ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C68
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 10/14)
25 Φεβρουαρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
M.L.
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
KYΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Ή ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η αίτηση
---------
Μ. Παρασκευάς, για εφεσείοντα.
Γ. Χατζηχάννα (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσίβλητους.
----------------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: O εφεσείων, υπήκοος της Σρι Λάνκα, εισήλθε στη Δημοκρατία για σκοπούς φοίτησης σε ιδιωτικό κολλέγιο στις 30.1.2003 και για το σκοπό αυτό εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής με ισχύ μέχρι τις 31.3.2004. Σε κάποιο στάδιο διέκοψε τις σπουδές του και στις 30.4.2004 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 31.3.2005. Την ίδια τύχη είχε και η ιεραρχική προσφυγή που ακολούθησε η οποία απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (στο εξής «η Αναθεωρητική Αρχή») στις 5.7.2006. Μετά την αποτυχία των πιο πάνω διαβημάτων του για άσυλο οι αρμόδιες αρχές κάλεσαν εγγράφως τον εφεσείοντα να αναχωρήσει από τη Κύπρο, πλην όμως αυτός δεν ανταποκρίθηκε συνεχίζοντας να παραμένει στη Δημοκρατία για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς νόμιμη άδεια. Στις 13.1.2009 ο εφεσείων αποτάθηκε εκ νέου στην Υπηρεσία Ασύλου προσκομίζοντας νέα στοιχεία και ζητώντας να επανεξεταστεί η αίτησή του για παραχώρηση του καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα, ισχυριζόμενος ότι ανήκει στην κοινοτική μειονότητα Ταμίλ. Η Υπηρεσία Ασύλου προώθησε το αίτημα στην Αναθεωρητική Αρχή για να εξεταστεί το ενδεχόμενο επανανοίγματος του φακέλου του.
Εκκρεμούσης της εξέτασης κατά πόσον θα επανάνοιγε ο φάκελος του εφεσείοντα από την Αναθεωρητική Αρχή, αυτός συνελήφθη από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στις 26.11.2010 για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και την ίδια μέρα εξεδόθησαν διατάγματα κράτησης και απέλασης του από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ως απαγορευμένος μετανάστης, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 6(1)(κ) και 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (ως έχει τροποποιηθεί), επειδή ο εφεσείων παραβίασε τους όρους της άδειας που του είχε παραχωρηθεί και διέμενε παράνομα στην Κύπρο.
Ακολούθως και ενώ ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση για σκοπούς απέλασης, του κοινοποιήθηκε στις 10.12.2010 απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του.
Την ίδια ημέρα, 10.12.2010, ο αιτητής καταχώρισε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, παραπονούμενος ότι η διοίκηση ενήργησε κακόπιστα διότι η έκδοση των επιδίκων διαταγμάτων έλαβε χώραν την ίδια ημέρα που αυτός τέθηκε υπό κράτηση και ενώ εκκρεμούσε το αίτημα του ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής για επανεξέταση και ότι η απέλαση του ήταν αναιτιολόγητη και έγινε με συνοπτικές διαδικασίες με αποτέλεσμα να στερηθεί του δικαιώματος ένστασης. Δεν προσέβαλε όμως την απόρριψη του αιτήματος του για παραχώρηση πολιτικού ασύλου ή το μη επανάνοιγμα της υπόθεσης. Ο εφεσείων τελικά απελάθηκε στις 7.1.2011.
Mε την εκκαλούμενη απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, συνοψίζοντας το σκεπτικό του στο ακόλουθο απόσπασμα (βλ. M.L. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1638/2010, ημερ. 29.11.2013, σελ. 6 και 7):
«Θεωρώ υπό τις περιστάσεις ότι, η παρούσα περίπτωση δεν αφορά περίπτωση παρεμπόδισης του αιτητή στην άσκηση οποιωνδήποτε ένδικων μέσων που να αφορούν το καθεστώς του ως αιτητή ασύλου, ούτε υπήρχε οποιαδήποτε εκκρεμότητα κατά το Νόμο που να εμποδίζει τους καθ' ων η αίτηση να ασκήσουν τις εξουσίες τους βάσει του περί Μετανάστευσης και Αλλοδαπών Νόμου και να εκδώσουν τα επίδικα διατάγματα. Υιοθετώντας πλήρως το σκεπτικό στην απόφαση Rahal (πιο πάνω),[1] θεωρώ ότι τα επίδικα διατάγματα είναι αιτιολογημένα και εκδόθηκαν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση.»
