ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KYPROXIL DESIGNS ν. PANOS ENGLEZOS (1988) 1 CLR 546
ΔΟΜΟΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. A. A. PILOTTOS LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 99/12, 6/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:A98
GEORGHIOU & OTHERS ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 678
Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731
Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 153
Mιχαηλίδου Kάννα Στέλλα ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112
Xρυσοστόμου Eλένη και Άλλοι ν. Aικατερίνης Δημητρίου Kωνσταντινίδου και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 316
Σιακάς Ανδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 468
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 756
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Χαραλάμπους Κώστας ν. Γεώργιου Πουλλικά και Άλλης (2002) 3 ΑΑΔ 685
Kυπριακή Δημοκρατία ν. A.K. Xατζηιωάννου & Yιοί (2005) 3 ΑΑΔ 467
Λαμπρατσιώτη Μαρία ν. Ηλιάνας Ανδρέου και άλλης (2013) 3 ΑΑΔ 202
Ταρτίου Μωυσής και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 333, ECLI:CY:AD:2014:C722
Νατιώτης Γεώργιος ν. Μιχαλάκη Χρίστου Γερολέμου και Άλλης (2015) 3 ΑΑΔ 521, ECLI:CY:AD:2015:D668
Βιολάρη Αναστασία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 542, ECLI:CY:AD:2015:C703
Χατζηχάννας Βραχίμης ν. Μιχάλη Παρέλλη και Άλλης (Αρ. 1) (2016) 3 ΑΑΔ 64, ECLI:CY:AD:2016:C57
Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Χαράλαμπου Φανίδη (2016) 3 ΑΑΔ 158, ECLI:CY:AD:2016:C169
Ελισσαίου-Παντζαρή Μαρίλια ν. Ευανθίας Παντελή και Άλλης (2016) 3 ΑΑΔ 478, ECLI:CY:AD:2016:C475
Χατζηχάννας Βραχίμης ν. Μιχάλη Παρέλλη και Άλλης (Αρ. 2) (2016) 3 ΑΑΔ 554, ECLI:CY:AD:2016:C516
ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ κ.α., ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 99/12, 16/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:C447
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 33/1964 - Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος του 1964
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:C175
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 183/2012)
1 Ιουνίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________
Φίλιππος Καμένος, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Κάλια Στιβαρού, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής. Με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Κ. Παμπαλλής και Π. Παναγή. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου. Με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Λ. Παρπαρίνος.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων στην παρούσα έφεση διεκδικούσε, με ακόμα δύο πρόσωπα, προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Ανάπτυξης Παραγωγής, Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής. Πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία της εφεσίβλητης, Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, (η Αρχή). Η υποψηφιότητά του, όπως και των άλλων δύο υποψηφίων, διήλθε από την καθορισμένη διαδικασία επιλογής του καταλληλοτέρου. Με την ολοκλήρωσή της, η Αρχή, με απόφασή της, προήγαγε στην προαναφερθείσα θέση έναν εξ αυτών, (το ενδιαφερόμενο πρόσωπο), όχι τον εφεσείοντα. Εναντίον της απόφασής της ασκήθηκαν δύο προσφυγές. Ο εφεσείων καταχώρισε την προσφυγή αρ. 1659/2010 και ο άλλος αποτυχών υποψήφιος την προσφυγή αρ. 1629/2010.
Οι πιο πάνω προσφυγές συνεκδικάστηκαν, δεδομένου ότι αυτές προέκυψαν από την ίδια απόφαση της Αρχής, (η απόφαση), η οποία, ως εκ της φύσεώς της, είναι μία και αδιαίρετη. Της λήψης της προηγήθηκε η εξέταση των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη σε τέτοια περίπτωση, με αναφορά στον κάθε υποψήφιο, και η σύγκριση των υποψηφίων στη βάση αυτή. Πώς διεξήχθη η εν λόγω διαδικασία και τι λήφθηκε υπόψη στο πλαίσιό της αναφέρονται, με λεπτομέρεια, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, στην απόφασή του.
Παρά την πιο πάνω κοινή πορεία της όλης διαδικασίας, οι δύο προσφεύγοντες προσέβαλαν την απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου στη βάση διαφορετικού λόγου ο καθένας. Συνεπώς, η κάθε προσφυγή έτυχε ξεχωριστής εξέτασης, με αναφορά στον ιδιαίτερο λόγο ακύρωσης της απόφασης. Η προσφυγή αρ. 1659/2010, του εφεσείοντος, απέτυχε και απορρίφθηκε. Αντιθέτως, η προσφυγή αρ. 1629/2010 πέτυχε, με αποτέλεσμα την ακύρωση της απόφασης.
Το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της προσφυγής αρ. 1629/2010, εξέτασε το ζήτημα της αξίας, το οποίο είχε προβάλει ο εκεί αιτητής αναφορικά με τον ίδιο σε αντιδιαστολή με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Κατέληξε ότι: «... η πεπλανημένη εκτίμηση της αξίας αποτελεί λόγο ακύρωσης.» Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με την προσφυγή αρ. 1659/2010, του εφεσείοντος. Επεσήμανε ότι αυτός επικαλείτο ως λόγο ακύρωσης της απόφασης την υπεροχή του σε αρχαιότητα κατά 27 μήνες στην αμέσως προηγούμενη θέση. Αφού προέβη σε εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, κατέληξε πως: «..., η πρόκριση της βαρύτητας των πρόσθετων προσόντων του ενδ. μέρους παρά τη σαφή υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα ήταν εύλογη». Εν ολίγοις, η απόφαση ακυρώθηκε για το λόγο που είχε προβάλει ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1629/2010, ο δε λόγος που είχε προβάλει ο εφεσείων στη δική του προσφυγή για ακύρωσή της απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση, προσβάλλοντας, βασικά, την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την πτυχή, ανωτέρω, που τον αφορούσε. Η έφεση ακολούθησε την πορεία της. Κατά την ημερομηνία δε που αυτή ήταν ορισμένη για ακρόαση, ηγέρθη προς εξέταση, προδικαστικά, το θέμα ότι, με δεδομένη την επανεξέταση που είχε διενεργήσει, στο μεταξύ, η Αρχή, λόγω της επιτυχίας της προσφυγής αρ. 1629/2010, ο εφεσείων απώλεσε το έννομο συμφέρον του και η έφεσή του έμεινε χωρίς αντικείμενο. Σημειώνεται πως, κατά τα λεχθέντα, ο εφεσείων δεν προσέβαλε με προσφυγή τη νέα απόφαση της Αρχής, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την προαγωγή και πάλι του ενδιαφερομένου προσώπου. Οι συνήγοροι των δύο πλευρών ανέπτυξαν, ο κάθε ένας, τη θέση του, με αναφορά στη νομολογία που υποστηρίζει την πλευρά του.
