ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C328
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 103/2014)
20 Ιουλίου, 2021
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Μ. Δαμιανού (κα) για Σ. Σαμψών και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Ζ. Κυριακίδου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Τον πρωτόδικο αδελφό Δικαστή απασχόλησαν έξι συνεκδικαζόμενες προσφυγές, μέσω των οποίων οι Αιτητές προσέβαλαν την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, να προαγάγει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη στη θέση Αστυνόμου Β΄, αντί των Αιτητών. Μία εκ των προσφυγών ήταν αυτή του Εφεσείοντα, η 627/2012.
Τα γεγονότα αποτυπώνονται με διαύγεια στην πρωτόδικη απόφαση και έχουν ως ακολούθως:
«Επρόκειτο αρχικώς για μία κενή θέση, στη συνέχεια όμως οι θέσεις που κενώθηκαν ανήλθαν συνολικώς στις πέντε. Για την πλήρωση των πέντε επίδικων θέσεων συστάθηκε Επιτροπή Αξιολόγησης («η Επιτροπή») στη βάση του Κανονισμού 22 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (ΚΔΠ 214/2004) όπως τροποποιήθηκαν («οι Κανονισμοί»). Η Επιτροπή κατά τη σύνταξη της έκθεσής της, έλαβε υπόψη τις απόψεις των Αστυνομικών Διευθυντών/ Διοικητών του κάθε υποψηφίου, την αξία όπως αυτή προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές των δύο τελευταίων ετών, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, τα προσόντα, την αρχαιότητα και το ατομικό δελτίο των υποψηφίων, «τα οποία συνεκτιμημένα συνθέτουν στο μεγαλύτερο βαθμό την Αξία, τα Προσόντα και την Αρχαιότητα των υποψηφίων». Η Επιτροπή στην έκθεσή της προέβη σε λεπτομερή αναφορά για τις προαγωγές του κάθε υποψηφίου, τη μόρφωσή του, τις μονάδες στις οποίες υπηρέτησε, τη σημερινή τους τοποθέτηση, την εκπαίδευσή τους και τα σεμινάρια που ο κάθε υποψήφιος παρακολούθησε στην Κύπρο και στο εξωτερικό, άλλες εξετάσεις και διπλώματα, τυχόν ηθικές και υλικές αμοιβές καταλήγοντας στην αξιολόγηση των δεδομένων του κάθε υποψηφίου. Τόσο οι αιτητές όσο και τα ΕΜ, με εξαίρεση τον αιτητή στην προσφυγή αρ. 627/2012, xxx Θεοδώρου, αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή ως Εξαίρετοι στην αξία και Πολύ Καλοί στα προσόντα. Ο αιτητής xxx Θεοδώρου αξιολογήθηκε ως Πολύ Καλός στην αξία και στα προσόντα.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας, ενεργώντας σύμφωνα με τον Κανονισμό 23 των Κανονισμών, με επιστολή του ημερ. 1.2.2012, προς τον Υπουργό υπέβαλε σύσταση για κάθε υποψήφιο έχοντας λάβει υπόψη την έκθεση της Επιτροπής, τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης με έμφαση στα τελευταία δύο έτη και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων.
Στις 3.2.2012 ο Υπουργός προχώρησε στην επιλογή των ΕΜ αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων των διοικητικών φακέλων, την έκθεση και τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για κάθε υποψήφιο καθώς και την έκθεση της Επιτροπής, τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης με έμφαση στα δύο τελευταία έτη και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων.
Αυθημερόν, ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του ενημέρωσε τους Αστυνομικούς Διευθυντές για την υπουργική απόφαση και οι εν λόγω προαγωγές δημοσιεύτηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας.»
Οι προσφυγές των υπολοίπων Αιτητών πέτυχαν, για λόγους που δεν θα μας απασχολήσουν, σε αντίθεση με την προσφυγή του Εφεσείοντα, η οποία οδηγήθηκε σε αποτυχία, με αποτέλεσμα την επικύρωση, ως προς αυτήν, της προσβληθείσας απόφασης προαγωγής των Ενδιαφερομένων Μερών.
Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, τα γεγονότα που περιβάλλουν την περίπτωση του Εφεσείοντα - Αιτητή και οι λόγοι επί των οποίων εδραζόταν η προσφυγή του, είχαν ως εξής:
«Ο αιτητής αξιολογήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης ως Πολύ Καλός τόσο σε αξία όσο και σε προσόντα. Εισηγείται πως η μη εξαίρετη αξιολόγησή του οφειλόταν στο γεγονός ότι στην ετήσια έκθεση αξιολόγησής του για το έτος 2011, και σε αντίθεση με τις αξιολογήσεις του για προηγούμενα έτη, αξιολογήθηκε ως Πολύ Καλός αντί Εξαίρετος σε ένα από τα σημεία αξιολόγησης, δηλαδή την Πειθαρχία. Και αυτό, καθώς σημειώνεται στην Έκθεση του αιτητή για το 2011, ενόψει του ότι εναντίον του αιτητή εκκρεμούσε ποινική και πειθαρχική υπόθεση.
Σημειώνω εδώ πως ο αιτητής, ως ο αξιολογούμενος, συμπλήρωσε τα στοιχεία του στο κατάλληλο μέρος της Ετήσιας Έκθεσης Αξιολόγησης για το έτος 2011 στις 12.1.2012 και ακολούθως ο Διοικητής της Υπηρεσίας στην οποία ο αιτητής ήταν τοποθετημένος προέβη στη σχετική αξιολόγηση. Η αξιολόγηση αφορούσε την περίοδο από 1.1.2011-16.3.2011 καθότι από τις 17.3.2011 ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα ενόψει διερευνούμενης διάπραξης ποινικών και πειθαρχικών αδικημάτων.
Ο αιτητής διαμαρτύρεται για την αξιολόγησή του και πως αυτή δεν θα έπρεπε να επηρεάσει την κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης κατ' αρχήν επειδή συντάχθηκε για περίοδο κατά την οποία ο ίδιος απουσίαζε από την Υπηρεσία λόγω της διαθεσιμότητάς του αλλά και λόγω του ότι στο κριτήριο της Πειθαρχίας η αξιολόγησή του ήταν μειωμένη στο Πολύ Καλός επειδή λανθασμένα λήφθηκαν υπόψη εναντίον του εκκρεμούσες υποθέσεις πριν την εκδίκασή τους και την κρίση επί της ευθύνης του. Ο αιτητής επισημαίνει μάλιστα πως καθ' όσον αφορά την ποινική υπόθεση, αυτός αθωώθηκε.
Ο δε Αρχηγός Αστυνομίας παρέλειψε να διενεργήσει δική του έρευνα μέσα από την οποία θα διαπίστωνε πως ο αιτητής αξιολογήθηκε από την Επιτροπή στη βάση εκκρεμουσών και μόνο υποθέσεων εναντίον του κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας. Το γεγονός της υιοθέτησης του λεκτικού της Επιτροπής, κατά τον αιτητή, καθιστά την κρίση του Αρχηγού Αστυνομίας πάσχουσα. Συνεπώς, και η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού είναι πλημμελής ιδίως έχοντας υπόψη ότι τα ΕΜ δεν υπερέχουν έναντι του αιτητή αλλά αντιθέτως ο αιτητής υπερέχει έναντι όλων σε αρχαιότητα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον αιτητή, ελλείπει η δέουσα αιτιολογία και η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει προς τα στοιχεία των φακέλων. Ο Υπουργός, κατά παράβαση του άρθρου 16(3) του Ν. 73(Ι)/2004, περιορίστηκε στην απλή επανάληψη των κριτηρίων του νόμου καθώς και στο τι έλαβε ο ίδιος υπόψη χωρίς να εξηγεί τους λόγους της επιλογής των πέντε ΕΜ.
