ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C213
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 52/2014)
2 Ιουλίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
1. xxx ΚΥΡΙΣΑΒΒΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
(Υπόθεση Αρ. 979/2011),
2. xxx xxx ΦΑΝΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
(Υπόθεση Αρ. 1280/2011),
3. xxx xxx ΣΥΜΕΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
(Υπόθεση Αρ. 1281/2011),
4. xxx ΠΑΓΩΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
(Υπόθεση Αρ. 1619/2011),
Εφεσείοντες-Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Μιχάλης Δειλινός, για τους Εφεσείοντες.
Διονύσης Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Το 1975, η Δημοκρατία, εξαιτίας και των δεινών που επισώρευσε στην οικονομία η τουρκική εισβολή, αποφάσισε «την προαγωγήν και ανάπτυξιν του εμπορίου ή της βιομηχανίας ή και αμφοτέρων ή δι' οιονδήποτε των ρηθέντων σκοπών». Προς τούτο, κρίθηκε αναγκαία η απαλλοτρίωση συγκεκριμένης ακίνητης ιδιοκτησίας, ευρισκομένης εντός των ορίων των χωριών Αραδίππου και Καλού Χωριού της επαρχίας Λάρνακας, συνολικής έκτασης 48 εκταρίων, 4 δεκαρίων και 285 τ.μ. Για την υλοποίηση του πιο πάνω σκοπού, εκδόθηκαν, στις 30.10.1975, η Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης Αρ. 798, (η Γνωστοποίηση), και, δύο περίπου μήνες αργότερα, στις 18.12.1975, το Διάταγμα απαλλοτρίωσης Αρ. 930, (το Διάταγμα απαλλοτρίωσης).
Σύμφωνα με τη Γνωστοποίηση, η απαλλοτρίωση επιβαλλόταν: «... διά την ίδρυσιν ελευθέρας ζώνης εμπορίου ή βιομηχανικής περιοχής ή και αμφοτέρων, την ενοικίασιν της εν λόγω περιοχής ή μέρους αυτής εις τεμάχια ή άλλως δι' ανάπτυξιν εμπορίου ή βιομηχανίας ή και αμφοτέρων ή δι' ενοικίασιν ή χρησιμοποίησιν της περιοχής, ή μέρους αυτής δι' οιονδήποτε άλλον σκοπόν συντελούντα εις την ανάπτυξιν του εμπορίου ή της βιομηχανίας ή και αμφοτέρων.» Μεταξύ των απαλλοτριωθέντων κτημάτων, περιλαμβάνονται κτήματα που αποτελούσαν ιδιοκτησία αποβιωσάντων προσώπων, από τα οποία κάποιοι από τους εφεσείοντες φέρεται να έλκουν, ως νόμιμοι κληρονόμοι, δικαίωμα ιδιοκτησίας σε αυτά.
΄Οπως οι εφεσίβλητοι ανέφεραν, η κατασκευή των έργων υποδομής για την υλοποίηση του πιο πάνω σκοπού άρχισε αμέσως μετά την απαλλοτρίωση και συμπληρώθηκε το 1980. Στο μεταξύ, με το Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 113, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1.6.1979, ολόκληρη η υπό αναφορά έκταση γης κηρύχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Ελευθέρων Ζωνών Νόμου του 1975, (Ν. 69/1975), Ελεύθερη Ζώνη. Αργότερα, στις 9.6.2011, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τη μετατροπή της εν λόγω Ζώνης σε Βιομηχανική και Εμπορική Περιοχή και ανακάλεσε το προαναφερθέν Διάταγμα Αρ. 113, (βλ. Κ.Δ.Π. 230/2011, 17.6.2011). Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των δύο πλευρών και ουδέν ζήτημα προκύπτει συνεπεία αυτών.
Στο μεταξύ, κατά το 2011, τριάντα έξι χρόνια μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος απαλλοτρίωσης, πρώην ιδιοκτήτες των απαλλοτριωθέντων κτημάτων ή νόμιμοι κληρονόμοι κάποιων εξ αυτών, με επιστολές του δικηγόρου τους προς τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ζήτησαν την ανάκληση της απαλλοτρίωσης σε σχέση με συγκεκριμένα ακίνητά τους ή με τμήματα τούτων και την αποδέσμευσή τους από αυτήν. Επικαλέστηκαν, συναφώς, τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, (Ν. 15/1962), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. ΄Ηταν η θέση τους ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης των υπό αναφορά ακινήτων εγκαταλείφθηκε και/ή, εν πάση περιπτώσει, δεν επιτεύχθηκε εντός τριών ετών από τότε που η ιδιοκτησία τους περιήλθε στην Απαλλοτριούσα Αρχή, ή οποτεδήποτε αργότερα.