Το δικαίωμα έφεσης αποτυχόντος αιτητή σε προσφυγή αναγνωρίζεται στην επιφύλαξη του εδαφίου (2)[1] του άρθρου 11 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν. 33/1964), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Στην υπόθεση Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, στις σελίδες 319 έως 320, προσδιορίζεται η σημασία του εν λόγω δικαιώματος ως εξής: «Η έφεση αποτελεί το δικαιϊκό μέσο για τη θεώρηση της ορθότητας πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Συνιστά ασφαλιστική δικλίδα για την ορθή διαπίστωση και εφαρμογή του νόμου στην υπόθεση η οποία εκδικάζεται. ... Η έφεση έχει ως λόγο τη θεώρηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη διοικητική πράξη.» Στην περίπτωση εκείνη, κρίθηκε ότι η αποδοχή από τον εφεσείοντα της δεύτερης διοικητικής απόφασης, η οποία είχε προκύψει μετά από επανεξέταση, δε συνεπαγόταν την απόσβεση της έφεσης. Εν προκειμένω, δεν υπήρξε από τον εφεσείοντα οποιαδήποτε αποδοχή, ρητή ή εξυπακουομένη, του αποτελέσματος της επανεξέτασης που είχε διενεργήσει η Αρχή. Αντιθέτως, αυτός εμμένει στην προώθηση της έφεσής του.
Συνεχίζοντας επί του ιδίου θέματος, πρέπει, επίσης, να λεχθεί πως το πιο πάνω δικαίωμα έφεσης δεν είναι απόλυτο. Σύμφωνα με τον Κ. 10(ι) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, το Εφετείο, κατά την προδικασία, έχει εξουσία, μετά από δέουσα εξέταση, να απορρίψει την έφεση, εάν την κρίνει, μεταξύ άλλων, «προδήλως αβάσιμη». Τέτοια μπορεί να είναι η περίπτωση κατά την οποία ο εφεσείων έχει απολέσει το έννομο συμφέρον του, όπως αυτό καθορίζεται στο ΄Αρθρο 146.2 του Συντάγματος.
Επιστρέφοντας στο υπό εξέταση θέμα, σημειώνεται, κατ' αρχάς, πως δεν υπάρχει αρχή δικαίου, η οποία να καθιερώνει ότι η επανεξέταση που διενεργείται από τη διοίκηση μετά από ακυρωτική απόφαση σε προσφυγή καταργεί, χωρίς άλλο, το δικαίωμα έφεσης, εφόσον αυτό ασκείται δεόντως. Εκκρεμούσης της δικαστικής κρίσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της εφετειακής του εξουσίας, δεν είναι νομικά αποδεκτό να εξαρτάται η διατήρηση σε ισχύ του εν λόγω δικαιώματος από την εκάστοτε βούληση της διοίκησης για επανεξέταση. ΄Οπως επισημαίνεται στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 685, στη σελίδα 687, με αναφορά στην περίπτωση επανεξέτασης: «..., θα καταλήγαμε στο ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα πως η διοίκηση μπορούσε να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να στερήσει το ΕΜ του δικαιώματός του να προσβάλει την περί ης ο λόγος απόφαση.»
Στην παρούσα έφεση, έχει τεθεί ευθέως ότι ο λόγος για τον οποίο αυτή καθίσταται άνευ αντικειμένου είναι επειδή ο εφεσείων, μετά την επανεξέταση της Αρχής, έχει απολέσει το έννομο συμφέρον του. Τέτοιο θέμα μπορούσε να τεθεί, επειδή ο εφεσείων ήταν ο αιτητής στην προσφυγή που έχει απορριφθεί πρωτοδίκως. Διαφέρει η περίπτωση τούτη από την περίπτωση κατά την οποία ο εφεσείων είναι ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Εκεί, δεν τίθεται θέμα εννόμου συμφέροντός του, στη βάση του ΄Αρθρου 146.2 του Συντάγματος, αφού, ακριβώς, αυτός είναι το πρόσωπο το οποίο έχει ωφεληθεί από την απόφαση της διοίκησης. Βέβαια, σημειώνεται πως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διίσταται ως προς το κατά πόσο μπορεί να τεθεί θέμα απώλειας του εννόμου συμφέροντος, η οποία οδηγεί, συνάμα, σε κατάργηση του δικαιώματος έφεσης ενδιαφερομένου προσώπου. Κάποιες υποθέσεις υποστηρίζουν ότι ο εφεσείων διατηρεί το δικαίωμά του της έφεσης[2]. Κάποιες άλλες υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη[3]. Εν πάση περιπτώσει, κατά πόσο ένας εφεσείων σε αναθεωρητική έφεση χάνει το έννομο συμφέρον του είναι θέμα το οποίο αποφασίζεται στη βάση γεγονότων που ακολουθούν την απορριπτική απόφαση, (βλ. Γεώργιος Νατιώτης ν. Γερολέμου Μιχαλάκη Χρίστου, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 13/2010, 9.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:D668 και Μαρίλια Παντζαρή - Ελισσαίου ν. Ευανθίας Παντελή κ.ά., Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 65/2010, 11.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:C475).
Εν προκειμένω, ο εφεσείων ήταν ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1659/2010. Το έννομο συμφέρον του προέκυψε συνεπεία της προαγωγής του ενδιαφερομένου προσώπου, αντί του ιδίου, στη συγκεκριμένη θέση, όντες και οι δύο υποψήφιοι γι' αυτήν. Η προσφυγή την οποία αυτός είχε καταχωρίσει προς δικαίωση του εννόμου συμφέροντός του απορρίφθηκε, για το λόγο που έχει προαναφερθεί. Ο εφεσείων καταχώρισε, δεόντως, την υπό αναφορά έφεση. Τοιουτοτρόπως, το έννομο συμφέρον του παρέμεινε σε ισχύ. Προτού η έφεση οριστεί για ακρόαση, η Αρχή προέβη σε επανεξέταση. Δεν έχει εξηγηθεί, εκ μέρους της, με αναφορά σε γεγονότα, τι ήταν εκείνο που, κατά την εισήγησή της, κατάργησε το έννομο συμφέρον του εφεσείοντος.
