ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A442
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Εφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/17)
18 Δεκεμβρίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. xxx ΜΙΧΑΗΛ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ),
2. xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ),
3. xxx ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗΣ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ),
4. xxx ΠΟΧΑΝΗΣ (ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ),
5. xxx ΚΟΥΜΕΝΙΔΗΣ (ΣΜΗΝΑΡΧΟΣ),
Αιτητές - Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση - Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 17.5.2019
ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
_ _ _ _ _ _
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές - Εφεσείοντες.
Μ. Δρυμιώτου (κα) για τον Γενικό Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση - Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι Αιτητές - Εφεσείοντες στην ΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2017, ήταν Αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας, οι οποίοι αποσπάστηκαν για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Το έτος 2012, το Υπουργείο ΄Αμυνας προέβη σε αναπροσαρμογή αριθμού νομοθετικών ρυθμίσεων που περιλαμβάνονταν στην περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νομοθεσία, ώστε αυτές να συνάδουν με τις ανάλογες ρυθμίσεις που επρόκειτο να ισχύσουν για όλους τους κρατικούς υπαλλήλους. Μια από αυτές αφορούσε και την επέκταση του ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των Μελών του Στρατού της Δημοκρατίας. Ακολούθως, προς εκσυγχρονισμό των διαφόρων νομοθετημάτων, αναφορικά με τη λειτουργία του Στρατού της Δημοκρατίας, καθώς και για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε το μόνιμο προσωπικό του Υπουργείου ΄Αμυνας, τέθηκαν σε ισχύ, από τις 2.12.2016, νομοθετήματα και κανονισμοί που καθόριζαν την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μόνιμου Αξιωματικού του Στρατού της Δημοκρατίας και καθορίστηκαν νέα, μειωμένα, ηλικιακά όρια υποχρεωτικής αφυπηρέτησης.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω προνοιών, το Υπουργείο ΄Αμυνας απέστειλε στους Αιτητές, στον καθένα ξεχωριστά, επιστολή ημερομηνίας 27.12.2016, με την οποία τους πληροφορούσε για τον χρόνο υποχρεωτικής αφυπηρέτησής τους.
Οι Αιτητές, αμφισβητώντας τα διαλαμβανόμενα στην πιο πάνω επιστολή, ως προς την ημερομηνία αφυπηρέτησής τους, καταχώρησαν την προσφυγή αρ. 107/2017, επιδιώκοντας να κηρυχθεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση. Η προσφυγή απορρίφθηκε και ακολούθησε καταχώρηση της προαναφερθείσας έφεσης 112/2017, όπου ηγέρθησαν διάφοροι λόγοι για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Αφού κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες - Αιτητές διατηρούσαν έννομο συμφέρον και κατά τον χρόνο της έφεσης, εξετάσθηκαν στη συνέχεια οι, συναφείς, λόγοι έφεσης 1 και 3, οι οποίοι αμφισβητούσαν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης, την οποία παραθέτουμε, αυτολεξεί, όπως αυτή έχει διατυπωθεί στην απόφαση της Ολομέλειας, ημερομηνίας 19.3.2019:
«Στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, σημαντικός αριθμός των λόγων ακύρωσης της προσφυγής δεν εξετάστηκε, καθώς κρίθηκε ότι αυτοί δεν είχαν δικογραφηθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, (ο «Κ. 7»). Οι λόγοι αυτοί αφορούσαν, κυρίως, τη βασική θέση που ανέπτυξαν πρωτόδικα οι εφεσείοντες, ότι, δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε, εφόσον αυτή είχε στηριχθεί σε διατάξεις των Κανονισμών «που είναι ultra vires σε σχέση με την κείμενη νομοθεσία», καθώς και ισχυρισμούς που άπτονταν ζητημάτων συνταγματικότητας. ΄Ηταν, συγκεκριμένα, ο βασικός άξονας των επιχειρημάτων τους ότι οι Κανονισμοί, κατ' εφαρμογή των οποίων λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μείωσαν αυθαίρετα και χωρίς ειδική εξουσιοδότηση από Νόμο την ηλικία αφυπηρέτησης που ίσχυε προηγουμένως.»
Ήταν, εν προκειμένω, ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων, όπως αναπτύχθηκε από τους λόγους έφεσης 1 και 3, ότι στα νομικά σημεία της αίτησης ακύρωσης δεν έθεσαν οποιοδήποτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου ή κανονισμού, ώστε να απαιτείτο πρόσθετη δικογράφηση, με πληρέστερη σαφήνεια από μέρους τους. Εξετάζοντας το εγερθέν ζήτημα και την εμβέλεια του Κανονισμού 7, η Ολομέλεια έκρινε ως ακολούθως:
«Ο Κ. 7 είναι σαφής. Θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, διά των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών, συγχρόνως ταύτα πλήρως». Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί η απλή επίκληση της παραβίασης ενός άρθρου του Συντάγματος, ή ενός νόμου, ή γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση. Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η προσφυγή, για την εξέταση, από το δικαστήριο, των λόγων ακύρωσης της διοικητικής πράξης, (βλ. Latomia Estate Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Στην προκειμένη περίπτωση, εξέταση των επτά νομικών σημείων της προσφυγής καθιστά σαφές πως, σε κανένα από αυτά, δε δικογραφήθηκε, με σαφήνεια και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Κ. 7, καθώς και με τις πιο πάνω καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, η προεκτεθείσα βασική θέση των εφεσειόντων.
Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες, ως νομικό σημείο υπ' αρ. 2 στην αίτηση ακύρωσής τους, καταγράφουν τα εξής:-
«2. Η προσβαλλόμενη απόφαση, εφάρμοσε Κανονιστική πρόβλεψη με την οποία όμως άνισα, αντισυνταγματικά, αντιφατικά και αυθαίρετα ανέτρεψε κεκτημένα δικαιώματα και μάλιστα όχι απρόσωπα, αλλά επιλεκτικά προς ανατροπή αξιοκρατικών προαγωγών.»
Από την εν λόγω διατύπωση, αναμφίβολα, προκύπτει πως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην εξετάσει τον κύριο ισχυρισμό των εφεσειόντων περί κανονιστικής διάταξης που βρίσκεται εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου (ultra vires). Η παρατεθείσα διατύπωση του συγκεκριμένου νομικού σημείου, αλλά και των υπολοίπων, δεν ικανοποιεί την υποχρέωση που θέτει ο Κ. 7, ειδικά, αφού ουδεμία αναφορά γίνεται σε αυτά στους Κανονισμούς και, δη, ότι αυτοί είναι ultra vires. ΄Οπως δε λέχθηκε και στην υπόθεση xxx xxx Χονδρουλίδου ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:C488, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 208/2012, 8.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:C488, όπου εξετάστηκε πανομοιότυπο ζήτημα: «Δεν ήταν ... επιτρεπτό το κενό αυτό να καλυφθεί με οποιεσδήποτε αναφορές, σχετικά, στις αγορεύσεις εκ μέρους της εφεσείουσας, (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, σελίδα 605)». Η ίδια διαπίστωση ισχύει και εδώ.
΄Οσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι οι ίδιοι δεν ήγειραν οποιοδήποτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου ή κανονισμού, για να απαιτείτο δικογράφηση με πληρέστερη σαφήνεια, το περιεχόμενο της συγκεκριμένης αίτησης ακύρωσης τους διαψεύδει, αφού, στο υπ' αρ. 6 νομικό σημείο αυτής, καταγράφονται τα ακόλουθα:-
«6. Παραβιάζει (εννοείται η προσβαλλόμενη απόφαση) τις πρόνοιες του Ν. 158(Ι)/1999 και το Νόμο Περί Συντάξεων, όπως και τα ΄Αρθρα 25 και 35 του Συντάγματος.»
Συνεπώς, ορθά, και πάλι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τη μη εξέταση των συγκεκριμένων νομικών σημείων περί αντισυνταγματικότητας, καθώς η δικογράφησή τους δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις που θέτει ο Κ. 7 και η προαναφερθείσα νομολογία. Με βάση τα πιο πάνω, λοιπόν, οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.»
Με την απόρριψη των πιο πάνω λόγων έφεσης, καθώς επίσης και των εναπομείναντων λόγων 2, 4 και 5, που αφορούσαν ζητήματα παραβίασης του δικαιώματος προγενέστερης ακρόασης, της αρχής της καλής πίστης και του κανόνα αιτιολόγησης της διοικητικής πράξης, αντίστοιχα, η έφεση οδηγήθηκε σε αποτυχία.
Ενώπιόν μας τέθηκε προς εξέταση αίτηση, η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση απόφασης και/ή διατάγματος που να παραμερίζει και/ή να ακυρώνει την απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 19.3.2019 «... λόγω προφανούς παραβίασης της δίκαιης δίκης που επήλθε με προφανή εσφαλμένη αποτύπωση και κρίση έξω και/ή αντίθετα προς τα πραγματικά στοιχεία ή αντίθετα προς τα πραγματικά γεγονότα ή δεδομένα και/ή τους ισχυρισμούς που είχαν τεθεί.». Επιζητείται ταυτοχρόνως, απόφαση και/ή διάταγμα με το οποίο να τροποποιείται η υπό αναφορά κρίση της Ολομέλειας «.. ώστε να είναι σύμφωνη προς τα πραγματικά γεγονότα και επίσης σε όλους τους εγερθέντες ισχυρισμούς και τη Νομολογία ώστε να υπάρξει η κρίση επί των πραγματικών δεδομένων και να εκπληρωθεί η έννοια της πλήρους και ορθής απονομής της δικαιοσύνης κατά δίκαιη δίκη.».
