρές ενδείξεις ότι το ζεύγος δεν συζεί κάτω από την ίδια στέγη και επειδή η αλλοδαπή αντιμετώπιζε προβλήματα με την άδεια διαμονής της στη Δημοκρατία». Ακολούθως, ανάλογη εισήγηση τέθηκε ενώπιον της Διευθύντριας, για λήψη απόφασης. Η Διευθύντρια κοινοποίησε επιστολή ημερομηνίας 16.6.2010 προς την εφεσείουσα, με την οποία την πληροφορούσε ότι ο γάμος της με τον εφεσείoντα ήταν εικονικός και, ως εκ τούτου, αυτή έπρεπε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, οι εφεσείοντες υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό Εσωτερικών.
Στο πλαίσιο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, δόθηκαν οδηγίες στην Αστυνομία όπως εξεταστεί το θέμα της συμβίωσης του ζεύγους ως «κατεπείγουσα προτεραιότητα». Ως εκ τούτου, μέλη της Υ.Α.Μ. διενήργησαν έρευνα, τα ευρήματα της οποίας ενσωματώθηκαν σε έκθεση ημερομηνίας 20.4.2011, (η έκθεση). Σύμφωνα με αυτήν, κατ' αρχάς, έγινε επίσκεψη στην οικία του ζεύγους στο Παραλίμνι στις 5.4.2011. Εκεί, εντοπίστηκε μόνο ο εφεσείων, ο οποίος ανέφερε ότι η εφεσείουσα είχε βγει έξω με φίλους της. Κατά την έρευνα που έγινε στο διαμέρισμα, βρέθηκαν ρούχα και προσωπικά αντικείμενα των εφεσειόντων σε ξεχωριστά υπνοδωμάτια, στα οποία υπήρχε από ένα μονό κρεβάτι. Ο εφεσείων ανέφερε ότι αυτοί κοιμούνταν ξεχωριστά.
Στην έκθεση, αναφέρεται ότι, την ίδια ημέρα, τα αστυνομικά όργανα εντόπισαν, σε περίπτερο απέναντι από το διαμέρισμα του εφεσείοντος, την εγγονή του, η οποία έδωσε πληροφορίες και προέβη σε ισχυρισμούς για τους εφεσείοντες και τις μεταξύ τους σχέσεις. Τα πιο πάνω αναφέρθηκαν προφορικά, εφόσον αυτή, με βάση, πάντα, την έκθεση, δεν ήταν πρόθυμη να δώσει γραπτή κατάθεση, ζήτησε δε να παραμείνει ανώνυμη. Στην έκθεση, αναφέρεται, επίσης, ότι, μετά το πέρας των προσωπικών συνεντεύξεων των εφεσειόντων, οι αστυνομικοί μετέβηκαν στην οδό xxx xxx, όπου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, βρισκόταν ένα διαμέρισμα, το οποίο ενοικίαζε η ίδια για να φιλοξενεί τις κόρες της κατά τις διακοπές τους στην Κύπρο, ή για σκοπούς υπενοικίασης σε τρίτους. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, δεν εντοπίστηκε, στο διαμέρισμα, οποιοδήποτε πρόσωπο. Από κάποια γειτόνισσα, η οποία παρέμεινε ανώνυμη, (η «γειτόνισσα»), λήφθηκε πληροφορία ότι το συγκεκριμένο διαμέρισμα ενοικιαζόταν από τον πρώην εργοδότη της εφεσείουσας και ότι η ίδια διέμενε εκεί κατά τα τελευταία επτά χρόνια. Η «γειτόνισσα» ανέφερε και άλλα, τα οποία καταγράφονται στην έκθεση.
Υπό το φως των πιο πάνω ευρημάτων, η έκθεση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δε συζούσαν κάτω από την ίδια στέγη και ότι ο γάμος τους δεν ήταν γνήσιος. Ως εκ τούτου, το Υπουργείο Εσωτερικών, με επιστολή ημερομηνίας 6.6.2011, ενημέρωσε τους εφεσείοντες ότι η ιεραρχική τους προσφυγή απορρίφθηκε, επειδή αυτοί δε συζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, στοιχείο το οποίο, δυνάμει του άρθρου 7Α(3) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), τείνει να καταδείξει ότι ο «γάμος είναι εικονικός». Oι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, με προσφυγή. Εκκρεμούσης αυτής, η διοίκηση ανακάλεσε και ακύρωσε την εν λόγω απόφασή της και αποφάσισε να επανεξετάσει την περίπτωση.