Παρεμπιπτόντως, διαπιστώνεται, μέσα από την αγόρευση η οποία καταχωρίστηκε εκ μέρους της Αρχής, ότι η ίδια, κατά την επανεξέταση την οποία διενήργησε, στην πραγματικότητα, δεν ασχολήθηκε με την πτυχή που αφορούσε τον εφεσείοντα. Ανεξάρτητα, όμως, από τις παρατηρήσεις ανωτέρω, αν η έφεση απορριφθεί χωρίς η προαναφερθείσα πρωτόδικη κρίση να τύχει της δέουσας εξέτασης, δε θα υπάρξει άλλη ευκαιρία για οριστική δικαστική κρίση σε σχέση προς αυτή. Επομένως, για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση δεν έχει απολέσει την εγκυρότητά της και δικαιολογείται να ακουστεί επί της ουσίας.
Ακολουθεί, λοιπόν, η εξέταση των λόγων που προβάλλονται στη σχετική ειδοποίηση, με τους οποίους ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι εισηγήσεις του επικεντρώνονται σε δύο, βασικά, πτυχές της υπόθεσης. Κατ̕ αρχάς, αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου για μη επέμβασή του προς ακύρωση της προσβληθείσας με την προσφυγή του απόφασης. Συγκεκριμένα, εκείνο που θεωρείται λανθασμένο είναι η τελική διαπίστωσή του ότι: «. εφόσον ορθά καταγράφηκαν τα υπηρεσιακά δεδομένα των υποψηφίων και εφόσον η επίδικη θέση ήταν διευθυντική ψηλά στην ιεραρχία που συνεπαγόταν ευρεία διακριτική ευχέρεια της Αρχής, η πρόκριση της βαρύτητας των πρόσθετων προσόντων του ενδ. μέρους παρά τη σαφή υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα ήταν εύλογη.»
Το πιο πάνω θέμα είναι και το πλέον σημαντικό που εγείρεται στην παρούσα έφεση. Η εισήγηση, συγκεκριμένα, του εφεσείοντος είναι ότι η Αρχή, καθώς, επίσης, οι άλλοι δύο παράγοντες στη διαδικασία προαγωγής, ο Διευθυντής της και η Συμβουλευτική Υποεπιτροπή, προσέδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου. Παραγνώρισαν, έτσι, την, κατά 27 μήνες, αρχαιότητα του ιδίου έναντί του, κατά παράβαση του Κ. 23(2)[4] των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, (Κ.Δ.Π. 291/1986), (ο Κ. 23(2)).
Σε σχέση προς την υπό εξέταση πτυχή, το Δικαστήριο παρατήρησε, επίσης, ότι ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχαν το ίδιο απαραίτητο προσόν, απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης. Επιπρόσθετα, κατείχαν και οι δύο το ίδιο επαγγελματικό προσόν στον τομέα της μηχανολογίας. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όμως, κατείχε, επιπλέον, πιστοποιητικό παρακολούθησης του εξειδικευμένου εκπαιδευτικού προγράμματος Management Development Programme (CIIM-ΑΗΚ), διαρκείας 112 ωρών. ΄Οσον αφορά το τελευταίο, παρατήρησε πως αυτό: «..., παρά το ότι δεν πρόκειται για ακαδημαϊκό προσόν, καθόρισε την υπεροχή του ενδ. μέρους σε προσόντα όπως προκύπτει από το σχολιασμό του τόσο από τη Συμβουλευτική όσο και από το ΔΣ της Αρχής.»
Μένοντας στο θέμα, ανωτέρω, της παράβασης του Κ. 23(2), η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι οι πρόνοιές του εφαρμόζονται «κατά απόλυτο τρόπο» στην περίπτωσή του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ειδικά, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Το βέβαιο, πάντως, είναι, και περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία ή αντίθετη άποψη, ότι ο υπό αναφορά Κανονισμός παρέχει στην Αρχή τη δυνατότητα άσκησης, κατά την εφαρμογή του, διακριτικής εξουσίας. Αυτό, σύμφωνα με πάγια πρακτική, ισχύει, ως θέμα αρχής, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση λειτουργεί υπό την ιδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου. Άλλωστε, είναι η νομιμότητα της άσκησης αυτής της εξουσίας που ελέγχεται από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Στην περίπτωση της Αρχής, η εναρκτήρια φράση στον Κ. 23(2) ότι «Προαγωγοί αποφασίζονται ...», έχει αυτήν, ακριβώς, την έννοια. Η άσκηση της εν λόγω εξουσίας γίνεται με δεδομένο ότι τα «παραδεδεγμένα κριτήρια» δεν υπερτερούν το ένα έναντι του άλλου, η σημασία τους, όμως, αποτιμάται υπό το φως των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης, στην οποία απαιτείται η εφαρμογή τους.
Με γνώμονα, λοιπόν, τα πιο πάνω, η Αρχή, στο πλαίσιο άσκησης, κατά την υπό εξέταση διαδικασία, της διακριτικής της εξουσίας, έλαβε υπόψη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε ως πρόσθετο προσόν την ικανότητα που του αναγνώριζε η κατοχή του προαναφερθέντος πιστοποιητικού. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, διά του οποίου εξασφαλίστηκε το εν λόγω πιστοποιητικό, από την περιγραφή του, σκοπούσε, εμφανώς, στη βελτίωση των ικανοτήτων των συμμετεχόντων σε αυτό στον τομέα της διοίκησης. ΄Οπως δε παρατηρείται στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, στη σελίδα 160: «Οποιαδήποτε άλλα προσόντα έχει ο υποψήφιος, είτε αυτά είναι ακαδημαϊκά ή άλλα ενδεικτικά του μορφωτικού επιπέδου και των εν γένει ικανοτήτων του, προσμετρούν στη συνολική του αξιολόγηση ως στοιχείο σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων.»
