ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ζαβρός κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 349
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 74
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Συμβούλιο Aμπελουργικών Προϊόντων ν. Άννας Θ. Περικλέους (2005) 3 ΑΑΔ 619
Σολωμoύ Σόλων και Άλλοι ν. Aρχηγού Aστυνομίας και Άλλου (2006) 3 ΑΑΔ 271
Θεοδώρου Μιχάλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 44
First Elements Euroconsultants Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 936, ECLI:CY:AD:2017:C462
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:D448
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 80/14)
2 Δεκεμβρίου, 2020
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
xxx IΩΑΝΝΟΥ
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ και/ή ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ και/ή ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η αίτηση
---------
Σ.Οικονομίδης,για τον εφεσείοντα
Α.Χριστοφόρου,με Ε.Τζόρταν,(κα), για τους εφεσίβλητους
----------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: O εφεσείων ήταν μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς της Δημοκρατίας, στο Πεζικό. Διορίστηκε δε με απ΄ευθείας διορισμό ως αξιωματικός με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, από 1.3.1976 και από την ημερομηνία αυτή αποσπάσθηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Ανελίχθηκε σε διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας και από 22.12.2000 κατείχε το βαθμό του Συνταγματάρχη. Το έτος 2005, όταν ο εφεσείων υπηρετούσε στο Στρατό και κατείχε το βαθμό του Συνταγματάρχη, επειδή η περίπτωση του κρίθηκε πως ενέπιπτε στις διατάξεις του Κανονισμού 51(1) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 2006, τέθηκε και εξετάστηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, για λήψη απόφασης για τυχόν ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, ομού με άλλους.
Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων κατά τη συνεδρία του ημερ. 1.11.2005 αποφάσισε τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του εφεσείοντα. (Toίδιο αποφάσισε και για αριθμό άλλων αξιωματικών). Ενόψει δε τούτου, ο εφεσείων αφυπηρέτησε από τις τάξεις του Στρατού από τις 13.4.2006.
Στη συνέχεια ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή αρ.221/2006, αμφισβητώντας την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων.
Η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ενόψει της απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, (2009)3 AAΔ 44, με επιστολή της ιδίας ημερομηνίας συμβούλεψε το αρμόδιο όργανο ότι θα έπρεπε να ανακαλέσει τις αποφάσεις του, που αφορούσαν τα έτη 2005 και 2006, για τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας μεταξύ άλλων και του εφεσείοντα και να επανεξετάσει την κάθε περίπτωση.
Ενόψει των ανωτέρω, τον Φεβρουάριο του 2009, συγκροτήθηκε το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, προκειμένου να επιληφθεί του θέματος και ενεργήσει ανάλογα. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, κατά τη συνεδρία του ημερ. 20.2.2009 ανακάλεσε την απόφαση του για τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του εφεσείοντα για το έτος 2005 (ως η απόφαση του στη συνεδρία ημερ. 1.11.2005). Στη συνέχεια αφού επανεξέτασε την περίπτωση του, αποφάσισε τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του εφεσείοντα για το έτος 2005, παραθέτοντας και τους λόγους για την απόφαση του αυτή.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, για τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του με την προσφυγή του αριθμ.627/2009 και μετέπειτα την προσφυγή 682/11. Το Ανώτατο Δικαστήριο (Νικολάτος, Δ., όπως ήταν τότε) με απόφαση του ημερ. 29.2.2012 έκανε δεκτή την τελευταία προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων.