Ο αιτητής εγείρει επίσης λόγο ακύρωσης στρεφόμενο κατά της λειτουργίας της Επιτροπής Αξιολόγησης. Και αυτό επειδή παρά τις διατάξεις του Καν. 22 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (ΚΔΠ 214/2004) η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν συνεδρίασε μετά την απόφαση πλήρωσης των πέντε θέσεων. Αντιθέτως, η έκθεση της Επιτροπής ετοιμάστηκε στις 23.1.2012 στη βάση μίας κενής τότε θέσης πριν ακόμη γίνει λόγος για περαιτέρω κενές θέσεις. Επίσης, η εν λόγω Επιτροπή διορίστηκε το Νοέμβριο και όχι το Σεπτέμβριο, πάλι κατά παράβαση των πιο πάνω προνοιών.
Ο αιτητής βάλλει ακολούθως στη μη τήρηση άρτιων πρακτικών εκ μέρους της Επιτροπής Αξιολόγησης κατά παράβαση του άρθρου 24 του Ν. 158(Ι)/99 με την εισήγηση πως η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν θα μπορούσε να αντικρυσθεί και ως πρακτικό ιδίως εφόσον άλλο πρακτικό δεν υπάρχει. Αλλά, ακόμη και αν η έκθεση αντικρυσθεί ως πρακτικό, γεννώνται άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, ο όγκος του υλικού που είχε η Επιτροπή να μελετήσει οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή συνεδρίασε περισσότερες ημέρες χωρίς όμως να τηρήσει πρακτικό.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην απόρριψη του συνόλου των θέσεων του Εφεσείοντα, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Αναφορικά με την προσφυγή αρ. 627/2012 παρατηρώ πως ο αιτητής κρίθηκε εν τέλει ένοχος για τη διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος που του καταλογιζόταν και καταχώρησε έφεση ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής για την έκβαση της οποίας δεν ενημερώθηκε το παρόν Δικαστήριο. Έχοντας υπόψη την πιο πάνω καταδίκη του αιτητή, κρίνω ότι ο ισχυρισμός πως λανθασμένα αφέθηκε το γεγονός της θέσης του αιτητή σε διαθεσιμότητα και μόνο, να επηρεάσει την αξιολόγησή του για το 2011 ως αν να επρόκειτο για καταδίκη κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας, δεν τον βοηθά. Ούτε βεβαίως και ευσταθεί ο ισχυρισμός του πως αξιολογήθηκε για περίοδο κατά την οποία βρισκόταν σε διαθεσιμότητα καθότι σημειώνεται ειδικώς στη σχετική αξιολόγηση πως η βαθμολογία του αφορούσε την περίοδο πριν να τεθεί σε διαθεσιμότητα. Συνεπώς, νομίμως τόσο η Επιτροπή Αξιολόγησης όσο και ο Αρχηγός Αστυνομίας έλαβαν υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση κατατάσσοντας τον αιτητή ως Πολύ Καλό σε αξία. Συνακόλουθα, και η απόφαση του Υπουργού σε αυτή την έκταση δεν πάσχει.