Ο τρόπος εκτίμησης από το αποφασίζον διοικητικό όργανο ενός πρόσθετου προσόντος έχει εξηγηθεί στην υπόθεση Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374. ΄Οπως αναφέρεται, στη σελίδα 395:-
«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
Στην παρούσα υπόθεση, το εκδικάσαν Δικαστήριο, κατά τη διενεργηθείσα υπό αυτού εξέταση των «υπηρεσιακών δεδομένων» του εφεσείοντος και του ενδιαφερομένου προσώπου, αναφέρθηκε στην αξιολόγηση εκάστου κατά τα τελευταία πέντε έτη. Διαπίστωσε ότι: «Πράγματι από το περιεχόμενο των ετήσιων αξιολογήσεων, προκύπτει απόλυτη ισοδυναμία αιτητή και ενδ. μέρους που συνεπάγεται κατά τεκμήριο ίση ικανότητα και επίδοση.»" Συνακόλουθα, διαπίστωσε ότι αυτοί ήταν ισοδύναμοι σε αξία, σε απόλυτο βαθμό, όπως ήταν η εισήγηση εκ μέρους και του εφεσείοντος. Σε τέτοια περίπτωση ισοδυναμίας, στην απουσία άλλων παραγόντων, η αρχαιότητα του εφεσείοντος θα είχε, οπωσδήποτε, τη σημασία της. Η Αρχή, όμως, προκειμένου να επέλεγε τον καταλληλότερο για προαγωγή στην υπό αναφορά θέση, είχε να συνεκτιμήσει δύο στοιχεία, την κατά 27 μήνες αρχαιότητα του εφεσείοντος και το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επανειλημμένα επισημάνει πως: «..., η αρχαιότητα δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο, λαμβάνεται όμως δεόντως υπόψη, συνεκτιμάται και συσταθμίζεται με τα άλλα κριτήρια.» Αυτά λέχθηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, στη σελίδα 743, ενώ, στην υπόθεση Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, στη σελίδα 118, λέχθηκε, επίσης, ότι: «Ούτε είναι δυνατό να συναρτάται η απόκτηση πείρας με μοναδικό κριτήριο το χρόνο ... Η πείρα δεν εξαρτάται μόνο από τη χρονική διάρκεια της υπηρεσίας, αλλά και από την αξία του καθενός.» Επομένως, η αρχαιότητα συνεκτιμάται αναλόγως του βαθμού που η πείρα η οποία αποκτάται από αυτήν αποτιμάται σε αξία, το πλέον σημαντικό κριτήριο σε διαδικασίες όπως η υπό αναφορά.
Σχετική προς τα πιο πάνω είναι και η διαπίστωση της νομολογίας πως η σημασία που αποδίδεται στην αρχαιότητα «δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο σε θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία», (βλ. Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468, σελίδα 473, καθώς, επίσης, Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). ΄Εχει δε, συναφώς, διατυπωθεί, υπό τη μορφή γενικού κανόνα, στην υπόθεση Georghiou & Others v. Republic (1988) 3 C.L.R. 678, στη σελίδα 685, ότι: "It is well established that the appointing Authority has a very wide discretion when making a selection for a post so high in the service ..." Η υπόθεση αφορούσε προαγωγή στη θέση του Ανώτατου Κτηματολογικού Λειτουργού (Chief Land Officer). Στη βάση των πιο πάνω κανόνων και δεδομένων, το εκδικάσαν Δικαστήριο έκρινε ότι η επιλογή της Αρχής να θεωρήσει ως καταλληλότερο για προαγωγή στην υπό αναφορά θέση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν εύλογη και η κρίση του αυτή, στη βάση της ανάλυσης που έχει προηγηθεί, θεωρείται ορθή.
Επιπρόσθετα, ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι: «Στην προκειμένη περίπτωση ο Διευθυντής, η Συμβουλευτική Υποεπιτροπή και η ίδια η Αρχή αιτιολόγησαν με ειδική αναφορά την πρόσδοση της δέουσας βαρύτητας στο συγκεκριμένο προσόν το οποίο θεώρησαν απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.» Η εισήγηση ήταν πως κανένας από τους εμπλεκόμενους παράγοντες στη διαδικασία προαγωγής: «... δεν αιτιολόγησε ούτε κατά το ελάχιστο τη θέση του σε σχέση με το προσόν του Ενδιαφερομένου Προσώπου ...» Δεν εξηγείται, όμως, σε ποια έκταση έπρεπε να ήταν η εν λόγω αιτιολόγηση.
H Αρχή, ο Διευθυντής της και η Συμβουλευτική Υποεπιτροπή αναφέρθηκαν, ειδικά, στο εν λόγω προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου. Το γεγονός ότι εκφράστηκαν κατά τον ίδιο τρόπο, χρησιμοποιώντας και το ίδιο, περίπου, λεκτικό, καταδεικνύει, ακριβώς, τη συμφωνία τους σε σχέση προς το υπό εξέταση θέμα και τίποτε πέραν τούτου. ΄Οσον αφορά, ειδικά, την Αρχή, αυτή, όπως προκύπτει από το πρακτικό της ημέρας κατά την οποία αποφασίστηκε η προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου, αιτιολόγησε την απόφασή της, λέγοντας ότι: «Πέραν αυτού[5], τα Μέλη που ψήφισαν τον Π. Π., (το ενδιαφερόμενο πρόσωπο), παρατήρησαν ότι διαθέτει το πιστοποιητικό παρακολούθησης Management Development Programme (CIIM-ΑΗΚ), που είναι απόλυτα συναφές με τα καθήκοντα της κρινόμενης θέσης. Ως εκ τούτου, παρότι το εν λόγω προσόν δεν προνοείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εντούτοις το θεωρούν απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της κρινόμενης θέσης και του προσδίδουν τη δέουσα βαρύτητα.» Η πιο πάνω αιτιολόγηση είναι πλήρης και μιλά αφ' εαυτού της. Αναφέρεται ρητώς στο υπό αξιολόγηση πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου, καθώς, επίσης, στο λόγο για τον οποίο προσδόθηκε σε αυτό, όπως σημειώνεται, η δέουσα βαρύτητα, παρά την αναγνωρισθείσα, συγχρόνως, αρχαιότητα του εφεσείοντος. Επομένως, η εισήγηση εκ μέρους του τελευταίου περί του αντιθέτου δεν ευσταθεί.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, πλέον Φ.Π.Α.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΗ)
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Με όλη την εκτίμηση διατηρούμε διαφορετική άποψη από αυτή της πλειοψηφίας ως προς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος από πλευράς εφεσείοντα προώθησης της έφεσης του που διατυπώνεται στο πιο κάτω κείμενο.
Με την Προσφυγή Αρ. 1659/2010 στο Ανώτατο Δικαστήριο ο Αιτητής - εφεσείων προσέβαλλε την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, εφεσίβλητης, ημερ. 23/11/2010, με την οποίαν προήγαγε τον xxx Πολυβίου, Ενδιαφερόμενο Μέρος, στη μόνιμη θέση Διευθυντή Ανάπτυξης Παραγωγής, Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής, από 1/2/2010.
Η Προσφυγή αυτή συνεκδικάστηκε με την 1629/2010, ενόψει του κοινού πραγματικού και νομικού τους υπόβαθρου.
Ο εφεσείων επικαλείτο στην Προσφυγή του ως λόγο ακύρωσης την υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους κατά 27 μήνες στην αμέσως προηγούμενη θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 7/8/2012 απέρριψε την προσφυγή Αρ. 1659/2010, θεωρώντας ότι η πρόκριση της βαρύτητας των πρόσθετων προσόντων του Ενδιαφερόμενου Μέρους παρά τη σαφή υπεροχή του εφεσείοντα σε αρχαιότητα, ήταν εύλογη. Κατά της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση στην οποία ο εφεσείων προβάλλει επτά λόγους έφεσης.