Όπως εντοπίζεται μέσα από την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, υπόβαθρο στήριξης των αξιούμενων θεραπειών συνιστά η θέση ότι δεν μπορούσαν να αγνοηθούν οι λόγοι ακύρωσης που ηγέρθησαν και αφορούσαν ενέργειες αντίθετες στο Σύνταγμα και οι οποίοι δεν αποφασίσθηκαν δικαστικά «καθόλου ή ορθά». Το παράπονο των Αιτητών επικεντρώνεται ουσιαστικά στη θέση ότι είχε εγερθεί με σαφήνεια ως νομικός λόγος και υπήρξε επεξήγηση ως προς το ζήτημα ότι οι Κανονισμοί είναι ultra vires και ότι, παρά την εκτενή ανάπτυξη του θέματος στις αγορεύσεις των δύο πλευρών, το Δικαστήριο «.. έκρινε ρητά, πλην όμως, κατά προφανή ατέλεια ότι, δεν τέθηκε ζήτημα ultra vires.» Συνεπώς, κατά τους Αιτητές, δεν υπήρξε πλήρης εξέταση των εγερθέντων ισχυρισμών και παραβιάστηκε το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Αυτό το οποίο ουσιαστικά επιζητείται στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης, είναι η παρέμβασή μας, έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος και του Νόμου, ενεργώντας ως τριτοβάθμιο Δικαστήριο. Ο νόμος προβλέπει ένα στάδιο έφεσης και στην ενώπιόν μας περίπτωση το δικαίωμα αυτό των Αιτητών έχει ασκηθεί μέσα από την ακρόαση της έφεσης και έχει ολοκληρωθεί με την έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 19.3.2019. Η διασφάλιση της τελεσιδικίας αποτελεί θεμελιακή αρχή που ενυπάρχει στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης (Περικλέους, Αίτηση Αρ. 1/19, ημερ. 28.7.2020, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέου, ΑΕ 60/2012, ημερ. 5.10.2020), ECLI:CY:AD:2020:C333.
Δεν βρισκόμαστε ενώπιον δεδομένων τα οποία χαρακτήριζαν τις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060 και Αδάμου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 54/2014, ημερ. 15.10.2015, στις οποίες παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών.
Στην ενώπιόν μας περίπτωση, κρίθηκε από το Εφετείο το ζήτημα της εμβέλειας του Κανονισμού 7. Κρίση η οποία αποτυπώνεται με σαφήνεια στο εκτενές απόσπασμα που έχουμε ήδη παραθέσει. Συναφώς, επικυρώθηκε ως ορθή η κατάληξη του Δικαστηρίου «... να μην εξετάσει τον κύριο ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί Κανονιστικής Διάταξης που βρίσκεται εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου (ultra vires)». Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν τίθετο πλέον ζήτημα περαιτέρω ενασχόλησης με την ουσία των σχετικών εισηγήσεων της πλευράς των Αιτητών. Υπό το πρίσμα αυτό, τυχόν παρέμβασή μας, θα ισοδυναμούσε με επανάνοιγμα υπόθεσης Εφετείου, διεξαγωγή νέας δίκης και, κατά προέκταση, με ανάληψη τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, κάτι που δεν θα ήταν νομικά επιτρεπτό.
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι, ουσιαστικά, το παράπονο των Αιτητών και η βάση των ισχυρισμών τους επικεντρώνεται στη θέση ότι η απόφαση της Ολομέλειας είναι άδικη και/ή λανθασμένη με βάση προηγούμενη νομολογία. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να την εντάξει στις περιπτώσεις όπου παρέχεται στο Δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία παραμερισμού, εκδοθείσας, κατόπιν άκυρης διαδικασίας, απόφασης, ως χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και προς διασφάλιση της λειτουργίας του Δικαστηρίου, ως Δικαστηρίου της δικαιοσύνης.
Με βάση τα πιο πάνω, η ενώπιόν μας αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd v. Πιτσιλλίδης, Πολ. Εφ. 245/2018, ημερ. 17.7.2020).
Η αίτηση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εις βάρος των Αιτητών.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.