Ο Καν. 22(1) της ΚΔΠ 214/2004, όπως τροποποιήθηκε, στον οποίο παραπέμπει ο αιτητής προβλέπει τα ακόλουθα:-
«22.(1) Εξαιρουμένης της προαγωγής στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄ οι υποψήφιοι για προαγωγή στο βαθμό Αστυνόμου Β΄ και ανώτερο αξιολογούνται από Επιτροπή που διορίζεται το μήνα Σεπτέμβριο κάθε χρόνου και απαρτίζεται από τον Υπαρχηγό και δύο Βοηθούς Αρχηγούς που διορίζει ο Υπουργός μετά από διαβούλευση με τον Αρχηγό. Η Επιτροπή συνέρχεται για πρώτη φορά εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας διορισμού της για την πλήρωση των θέσεων που είναι κενές κατά το χρόνο της σύγκλησης της και στη συνέχεια συνέρχεται κάθε φορά που κενούται θέση, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κένωσης αυτής και σε περίπτωση κωλύματος μέλους της Επιτροπής, συνέρχεται εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία άρσης του κωλύματος:»
Είναι η θέση του αιτητή πως η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί επειδή η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν διορίστηκε το μήνα Σεπτέμβριο όπως ο πιο πάνω Κανονισμός προβλέπει αλλά το Νοέμβριο. Σίγουρα, οποιαδήποτε παράβαση Κανονισμού δεν είναι επιθυμητή, όμως, ο αιτητής παραλείπει να συνδέσει την παράβαση αυτή του Κανονισμού με συνέπειες λόγω της. Καθόσον αφορά τις θέσεις Αστυνόμου Β' παρατηρώ πως η πρώτη θέση κενώθηκε στις 2.1.2012 με αποτέλεσμα η καθυστέρηση στο διορισμό της Επιτροπής να μην έχει επιδράσει στο χρόνο πλήρωσης των επίδικων θέσεων. Θεωρώ δε ως αόριστο τον ισχυρισμό του αιτητή πως ενόψει του όγκου του ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης υλικού η Επιτροπή πρέπει να έχει συνεδριάσει πέραν της μίας φοράς ώστε να ελλείπουν περαιτέρω πρακτικά. Σχετικό πρακτικό υπάρχει για τη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 9.1.2012 κατά την οποία προδιαγράφηκε η πορεία που θα ακολουθείτο για την πλήρωση της μίας τότε θέσης. Τα όσα ακολούθησαν αφορούσαν εκτέλεση των αποφασισθέντων με κατάληξη την έκθεση της Επιτροπής. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί ελλιπών πρακτικών δεν ευσταθεί. Ούτε και συγκεκριμενοποιείται ο επηρεασμός του αιτητή από τη μη σύνοδο της Επιτροπής μετά την κένωση των υπόλοιπων θέσεων την 1.2.2012 ώστε και αυτός ο ισχυρισμός να απολήγει αόριστος.
Όσο και αν ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα, υστερούσε σε αξία έναντι των ΕΜ. Έχοντας αυτό αλλά και τα προηγηθέντα υπόψη, θεωρώ πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη σε σχέση με τον αιτητή.»
Ενώπιόν μας προς εξέταση τίθενται δύο λόγοι έφεσης, η προέκταση των οποίων όμως διαπερνά ολόκληρο το φάσμα του σκεπτικού, που οδήγησε στην απόρριψη της προσφυγής του Εφεσείοντα. Προβάλλεται, μέσω του πρώτου λόγου, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι δεν ευσταθούσε ο ισχυρισμός του Αιτητή πως αξιολογήθηκε για περίοδο κατά την οποία βρισκόταν σε διαθεσιμότητα. Ο δεύτερος λόγος έφεσης προσβάλλει την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής τελικά κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, γεγονός που ανατρέχει σε περίοδο μεταγενέστερη του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.
Οι λόγοι έφεσης, στην ουσία τους αλληλένδετοι, είναι βάσιμοι.