Το θέμα εξετάστηκε, εκ νέου, στις 30.3.2012, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία, πάνω στη βάση των ευρημάτων της Υ.Α.Μ., που καταγράφονται στην έκθεσή της, αποφάσισε ότι ο γάμος ήταν εικονικός. Το σχετικό πρακτικό αναφέρει τα εξής:-
«Η Επιτροπή σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, αποφάνθηκε ότι ο γάμος είναι εικονικός. Ο Ευρωπαίος παραδέχεται ότι δεν κοιμούνται μαζί με τη σύζυγο του ενώ βρέθηκαν τα προσωπικά τους είδη σε διαφορετικά δωμάτια. Η εγγονή του Βρετανού δήλωσε ότι η αλλοδαπή σύζυγος του παππού της δεν διαμένει μόνιμα μαζί του αλλά τον επισκέπτεται 1-2 φορές τη βδομάδα. Η αλλοδαπή ανέφερε ότι έχει διαμέρισμα στο Παραλίμνι στο οποίο διαμένουν οι κόρες της όταν έρχονται για διακοπές. Γειτονικό πρόσωπο στη διεύθυνση της αλλοδαπής ανέφερε ότι στο εν λόγω διαμέρισμα διαμένει ο πρώην Ε/Κ εργοδότης της Ουκρανής με τον οποίο διατηρεί ερωτικό δεσμό και ο οποίος το ενοικιάζει. Η αλλοδαπή διαμένει στο εν λόγω διαμέρισμα τα τελευταία 7 χρόνια».
Υιοθετώντας την πιο πάνω κατάληξη, η Διευθύντρια, με απόφαση της ημερομηνίας 10.4.2012, (η απόφαση), αφενός, απέρριψε το αίτημα της εφεσείουσας για άδεια παραμονής ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη και, αφετέρου, ακύρωσε τη βεβαίωση εγγραφής του εφεσείοντος. Το αιτιολογικό σε σχέση με το τελευταίο ήταν πως «η ενέργειά του να τελέσει εικονικό γάμο με στόχο να βοηθήσει την παραμονή της αλλοδαπής στη Δημοκρατία, τον καθιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας».
Οι εφεσείοντες έλαβαν γνώση της απόφασης, μέσω σχετικών επιστολών της Διευθύντριας ημερομηνίας 12.4.2012, και αμφισβήτησαν το κύρος της, με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Πρόκειται για την προσφυγή, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα έφεση. Προβλήθηκαν διάφοροι λόγοι ακυρότητας, οι οποίοι περιστρέφονταν γύρω από την επάρκεια της έρευνας που είχε προηγηθεί, την αιτιολογία που, εν τέλει, είχε δοθεί και τη στέρηση από τους εφεσείοντες του δικαιώματος ακρόασης. Η προσφυγή απορρίφθηκε, γιατί, όπως κρίθηκε πρωτόδικα, η διοίκηση είχε διενεργήσει τη δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα, η δε συνοπτική αιτιολογία συμπληρωνόταν από το περιεχόμενο της Γνωμάτευσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και από τα στοιχεία του αστυνομικού φακέλου, σχετικά με τη διερεύνηση της εικονικότητας του γάμου στα πλαίσια εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών, εφεσειόντων. ΄Οσον αφορά το δικαίωμα της ακρόασης, κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία, τόσο κατά το 2008, αρχικό στάδιο εξέτασης της γνησιότητας του γάμου τους, όσο και πριν τη λήψη της απόφασης κατά το 2011, καθώς και μέσω επιστολών τους προς τους εφεσίβλητους, να εκθέσουν τις απόψεις τους.