Με την υπό κρίση έφεση ο εφεσείων προέβαλε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα, πεπλανημένα και αναιτιολόγητα αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων δεν παρεμποδίστηκε να ασκήσει τα δικαιώματα του, καθότι οι εφεσίβλητοι απέλασαν τον εφεσείοντα πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου και ως εκ τούτου στερήθηκε του δικαιώματος αποτελεσματικής θεραπείας ("effective remedy"), ενώ θα έπρεπε τα διατάγματα να ετύγχαναν αναστολής μέχρι την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας.
Ο εφεσείων θεμελιώνει την υπόθεση του σχεδόν εξ ολοκλήρου στην απόφαση M.A. v. Cyprus, Αίτηση αρ. 41872/10, ημερ. 23.7.2013 του EΔΔΑ, το περιεχόμενο της οποίας έχει μεταφέρει σχεδόν αυτούσιο στο περίγραμμα του. Προσθέτει ότι η απέλαση του «με συνοπτικές διαδικασίες. πριν την παρέλευση της προθεσμίας των 75 ημερών από της εκδόσεως εν πάσει περιπτώσει της απόφασης των καθ' ων 10/12/2010 πλήττει βάναυσα τα δικαιώματα του που απορρέουν από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ και ως εκ τούτου δεν μπόρεσε να προβεί σε έρευνα στο φάκελο του μαζί με τον δικηγόρο του ώστε να μπορεί πληρέστερα να προβάλει τις ενστάσεις του για την παύση της διαδικασίας απέλασης του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταχωρώντας interim order».
Υποστηρίζει περαιτέρω ο εφεσείων ότι ουσιαστικά αποστερήθηκε των προβλεπόμενων στο άρθρο 1(α) και (β) του ως άνω Πρωτοκόλλου δικαιωμάτων να προβάλει επιχειρήματα κατά της απέλασης του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να επανεξεταστεί η υπόθεση του και ότι εν προκειμένω η απέλαση του χωρίς την τήρηση των πιο πάνω διατυπώσεων ήταν δυνατή μόνο κατ' επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ή δημοσίας ασφάλειας, στοιχείο το οποίο δεν συντρέχει στην περίπτωση του.
Επικαλείται ακόμα ο εφεσείων το άρθρο 39 της Οδηγίας 85/2005 της 1ης Δεκεμβρίου 2005 σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα. Όπως ορίζεται στο άρθρο αυτό «τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες άσυλο να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.» αναφορικά με διάφορες αποφάσεις που σχετίζονται με την αίτηση διεθνούς προστασίας. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη Οδηγία έχει καταργηθεί από τις 20.7.2015 και αντικατασταθεί από την Οδηγία 32/2013 της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία πάντως περιέχει ανάλογη πρόνοια στο άρθρο 46. Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα «δεν περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας όπως λανθασμένα έκανε εύρημα το πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι το δικαίωμα ακροάσεως είναι ουσιαστικό και όχι τυπικό και ως εκ τούτου αυτή η εκ προοιμίου απόρριψη της αίτησης χωρίς να δοθεί το δικαίωμα ακροάσεως παραβιάζει τη βασικότατη αρχή της δίκαιης δίκης και τα δικαιώματα ακροάσεως και πρόσβασης στην δικαιοσύνη και πραγματικής προσφυγής». Επιπρόσθετα υποστηρίζει ο εφεσείων ότι στερήθηκε του δικαιώματος να απαντήσει «σημείο προς σημείο την αναιτιολόγητη απόφαση των καθ' ων η αίτηση».
Για τους ίδιους λόγους ο εφεσείων υποστηρίζει ότι με την «παράνομη απέλαση του» έχει σε βάρος του παραβιαστεί το Άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας έναντι παραβίασης δικαιωμάτων και ελευθεριών που διασφαλίζονται από τη Σύμβαση.