Μετά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων συγκροτήθηκε και συνήλθε, με απόφαση του Υπουργού Άμυνας, σε έκτακτη σύνοδο στις 26.4.2012. Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, ως μέλος και εισηγητής του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, ενημέρωσε τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου για τις εξειδικευμένες ανάγκες της Υπηρεσίας σε Αξιωματικούς κατά Κλάδο, όπως διαμορφώνονταν από την ανάγκη να έχει και να διατηρεί η Εθνική Φρουρά τη μαχητική εκείνη ικανότητα που θα της επέτρεπε να ανταποκρίνεται στην ανάγκη σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος, όπως αναλυτικά αναφέρονται στα πρακτικά του Συμβουλίου. Ενόψει τούτου, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με τον Κανονισμό 51(1) και (4) των ως άνω Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 351/2005. Στη συνέχεια, εξέτασε την περίπτωση του εφεσείοντα, και αποφάσισε, ομόφωνα, τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του επειδή δεν διαθέτει την ολοκληρωμένη εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση καιστρατιωτική εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Κατέχει δε τον βαθμό του Συνταγματάρχη για πέντε σχεδόν χρόνια. ΄Εκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών.
Το όνομα του εφεσείοντα για τον οποίο το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αποφάσισε, κατά τη συνεδρία του με ημερομηνία 26.4.2012, τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του για το έτος 2005, αναγράφηκε σε αντίστοιχο Πίνακα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.51 των ως άνω Κανονισμών. Ο Πίνακας αυτός, με πρόταση του Υπουργείου Άμυνας με ημερομηνία 28.5.2012, υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση, όπως καθορίζεται στις εν λόγω διατάξεις. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με Απόφασή του με ημερομηνία 29.5.2012, ενέκρινε τον εν λόγω Πίνακα.
Μετά τη σχετική έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο το Υπουργείο Άμυνας, ενεργώντας με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 51(7) των υπό αναφορά Κανονισμών, με επιστολή του ημερομηνίας 7.6.2012, ενημέρωσε τον Εφεσείοντα για την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων για τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, παραθέτοντάς του και τους λόγους για τους οποίους λήφθηκε η απόφαση αυτή, καθώς και για την ημερομηνία από την οποία ίσχυε η αφυπηρέτηση του και η προαγωγή του στο επόμενο βαθμό. (προαγωγή σε ταξίαρχο από 12.4.2006).
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο εφεσείων/αιτητής καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή, υπ΄αριθμ.1138/12, το αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η απόρριψη των θέσεων του και επικύρωση της ως άνω διοικητικής πράξης. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης (απόφαση Ναθαναήλ, Δ., όπως ήταν τότε) καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Οι πέντε λόγοι έφεσης
Οι πέντε λόγοι έφεσης είναι οι ακόλουθοι:
1. Η εκκαλούμενη απόφαση λανθασμένα επικαλέστηκε και υιοθέτησε την απόφαση στην προσφυγή αρ.548/09 Ηλία ν. Δημοκρατίας, ημερ.8.3.2012.
2. Η πρωτόδικη απόφαση λανθασμένα έκρινε πως δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου που είχε δημιουργήσει η απόφαση στην προηγούμενη προσφυγή του εφεσείοντα με αριθμό 682/2011.
3. Η πρωτόδικη απόφαση λανθασμένα έκρινε πως η διαδικασία για τις αφυπηρετήσεις Αξιωματικών δυνάμει των προνοιών του σχετικού Κανονισμού 51(4) της ΚΔΠ351/2005, παραμένει ατομική και δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί το ευρύτερο σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας στη Ζαβρόςκ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994)3 ΑΑΔ 349.
4. Η πρωτόδικη απόφαση λανθασμένα έκρινε πως οι πρόνοιες των παραγράφων 1 και 4 του Καν.51 της ΚΔΠ351/05, με βάση τις οποίες και λήφθηκε ή/και πάνω στις οποίες και βασίστηκε η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών για την ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του στο Στρατό αφυπηρέτηση του εφεσείοντα, δεν είναι ασύμφωνες ή/και δεν παραβιάζουν τη συνταγματική αρχή της ισότητας και της μη δυσμενούς διάκρισης του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος.
5. Η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα έκρινε πως η επίδικη απόφαση της ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του στο Στρατό αφυπηρέτησης του εφεσείοντα δεν λήφθηκε κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και μη δυσμενούς διάκρισης ή/και δεν λήφθηκε κατά διαδικασία που όπως εφαρμόστηκε οδηγούσε σε άνιση ή/και άδικη ή/και υποκειμενική κρίση.