Με την ίδια απόφαση όμως ημερ. 7/8/2012, η Προσφυγή Αρ. 1629/2010 είχε επιτυχή κατάληξη με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση της ΑΗΚ να ακυρωθεί.
Η εφεσίβλητη, εκκρεμούσης της υπό κρίση έφεσης, προχώρησε σε επανεξέταση, ενόψει επιτυχίας της Προσφυγής Αρ. 1629/2010, και με την απόφαση της ημερ. 6/11/2012 προήγαγε εκ νέου το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 1/2/2010.
Εναντίον της νέας αυτής απόφασης δεν καταχωρήθηκε καμιά Προσφυγή. Κατά την ακρόαση της παρούσας έφεσης, ενόψει αναφοράς της δικηγόρου της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης της ότι η Αρχή Ηλεκτρισμού προέβη ήδη σε επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1629/2010 και προήγαγε εκ νέου το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην επίδικη θέση, το Εφετείο επισήμανε στους δικηγόρους ότι ίσως να προέκυπτε θέμα απώλειας εννόμου συμφέροντος από πλευράς εφεσείοντα προώθησης της έφεσης του. Έδωσε δε οδηγίες, καταχώρησης συμπληρωματικών περιγραμμάτων αγόρευσης ως προς τις θέσεις τους για το συγκεκριμένο θέμα.
Η δικηγόρος της εφεσίβλητης στο δικό της συμπληρωματικό περίγραμμα εισηγήθηκε ότι ενόψει της επανεξέτασης πλήρωσης της θέσης και προαγωγής του Ενδιαφερόμενου Μέρους εκ νέου με νέα απόφαση της εφεσίβλητης στις 6/11/2012, η οποία όμως δεν προσβλήθηκε με Προσφυγή, υποδηλούσε ότι ο εφεσείων αποδέχθηκε σιωπηρά την προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους και συνακόλουθα απώλεσε το έννομο του συμφέρον για προώθηση της υπό κρίση έφεσης. Τονίζει ότι ο εφεσείων αν και ενημερώθηκε για την επαναπροαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους με την ανάρτηση σχετικής ανακοίνωσης στον Πίνακα Ανακοινώσεων για πληροφόρηση του προσωπικού της ΑΗΚ, δεν καταχώρησε προσφυγή αλλ' ούτε και έλαβε οποιεσδήποτε ενέργειες σύμφωνα με την πρακτική δηλ. να ζητήσει σύντομη εκδίκαση της έφεσης του ή να ενημερώσει το Πρωτοκολλητείο ότι εμμένει στην έφεση του.
Εισηγήθηκε δε, με παραπομπή σε νομολογία, την απόρριψη της έφεσης ή διαζευκτικά να επιληφθεί η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου του θέματος της έλλειψης έννομου συμφέροντος, ενόψει της αντικρουόμενης νομολογίας επί του θέματος.
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η άποψη του δικηγόρου του εφεσείοντα στο συμπληρωματικό περίγραμμα αγόρευσης του, ο οποίος εισηγήθηκε ότι η περίπτωση του εφεσείοντα διαφέρει από τη νομολογία που παρέθεσε η άλλη πλευρά προς υποστήριξη της θέσης της περί απώλειας έννομου συμφέροντος, ενόψει του ότι στην παρούσα περίπτωση επρόκειτο για το ίδιο Ενδιαφερόμενο Μέρος που επαναπροήχθηκε κατόπιν επανεξέτασης. Συνεπώς, κατά την άποψη του, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης του η επαναπροαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους θα ανακληθεί. Με αναφορά σε νομολογία (βλ. Ελισσαίου ν. Παντελή, Αναθ. Έφ. Αρ. 65/2010, ημερ. 11/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:C475 η οποία υιοθέτησε την Χατζηχάννας ν. Παρέλλη, Α/Ε. 102/2010 ημερ. 1/2/2016), υποστήριξε περαιτέρω ότι ο εφεσείων εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα προώθησης της έφεσης του ασχέτως εάν η μεταγενέστερη απόφαση της εφεσίβλητης κατόπιν επανεξέτασης δεν είχε προσβληθεί τελικά.
Το ζήτημα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος από πλευράς αιτητή για την άσκηση της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, είναι ζήτημα δημοσίου συμφέροντος το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει ακόμη και αυτεπάγγελτα (βλ. The Onisi Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρ. Έφ. Αρ. 202Α/2010, ημερ. 13/2/2017 και Epsilon Electrone Chemical Ltd v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 379). Μάλιστα θα πρέπει να αποφασίζεται κατά προτεραιότητα ακόμη και εγειρόμενων συνταγματικών θεμάτων, λόγω ακριβώς του θεμελιακού της ζητήματος (βλ. Δημοκρατία ν. Α.Κ. Χατζηϊωάννου και Υιοί (2005) 3 Α.Α.Δ. 467).
Το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την έγερση της προσφυγής μέχρι την έκδοση απόφασης, περιλαμβανομένης βεβαίως της έφεσης (βλ. The Onisi Ltd (ανωτέρω)).
Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι πάντων και έχει ισχύ δεδικασμένου (βλ. άρθρο 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158 (1)/99). Ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο και ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμα της (erga ommes) και δεσμεύει κάθε όργανο η Αρχή ενώ η απορριπτική ισχύει inter partes (βλ. Παπαδόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφ. 213/2012, ημερ. 20/12/2018), ECLI:CY:AD:2018:C552.
Εξετάσαμε με προσοχή τις εισηγήσεις των δύο πλευρών για το θέμα που προέκυψε, με την επανεξέταση και επαναπροαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ως προς την ύπαρξη έννομου συμφέροντος του εφεσείοντα προώθησης της έφεσης του, σε συνάρτηση με τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης τα οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητούντο.