Η πλευρά των εφεσιβλήτων έθεσε κατά την ακρόαση ζήτημα κατάργησης της δίκης, διότι ο εφεσείων αποδέχθηκε την απέλαση του ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της διοικητικής διαδικασίας της Αναθεωρητικής Αρχής και της απόρριψης της αίτησης του για άσυλο, γεγονός που κατέστησε την έφεση άνευ αντικειμένου. Υπό τις περιστάσεις, υποστηρίζουν, η συνέχιση της δίκης θα ήταν δυνατή μόνο στην περίπτωση που ο εφεσείων μπορούσε να καταδείξει την ύπαρξη καταλοίπου ζημίας από την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση.
Επί της ουσίας, οι εφεσίβλητοι υιοθετούν και υποστηρίζουν ως ορθά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
H προδικαστική ένσταση περί κατάργησης της δίκης λόγω έλλειψης αντικειμένου δεν ευσταθεί. Το γεγονός ότι είχε εν τέλει απελαθεί επί τη βάσει των διαταγμάτων αυτών θεωρούμε ότι δεν επέφερε, υπό τις περιστάσεις, την κατάργηση της δίκης. Η υπόθεση Wahad v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 622, στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας, ήταν διαφορετική. Εκεί τα διατάγματα είχαν ανακληθεί πριν την καταχώριση της προσφυγής και η προσφυγή έμεινε, ως εκ τούτου, άνευ αντικειμένου. Ο δε αιτητής δεν τεκμηρίωσε εκ πρώτης όψεως πιθανότητα επέλευσης ηθικής ή υλικής ζημιάς, ώστε να καταδείξει ότι συνέχισε να διατηρεί έννομο συμφέρον. Συνεπώς η δίκη είχε καταργηθεί.
Επί της ουσίας, ο μοναδικός λόγος έφεσης και η θεώρηση του συνόλου της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντα αποκαλύπτει σύγχυση στην αντίληψη και στις θέσεις του αναφορικά με το τι είχε προσβάλει με την προσφυγή. Ενώ η ίδια η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος ασύλου δεν έχει προσβληθεί με την προσφυγή, η έφεση παρουσιάστηκε και έτυχε χειρισμού ως εάν να επρόκειτο για παραβίαση του δικαιώματος του για παροχή αποτελεσματικής θεραπείας σε σχέση με το ζήτημα του ασύλου, χωρίς αναφορά στο αντικείμενο της προσφυγής.
Αντικείμενο της προσφυγής (όπως ρητά προσδιορίζεται ως ζητούμενη θεραπεία στην Αίτηση (προσφυγή) αρ. 1638/2010), ήταν και παραμένει η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της 26.11.2010 και τίποτα πέραν τούτου. Προσομοιάζει έτσι η περίπτωση με την υπόθεση Pacraz v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 602, 604-605, όπου ο αιτητής ζήτησε αποκλειστικά, όπως και εν προκειμένω, ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και το Ανώτατο Δικαστήριο υποδεικνύοντας ότι η θεραπεία που ο ίδιος ζήτησε ήταν προσδιοριστική του αντικειμένου της προσφυγής, έκρινε ότι δεν θα ήταν δυνατόν να αναληφθεί δικαιοδοσία σε σχέση με την προηγούμενη απόρριψη του αιτήματος του για εγγραφή του ως πολίτης της Δημοκρατίας.
Σε ότι αφορά την νομιμότητα των προσβληθέντων διαταγμάτων, αυτά είχαν εκδοθεί βάσει της απόφασης για κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη λόγω της παράνομης διαμονής του στην Κύπρο. Καταρχάς δεν θα μπορούσαν να προσβληθούν ως συνεπακόλουθα της προγενέστερης διοικητικής πράξης, ήτοι της άρνησης χορήγησης ασύλου χωρίς να είχε προσβληθεί το υπόβαθρο τους, δηλαδή η ανεξάρτητη εκείνη διοικητική πράξη, εκτός εάν προσβάλλονταν ως πάσχοντα αφ' εαυτών. Δεν είναι επιτρεπτό δια της προσβολής των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης να επιδιώκεται ουσιαστικά η ακύρωση της απόφασης η οποία αποτέλεσε το υπόβαθρο τους (Κhatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 19, Δημοκρατία ν. Dejic (2008) 3 ΑΑΔ 358).