΄Ενσταση από τους εφεσίβλητους για το ότι η έφεση δεν έχει αντικείμενο:
Ο κ.Χριστοφόρου εισηγήθηκε ότι ακόμη και αν επιτύχει η έφεση, αυτό δεν θα είχε τελικώς σημασία, καθότι ο εφεσείων είχε καταχωρήσει εναντίον της ιδίας διοικητικήςπράξης δύο προσφυγές, την προσφυγή υπ΄αρ.1301/12 επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση στις 15.4.2014 και την υπ΄αριθμ. 1138/12, ημερ.6.5.2014, (αντικείμενο της οποίας είναι η εκκαλούμενη απόφαση). Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου πως η προηγηθείσαεπικύρωση της διοικητικής πράξης στις 15.4.2014 θα παραμείνει ισχύουσα, όποιο και εάν είναι το αποτέλεσμα της παρούσας.
΄Εχουμε εντοπίσει την απόφαση ημερ.15.4.2014 στην 1301/12 (η οποία συνεκδικάστηκε με αρκετές άλλες). Το αντικείμενο της προσφυγής αυτής υπήρξε μόνο η απόδοση αναδρομικής ισχύος στην απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 7.6.2012.
Το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής - πρωτόδικης αλλά και ενώπιον μας -υπήρξε ευρύτερα ότι η εν λόγω πράξη με την οποία ο εφεσείων αφυπηρέτησε αναδρομικά από τις τάξεις του Στρατού από 13.4.2006 είναι άκυρη και/ή παράνομη.
Στην πρώτη προσφυγή το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε πως πράγματι οι αιτητές (μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων) είχαν καταχωρήσει δύο κατηγορίες προσφυγών. Στην πρώτη προσβάλλεται μόνο η αναδρομικότητα και στη δεύτερη όπου προσβάλλεται γενικότερα η νομιμότητα της πράξης. Το Δικαστήριο κατέληξε πως στην πρώτη κατηγορία προσφυγών διαπιστώνεται απαράδεκτη κατάχρηση της διαδικασίας. Ως εκ τούτου απέρριψε τις προσφυγές όλων των εκεί αιτητών.
Θεωρούμε ότι η εισήγηση που υπέβαλε ο κ.Χριστοφόρου δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Η πρώτη απόφαση στην πρώτη προσφυγή δεν εξέτασε τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Αυτό έγινε με την εκκαλούμενη απόφαση. Ως εκ τούτου, η έφεση επ΄αυτήςέχει αντικείμενο.
Εξέταση των λόγων έφεσης
Ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης αφορούν στον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου και λανθασμένα υιοθέτησε επ΄αυτής της πτυχής την Ηλία ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).
Ο εφεσείων πρωτοδίκως είχε εισηγηθεί ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο,προκύπτον από την προσφυγή υπ΄αριθ.682/11.
Στην εν λόγω προσφυγή (απόφασηΝικολάτου Δ, ημερ.29.2.2012) αφού τίθεται η ανάγκη να εξετάζονται συγκεκριμένες πρόνοιες για τον τερματισμό ευδόκιμου υπηρεσίας δυνάμει του ως άνω Κανονισμού, το Δικαστήριο κατέληξε πως η έρευνα επί της τότε πράξης ημερ. 21.2.09 δεν ήταν επαρκής. Επίσης θεώρησε πως ούτε η αιτιολογία συνήδε με τη Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Συγκεκριμένα, κρίθηκε πως δόθηκε μια γενική αιτιολογία και δεν έγινε εξειδίκευση αναγκών, ως εξηγήθηκε στη Θεοδώρου.