To δικαίωμα ακρόασης:
Οι εφεσείοντες, όπως έχει, ήδη, λεχθεί, με έναν από τους λόγους έφεσης, προβάλλουν τη θέση ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης που προβλέπεται στο άρθρο 43(2) του Ν. 158(Ι)/1999. Υποστηρίζουν, συναφώς, ότι η Υ.Α.Μ. και, κατ' επέκταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξαν σε συμπεράσματα που άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην απόφαση για κήρυξη του γάμου τους ως εικονικού, στηριχθείσες, κατά μέγιστο βαθμό, στις ανώνυμες καταθέσεις - καταγγελίες της εγγονής του εφεσείοντος και της «γειτόνισσας», τις οποίες οι ίδιοι δεν είχαν την ευκαιρία να πληροφορηθούν και να αντικρούσουν. Αποδίδουν δε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι οι πιο πάνω καταθέσεις λήφθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο των συνεντεύξεών τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά την άποψή τους, να είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι το δικαίωμα ακρόασης ασκήθηκε μέσω των καταθέσεων που οι ίδιοι είχαν δώσει στις Αστυνομικές Αρχές το 2008 και το 2011 και μέσω των διαφόρων επιστολών τους προς τη διοίκηση, εφόσον αυτά είχαν λάβει χώρα πριν από τη λήψη των ανώνυμων καταγγελιών της εγγονής και της «γειτόνισσας». Οι εφεσίβλητοι αντέταξαν ότι το δικαίωμα ακρόασης διασφαλίστηκε, εφόσον δόθηκε στους εφεσείοντες η ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους, μέσω της ιεραρχικής προσφυγής και, αργότερα, μέσω των συνεντεύξεών τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υιοθετώντας την πιο πάνω θέση των εφεσιβλήτων, απέρριψε την εισήγηση των εφεσειόντων για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασής τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 7Α(1) και (3) του Νόμου, που διέπει την περίπτωση, το οποίο μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση, οποιαδήποτε στοιχεία και πληροφορίες, προερχόμενα από τρίτα πρόσωπα, τα οποία εγείρουν υποψίες ότι ο γάμος είναι εικονικός, αποτελούν αποδεκτούς παράγοντες για το σκοπό λήψεως της τελικής απόφασης από το Διευθυντή. Από την άλλη, τo δικαίωμα ακρόασης, υπό περιστάσεις όπως αυτές που αναφέρονται πιο πάνω, παρέχεται ρητά από το νόμο. Η διατύπωση, ειδικά, του άρθρου 43(2) του Ν. 158(Ι)/1999 δεν αφήνει αμφιβολίες. Σύμφωνα με αυτό: «Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.» Ασφαλώς, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να παρέχεται πριν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου διοικητικής φύσεως. Η κήρυξη ενός γάμου ως εικονικού, αναμφίβολα, αποτελεί διοικητικό μέτρο δυσμενούς φύσεως. Από το γεγονός τούτο, επηρεάζονται τα δικαιώματα και διάφορα άλλα συμφέροντα και προσωπικές συνθήκες του ζεύγους, με δυσμενείς επιπτώσεις για κάθε μέρος του. Ιδιαίτερα, όταν η σχετική απόφαση βασίζεται σε ισχυρισμούς τους οποίους διατυπώνουν εναντίον τους τρίτα πρόσωπα, τότε τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 43(2) του Ν. 158(Ι)/1999. Παρέχεται, έτσι, στους επηρεαζομένους το δικαίωμα ακρόασης, για να εκφράσουν και οι ίδιοι τις απόψεις τους, συναφώς.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μετά την υποβολή της ιεραρχικής προσφυγής των εφεσειόντων προς τον Υπουργό Εσωτερικών, στις 14.7.2010, και κατόπιν οδηγιών του Υπουργού, δόθηκαν, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, οδηγίες στην Αστυνομία για εκ νέου διερεύνηση της συμβίωσης του ζεύγους. Ανταποκρινόμενες οι Αστυνομικές Αρχές, εξέτασαν, μέσω της Υ.Α.Μ., το ζήτημα και υπέβαλαν την έκθεση ημερομηνίας 20.4.2011 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί ότι είναι βάσιμος ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι οι δύο σελίδες του συγκεκριμένου εγγράφου είναι μεταξύ τους ασύνδετες, με αποτέλεσμα να απουσιάζουν σημαντικά στοιχεία, όπως, λόγου χάριν, η ημερομηνία κατά την οποία λήφθηκε η συνέντευξη της εφεσείουσας και ο χώρος στον οποίο αυτή είχε εντοπιστεί και, γενικά, να συσκοτίζεται η εικόνα. Η έκθεση ετέθη, όπως έχει, ήδη, λεχθεί, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 30.3.2012, η οποία αποφάσισε ότι επρόκειτο περί εικονικού γάμου. Ακολούθησε η έκδοση της απόφασης από τη Διευθύντρια, βασισθείσας, όπως ρητά αναφέρεται σε αυτή, «στη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους».