Το θέμα απώλειας έννομου συμφέροντος προώθησης έφεσης μετά από επανεξέταση υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό αποφάσεων του στις οποίες, όπως έχουν επισημάνει και οι δικηγόροι των δύο πλευρών, υπάρχει διαφορετική προσέγγιση. Στην πρόσφατη υπόθεση Παπαθεοδώρου και Χαραλάμπους και Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Α.Ε. 99/2012, ημερ. 16/10/2018, αφού τονίστηκε η ανάγκη διατήρησης του έννομου συμφέροντος του εφεσείοντα μέχρι την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε μια πλήρη και λεπτομερή ανασκόπηση της μέχρι τότε αντικρουόμενης νομολογίας για το θέμα και κατέληξε ότι με την παράλειψη καταχώρησης προσφυγής κατά της επαναπρόσληψης του Ενδιαφερομένου Μέρους, που αφορούσε η περίπτωση, ο εφεσείων απώλεσε το έννομο του συμφέρον.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Δυστυχώς δεν είναι ομοιόμορφη από τη νομολογία η περαιτέρω αντιμετώπιση του εξεταζόμενου ζητήματος, ήτοι κατά πόσο ο Εφεσείων παύει να έχει έννομο συμφέρον όταν εκκρεμούσης της Έφεσης του δεν προσβάλει νέα απόφαση του Διοικητικού Οργάνου που είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης, κατ' αποδοχήν ακυρωτικής απόφασης ως ορθής.
Στην Ελισσαίου ν. Παντελή Α.Ε. 65/2010 ημερ. 11 Οκτωβρίου 2016, ECLI:CY:AD:2016:C475, γίνεται μια εκτενής ανάλυση, με αναφορά στις εφετειακές αποφάσεις, της διαφορετικής αντιμετώπισης του θέματος από τη νομολογία.
"Το κρίσιμο ζήτημα που καλούμαστε να αποφασίσουμε ήτοι, η απώλεια ή όχι του δικαιώματος για προώθηση έφεσης, σε περίπτωση επανεξέτασης πριν τη συμπλήρωση της έφεσης, και δη σε περίπτωση επαναδιορισμού της εφεσείουσας, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παρόλο που, αποτελεί πάγια αρχή ότι, κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών και γεγονότων, πιστεύουμε ότι είναι αναγκαίο να προβούμε σε μια σύντομη ανάλυση της υφιστάμενης νομολογίας.
Στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη (ανωτέρω), η εφεσίβλητη - αιτήτρια πέτυχε την ακύρωση του διορισμού της εφεσείουσας λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ως προς τα προσόντα της τελευταίας. Εναντίον της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης ασκήθηκε έφεση. Η διοίκηση, όμως, προέβηκε σε επανεξέταση, μετά από σχετική έρευνα ως προς τα προσόντα της εφεσείουσας, και την διόρισε εκ νέου. Η Ολομέλεια διαφοροποιούμενη, ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης Ιωάννου (ανωτέρω), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον της για προώθηση της έφεσης. Σημειώθηκε προς τούτο ότι στην υπόθεση Ιωάννου η διοίκηση, κατά την επανεξέταση, συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση, συνεπώς, δεν είχε παραμείνει οτιδήποτε προς συζήτηση, ενώ στη νέα προσφυγή που είχε καταχωρηθεί, το επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο η ΕΔΥ είχε ασκήσει ευλόγως τη διακριτική της ευχέρεια και αν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η εφεσείουσα απώλεσε το δικαίωμα προώθησης της έφεσης της, καθότι είχε αποδεχθεί τον επαναδιορισμό της και ως αποτέλεσμα του νέου διορισμού, εκδόθηκε μια νέα διοικητική πράξη.
Σε μια πιο πρόσφατη απόφαση, και αναφερόμαστε στην Α.Ε. 199/2009 κ.ά., Ταρτίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 2014, ακολουθήθηκε το σκεπτικό της υπόθεσης Λαμπρατσιώτη και η αιτήτρια κρίθηκε ότι στερείτο του δικαιώματος προώθησης της έφεσης. Σημειώνουμε, όμως, ότι στην υπόθεση Ταρτίου η εφεσείουσα δεν είχε ασκήσει προσφυγή εναντίον της μεταγενέστερης απόφασης, που εκδόθηκε κατά την επανεξέταση, και η οποία επέφερε νέα αποτελέσματα τα οποία δεν είχαν, ποσώς, αμφισβητηθεί με προσφυγή και ως εκ τούτου, παρέμειναν ισχυρά.
Ακολούθως, στην Α.Ε. 118/2010, Χαραλάμπους ν. Πίλλας, ημερ. 2 Δεκεμβρίου 2015, ασκήθηκε έφεση μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης, που επέφερε την ακύρωση της προαγωγής του εφεσείοντα. Σε επανεξέταση που ακολούθησε, η ΕΔΥ προχώρησε και επαναπροήξε τον εφεσείοντα αναδρομικά. Ακολούθησε νέα προσφυγή από τον τότε εφεσίβλητο και στη συνέχεια η εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση, δεν εφεσιβλήθηκε. Έγινε νέα επανεξέταση και διορίστηκε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή και το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα όσα είχαν αποφασιστεί στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη, έκρινε ότι ο εφεσείων στερείτο του εννόμου συμφέροντος για προώθηση της έφεσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, από τη στιγμή που ο εφεσείων, παρά το ακυρωτικό αποτέλεσμα της δεύτερης πράξης δεν εφεσίβαλε την απόφαση, αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη και ως εκ τούτου, είχε επενεργήσει καταλυτικά στο δικαίωμα του για προώθηση της έφεσης.
Υπήρξε και μεταγενέστερη απόφαση, στην Α.Ε. 13/2010, Νατιώτης ν. Χρίστου, ημερ. 9 Οκτωβρίου 2015, όπου και πάλι κρίθηκε ότι ο εφεσείων είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του καθότι, δεν είχε καταχωρίσει έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης και το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, ο εφεσείων θα βρεθεί αντιμέτωπος με το δημιουργηθέν δεδικασμένο.
Στο σημείο αυτό θα παραθέσουμε νομολογία η οποία έχει διαφορετική προσέγγιση από τις πιο πάνω αποφάσεις.
Αρχικώς, στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά (ανωτέρω), ο εφεσείων - ενδιαφερόμενος είχε προαχθεί και η προαγωγή του ακυρώθηκε, μετά από προσφυγή που καταχώρισε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων προχώρησε με την καταχώριση έφεσης και πριν την εκδίκαση της, η ΕΔΥ είχε προχωρήσει σε επανεξέταση και διόρισε τον εφεσίβλητο - αιτητή. Ο εφεσείων δεν καταχώρισε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Είχε, αναποφεύκτως, εγερθεί θέμα ως προς τη δυνατότητα του εφεσείοντα να προχωρήσει με την εκδίκαση της έφεσης ή αν αυτός δεσμευόταν από τη νέα απόφαση, την οποία ο ίδιος δεν είχε προσβάλει. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος, εφεσείων, δεν δεσμευόταν από την απόφαση της διοίκησης για συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Η έφεση δεν απώλεσε το αντικείμενο της γιατί, όπως τονίστηκε, αν και εφόσον η έφεση είχε επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου, θα επικυρωνόταν η επίδικη προσβαλλόμενη απόφαση, τότε το διοικητικό όργανο θα είχε υποχρέωση να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα της έφεσης.