΄Εχουμε μελετήσει τους δύο πρώτους λόγους έφεσης με την αλληλένδετη αιτιολογία και τα αντίστοιχα επιχειρήματα των δύο πλευρών. Με όλο το σεβασμό, δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα. Εν αντιθέσει προς την απόφαση στην προσφ.682/11, εν προκειμένω σε συνάρτηση με την υπό κρίση διοικητική πράξη, υπήρξε πλήρης και αναλυτική αιτιολογία απορρέουσα από δέουσα έρευνα. Δεν τίθετο θέμα παραβίασης δεδικασμένου.
Εκτός από τις ειδικές συνθήκες που αφορούσαν τον ίδιο τον εφεσείοντα που επίσης αναλύθηκαν, υπήρξε πλήρης και εκτενή αιτιολογία ως προς: (α) την εν γένει κατάσταση του στρατεύματος (β) την εξειδικευμένη ανάγκη της Υπηρεσίας κατά κλάδο και (γ) της ανάγκης παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμίδων.
Σ΄αυτό λοιπόν το πλαίσιο τηρήθηκαν αφενός οι αρχές της Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας[1](ανωτέρω)αλλά και αφετέρου δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου.
Το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προς επίρρωση της θέσης για τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία επικαλέστηκε την Ηλία ν. Δημοκρατίας δεν σημαίνει ότι παραβίασε το δεδικασμένοinterpartesπροερχόμενο από την απόφαση στην προσφυγή 682/11.
Η απόφαση στην προσφυγήΗλία ν. Δημοκρατίαςη οποία επικυρώθηκε εφετειακά με την Ηλία ν. Δημοκρατίας, ΑΕ56/12,8.6.2018, έδωσε το ορθό πλαίσιο άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης του Στρατού, δυνάμει του ως άνω Κανονισμού.Παραθέτουμε στη συνέχεια σχετικό απόσπασμα από την εφετειακή απόφαση που θέτει τα πράγματα στην ορθή τους διάσταση:
«Κατά τα άλλα, το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση είχε υποχρέωση να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να προχωρήσει στη λήψη νέας απόφασης, απαλλαγμένης από τη νομική πλημμέλεια που εντοπίστηκε (βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Δηλαδή τη διόρθωση του σφάλματος που διαπιστώθηκε στη Θεοδώρου, το οποίο αφορούσε την παράλειψη των εφεσιβλήτων να διενεργήσουν την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό 51(4) προκαταρκτική έρευνα και να παραθέσουν στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας των 26 αξιωματικών, μεταξύ των οποίων και του εφεσείοντα. Όπως σχετικώς είχε παρατηρηθεί από την Ολομέλεια, οι Εφεσίβλητοι αρκέστηκαν, εκεί, στην επανάληψη των προνοιών του Κανονισμού γεγονός που κατέστησε την απόφαση τους υποκείμενη σε ακύρωση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ωστόσο, από το απόσπασμα του πρακτικού που παραθέσαμε πιο πάνω, προκύπτει ότι κατά την επανεξέταση, το Συμβούλιο συμμορφώθηκε στα όσα είχαν παρατηρηθεί στην Θεοδώρου, θεραπεύοντας τις πλημμέλειες που υποδείχθηκαν. Συγκεκριμένα:-
Η έρευνα του Συμβουλίου αυτή τη φορά ήταν επαρκής, όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεκτεινόμενη προς όλες τις παραμέτρους του Κανονισμού 51(4). Επί τούτου στηρίχθηκε στην έκθεση του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, ο οποίος ήταν και μέλος του. Η διεξαγωγή έρευνας από τον κατ' εξοχήν εμπειρογνώμονα ήταν και εύλογη και σύμφωνη με τη νομολογία, η οποία δεν επιβάλλει την διεξαγωγή της έρευνας από το ίδιο το αποφασίζον όργανο. Καθήκον και υποχρέωση του Συμβουλίου ήταν η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης, το δε κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας συνίσταται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270). Το σκεπτικό επομένως του Συμβουλίου, όπως διατυπώθηκε στο πρακτικό του έχει καλύψει όλες τις πτυχές του θέματος, συμπεριλαμβανομένης της εν γένει κατάστασης των υπηρετούντων κατά το 2005 αξιωματικών στις κατώτερες και ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε απόφοιτους ανώτερων σχολών για τη στελέχωση των νευραλγικών διοικητικών θέσεων και τη δυνατότητα ανέλιξης των κατώτερων αξιωματικών.
