ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:C121
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 138/2014)
5 Απριλίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
S.T.,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για την Εφεσείουσα.
Καμιά εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: H Εφεσείουσα αφίχθηκε στην Κύπρο κατά ή περί το τέλος του 1990, ως επισκέπτρια, με σκοπό να συναντηθεί με τον τότε σύζυγό της, Ιρανό πολίτη. ΄Εκτοτε, παρέμεινε στη Δημοκρατία υπό καθεστώς προσωρινής παραμονής. Το 2005, ο γάμος της, από τον οποίο απέκτησε ένα γιό, διαλύθηκε. Στις 8.9.2005 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση πολιτικού ασύλου και από τότε διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια προσωρινής παραμονής, υπό την ιδιότητα πλέον του πολιτικού πρόσφυγα. Στις 27.10.2005 αιτήθηκε την απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας, με πολιτογράφηση δυνάμει του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου Ν.141(Ι)/2002, ως τροποποιήθηκε. Η υπό συζήτηση αίτηση εξετάσθηκε από τον αρμόδιο Υπουργό στις 17.10.2009, ο οποίος και αποφάσισε την απόρριψή της.
Ως αποτέλεσμα καταχώρησε προσφυγή μέσω της οποίας αξίωνε δήλωση και/ή απόφαση ότι η πιο πάνω απόρριψη της αίτησής της για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας ήταν άκυρη και/ή παράνομη και/ή αδικαιολόγητη και/ή στερείτο οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή παραβίαζε τα συνταγματικά, ανθρώπινα και νομικά δικαιώματά της.
Είναι κρίσιμο για σκοπούς κατάληξης να παρεμβάλουμε ότι ενώ η πρωτόδικη διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη, ακολούθησε, μετά από διορισμό νέου δικηγόρου για την Εφεσείουσα, αίτηση τροποποίησης της προσφυγής διά της προσθήκης ενός ακόμη λόγου ακύρωσης, ως νομικού σημείου 1Α, σύμφωνα με τον οποίο, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε « .. κατά παράβαση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 αναφορικά με τη Νομική Κατάσταση των Προσφύγων και ειδικότερα του άρθρου 34 αυτής.». Επιπρόσθετα, όπως τα γεγονότα της αίτησης - προσφυγής αντικατασταθούν στα σημεία 1 - 3 με νέα, αριθμούμενα επίσης ως σημεία 1 - 3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα και επέτρεψε τροποποίηση ως ανωτέρω. Ταυτόχρονα, διέταξε όπως καταχωρηθεί συμπληρωματική γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της Αιτήτριας - Εφεσείουσας επί του επιπρόσθετου νομικού λόγου και μόνο και συμπληρωματική γραπτή αγόρευση των Εφεσιβλήτων - καθ΄ ων η αίτηση επί του εν λόγω σημείου.
Υπό το φως των πιο πάνω, ολοκληρώθηκε η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία, το οποίο και επιφύλαξε, στις 2.6.2014, την απόφασή του. Την εξέδωσε στις 11.9.2014.
Επί του ζητήματος της προαναφερθείσας τροποποίησης και της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το όλο φάσμα των επίδικων θεμάτων που εκκρεμούσαν προς κρίση, παραθέτουμε, αυτούσιο, το σχετικό απόσπασμα της προσβαλλόμενης ενώπιόν μας απόφασης:
Η τροποποιημένη προσφυγή που καταχωρίστηκε δυνάμει του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 5.9.2013, δεν ακολούθησε, παρατηρώ, το σαφές λεκτικό του διατάγματος. Εισάγονται νομικά σημεία τα οποία δεν είχαν εγερθεί με την αρχική αίτηση, αλλά ούτε και καλύπτονταν από την αίτηση για τροποποίηση ή το εκδοθέν διάταγμα: η παράγραφος 2, για παράλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και περί τον Νόμο, καλόπιστης άσκησης διακριτικής ευχέρειας, παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, καθ΄ υπέρβαση και ή κατάχρηση εξουσίας, όπως και άλλοι, υπό στοιχεία 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 12, τα οποία δεν μπορούν να εξεταστούν και θα αγνοηθούν πλήρως από το Δικαστήριο. Όμως ούτε και ο λόγος υπό στοιχείο 1, της αρχικής αίτησης, μπορεί να εξεταστεί, είναι παντελώς αόριστος, γενικός, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου, του Συντάγματος ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι επιμέρους αναφορές και λεπτομέρειες που εισάγονται για πρώτη φορά με τη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, δεν περισώζουν το ζήτημα.