Τα κρίσιμα για την υπόθεση δεδομένα, δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης αναφέρεται ότι ο Εφεσείοντας ήταν σε διαθεσιμότητα από τις 17.3.2011 και μέχρις ότου ολοκληρωθεί η εκδίκαση της εναντίον του ποινικής υπόθεσης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, καθώς επίσης, επί των ιδίων γεγονότων, η εκδίκαση πειθαρχικής διαδικασίας που εκκρεμούσε εις βάρος του. Σε ό,τι αφορούσε την ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπόθεση, αθωώθηκε στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως στις 26.2.2012, είκοσι περίπου μέρες μετά την λήψη της επίδικης απόφασης προαγωγής. Η πειθαρχική υπόθεση εκκρεμούσε κατά το στάδιο εκδίκασης της προσφυγής, το αποτέλεσμα της οποίας αφορά η παρούσα έφεση. Σημειώνεται, προς ολοκλήρωση της εικόνας, ότι στη συνέχεια και η εν λόγω πειθαρχική υπόθεση αποσύρθηκε, ακολούθησε όμως νέα πειθαρχική διαδικασία στη βάση των ιδίων γεγονότων που κάλυπτε η προηγούμενη, από την οποία, κατ΄ έφεση, αθωώθηκε και πάλι ο Εφεσείοντας. Με αυτά ως δεδομένα, διαπιστώνεται ότι, ενώ στις ετήσιες αξιολογήσεις μέχρι και το έτος 2010 ο Εφεσείοντας βαθμολογείτο με 10, στην αντίστοιχη του 2011 ο βαθμός του μειώθηκε στο 9, με μείωση της βαθμολογίας του στο κεφάλαιο «Πειθαρχία» από 10 σε 9. Στην ίδια έκθεση ο Διοικητής του Εφεσείοντα αναφέρει ότι: «Ο Αξιολογούμενος εργαζόταν μέχρι τις 16.3.11 ως Βοηθός Διοικητής (Υ) ΥΑ & Μ με απόλυτα ικανοποιητικό τρόπο. Στη συνέχεια στις 17.3.2011 τέθηκε σε διαθεσιμότητα η οποία εξακολουθεί να υφίσταται. Εναντίον του εξετάζεται η πειθαρχική υπόθεση ΥΑΜ 2/2011 και η ποινική υπόθεση Σ/774/2011 η οποία εκδικάζεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.». Στη βάση των πιο πάνω, η Επιτροπή Αξιολόγησης, χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω, κατέληξε στο να κρίνει τον Εφεσείοντα ως «Πολύ Καλό» στην Αξία αντί ως «Εξαίρετο».
Κατ΄ αρχάς, πουθενά δεν αναφέρεται, ούτε και θα μπορούσε αυτό να γινόταν, ότι η αξιολόγηση του 2011 αφορούσε μόνο για την περίοδο μέχρι και 17.3.2011, ήτοι προτού τεθεί σε διαθεσιμότητα ο Εφεσείοντας. Όλα τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία υποδείκνυαν ότι η βαθμολόγηση αφορούσε για το έτος 2011, στο μεγαλύτερο, όμως, διάστημα του οποίου ο Εφεσείων δεν υπηρετούσε, αφού βρισκόταν σε διαθεσιμότητα, ως λέχθηκε.
Πλέον σημαντικό όμως συνιστά η παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, αφού το όλο πλέγμα των δεδομένων επιμαρτυρεί ότι στην όλη διοικητική διαδικασία επενήργησε εις βάρος του Εφεσείοντα το γεγονός της εκκρεμότητας εναντίον του ποινικής και πειθαρχικής διαδικασίας. Είναι προφανές από το όλο λεκτικό της έκθεσης του Προϊσταμένου του, ότι η μείωση της βαθμολογίας του στο κριτήριο της «Πειθαρχίας» για το 2011 συσχετιζόταν άμεσα με το γεγονός ότι ο Εφεσείων τελούσε υπό διαθεσιμότητα, ως απόρροια των εναντίον του διαδικασιών. Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ο Εφεσείων δεν είχε καταδικασθεί για οτιδήποτε και το επιχείρημα της Δημοκρατίας ότι η μειωμένη βαθμολογία δεν επέδρασε εις βάρος του, αφού είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των προάξιμων υποψηφίων και είχε στη συνέχεια συστηθεί από τον Αρχηγό, είναι, με όλο το σεβασμό, εσφαλμένο. Αυτό, διότι, παρά τη σύσταση, τελούσε πλέον υπό σαφώς μειονεκτική θέση από βαθμολογικής απόψεως έναντι των υπολοίπων ανθυποψηφίων του, οι οποίοι είχαν καταταγεί στην κατηγορία του «Εξαίρετος» σε ό,τι αφορά την Αξία. Ως αποτέλεσμα, ο Εφεσείων υστερούσε στο εν λόγω αποφασιστικό κριτήριο, δεδομένου ότι, εν τέλει, οι προαγωγές αποφασίστηκαν πάνω στη βάση σύγκρισης των υποψηφίων. Η ίδια η επιλογή, τελικά, προς προαγωγή πέντε εκ των συστηνομένων ως «Εξαίρετων» σε Αξία, επιβεβαίωνε και τον αποφασιστικό βαθμό του εν λόγω κριτηρίου και, κατά συνέπεια, τη δυσμενή θέση στην οποία βρισκόταν ο Εφεσείων.