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω δεν ήταν αναγκαία η αναφορά σε κάθε κλάδο ξεχωριστά, όπως εισηγείται ο εφεσείων, εφόσον με την έρευνα που προηγήθηκε προέκυψε ότι οι ανάγκες για στελέχωση των διοικήσεων και των επιτελείων μεγάλων μονάδων και σχηματισμών, καθώς και κρίσιμων θέσεων στο Υπουργείο, στις διπλωματικές αποστολές και τους Διεθνείς Οργανισμούς, κάλυπταν το σύνολο του στρατεύματος και πάνω σε αυτή τη βάση αξιολογήθηκαν. Το Συμβούλιο έκρινε επί του σημείου αυτού, ότι οι εξειδικευμένες ανάγκες κατά κλάδο, όπως αυτές επιβάλλονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί Ενόπλων Δυνάμεων και ανταπόκρισης σε μελλοντικές προκλήσεις, επέβαλλαν τη στελέχωση του στρατεύματος με προσωπικό που να έχει το υπόβαθρο παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο και στα σύγχρονα οπλικά συστήματα, ως απόρροια της εκπαίδευσης τους στα ΑΣΕΙ και στις άλλες Σχολές. Και αυτό με παράλληλη αναφορά στην επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση να ήταν υπό τις περιστάσεις πλεονασμός.
Επιπροσθέτως των πιο πάνω, το Συμβούλιο δεν παρέλειψε την ειδική αξιολόγηση της περίπτωσης του εφεσείοντα σ΄ ό,τι αφορά τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του, την οποίαν - όπως ευλόγως έκρινε - περιόριζε το γεγονός της μη κατοχής ακαδημαϊκών προσόντων ενώ η συνέχιση της παραμονής του στην υπηρεσία θα εμπόδιζε και την ανέλιξη άλλων ιεραρχικά κατώτερων αξιωματικών που διέθεταν υπέρτερη ακαδημαϊκή μόρφωση. Σχετικές επί του ζητήματος είναι οι Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 74, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (πιο πάνω), Σολωμού κ.ά. v. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 271, σύμφωνα με τις οποίες η έκταση και η μορφή της δέουσας έρευνας είναι συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εξάλλου δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων είναι ανέλεγκτη όταν δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 -1959 σελ. 227, Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων v. Περικλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 619, First Elements Euroconsultants Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας. Αναθ. Έφεση Αρ. 34/12, ημερ. 15.12.17, ECLI:CY:AD:2017:C462).
Στην παρούσα περίπτωση το Συμβούλιο έκρινε ότι, για τους λόγους που περιγράφονται με σαφήνεια στο πρακτικό του, η αποστράτευση αριθμού αξιωματικών θα καθιστούσε αποτελεσματικότερη τη λειτουργία του στρατεύματος. Από τη στιγμή που εκτίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση του Συμβουλίου και παρατίθενται τα κριτήρια βάσει των οποίων άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, δεν υπάρχει έδαφος για δικαστική επέμβαση».
