ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B211
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Γενική Αίτηση Αρ. 1/2020)
1 Ιουλίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π/ρος, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx xxx THANH,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------------------------
Α. Καρεκλάς, για την Εφεσείουσα/Αιτήτρια.
Ι. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Εφεσίβλητους/Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Επιδιώκεται με την εισαχθείσα αίτηση διάταγμα παράτασης του χρόνου καταχώρησης έφεσης στην εκδοθείσα με ημερ. 30.9.2019 απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην υπ΄ αρ. υπόθεση 317/2017. Το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση του απέρριψε την προσφυγή της αιτήτριας για την αναγνώριση της ως δικαιούχου πολιτικού ασύλου.
Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση στην υπό κρίση αίτηση, η αιτήτρια είχε επισκεφθεί το δικηγορικό γραφείο το οποίο την αντιπροσώπευε στις 9.12.2019, ζητώντας νομική συμβουλή κατά πόσο υπήρχαν νομικά σημεία για υποβολή έφεσης εναντίον της εκδοθείσας από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας απόφασης. Δόθηκε θετική προς τούτο νομική συμβουλή στις 11.12.2019, με συνακόλουθο η αιτήτρια να δώσει εντολή υποβολής έφεσης πριν λήξει η προθεσμία των 75 ημερών. Το δικηγορικό γραφείο ετοίμασε την έφεση και επισκέφθηκε το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς καταχώρηση της στις 13.12.2019, πλην, όμως, ως λέγουν οι συνήγοροι της αιτήτριας, «.. προσγειωθήκαμε ανώμαλα γιατί φάνηκε ότι η Αιτήτρια μας παράσυρε και συγχίσαμε το χρόνο της Προσφυγής με το χρόνο Έφεσης που είναι 42 ημέρες.».
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω υπεβλήθη αίτηση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας για επέκταση του χρόνου καταχώρησης για δέκα ημέρες, αλλά στις 31.1.2020 το εν λόγω Δικαστήριο την απέρριψε. Η αιτήτρια έδωσε οδηγίες για την υποβολή νέας αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο για παράταση του χρόνου εισηγούμενη ότι θα πρέπει να της δοθεί η ευκαιρία να καταχωρήσει έφεση επί της απόρριψης της προσφυγής της, διότι διαφορετικά θα αναγκαστεί να επιστρέψει στη χώρα της με κίνδυνο της ζωής της. Η αιτήτρια εξέλαβε ότι ο χρόνος καταχώρησης έφεσης ήταν οι 75 ημέρες που ήταν όμως ο χρόνος καταχώρησης της ίδιας της προσφυγής, αλλά και η δικηγόρος που χειριζόταν πρωτόδικα την υπόθεση δεν της είχε αναφέρει ότι η προθεσμία ήταν 42 ημέρες. Περαιτέρω και ο υπεύθυνος του δικηγορικού γραφείου σύγχυσε λανθασμένα τους χρόνους.
Η αίτηση για παράταση συνάντησε την ένσταση της Δημοκρατίας η οποία την θεωρεί ως απαράδεκτη και χωρίς νομικό έρεισμα, μη στηριζόμενη στις ορθές διαδικαστικές πρόνοιες. Η αίτηση για παράταση του χρόνου έχει υποβληθεί εκτός της επιτρεπόμενης προθεσμίας και ως εκ τούτου προσκρούει στην ανάγκη τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων. Πρόσθετα, η αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας, ενώ δεν υφίσταται οποιοσδήποτε πραγματικός λόγος ή γεγονός που να αιτιολογεί την αποδοχή της.