Εξετάζεται λοιπόν το ζήτημα υπό το πρίσμα του μοναδικού πλέον λόγου 1Α, και της συμπληρωματικής γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας. Η συνήγορος της αιτήτριας εισηγείται, ότι οι καθ΄ ων η αίτηση με τη συμπεριφορά τους και τον τρόπο που ενήργησαν, παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους όπως απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης, άρθρο 34:
«Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι θα διευκολύνουν, εν τω μέτρω του δυνατού, την αφομοίωσιν και πολιτογράφησιν των προσφύγων. Θα προσπαθήσουν, ειδικώτερον, να επιταχύνουν την διαδικασίαν της πολιτογραφήσεως και να ελαττώσουν, εν τω μέτρω του δυνατού, τα δημοσιονομικά βάρη της τοιαύτης διαδικασίας.»
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ενώπιόν του υπόθεσης, με αναφορά και μόνο στα διαλαμβανόμενα στο προαναφερθέν άρθρο 34, τονίζοντας ότι μοναδικός λόγος ακύρωσης που εξετάζεται είναι η παράβαση του εν λόγω άρθρου. Σημειώνοντας δε πως ο αρμόδιος Υπουργός, μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας, κατέληξε ότι τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο Υπουργός Εσωτερικών ήσαν αρκετά για να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία που οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος.
Εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, τελώντας υπό πλάνη, λανθασμένα θεώρησε ότι μοναδικός λόγος ακύρωσης ήταν ο προαναφερθείς 1Α. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι η παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας, οδήγησε στην κατά απομόνωση εξέταση του λόγου 1Α και, κατά προέκταση, στην εσφαλμένη απόρριψή του.
Τα ενώπιόν μας δεδομένα, όπως αυτά προβάλλουν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο μέσα από το φάκελο της υπόθεσης, επιβεβαιώνουν το βάσιμο της εισήγησης της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας.
Είναι έκδηλο ότι η τροποποίηση ήταν πλήρως εναρμονισμένη με το σχετικό διάταγμα, αφορούσε την προσθήκη επιπρόσθετου λόγου ακυρότητας, ως νομικό σημείο 1Α και δεν επηρέαζε τους υφιστάμενους, υπόλοιπους δώδεκα λόγους ακυρότητας. Η αντικατάσταση δε των γεγονότων των παραγράφων 1, 2 και 3, ουδόλως μετέβαλλε το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης. Αντιθέτως, προστέθηκαν περαιτέρω γεγονότα προς θεμελίωση των νομικών λόγων ακύρωσης.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί εισαγωγής στην τροποποιημένη προσφυγή στοιχείων πέραν του λεκτικού του διατάγματος τροποποίησης ήταν, με όλο το σεβασμό, εσφαλμένη. Οι ισχυρισμοί περί παράβασης κανόνων χρηστής διοίκησης, έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολόγησης, πλάνης, κατάχρησης εξουσίας και καλόπιστης άσκησης διακριτικής ευχέρειας, συνιστούσαν βασικούς λόγους ακύρωσης επί των οποίων σαφής αναφορά εντοπίζεται στην αίτηση - προσφυγή. Ανάλογη ανάλυσή τους παρατηρείται και στην αγόρευση της πλευράς της Αιτήτριας - Εφεσείουσας, η οποία ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η συμπληρωματική γραπτή αγόρευση αφορούσε μόνο το επιπρόσθετο νομικό σημείο 1Α, ακριβώς λόγω της τροποποίησης που ακολούθησε και δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος νομικός λόγος δεν καλυπτόταν από το αρχικό κείμενο της αγόρευσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, τελώντας προφανώς υπό πλάνη, αγνόησε τις θέσεις της Αιτήτριας - Εφεσείουσας και παρέλειψε να εξετάσει, ουσιαστικά στο σύνολό τους, τους λόγους ακύρωσης. Έτσι ενεργώντας, αποστερήθηκε της δυνατότητας σφαιρικής κρίσης και του νομικού λόγου 1Α, δεδομένης της άμεσης συνάρτησης και συνάφειάς του με τα υπόλοιπα νομικά σημεία, ιδίως με τους ισχυρισμούς περί έλλειψης αιτιολόγησης και πλάνης σε ό,τι αφορά τα πραγματικά γεγονότα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει πρωτοβάθμια δικαιοδοσία εξέτασης των λόγων ακύρωσης (προσφυγής). Η αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίσει σε πρώτο βαθμό ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο (Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ΑΕ 95/2012, ημερ. 6.7.2018), ECLI:CY:AD:2018:C344.
Η προσφυγή παραπέμπεται στο Διοικητικό Δικαστήριο για εκδίκαση, κατά προτεραιότητα, του συνόλου των λόγων ακύρωσης. Επιδικάζονται, υπέρ της Εφεσείουσας, €1000 ως έξοδα έφεσης, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα ακυρώνεται.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΦ.