ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C204
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 26/2014
24 Iουνίου, 2020
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ]
xxx ΠΕΤΡΙΔΗ,
Εφεσείοντα/Αιτητή,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
Εφεσίβλητου/Καθ΄ ου η Αίτηση.
------------------------
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ελένη Παπαγεωργίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 19.1.2001, η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας εκμίσθωσε στον εφεσείοντα ολόκληρο το τεμάχιο γης υπ' αρ. 3x5 του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου 30/60, που βρίσκεται στο χωριό Μαρκί της Επαρχίας Λευκωσίας (στο εξής «το ακίνητο») για περίοδο 20 ετών, ήτοι από 19.1.2001 μέχρι 19.1.2021, με ετήσιο μίσθωμα ΛΚ130,00. Επρόκειτο για κρατική γη.
Μετά την πώληση από των εφεσείοντα των δικαιωμάτων του, ως αυτά αναφέρονται στην εν λόγω σύμβαση μίσθωσης, σε τρίτο πρόσωπο αντί ποσού ΛΚ110.000, του απεστάλη από τον Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων («ο Διευθυντής»), ειδοποίηση ημερομηνίας 6.5.2004 για την επιβολή φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών ύψους 22.000. Ο εφεσείων υπέβαλε ένσταση κατά της φορολογίας διεκδικώντας δαπάνες ανέγερσης υποστατικών στο ακίνητο.
Με επιστολή του ημερομηνίας 2.7.2004, ο Διευθυντής ζήτησε από τον εφεσείοντα όπως, μέχρι τις 31.7.2004, υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα έξοδα που είχε υποστεί ή διεκδικούσε καθώς επίσης αντίγραφο της συμφωνίας μίσθωσης με την Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 23.1.2008 ο εφεσείων προσκόμισε έγγραφα, τα οποία υπέβαλε μέσω του ελεγκτικού γραφείου Α. Χρυσάνθου & Σία Λτδ, χωρίς να συνοδεύονται από οποιεσδήποτε αποδείξεις. Κατόπιν εξέτασης των στοιχείων αυτών, ο Διευθυντής έστειλε στον εφεσείοντα επιστολή πρόθεσης φορολόγησης ημερομηνίας 12.11.2010, επεξηγώντας ότι o εφεσείων δεν είχε προσκομίσει τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που του ζητήθηκαν με την επιστολή του ημερομηνίας 2.7.2004, υποδεικνύοντας του ότι η κατάσταση για το κόστος ανέγερσης που υπέβαλε μέσω του ελεγκτικού γραφείου δεν αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο ότι ο ίδιος είχε δαπανήσει τα ποσά αυτά. Κάλεσε τον εφεσείοντα, σε περίπτωση που διαφωνούσε με την εν λόγω απόφασή του, όπως υποβάλει στο γραφείο του μέχρι 15.12.2010 τους λόγους της διαφωνίας του, μαζί με οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία είχε στη διάθεση του για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό του, διαφορετικά θα υποχρεωνόταν να αποφασίσει την ένσταση με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεση του.
Στις 14.12.2010, ο εφεσείων έστειλε επιστολή στο Διευθυντή με την οποία ανέφερε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία για τα έξοδα ανέγερσης είχαν απωλεσθεί. Ακολούθως ο Διευθυντής αποφάσισε επί της ένστασης και απέστειλε στον εφεσείοντα τελική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών με ημερομηνία 13.1.2011, μαζί με συνοδευτική επιστολή με την ίδια ημερομηνία, στην οποία φαινόταν η αιτιολογία της απόφασης. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής του εφεσείοντα, η οποία απέτυχε.
Με την έφεση, αποτελούμενη από τρεις λόγους, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Με τους πρώτους δύο, οι οποίοι αναπτύσσονται σωρευτικά στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Διευθυντή να επιβάλει στον εφεσείοντα βεβαίωση φορολογίας, απορρίπτοντας την ένσταση του λόγω μη τεκμηρίωσης των δαπανών που διεκδικούσε με στοιχεία, ήταν ορθή και εύλογα επιτρεπτή. Ο εφεσείων θεωρεί, περαιτέρω, ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτογενώς από το ίδιο το Δικαστήριο πως ήταν παρακινδυνευμένο να αποδεχθεί ο Διευθυντής καταστάσεις κόστους ενός υποστατικού, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία για το κόστος και ότι ο ίδιος ο εφεσείων είχε υποστεί αυτά τα έξοδα.