Είναι προφανές ότι η διοίκηση, σε κάθε στάδιο της επανεξέτασης της υπόθεσης των εφεσειόντων, (Υ.Α.Μ., Συμβουλευτική Επιτροπή, Διευθύντρια), βασίστηκε, ως επί το πλείστο, στα όσα προφορικά και ανώνυμα είχαν, ουσιαστικά, καταγγείλει σε βάρος τους, η εγγονή του εφεσείοντος και η «γειτόνισσα». Δε φαίνεται δε να αναζητήθηκε η άποψη του Κοινοτάρχη Παραλιμνίου, ο οποίος είχε, σε κάποιο προγενέστερο στάδιο, βεβαιώσει εγγράφως τις Αρχές ότι το ζεύγος διέμενε μαζί μετά το γάμο. ΄Οπως προκύπτει από την έκθεση, οι ισχυρισμοί της «γειτόνισσας» αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας λήφθηκαν «μετά το πέρας των προσωπικών συνεντεύξεων» του ζεύγους, οπόταν παρέμειναν αναπάντητοι.
Οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα ακρόασης, ώστε να εξέθεταν τις απόψεις τους επί των σοβαρών, ως προς την εγκυρότητα του γάμου τους, αναφορών και ισχυρισμών που περιέχονται στην έκθεση και στο πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αυτό επιβαλλόταν, λαμβανομένου υπόψη ότι οι πληροφορίες που είχαν συλλεγεί, οι οποίες έμελλε, τελικά, να καθορίσουν την έκβαση του αιτήματός τους, αφορούσαν πτυχές του χαρακτήρα και της, εν γένει, συμπεριφοράς τους. Εν ολίγοις, αφορούσαν σε «θέματα προσωποπαγή», χαρακτηρισμό τον οποίο προσέδωσε σε τέτοιου περιεχομένου ισχυρισμούς, με αναφορά στην εφαρμογή του άρθρου 43(2) του Ν. 158(Ι)/1999, η υπόθεση G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155, στη σελίδα 163.
Δεδομένης της κατοχύρωσης, από το άρθρο 43(2) του Ν. 158(Ι)/1999, του δικαιώματος ακρόασης σε περιπτώσεις όπως η παρούσα και νοουμένου ότι δεν υπήρξε ουσιαστικός αντίλογος σε σχέση με την εμβέλεια της πιο πάνω νομοθετικής ρύθμισης, εφόσον δεν έχει υποδειχθεί από τη Δημοκρατία πώς θα ήταν δυνατό αυτή να παρακαμφθεί, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Ως εκ τούτου, η έφεση πρέπει να επιτύχει πάνω στη βάση στην οποία η εξέτασή της έχει προηγηθεί. Η διαπίστωση για την παραβίαση του νομοθετημένου δικαιώματος ακρόασης των εφεσειόντων καθιστά, αναπόφευκτα, πλημμελή και ανεπαρκή την έρευνα που διεξήχθη για το σκοπό έκδοσης της απόφασης, η οποία πρέπει να ακυρωθεί.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η απόφαση της Διευθύντριας ημερομηνίας 10.4.2012 ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.00, πλέον Φ.Π.Α.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/ΜΠ