Κράτηση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας που υπόκειται σε διαδικασίες επιστροφής, όπως ήταν ο εφεσείων, είναι επιτρεπτή εάν αποτελεί αναγκαίο μέτρο και έχει ως μόνο σκοπό την προετοιμασία της επιστροφής.[2] Είναι ο έλεγχος αυτών των προϋποθέσεων που θα μπορούσε να αποτελέσει αυτοτελώς αντικείμενο προσφυγής εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.[3]
Εν προκειμένω όμως ο μοναδικός λόγος έφεσης και η επιχειρηματολογία που ποικιλοτρόπως αναπτύσσεται από τον εφεσείοντα σε σχέση με τη διαδικασία και την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής και διάφοροι άλλοι γενικόλογοι ισχυρισμοί στις σελ. 8-12 του περιγράμματος του, σχετικά με το κατά πόσο η Κύπρος είναι ασφαλής χώρα για τη διακίνηση μεταναστών και των ελλείψεων στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία χορήγησης ασύλου καθώς και η επίκληση του δικαιώματος του Άρθρου 13 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο της παρούσας δίκης, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί με την προσφυγή του. Αυτά αποτελούν ζητήματα που θα μπορούσαν να εγερθούν σε προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής σχετικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας.
Η υπόθεση Μ.Α. διαφοροποιείται. Στην υπόθεση εκείνη ο αιτητής είχε προσβάλει την απόρριψη του αιτήματος του για παραχώρηση πολιτικού ασύλου και η προσφυγή απερρίφθη, όμως ο φάκελος επανανοίχθηκε κατόπιν υποβολής νέων στοιχείων. Εκκρεμούσης της διαδικασίας επανεξέτασης ο αιτητής συνελήφθη κατά τη διάρκεια επιχείρησης απομάκρυνσης αλλοδαπών που διαμαρτύρονταν κατά της κυβερνητικής πολιτικής ασύλου. Την ίδια ημέρα εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Επειδή η προσφυγή δεν είχε αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα επί των διαταγμάτων αυτών με βάση το κυπριακό νομικό σύστημα, ο αιτητής ζήτησε τέτοια αναστολή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με βάση το Άρθρο 34 της Σύμβασης, η οποία και δόθηκε κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 39 των Κανονισμών του Δικαστηρίου. Η προσφυγή στο εθνικό δικαστήριο απεσύρθη μετά που το αίτημα του εφεσείοντα για άσυλο τελικά εγκρίθηκε. Σε ότι όμως αφορά την προσφυγή στο ΕΔΔΑ βρέθηκε στο επίκεντρο της το ζήτημα της παροχής αποτελεσματικής προστασίας, όπως αυτή διασφαλίζεται από το Άρθρο 13 σε συνδυασμό με το Άρθρο 2 (προστασία ζωής) και το Άρθρο 3 (προστασία από βασανισμό ή απάνθρωπη μεταχείριση) της Σύμβασης. Το Άρθρο 13 προβλέπει ως ακολούθως:
«13. Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των.»
Αναφέρονται σχετικά με το Άρθρο 13 τα ακόλουθα στην παράγραφο 132 της απόφασης Μ.Α.:
«132. The notion of an effective remedy under Article 13 in this context requires that the remedy may prevent the execution of measures that are contrary to the Convention and whose effects are potentially irreversible. Consequently, it is inconsistent with Article 13 for such measures to be executed before the national authorities have examined whether they are compatible with the Convention, although Contracting States are afforded some discretion as to the manner in which they conform to their obligations under this provision (see M. and Others v. Bulgaria, no. 41416/08, § 129, 26 July 2011; Salah Sheekh v. the Netherlands, no. 1948/04, § 153, 11 January 2007; and Čonka v. Belgium, no. 51564/99, § 79, ECHR 2002-I).»