Οι συνήγοροι αγόρευσαν επί των διαμετρικά αντιθέτων θέσεων τους. Έχοντας εξετάσει με την αναγκαία προσοχή τα δεδομένα της αίτησης, είναι πρόδηλο ότι αυτή δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Είναι παγιωμένη η νομολογία ως προς την ανάγκη ύπαρξης τελεσιδικίας προς αποτροπή επιμήκυνσης της διάγνωσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για τη χορήγηση παράτασης χρόνου είτε σε πολιτικές, είτε σε ποινικές υποθέσεις, ασκείται με φειδώ λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους αδυναμίας έγκαιρης καταχώρησης της έφεσης, το τι διέρρευσε μεταξύ της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και της υποβολής της αίτησης για παράταση και το χρόνο υποβολής της ίδιας της αίτησης για παράταση. Η παράταση χρόνου αποτελεί εξαιρετικό και σπάνιο μέτρο (Ιωάννου Φυτούλα (1997) 2 Α.Α.Δ. 389), που δικαιολογείται μόνο όταν για βάσιμο λόγο στοιχειοθετείται ανάγκη για παράκαμψη της, στο μεταξύ, λόγω εκπνοής του χρόνου καταχώρησης της έφεσης, δημιουργηθείσας τελεσιδικίας, (Επί τοις αφορώσι την LGS Handling Limited , Ποινική Αίτηση αρ. 22/2018, ημερ. 2.4.2019), ECLI:CY:AD:2019:B125. Η εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται ελευθέρως και χωρίς δέσμευση στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης. Ο αιτητής υποχρεούται να θέσει εκείνα τα αναγκαία στοιχεία ώστε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η παράταση δίδεται όντως προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, (Α. Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2385).
Είναι δεδομένο ότι η έφεση επί αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας θα έπρεπε να είχε ασκηθεί εντός 42 ημερών από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Αυτό προκύπτει ευθέως από το άρθρο 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου αρ. 73(Ι)/18, αλλά και τον Κανονισμό 13 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικού Κανονισμού αρ. 3/2019. Κατά παρόμοιο τρόπο εφαρμόζεται και η Δ.57 θ. 2 που επιτρέπει στο Δικαστήριο να παρατείνει το χρόνο ακόμη και όταν η αίτηση υποβάλλεται μετά την εκπνοή του καθοριζομένου χρόνου.
Ο συνήγορος της αιτήτριας με ειλικρίνεια τόσο στην αίτηση, όσο και στην προφορική του αγόρευση, αναφέρθηκε σε σύγχυση μεταξύ των δύο προθεσμιών, δηλαδή, των 75 ημερών για την καταχώρηση προσφυγής και των 42 ημερών για την καταχώρηση έφεσης. Υπάρχει όμως πλούσια νομολογία ότι τα λάθη ενός δικηγόρου δεν μπορούν να αιτιολογήσουν την παράταση χρόνου, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν και αποφάσεις που αποδέχθησαν την παράταση αυτή. Στις υποθέσεις Χόππης ν. Παναγή (1991) 1 Α.Α.Δ. 140 και First Ukranian Development Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 2234, ECLI:CY:AD:2014:B779, επιτράπηκε η αίτηση για παράταση χρόνου, στην πρώτη λόγω του ότι η προθεσμία είχε παρέλθει κατά τέσσερεις ημέρες από σφάλμα και του δικηγόρου στον υπολογισμό του χρόνου και στη δεύτερη υπό το φως της καθυστέρησης που σημειώθηκε λόγω αλλαγής δικηγόρου στο μεσοδιάστημα.
Οδηγός εν πάση περιπτώσει για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι πάντοτε τα ίδια τα γεγονότα, (Gatti v. Shoosmith (1939) 3 All E.R. 916). Κατά κανόνα λάθος ή αμέλεια του δικηγόρου ή του διαδίκου να καταχωρήσει εμπρόθεσμα την έφεση δεν αποτελεί από μόνο του ικανοποιητικό λόγο για παράταση, (Σολιάτης ν. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1162 και Fame Transport Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 561). Στην προαναφερθείσα LGS Handling Limited, αλλά και στην Swissport Cyprus Ltd, Ποινική Αίτηση αρ/ 21/2018, ημερ. 2.4.2019, το λάθος των δικηγόρων να θεωρήσουν ότι η προθεσμία υποβολής έφεσης από κατηγορούμενο ήταν 14 ημέρες αντί 10 ημέρες δεν θεωρήθηκε ικανός λόγος για να εγκριθεί η αίτηση για παράταση του χρόνου. Κατά παρόμοιο λόγο και στην παρούσα περίπτωση η σύγχυση ή λάθος στην αναγνώριση της ορθής προθεσμίας προς καταχώρησης έφεσης δεν δικαιολογεί την έγκριση του αιτήματος. Πρόσθετα, παρατηρείται ότι, όπως καταγράφονται τα γεγονότα στην αίτηση, η προθεσμία των 42 ημερών είχε ήδη παρέλθει όταν η αιτήτρια επισκέφθηκε το δικηγόρο της και ο τελευταίος θα έπρεπε να το είχε ευθύς εξ αρχής υποδείξει σε αυτή.
Συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ της Δημοκρατίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και υπολογισθούν από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