Μεταγενέστερα, στην υπόθεση Ιωάννου ν. Γραβανή (ανωτέρω) η ασκηθείσα προσφυγή εναντίον του διορισμού του εφεσείοντα είχε επιτυχή κατάληξη και η απόφαση για διορισμό ακυρώθηκε, λόγω πάσχουσας σύνθεσης του διοικητικού οργάνου. Καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα έφεση. Η διοίκηση προχώρησε σε επανεξέταση και διόρισε αναδρομικά τον εφεσείοντα, ενώ ο εφεσίβλητος καταχώρισε προσφυγή εναντίον του πιο πάνω διορισμού. Ο εφεσίβλητος ήγειρε θέμα εννόμου συμφέροντος και το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η συμμόρφωση της διοίκησης με την ακυρωτική απόφαση και η προώθηση διαδικασίας επανεξέτασης, δεν επενεργούσε καταλυτικά στο δικαίωμα του εφεσείοντα για συνέχιση και προώθηση της έφεσης του. Παράλληλα, αποφασίστηκε ότι, ούτε ο επαναδιορισμός του μπορούσε να επενεργήσει κατασταλτικά ώστε να θεωρηθεί ως τερματισθείσα η έφεση. Η ανεπιφύλακτη, όπως λέχθηκε, αποδοχή του επαναδιορισμού του δεν συνδεόταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με το δικαίωμα έφεσης το οποίο αυτός είχε, και άσκησε, πριν από τον επαναδιορισμό του.
Τέλος, στην πρόσφατη απόφαση Α.Ε. 102/2010, Χατζηχάννας ν. Παρέλλη, ημερ. 1ης Φεβρουαρίου 2016, η Ολομέλεια συζήτησε και ανέλυσε εκτενώς το θέμα του δικαιώματος προώθησης της έφεσης. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, ανεξαρτήτως των ενεργειών της ΕΔΥ, ήτοι, της προώθησης διαδικασίας επανεξέτασης, διορίζοντας άλλο πρόσωπο από τον εφεσείοντα και ασχέτως εάν η μεταγενέστερη απόφαση, τελικώς, δεν είχε προσβληθεί. Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας:
″Σε όλες τις περιπτώσεις που ενώ εκκρεμεί έφεση, η ΕΔΥ επανεξετάζει και διορίζει άλλο πρόσωπο από τον Εφεσείοντα, ο τελευταίος διατηρεί το δικαίωμα:- (α) να εμμείνει στη συνέχιση της έφεσης του η οποία αν επιτύχει θα υποχρεώσει την ΕΔΥ να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση της για διορισμό άλλου προσώπου, και (β) να προσβάλει και τη νέα απόφαση.
Οι δύο διαδικασίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και ο Εφεσείων μπορεί να προωθήσει είτε τη μια είτε την άλλη ή και τις δυο. Σε περίπτωση που, όπως εδώ, προωθήσει μόνο την έφεση, σύμφωνα με τη Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., ανωτέρω, θα έχει την ευκαιρία να επιτύχει την ακύρωση της απόφασης με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του, οπότε η διοίκηση θα είναι υποχρεωμένη, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, να αποδεχθεί το αποτέλεσμα της έφεσης, να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφασή της και να προχωρήσει σε νέα επανεξέταση ενόψει των καινούργιων δεδομένων. Δεν βλέπουμε κανένα λόγο γιατί ο Εφεσείων σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να θεωρηθεί ότι χάνει το δικαίωμα του να συνεχίσει την προώθηση της έφεσης του κατά μιας απόφασης που τον επηρεάζει άμεσα, εφόσον κάτι τέτοιο θα σήμαινε ανεπίτρεπτο επηρεασμό των συνταγματικών του δικαιωμάτων όπως η ελευθερία πρόσβασης στα δικαστήρια (Άρθρα 30 και 155 του Συντάγματος).
Πέραν τούτου, αποστέρηση από τον Εφεσείοντα του δικαιώματος του να προωθήσει την έφεσή του, συνεπάγεται τη δημιουργία απρόσβλητου δεδικασμένου στη βάση του οποίου η διοίκηση θα κινηθεί στα πλαίσια της επανεξέτασης. Κατά την εισήγηση, με την έκδοση νέας πράξης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης, πρέπει να παραμείνει ανέλεγκτη η πράξη από την οποία γεννήθηκε το εν λόγω δεδικασμένο και να υποχρεούται ο Εφεσείοντας να δεχθεί το ακυρωτικό αποτέλεσμα και να διεκδικήσει το δίκαιό του, όπως ο ίδιος το αισθάνεται, αλλά κινούμενος πλέον μέσα στο περιοριστικό πλαίσιο που θέτει μια νέα διοικητική απόφαση η οποία εκδόθηκε σε συμμόρφωση με δεδικασμένο και συνεπώς, πιθανώς, όχι εφ' όλων των ζητημάτων. Θα είχαμε έτσι το παράδοξο ο Εφεσείων να αποστερείται του δικαιώματος να στραφεί εναντίον της πρωτόδικης απόφασης από την οποία γεννήθηκε το δεδικασμένο επειδή έχει δικαίωμα να προσβάλει τη νέα απόφαση η οποία εκδόθηκε στη βάση ακριβώς αυτού του δεδικασμένου. Γι' αυτό το λόγο δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση πως υπό το φως της Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου (2013) 3 ΑΑΔ 202 και Ταρτίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 199/09 κ.α., ημερ. 29.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:C722 ο Εφεσείων έχει απωλέσει το δικαίωμα της έφεσης του. Εν προκειμένω, δεν είναι εναντίον της απόφασης που εξαφανίστηκε με την ακυρωτική απόφαση που στρέφεται η Έφεση αλλά εναντίον της πρωτόδικης απόφασης (βλ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, 1988, σελ. 223).
Σε συμφωνία δε με την Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., ανωτέρω, «δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν την εγκατέλειπε [την έφεση] αν θα μπορούσε να προβάλει λόγους ακυρότητας για τη δεύτερη απόφαση, λόγους που ίσως έχει να προβάλει στην παρούσα έφεση».