Η απάντηση των εφεσιβλήτων ήταν αρνητική. Συγκεκριμένα, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, (η Γενική Διευθύντρια), ενώπιον της οποίας είχε τεθεί η πιο πάνω αξίωση, με σχετικές επιστολές της, πληροφόρησε το δικηγόρο των συγκεκριμένων προσώπων, μεταξύ άλλων, ότι, στην απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία, είχαν δημιουργηθεί βιομηχανικά οικόπεδα, αρκετά από τα οποία είχαν εκμισθωθεί και τύγχαναν χρήσης αναλόγως της δραστηριότητας του κάθε μισθωτή. Οι δοθείσες εξηγήσεις δεν ικανοποίησαν τους ενδιαφερομένους, οι οποίοι προχώρησαν στην καταχώριση τεσσάρων ξεχωριστών προσφυγών. Με αυτές, προσέβαλαν τη νομιμότητα της άρνησης της διοίκησης να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση και να τους επιστρέψει τα απαλλοτριωθέντα ακίνητά τους, ή τμήματα αυτών, για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί.
Οι τέσσερις προσφυγές, ως εκ του γεγονότος ότι ήταν πολύ όμοιες μεταξύ τους, συνεκδικάστηκαν. Ο ευπαίδευτος Δικαστής, ο οποίος τις εκδίκασε πρωτόδικα, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις και το ιστορικό της όλης διαδρομής από την ημερομηνία της απαλλοτρίωσης, τις απέρριψε. Κατέληξε ότι η αξίωση των αιτητών και οι λόγοι που αυτοί είχαν επικαλεστεί, συναφώς, δεν ευσταθούσαν. Παρέπεμψε, προς τούτο, στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, η οποία ερμήνευσε τις προαναφερθείσες συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις. Σημείωσε δε πως η καθιερωθείσα με την πιο πάνω υπόθεση αρχή τύγχανε πλήρους εφαρμογής στα περιστατικά των ενώπιόν του υποθέσεων.
Οι εν λόγω αιτητές, με την παρούσα έφεση, προσέβαλαν, ως λανθασμένη, την κρίση, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. Ενώ δε, αρχικά, με επτά συναφείς μεταξύ τους λόγους, επιδιώχθηκε ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης στην ολότητά της, στη συνέχεια, αποσύρθηκαν οι έξι και υποστηρίχθηκε μόνο ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά, αποκλειστικά, τους αιτητές στην προσφυγή αρ. 1619/2011, (οι εφεσείοντες). Το αίτημά τους ήταν όπως ανακληθεί η απαλλοτρίωση για τα τμήματα των τεμαχίων τους με αρ. 10, 11, και 27 που βρίσκονται εκτός της περίφραξης της υπό αναφορά Βιομηχανικής και Εμπορικής Περιοχής, (τα αιτούμενα προς επιστροφή τμήματα). Απολύτως σχετικό είναι τοπογραφικό σχέδιο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο από την πλευρά των εφεσειόντων, με τη σύμφωνη γνώμη των εφεσιβλήτων, (τεκμήριο Α), και καταδεικνύει την πιο πάνω περιγραφείσα κατάσταση πραγμάτων. Σημειώνεται πως το εκδικάσαν Δικαστήριο δε σχολίασε, ειδικά, την περίπτωση της προαναφερθείσας προσφυγής, παρά τα ιδιαίτερα, ως άνω, γεγονότα της, τα οποία την διέκριναν από τις άλλες τρεις προσφυγές.
Κατά τους εφεσείοντες, το γεγονός ότι τα αιτούμενα προς επιστροφή τμήματα βρίσκονται εκτός της περιφραγμένης περιοχής καταδεικνύει πως η συγκεκριμένη ιδιοκτησία θεωρείται πλεονάζουσα και, ως εκ τούτου, στη βάση των προνοιών του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15(1) του Ν. 15/1962, αυτή πρέπει να τους επιστραφεί, αφού ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό της απαλλοτρίωσης. ΄Οπως οι ίδιοι σημειώνουν, η Απαλλοτριούσα Αρχή, το 1975, απαλλοτρίωσε όση έκταση γης θεωρούσε ότι ήταν απαραίτητη για το σκοπό της απαλλοτρίωσης, κατασκεύασε τα έργα υποδομής και, ακολούθως, περίφραξε το χώρο της Ελεύθερης Ζώνης, χρησιμοποιώντας, έτσι, όση γη ήταν αναγκαία προς τούτο. Η συγκεκριμένη ιδιοκτησία δεν περιλήφθηκε εντός της, ως άνω, Ζώνης. Σαράντα τέσσερα δε χρόνια μετά τη Γνωστοποίηση, η κατάσταση παρέμεινε η ίδια. Συνεπώς, καταλήγει η εισήγηση των εφεσειόντων, τα αιτούμενα προς επιστροφή τμήματα δεν ήταν αναγκαία για το σκοπό της δημοσίας ωφελείας, για τον οποίο αυτά απαλλοτριώθηκαν.
Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος. Η παράγραφος 5[1] αυτού προβλέπει, ειδικά, για την περίπτωση κατά την οποία ιδιοκτησία έχει απαλλοτριωθεί αναγκαστικώς. Επί της εν λόγω παραγράφου, στηρίζεται το άρθρο 15 του Ν. 15/1962. Τούτο καθορίζει την ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση μη επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή εγκατάλειψης αυτού.
Στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αναφορά στις πιο πάνω διατάξεις, εξέτασε την έννοια του «εφικτά υλοποιήσιμου του σκοπού της απαλλοτρίωσης». Στη σελίδα 180, αναφέρεται, σχετικά, ότι:-
«Αν και λοιπόν η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης εξυπακούει το εξ υπαρχής εφικτό πραγματοποίησης του σκοπού της, εν τούτοις παρέχεται στη διοίκηση τριετής περίοδος ώστε εμπράκτως πλέον, έχοντας τώρα νόμιμη εξουσία επί του κτήματος, να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που εύλογα και αναλόγως του έργου ακολουθούν προς πραγμάτωσή του.
Και έτσι όμως, η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου. ...»
Ακολούθως, στις σελίδες 183 έως 184, επεξηγείται πως:-
«... η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του ΄Αρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. ...»
Τέλος, στη σελίδα 184, επισημαίνεται ότι, στις περιπτώσεις όπου η διοίκηση αρνείται να επιστρέψει το απαλλοτριωθέν ακίνητο: «Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος[2], αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου.»
Η κάθε περίπτωση, ασφαλώς, εξετάζεται στη βάση των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της. Πρέπει δε υπό το φως αυτών να αντικρίζεται και να αντιμετωπίζεται. Στην παρούσα υπόθεση, τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, αναμφίβολα, μαρτυρούν ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε η μεγάλης έκτασης ακίνητη ιδιοκτησία, ο οποίος εξειδικεύεται στη Γνωστοποίηση, έχει, ουσιαστικά, υλοποιηθεί. Η πιο πάνω διαπίστωση δεν ισχύει, ωστόσο, για τα αιτούμενα προς επιστροφή τμήματα. Το γεγονός ότι αυτά συνεχίζουν, σαράντα πέντε, τώρα, χρόνια μετά τη Γνωστοποίηση, να παραμένουν εκτός της περίφραξης της Ελεύθερης Ζώνης, μετατραπείσας, στην πορεία, σε Βιομηχανική και Εμπορική Περιοχή, από μόνο του, φανερώνει ότι η συνέχιση της κατακράτησής τους υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της Απαλλοτριούσας Αρχής. Αντικειμενικά, η διοίκηση δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια προς χρησιμοποίηση των αιτουμένων προς επιστροφή τμημάτων για το σκοπό της απαλλοτρίωσής τους.
Η υπόδειξη της Γενικής Διευθύντριας, στις απορριπτικές του συγκεκριμένου αιτήματος των εφεσειόντων επιστολές της προς το δικηγόρο τους, ότι στο Χωροταξικό σχέδιο της Ζώνης «δείχνεται η αξιοποίηση της ακίνητης ιδιωτικής ιδιοκτησίας για τον σκοπό που απαλλοτριώθηκε», μοιραία, για τη διοίκηση, είναι ορθή. Ακριβώς, το εν λόγω Χωροταξικό Σχέδιο, δείχνει μέχρι ποιου σημείου έγιναν έργα υποδομής και οριοθετεί τα σύνορα της Ελεύθερης Ζώνης με την περιμετρική περίφραξή της. Η, ως άνω, περίφραξη φαίνεται, ξεκάθαρα, στο τοπογραφικό σχέδιο (τεκμήριο Α), το οποίο κατέθεσαν οι εφεσείοντες. Με αυτό, συμφώνησαν οι εφεσίβλητοι. Πέραν δε των οριοθετηθέντων συνόρων, δε φαίνεται να έγιναν οποιαδήποτε έργα υποδομής.
Τα αιτούμενα προς επιστροφή τμήματα, εμφανώς, δεν περιλήφθηκαν, τελικώς, στους σχεδιασμούς των εφεσιβλήτων. Παρέμειναν εκτός της Ελεύθερης Ζώνης. Η άρνηση δε των τελευταίων να τα επιστρέψουν, όπως, υπό τις περιστάσεις, ανωτέρω, αυτοί είχαν καθήκον να πράξουν, παραβιάζει, ακριβώς, το δικαίωμα των εφεσειόντων για επιστροφή τους, όπως τούτο προστατεύεται από το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος, και στερείται, έτσι, ερείσματος κατά το Νόμο.
Με βάση τα πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης γίνεται δεκτός και, ως εκ τούτου, η έφεση επιτρέπεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, συν Φ.Π.Α.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ. Ψαρα-Μιλτιάδου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ
[1] «5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. ...»
[2] Εννοείται, προφανώς, «εφικτός».