Δεν θα μπορούσαμε να το θέσουμε πιο σωστά. Τα πιο πάνω ισχύουν πλήρως και για την υπό κρίσιν περίπτωση και όσα η πλευρά του εφεσείοντα προβάλλει δεν είναι πειστικά, αφού και εδώ το σκεπτικό του Συμβουλίου όπως διατυπώθηκε στο πρακτικό κάλυψε όλες τις πτυχές του θέματος και τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε αποφοίτους Ανωτέρων Σχολών για τη στελέχωση των νευρολογικών θέσεων. Σύμφωνα δε με το εκτενές σκεπτικό του Συμβουλίου οι εξειδικευμένες ανάγκες δεν διαφοροποιούνται στο Στρατό Ξηράς, στο Ναυτικό και στην Αεροπορία, όπως προσδιορίζονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη διακλαδικότητα των ενόπλων δυνάμεων. Το ίδιο επεξηγηματικό ήταν το σκεπτικό σε συνάρτηση με τις βαθμίδες. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε πως:
«...το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στην υπό κρίση περίπτωση, έθεσε στο πρακτικό του όλες τις παραμέτρους ορθής κρίσης που αποδείκνυαν ορθή έρευνα, ορθή αξιολόγηση και επαρκή αναφορά σ΄ ό,τι θα ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη, για σκοπούς ατομικής κρίσης. Βρίσκεται λοιπόν σε συμφωνία με τα αναφερθέντα στην Ανδρέας Ηλία - ανωτέρω -. Όπως ορθά εκεί καταγράφεται, η επάρκεια της έρευνας έχει αναφορά προς τα δεδομένα του θέματος, όπως είναι άλλωστε γνωστό κατά τις ευρύτερες αρχές του διοικητικού δικαίου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης ή επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (MotorwaysLtd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Καμηλέρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατίας ν. C. CassinosConstructionsLtd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835)».
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.
Προχωρούμε στην εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης. Θεωρούμε πως οι λόγοι 3-5 μπορούν να εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο αφού αφορούν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο να κρίνει πως η επίδικη διοικητική απόφαση δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης (5ος λόγος) ότι οι Κανονισμοί δεν παραβιάζουν την αρχή αυτή καθώς και το άρθρο 28 του Συντάγματος (4ος λόγος) και ότι η κρίση για τον τερματισμό παραμένουσα ατομική, δεν παραβιάζει τα αποφασισθέντα στη Ζαβρόςν. Δημοκρατίας(ως άνω) (τρίτος λόγος). Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 51(1)[2] και 51(4)[3]αντιμετώπισε το ως άνω θέμα ως εξής:
" .. Όλοι οι αξιωματικοί που συμπληρώνουν ένα έτος στις πιο πάνω θέσεις κρίνονται για ενδεχόμενο ευδόκιμο τερματισμό με τα ίδια κριτήρια και προϋποθέσεις. Ποιά κριτήρια θα χρησιμοποιηθούν και ποιοί θα κριθούν ως ευδοκίμως αφυπηρετήσαντες αποτελούν ζητήματα έρευνας και αιτιολογίας της εκάστοτε πράξης του Ανωτάτου Συμβουλίου και όχι ζητήματα ανισότητας. Όλοι κρίνονται με τις ίδιες απρόσωπες και γενικές έννοιες, οι οποίες αναλόγως της κάθε περίπτωσης τυγχάνουν ή όχι εφαρμογής. Τα τιθέμενα κατά διαζευκτικό τρόπο κριτήρια ακριβώς βοηθούν και στοχεύουν στη μεταχείριση των ανομοίων κατά τρόπο που αρμόζει σε κάθε περίπτωση έτσι ώστε τα όμοια να κρίνονται κατά παρόμοιο τρόπο και κατ΄ εφαρμογή του ιδίου κριτηρίου».
Και παρακάτω:
«Στην Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349, η Διευρυμένη Ολομέλεια καθόρισε ότι ο περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμος αρ. 33/90, ως τροποποιήθηκε, δίδει ευρεία εξουσία ρύθμισης θεμάτων με Κανονισμούς, απερρίφθη δε παρόμοιο επιχείρημα και εισήγηση ότι οι βασικοί Κανονισμοί Κ.Δ.Π. 90/90, σε σχέση με τη ρύθμιση θεμάτων προαγωγών ήταν ultravires. Επίσης αποφασίστηκε ότι κάθε κρίση είναι ατομική. Και αυτό είναι και λογικό και δίκαιο, εφόσον εκείνο που εξετάζεται σε περίπτωση είναι κατά πόσο η κάθε ατομική κρίση για τον ευδόκιμο τερματισμό των υπηρεσιών συγκεκριμένου αξιωματικού λήφθηκε ή όχι με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου και όχι ο λόγος που επιλέγηκε ο ένας και όχι ο άλλος αξιωματικός. Η επανεξέταση συνεπώς αφορά τον κάθε ένα αξιωματικό χωριστά με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν αρχικά, όπως ακριβώς ήταν ατομικός και ο λόγος ακύρωσης για κάθε ένα αξιωματικό. Παρόλο που η ακύρωση αφορούσε γενικά την έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, αυτή η κρίση επηρέαζε κάθε προσφεύγοντα χωριστά και ατομικά».