Αιτιολογώντας τα παράπονα του, ο εφεσείων παραπέμπει σε έκθεση εκτίμησης από τους εκτιμητές ακινήτων Kyriadjis & Stephanou αναφορικά με την αξία του ακινήτου την οποία υπέβαλε στο Διευθυντή στις 23.1.2008, μαζί με κατάσταση για το συνολικό κόστος ανέγερσης των υποστατικών, μέσω του ελεγκτικού γραφείου Α. Χρυσάνθου & Σία Λτδ, μετά που του ζητήθηκε να προσκομίσει αποδείξεις για το κόστος ανέγερσης ή, ως ισχυρίζεται, έκθεση από ανεξάρτητο εκτιμητή. Παρά την προσκόμιση των στοιχείων αυτών, οι εφεσίβλητοι, χωρίς αιτιολογία, δεν αποδέχθηκαν την έκθεση. Ο εφεσείων αποδίδει ιδιαίτερη σημασία σε χειρόγραφη σημείωση λειτουργού του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων Κλάδου Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας και Κεφαλαιουχικών Κερδών ημερομηνίας 23.1.2008, επί της πιο πάνω επιστολής του ελεγκτικού γραφείου Α. Χρυσάνθου & Σία Λτδ, η οποία βεβαιώνει ότι έγινε τηλεφωνική επικοινωνία με τον εφεσείοντα και του ζητήθηκε να προσκομίσει αποδείξεις για το κόστος ανέγερσης ή έκθεση από ανεξάρτητο εκτιμητή. Κατά τον εφεσείοντα, η «συγκεκριμένη χειρόγραφη διατυπωθείσα θέση» των εφεσιβλήτων, αποτελούσε σαφή «αυτοδέσμευση» που διαμόρφωνε για αυτούς ζήτημα καλής πίστης και συνέπεια σε ότι όφειλαν να λάβουν υπόψη στην περαιτέρω έρευνά τους. Δηλαδή, αφού ο εφεσείων συμμορφώθηκε προς την υπόδειξη και προμήθευσε έκθεση ανεξάρτητου εκτιμητή, έπρεπε να διερευνηθεί η έκθεση κατά την ορθότητα της, κάτι που δεν έγινε, υπό πλάνη και αναιτιολόγητα. Πρόκειται για έκθεση η οποία, όπως αναφέρεται στο περίγραμμα, είχε διενεργηθεί σε ανύποπτο χρόνο εκ μέρους άλλου ενδιαφερόμενου αγοραστού για την αξία του κτήματος κατά τις 30.4.2003.
Ως προς το βάρος απόδειξης, οι φορολογικές υποθέσεις δεν διαφέρουν από άλλες υποθέσεις διοικητικής φύσεως, οι οποίες τεκμαίρονται νόμιμες μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου από το πρόσωπο που προσβάλλει τη διοικητική πράξη. Αναφέρεται ρητά στο άρθρο 21(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (στο εξής «ο Νόμος»), ότι:
«Τo βάρoς της απoδείξεως ότι η φoρoλoγία αvαφoρικώς πρoς ηv ασκείται η πρoσφυγή είvαι υπερβoλική επιρρίπτεται επί τoυ αιτητoύ εv τη πρoσφυγή.»
Σύμφωνα δε με τις καθιερωμένες αρχές που διέπουν το φορολογικό δίκαιο, κάθε διάδικος φέρει το βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων στα οποία στηρίζονται οι ισχυρισμοί του. Ο φέρων το βάρος απόδειξης φέρει και τις συνέπειες της μη απόδειξης. Όταν ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει πλήρη στοιχεία για το εισόδημά του αναλαμβάνει τον κίνδυνο να φορολογηθεί με βάση μόνο την έρευνα που διενεργεί η διοίκηση, (βλ. Panayiotou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 857 και Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις ΟΚΑΠΙ Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48).
Το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στις αποφάσεις των φορολογικών αρχών και στην ερμηνεία που έχουν δώσει σε σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας της δικής τους αρμοδιότητας, εάν είναι της γνώμης ότι αυτές ήταν εύλογα και ορθά επιτρεπτές, στη βάση των ορθών γεγονότων και υπό το φως της ορθής εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας και νομικών αρχών, (βλ Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Οικονομικών δια του Τμήματος Τελωνείων ν Joannou & Pαraskevaides (Overseas) Ltd, AE 197/2010, ECLI:CY:AD:2016:C419, ημερ. 12.9.2016 με παραπομπή στην Ignatiou & another v The Republic (1989) 3 CLR 346).
Εν προκειμένω, ο εφεσείων ενιστάμενος στην επιβολή του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών, έφερε το βάρος απόδειξης της δαπάνης που ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί, εφόσον επρόκειτο για ισχυρισμό πραγματικού γεγονότος. Η αδυναμία του να προσκομίσει τα απαιτούμενα από το Διευθυντή αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούσαν να επιβάλουν επιπρόσθετη υποχρέωση στη διοίκηση «με τον χαρακτηρισμό ως νομικών λόγων, ενστάσεων που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ευθύς εξ αρχής ο φορολογούμενος», εν προκειμένω ο εφεσείων, «όφειλε να κατέχει και να παρουσιάζει με τον ενδεδειγμένο τρόπο» (Κοινοπραξία "Patroclos Georghiou Developments Ltd" & "Kathrium Developments Co Ltd" v Κυπριακή Δημοκρατία, ΑΕ 96/13, ημερ. 25.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:D447). Βλ. επίσης Δημοκρατία ν Νικοδήμου (2002) 3 ΑΑΔ 504).