Περαιτέρω αναφέρονται τα ακόλουθα στην παράγραφο 133:
«. Where a complaint concerns allegations that the person's expulsion would expose him or her to a real risk of treatment contrary to Article 3 of the Convention, the effectiveness of the remedy for the purposes of Article 13 imperatively requires close scrutiny by a national authority (see Shamayev and Others v. Georgia and Russia, no. 36378/02, § 448, ECHR 2005-III), independent and rigorous scrutiny of any claim that there exist substantial grounds for fearing a real risk of treatment contrary to Article 3 (see Jabari v. Turkey, no. 40035/98, § 50, ECHR 2000- VIII), as 36 M.A. v. CYPRUS JUDGMENT well as a particularly prompt response (see De Souza Ribeiro, cited above, § 82). In such a case, effectiveness also requires that the person concerned should have access to a remedy with automatic suspensive effect (see, inter alia, De Souza, cited above, § 82, 13 December 2012; I.M. v. France, cited above, § 58; Al Hanchi v. Bosnia and Herzegovina, no. 48205/09, § 32, 15 November 2011; Auad v. Bulgaria, no. 46390/10, § 120, 11 October 2011; Diallo v. the Czech Republic, no. 20493/07, § 74, 23 June 2011; M.S.S., cited above, § 293; Baysakov and Others v. Ukraine, no. 54131/08, § 71, 18 February 2010; Abdolkhani and Karimnia v. Turkey, no. 30471/08, § 108, 22 September 2009; Gebremedhin, cited above, § 66). The same principles apply when expulsion exposes the applicant to a real risk of a violation of his right safeguarded by Article 2 of the Convention. »
Περαιτέρω αποκαλυπτικό της έννοιας της «αποτελεσματικής θεραπείας» του Άρθρου 13 είναι το νομικό υλικό που αξιολόγησε το ΕΔΔΑ ώστε να καταλήξει στην παραπάνω ερμηνεία, περιλαμβανομένης της Κατευθυντήριας Αρχής Χ (Guideline X) της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ως ακολούθως:
«94. Guideline X of the Guidelines on human rights protection in the context of accelerated asylum procedures adopted by the Committee of Ministers on 1 July 2009 at the 1062nd meeting of the Ministers' Deputies provides for the right to effective and suspensive remedies. It reads as follows:
"1. Asylum seekers whose applications are rejected shall have the right to have the decision reviewed by a means constituting an effective remedy.
2. Where asylum seekers submit an arguable claim that the execution of a removal decision could lead to a real risk of persecution or the death penalty, torture or inhuman or degrading treatment or punishment, the remedy against the removal decision shall have suspensive effect." »
Περαιτέρω, στην παράγραφο 95, λήφθηκε υπόψιν και η σύσταση του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (CommDH(2001)19) της 19ης Σεπτεμβρίου 2001 εκ της οποίας παρατίθεται η ακόλουθη παράγραφος:
«11. It is essential that the right of judicial remedy within the meaning of Article 13 of the ECHR be not only guaranteed in law but also granted in practice when a person alleges that the competent authorities have contravened or are likely to contravene a right guaranteed by the ECHR. The right of effective remedy must be guaranteed to anyone wishing to challenge a refoulement or expulsion order. It must be capable of suspending enforcement of an expulsion order, at least where contravention of Articles 2 or 3 of the ECHR is alleged. »
Η κατάληξη στο ερώτημα το οποίο τέθηκε υπό τον τίτλο «ALLEGED VIOLATION OF ARTICLE 13 TAKEN TOGETHER WITH ARTICLE 2 AND 3 OF THE CONVENTION» (παρ. 112 επ.) ήταν ότι η απουσία αυτόματης αναστολής εκκρεμούσης της προσφυγής απέληγε σε παράλειψη παροχής αποτελεσματικής προστασίας και παραβίασης του Άρθρου 13 σε συνάρτηση με τα Άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης, ως ακολούθως:
«141. The Court concludes therefore that the applicant did not have an effective remedy in relation to his complaint under Articles 2 and 3 of the Convention.