Υποβάλλεται ότι ο υπό κρίση Καν.51(1) και (4) παρέχει στο Συμβούλιο εξουσία να μεταχειρίζεται διαφορετικά μια κατηγορία προσώπων που βρίσκονται σε όμοια θέση, δηλ. να αποφασίζει κατά την κρίση του τον τερματισμό της υπηρεσίας οποιουδήποτε από τους αξιωματικούς οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που τίθενται στον υπό αναφορά Κανονισμό, χωρίς υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης επιλογής των συγκεκριμένων αξιωματικών έναντι άλλων οι οποίοι παραμένουν στο στράτευμα. Ενώ παράλληλα παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να ενεργήσει μεροληπτικά, ευνοώντας συγκεκριμένους αξιωματικούς βάσει οποιουδήποτε εκ των κριτηρίων που τίθενται διαζευκτικά προς εξέταση ή ακόμη να επικαλεστεί και άλλα μη καθορισμένα εξ αρχής κριτήρια αποφασίζοντας κατά το δοκούν και χωρίς σύγκριση μεταξύ ομοιοβάθμων. Ενώ το Συμβούλιο αρχικά είχε εξετάσει τον ευδόκιμο τερματισμό 62 αξιωματικών, κατά την επανεξέταση φαίνεται να επανεξετάστηκαν μόνο οι περιπτώσεις 25 αξιωματικών των οποίων αποφασίστηκε ο ευδόκιμος τερματισμός τους.
Όπως υποστηρίζουν και οι εφεσίβλητοι ο Καν.51(4) είναι καθοριστικός για τη διεξαγωγή της παρούσας διαδικασίας «ευδόκιμος τερματισμός», η οποία είναι διπλή. Πρώτον αποφασίζεται κατά πόσο υπάρχει ανάγκη για ευδόκιμο τερματισμό. Σημειωτέον ότι όλες οι προσφυγές που έχουν επιτύχει βασίστηκαν στη μη αιτιολόγηση της ανάγκης για τέτοιο τερματισμό. Στη συνέχεια η κρίση είναι ατομική για κάθε αξιωματικό ανάλογα με το περιεχόμενο του φακέλου του και τα κριτήρια που ο Καν.51(4) καθιερώνει. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο εφεσείων δεν ισχυρίστηκε πως τα ατομικά κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη για την περίπτωση του, συγκρούονται με τον Καν.51(4).
Η λογική της αντίκρισης του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι στέρεη και στηρίζεται στην ορθή αντίληψη της νομολογίας. Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον η κάθε κρίση είναι ατομική, συνεπακόλουθα η επανεξέταση αφορά τον καθένα αξιωματικό χωριστά με βάση τα δεδομένα που υπήρχαν χωρίς σύγκριση μεταξύ τους, όπως ακριβώς ήταν ατομικός και ο λόγος ακύρωσης για κάθε ένα αξιωματικό, κατά την επανεξέταση, μόνο 25 αξιωματικών από τον αρχικό αριθμό των 62. Εξάλλου τα αποφασισθέντα πρωτοδίκως έχουν πλήρως επιρρωθεί δια της κρίσεως της Ολομέλειας στην Ηλίας ν Δημοκρατίας (ανωτέρω), όπου είχε προβληθεί παρόμοιο επιχείρημα. Η κατάληξη της Ολομέλειας ήταν:
«Εν πάση περιπτώσει, επί της ουσίας, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας από την προβλεπόμενη διαδικασία του Κανονισμού 51 εφόσον το Συμβούλιο ασκεί τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει ο εν λόγω Κανονισμός στη βάση προκαθορισμένων κριτηρίων αξιολόγησης, τα οποία ισχύουν για όλους τους αξιωματικούς που εμπίπτουν στην εμβέλεια των σχετικών κανονιστικών προνοιών και τα οποία στη συνέχεια εξετάζονται κατά τρόπο ειδικό και εξατομικευμένο για την κάθε ξεχωριστή περίπτωση υπό το φως των κριτηρίων της παραγράφου (4)».