Οι εφεσίβλητοι διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, αφού μελέτησαν τα όσα είχε προσκομίσει ο εφεσείων, δίδοντας του και την ευκαιρία κατά τη διοικητική διαδικασία διερεύνησης των φορολογικών του υποχρεώσεων, να ανακτήσει και παρουσιάσει τις σχετικές αποδείξεις, τόσο κατά τη συνάντηση στο γραφείο των εφεσιβλήτων στις 23.8.2004, όσο και με την επιστολή του Διευθυντή ημερομηνίας 12.11.2010.
Η θέση του εφεσείοντα περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τα στοιχεία που ζήτησαν οι εφεσίβλητοι γραπτώς από τον εφεσείοντα ήταν συγκεκριμένα και δεν δεσμεύονταν από τη χειρόγραφη σημείωση στην εκτίμηση της έκθεσης που υποβλήθηκε. ’λλωστε, όπως ορθά υποδεικνύεται στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσιβλήτων, στην ίδια επιστολή υπάρχει χειρόγραφη σημείωση της αρμόδιας λειτουργού, ημερομηνίας 23.8.2004, που αναφέρεται σε επίσκεψη του εφεσείοντα στο γραφείο της και στα στοιχεία που αυτός προσκόμισε και ότι ο εφεσείων «Θα προσκομίσει στοιχεία 1. για το κόστος της συμφωνίας εκμίσθωσης 2. αντίγραφο της συμφωνίας με την Κυπριακή Δημοκρατία».
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε «τον ισχυρισμό του» αφού με βάση το άρθρο 20(6) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Νόμου του 1978 (Ν. 4/1978 όπως τροποποιήθηκε)[1], η προθεσμία των τριών ετών που προνοεί για την έκδοση απόφασης εκ μέρους του Διευθυντή είχε λήξει, με αποτέλεσμα να υποχρεούτο να τροποποιήσει την επιβληθείσα φορολογία σύμφωνα με τη δήλωση του εφεσείοντα.
Στα νομικά σημεία της αίτησης προβλήθηκε ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός ότι η επίδικη διοικητική απόφαση είναι «άκυρη και/ή παράνομη ένεκα παραβιάσεως της υφιστάμενης Νομοθεσίας και/ή πλάνης περί του Νόμου και/ή του Περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου». Θέση η οποία εξειδικεύεται και αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση του εφεσείοντα στη βάση ότι: «. οι Καθ' ων η Αίτηση προχώρησαν σε λανθασμένη και παράνομη εφαρμογή των διατάξεων του Περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2010 Ν.133(Ι)/10 ’ρθρο 9, του Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμο του 1978 μέχρι 2010 και στο άρθρο 6(β) των Περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου». Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα με βάση το άρθρο 20(6) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Νόμου του 1978 ηγέρθη για πρώτη φορά, παράτυπα, στην Απαντητική του αγόρευση, επομένως ορθά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, μετά την υποβολή της ένστασης από τον εφεσείοντα, ο Διευθυντής με επιστολή του ημερομηνίας 2.7.2004, άσκησε το δικαίωμα που του παρέχεται από το άρθρο 20(3) του Νόμου 4/1978 να ζητήσει από τον εφεσείοντα όπως «προσαγάγη τοιαύτα στοιχεία προς τον σκοπόν εξακριβώσεως του ποσού του αντικει΅ένου φόρου οία ο ∆ιευθυντής ήθελε κρίνει αναγκαία», ως έχει ήδη αναφερθεί. Ο εφεσείων ανταποκρίθηκε με την αποστολή στοιχείων στις 23.1.2008, ενώ η επίδικη απόφαση εκδόθηκε στις 13.1.2011, εντός της προθεσμίας των τριών ετών.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με 2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, το άρθρο 20(6) προνοεί: «(6) Η απόφαση του ∆ιευθυντή στην υποβληθείσα ΅ε βάσει το εδάφιο (1) ένσταση, εκδίδεται το αργότερο ΅έσα σε περίοδο τριών χρόνων από την η΅ερο΅ηνία που το ενιστά΅ενο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο προσήγαγε ή παρέσχε στο ∆ιευθυντή οποιαδήποτε στοιχεία και πληροφορίες τα οποία αυτός είχε απαιτήσει και/ή ανταποκρίθηκε θετικά σε οποιοδήποτε αίτη΅α του, ΅ε βάση τις διατάξεις του εδαφίου (3). Σε περίπτωση που η προθεσ΅ία των τριών ετών λήξει χωρίς ο ∆ιευθυντής να έχει εκδώσει την απόφαση του, ο ∆ιευθυντής υποχρεούται να τροποποιήσει την επιβληθείσα φορολογία σύ΅φωνα ΅ε τη δήλωση του αντικει΅ένου του φόρου του ενιστά΅ενου προσώπου και να επιδώσει σ' αυτό σχετική ειδοποίηση:
[..]
Νοείται περαιτέρω ότι η προθεσ΅ία των τριών ετών παρατείνεται για τη χρονική περίοδο που ο φορολογού΅ενος καθυστερεί, πέραν της καθορισ΅ένης από τον ∆ιευθυντή προθεσ΅ίας, να υποβάλει τα επιπρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες που πιθανό να καταστούν αναγκαία κατά την εξέταση της υπόθεσης.»