142. There has therefore been a violation of Article 13 of the Convention. »
Εν προκειμένω, εφόσον δεν υπήρχε προσφυγή εναντίον της απόρριψης του αιτήματος για διεθνή προστασία ή του αιτήματος για επανάνοιγμα και επανεξέταση, δεν ετίθετο θέμα διασφάλισης της δυνατότητας «πραγματικής προσφυγής» και παραβίασης του αντιστοίχου δικαιώματος του Άρθρου 13 σε συνδυασμό με τα Άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης ή άλλως πως. Ό,τι θα μπορούσε να εγείρει ο εφεσείοντας στα πλαίσια της προσφυγής του, όπως την έθεσε, ήταν η νομιμότητα της κράτησης του, με δεδομένη την απόρριψη της αίτησης του για παραχώρηση πολιτικού ασύλου, η οποία, εφόσον δεν προσεβλήθη, παρήγαγε οριστικά ως έννομο αποτέλεσμα το γεγονός ότι ο εφεσείων, μη δικαιούμενος διεθνούς προστασίας, βρισκόταν στην Κύπρο ως απαγορευμένος μετανάστης. Όταν απελάθηκε δεν ήταν αιτητής ασύλου, ούτε εκκρεμούσε σχετική προσφυγή εκ μέρους του ώστε να έχει δίκαιο να προβάλλει ως μόνο λόγο έφεσης ότι «παρεμποδίστηκε να ασκήσει τα δικαιώματα του καθότι οι εφεσίβλητοι απέλασαν τον εφεσείοντα πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου και ως εκ τούτου στερήθηκε του δικαιώματος για αποτελεσματική θεραπεία (effective remedy) ενώ θα έπρεπε τα διατάγματα να τύχουν αναστολής μέχρι της ολοκλήρωσης της δικαστικής διαδικασίας».
Σε ότι δε αφορά τα διατάγματα που προσέβαλε, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αυτά ήταν αιτιολογημένα και εκδόθηκαν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, χωρίς η διαπίστωση αυτή να έχει, επαναλαμβάνουμε καταληκτικά, προσβληθεί με την έφεση. Όπως και την Pacraz (ανωτέρω): «δεν πρότεινε ο αιτητής οτιδήποτε, ως λόγο ακυρότητας, συναρτημένο προς αυτά τα διατάγματα. Όσα υποστήριξε αφορούσαν αποκλειστικά στην παράνομη, κατά τη γνώμη του, απόρριψη του αιτήματος του για εγγραφή του . (ως κύπριος πολίτης, όπως ήταν εκεί η περίπτωση).»
Σε ότι αφορά το γεγονός ότι ο εφεσείων απελάθηκε εκκρεμούσης της εκδίκασης της προσφυγής του, δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής αλλοδαπού εκκρεμούσης της δίκης του, εφόσον η παρουσία ενός αιτητή μπορεί να εξασφαλιστεί με την έγκριση της εισόδου του στην Κύπρο για σκοπούς ακρόασης της αίτησης του (Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Rached v. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 3135). Στην υπόθεση Sayigh v. Republic (1986) 3 CLR 277 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο και τα συναφή δικαιώματα των διαδίκων:
«.the right safeguarded under Article 30.1 of the Constitution, upholding a man's right to ventilate a grievance before the Courts of law. The exercise of the right is not confined to the citizens of the country; it extends, like every human right, to all human beings. This right, like every right, must be viewed and applied in its proper perspective; that would normally require amenity to brief counsel and opportunity to attend the proceedings at the trial. Certainly, it does not necessitate stay in the country until the hearing of the case. I have no doubt the Authorities will afford the applicant every opportunity to attend the hearing of the case when it comes on for trial. I have no jurisdiction to direct the Authorities to allow the applicant to remain in the country; .»