Ομοίως κρίνουμε ότι και οι λόγοι έφεσης 3-5 πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται.
Συνεπακόλουθα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3,000 υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
[1] Στη Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:"Είναι σαφές ότι, για να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Συμβουλίου και να καθοριστεί το ποσοστό των αξιωματικών που πρέπει να αφυπηρετήσουν από τις τάξεις του Στρατού ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους, αλλά και το πόσοι αξιωματικοί αντιστοιχούν κατά κλάδο, τίθενται κάποιες προϋποθέσεις των οποίων η εξέταση προηγείται, ήτοι, η «εν γένει κατάσταση», οι «εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο» καθώς και η «ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών». Οι εξειδικευμένες ανάγκες της Εθνικής Φρουράς σε ανώτερους Αξιωματικούς ανά Σώμα, η δυνατότητα ανέλιξης νεότερων Αξιωματικών κατώτερων βαθμών στις θέσεις αυτές, οι απαιτήσεις της μαχητικής ικανότητας κατά το δεδομένο χρόνο, είναι στοιχεία ενδεικτικά τα οποία έπρεπε να είχαν αναλυτικά εξεταστεί από το ο Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, προκειμένου να τεθεί το αναγκαίο υπόβαθρο για τη λήψη της επίδικης απόφασης. Ο Κανονισμός επιβάλλει αξιολόγηση των ουσιωδών αυτών παραγόντων στα πλαίσια μιας γενικής εκτίμησης των αναγκών αποστρατείας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, διαφορετικά, τόσο ο αριθμός των εξεταζόμενων περιπτώσεων όσο και η ίδια η ατομική κρίση που ακολουθεί, παραμένουν μετέωρα.
Η γενική αναφορά του Συμβουλίου Κρίσεων στο πρακτικό (Τεκ. 1 στην ένσταση) αποτελεί απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου και δεν ικανοποιεί τις ανάγκες της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας. Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας οποιαδήποτε στοιχεία που ενδεχομένως λήφθηκαν υπόψη και συνεπώς ο δικαστικός έλεγχος αναφορικά με το αν δικαιολογείτο ο ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας 30 αξιωματικών, από τους οποίους 20 συνταγματαρχών, καθίσταται αδύνατος".
[2]51. (1)Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, έχει επίσης εξουσία, αυτεπάγγελτα ή μετά από σχετικά αίτημα, να εξετάζει και αποφασίζει τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας Αξιωματικού βαθμού Αντιστράτηγου, Υποστράτηγου, Ταξίαρχου και Συνταγματάρχη, που συμπληρώνει μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου του έτους σύγκλησής του ένα χρόνο παραμονής στο βαθμό του, εξαιρουμένου Αξιωματικού βαθμού Αντιστράτηγου που Κατέχει τη Θέση του Αρχηγού ή του Υπαρχηγού
[3]51.(4) Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού αξιολογήσει την εν γένει κατάσταση, τες εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, όλους ή οποιοδήποτε από τους πια κάτω παράγοντες, ήτοι:
(α) την όλη σταδιοδρομία του Αξιωματικού ή
(β) τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του Αξιωματικού ή
(γ) το χρόνο παραμονής του Αξιωματικού στον κατεχόμενο βαθμό• ή
(δ) την ηλικία του Αξιωματικού•
αποφασίζει κατά πόσο ο Αξιωματικός του οποίου εξετάζει την περίπτωση πρέπει να αφυπηρετήσει ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του.