Τέλος, τυχόν ανατρεπτικό αποτέλεσμα της έφεσης, επενεργεί αναδρομικά οπότε η πρωτόδικη απόφαση παύει να έχει τον τελικό της χαρακτήρα (Kyproxil Designs Ltd v. Panos Englezos & Co Ltd (1988) 1 CLR 546).″
Εξετάσαμε με προσοχή τα πιο πάνω όπως επίσης και άλλες υποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στο εξεταζόμενο ζήτημα (βλ. Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατία Α.Ε. 162/2010 ημερ. 22.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:C703, Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Φανίδη Α.Ε. 148/2010 ημερ. 24.3.2016), ECLI:CY:AD:2016:C169 και καταλήξαμε ότι ο λόγος της πλειοψηφίας στην Ταρτίου (άνω) είναι ο ορθός στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Στην Χατζηχάννας στηρίζεται το όλο οικοδόμημα στην Πουλικκάς (άνω) όπου λέχθηκε ότι με την προώθηση της Έφεσης ο Εφεσείων θα έχει την ευκαιρία εάν επιτύχει να υποχρεώσει το Διοικητικό Όργανο (ΕΔΥ) να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση του για διορισμό άλλου προσώπου και να προχωρήσει σε νέα επανεξέταση ενόψει των καινούργιων δεδομένων. Η θέση αυτή απαντάται, ορθά κατά την άποψη μας, στην Ταρτίου (άνω). Σύμφωνα με αυτή με την επανεξέταση επήλθαν νέα τετελεσμένα τα οποία, εφόσον δεν αμφισβητήθηκαν με άσκηση προσφυγής, παραμένουν ισχυρά. Με την επανεξέταση προέκυψε νέα διοικητική πράξη κατά την οποία το Διοικητικό Όργανο (ΕΔΥ) άσκησε διακριτική ευχέρεια ως διοικητικό όργανο, προβαίνοντας σε νέα επιλογή. Κατά πόσο αυτή η απόφαση είναι ορθή ή όχι δεν είναι πλέον δυνατό να αμφισβητείται, ούτε να τίθεται εμμέσως υπό έλεγχο εφόσον δεν ασκήθηκε επ' αυτής προσφυγή από τον Εφεσείοντα. Η προηγηθείσα πράξη του Διοικητικού Οργάνου (ΕΔΥ) η οποία αμφισβητήθηκε πρωτόδικα με την ακυρωτική απόφαση εξαφανίστηκε σύμφωνα με το Άρθρο 57 του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158/1999. Το δε διοικητικό όργανο, θεωρώντας προφανώς ότι η ακυρωτική απόφαση ήταν ορθή, προχώρησε προς όφελος και της εύρυθμης λειτουργίας του ευρύτερου δημόσιου μηχανισμού να επανεξετάσει τα δεδομένα και να επανακρίνει την περίπτωση υπό το φως των ακυρωτικών δεδικασμένων.»
Ενόψει της πιο πάνω νομολογίας κρίνουμε ότι, όπως και στην Παπαθεοδώρου (ανωτέρω), ο λόγος της πλειοψηφίας στην υπόθεση Ταρτίου (ανωτέρω) είναι ο ορθός στη βάση των γεγονότων της υπό κρίση έφεσης. Με την επανεξέταση και επαναπροαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους προέκυψε μια νέα αυτοτελής διοικητική πράξη που δεν δύναται να αμφισβητηθεί εφόσον δεν ασκήθηκε κατ' αυτής προσφυγή από τον εφεσείοντα.
Η προσβαλλόμενη με την Προσφυγή 1659/2010 διοικητική πράξη εξαφανίστηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158/1999), το δε διοικητικό όργανο, ΑΗΚ, προχώρησε να επανεξετάσει τα δεδομένα και να επανακρίνει την περίπτωση υπό το φως των ακυρωτικών δεδικασμένων και των γεγονότων της υπόθεσης (βλ. Παπαθεοδώρου (ανωτέρω)).
Σημειώνεται ότι κατά την επανεξέταση η εφεσίβλητη στη συνεδρία της ημερ. 6/11/2012 επιλήφθηκε εκ νέου των αιτήσεων όλων των υποψηφίων για την επίδικη θέση, περιλαμβανομένου του εφεσείοντα, η οποία μελέτησε προσεκτικά και αξιολόγησε εκ νέου όλα τα στοιχεία και δεδομένα που αφορούσαν τον καθένα από αυτούς. Ειδικά για τον εφεσείοντα επισήμανε τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά του προσόντα, την πείρα που είχεν αποκτήσει αλλά και την αρχαιότητα του έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Έκρινε όμως καταλληλότερο για την επίδικη θέση το Ενδιαφερόμενο Μέρος ενόψει και του επιπρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος που κατείχε. Αυτά εξάγονται από το κεκυρωμένο αντίγραφο των πρακτικών της συγκεκριμένης συνεδρίας που καταχωρήθηκε μαζί με το συμπληρωματικό περίγραμμα αγόρευσης της δικηγόρου της εφεσίβλητης ως Συνημμένο Α χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αμφισβήτηση του από πλευράς εφεσείοντα.
Ως εκ τούτου θα προχωρούσαμε σε απόρριψη της έφεσης λόγω απώλειας του έννομου συμφέροντος του εφεσείοντα προώθησης της έφεσης του.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας η εξέταση της υπόλοιπης επιχειρηματολογίας που αναφέρει η δικηγόρος της εφεσίβλητης στο συμπληρωματικό περίγραμμα αγόρευσης της προς υποστήριξη της εισήγησης της περί απώλειας εννόμου συμφέροντος και συγκεκριμένα για παραβίαση Δικαστικού Κανόνα Πρακτικής όπως επίσης και η εξέταση της έφεσης επί της ουσίας παρέλκει.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.
[1] «Νοείται ότι, τηρουμένου παντός διαδικαστικού κανονισμού, χωρεί έφεσις ενώπιον του Δικαστηρίου κατά των ούτω υπό Δικαστού ή Δικαστών εκδιδομένων αποφάσεων.»
[2] Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά., ανωτέρω, Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά., ανωτέρω, και Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Μιχάλη Παρέλλη, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 102/2010, 1.2.2016
[3] Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202, Ταρτίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 333, ECLI:CY:AD:2014:C722 και Θεόδωρος Παπαθεοδώρου ν. Χαράλαμπου Γ. Χαραλάμπους κ.ά., Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 99/2012, 16.10.2018
[4] «(2) Προαγωγαί αποφασίζονται βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητος, της αρχαιότητος παρά τη Αρχή, των προσόντων εν συσχετισμώ προς το εκάστοτε ισχύον διά την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας, και της εν τη υπηρεσία επιδόσεως εκάστου υποψηφίου. Νοείται ότι η σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα (τα οποία εν τοις παρούσι κανονισμοίς αναφέρονται ως ῾τα παραδεδεγμένα κριτήρια') αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου.»
[5] Αναφερόταν στο πρόσθετο επαγγελματικό προσόν που είχαν και οι δύο υποψήφιοι.