Eν προκειμένω, ο εφεσείων δεν στερήθηκε του δικαιώματος του να ασκήσει προσφυγή, την οποία άσκησε, και ακολούθως έφεση την οποία επίσης άσκησε. Το γεγονός ότι απελάθηκε ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της υπόθεσης του δεν αποτελούσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης, με δεδομένη την επί του θέματος νομολογία και την εκπροσώπηση του στη δίκη από δικηγόρο. Όπως έχει εξηγηθεί από τον Νικήτα, Δ. στη Rached (ανωτέρω), σελ. 3142, το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ δεν συνταυτίζεται με δικαίωμα εμφάνισης στη δίκη:
«Φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν διστακτική να αναγνωρίσει καθολικό δικαίωμα του διαδίκου να παρίσταται στη δίκη του ανεξάρτητα από τη φύση της υπόθεσης. Η λέξη "hearing" στο 6.1 αντιστοιχεί με την έκφραση "ακροαματική διαδικασία" που συναντάμε στο 30.2 του συντάγματος. Η ευρωπαϊκή δικαιοσύνη προβληματίστηκε και έθεσε το ερώτημα αν αυτό το δικαίωμα εμπερικλείει και αυτοπρόσωπη παρουσία κατά τη δίκη. Μια πρώτη εκτίμηση του F.C. Jacobs στο παραπάνω του σύγγραμμα είναι ότι η εμφάνιση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεξαγωγή αμερόληπτης και σωστής δίκης (fair trial). Θα ήταν αδιανόητη η καλή απονομή της δικαιοσύνης χωρίς την παρουσία του κατηγορουμένου στις ποινικές υποθέσεις ή του διαδίκου σε ορισμένες αστικής φύσεως διαφορές. Όμως ακόμη και σε ποινικές υποθέσεις θεωρήθηκε ότι η παρουσία κατηγορουμένου κατά τη διαδικασία έφεσης δεν είναι γενικά απαραίτητη εφόσον έχει προσλάβει και αντιπροσωπεύεται από συνήγορο. (Βλέπε σελ. 101 και 102 ως και τις υποθέσεις που αναφέρονται στις υποσημειώσεις. Βλέπε επίσης J.E.S. Fawcett "The Application of the European Convention on Human Rights" σελ. 190).
Ωστόσο επικράτησε διαφορετική αντίληψη αναφορικά με τις διοικητικής υφής υποθέσεις. Κρίθηκε στην ουσία πως μένουν έξω από το βεληνεκές της φράσης "αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις". Η φράση που χρησιμοποιεί η Συνθήκη είναι η ίδια "civil rights and obligations".
Στην υπόθεση Ringeisen η βασική σκέψη διατυπώθηκε ως εξής
"..... the term 'must be interpreted restrictively so as to comprise such legal relationships only as are typical of relations between private individuals, to the exclusion of such legal relations in which the citizen is confronted with those who exercise public authority'".[.]
Μια άλλη διαπίστωση εξέχουσας σημασίας προβάλλει ακόμη από τις αποφάσεις: ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο σε ακροαματική διαδικασία δεν συνταυτίστηκε ποτέ με εκείνο της εμφάνισης στη δίκη. Έχει αποφασισθεί ότι ή Σύμβαση δεν εγγυάται σε κανένα το δικαίωμα να ακουσθεί ως μάρτυρας στην υπόθεσή του (βλ. Jacobs σελ. 102).[4] .»
Εν κατακλείδι ο εφεσείων δεν διατύπωσε οποιοδήποτε βάσιμο ισχυρισμό που να δικαιολογούσε παρέμβαση μας στην πρωτόδικη κρίση αναφορικά με την εγκυρότητα των προσβληθέντων διαταγμάτων.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/φκ
[1] Rahal v. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 741.
[2] Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Οι πρόνοιες της Οδηγίας κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχαν μεν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, είχαν όμως άμεση εφαρμογή. Μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο με τον Νόμο 153(Ι)/2011 (τροποποιητικός του Κεφ. 105), του οποίου το άρθρο 18ΠΣΤ ρυθμίζει το ζήτημα της κράτησης αποτελώντας μεταφορά των προνοιών του Άρθρου 15 της Οδηγίας.
[3] Για προηγούμενο καθεστώς βλ. Bondar (2004) 1 AAΔ 2075, Kane v. Cyprus, Appl. No. 33655/06, ημερ. 13.9.2011, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε νομοθετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 18ΠΣΤ(3)(α) του Κεφ. 105, όπου προβλέπεται ότι το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ενώ η διάρκεια κράτησης υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.
[4] Francis G. Jacobs "The European Convention on Human Rights".