Όπως και η νομολογία επιβεβαιώνει και επικαλούμαστε προς τούτο τον δικαστικό λόγο της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 485:
«.. Το τεκμήριο της αθωότητας έχει καθολική εφαρμογή. Απαγορεύεται σε δημόσια αρχή να αποδώσει εγκληματική πράξη σε οποιοδήποτε εκτός σε καταδικασθέντα από αρμόδιο δικαστήριο. Το ακόλουθο απόσπασμα, από την Krause[1], είναι χαρακτηριστικό της απαγόρευσης:
"It is a fundamental principle embodied in this Article which protects everybody against being treated by public officials as being guilty of an offence before this is established according to law by a competent court. Article 6, paragraph 2, therefore, may be violated by public officials if they declare that somebody is responsible fοr criminal acts without a court having found so."
(Ελληνική μετάφραση - ελεύθερη.)
("Αποτελεί θεμελιώδη αρχή η οποία ενσωματώνεται σ' αυτό το άρθρο το οποίο προστατεύει τον καθένα από του να τυγχάνει μεταχείρισης από δημόσιους λειτουργούς ως ένοχος αδικήματος πριν αυτό καταδειχθεί σύμφωνα με το νόμο ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, μπορεί επομένως να παραβιαστεί από δημόσιους λειτουργούς οποτεδήποτε δηλώνουν ότι κάποιος είναι υπεύθυνος για αξιόποινες πράξεις χωρίς το δικαστήριο να έχει διαπιστώσει τούτο ως γεγονός.")
Η βασική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαφωτιστική ως προς το εύρος και τις συνέπειες του τεκμηρίου της αθωότητας, είναι η Minelli v. Switzerland, Series A 62 [1983], στην οποία διακηρύχθηκε ότι:
" .... the presumption of innocence will be violated if, without the accused's having previously been proved guilty according to law and, notably, without his having had the opportunity of exercising his rights of defence, a judicial decision concerning him reflects an opinion that he is guilty. This may be so even in the absence of any formal finding; it suffices that there is some reasoning suggesting that the court regards the accused as guilty."
(Ελληνική μετάφραση - ελεύθερη.)
(".... το τεκμήριο της αθωότητας παραβιάζεται εάν, χωρίς ο κατηγορούμενος να έχει προηγουμένως κριθεί ένοχος σύμφωνα με το νόμο και συγκεκριμένα χωρίς να του έχει παρασχεθεί η ευκαιρία άσκησης των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, δικαστική απόφαση η οποία τον αφορά κατοπτρίζει άποψη ότι είναι ένοχος. Αυτή μπορεί να είναι η περίπτωση ακόμα και στην απουσία οποιουδήποτε τυπικού ευρήματος. αρκεί να υπάρχει έστω και κάποιο αιτιολογικό το οποίο υποδηλώνει ότι το Δικαστήριο θεωρεί τον κατηγορούμενο ένοχο.")»
Υπό το φως των πιο πάνω, προβάλλει αβίαστα ότι το τεκμήριο της αθωότητας του Εφεσείοντα, είχε παραβιαστεί. Τεκμήριο που ίσχυε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και το οποίο δεν επέτρεπε τη μεταχείρισή του ως ένοχου αδικήματος, ποινικού ή πειθαρχικού, είτε από τη Διοίκηση, είτε από το Δικαστήριο, το οποίο, επιπρόσθετα, έσφαλε στην προσέγγισή του ως προς τη σύνδεση γεγονότων, μεταγενέστερων του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, σχετικών με την ενοχή του Εφεσείοντα για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι ακολούθως, κατ΄ έφεση, αθωώθηκε ο Εφεσείοντας.
Στη βάση των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται. Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΦ.
[1] Krause v. Switzerland, No. 7986/77, 13 DR 73(1978)