ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Φ. Καμένος για Μαρκίδη, Μαρκίδη amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-06-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΟΛΕΣΚΗ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ.: 118/2014, 2/6/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:C190

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                                      Αναθεωρητική Έφεση Αρ.: 118/2014

                                                                                       

 

2 Ιουνίου, 2020

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

xxx  ΜΟΛΕΣΚΗ

                                                                   Εφεσείουσας/Αιτήτριας

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

                                                                   Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η αίτηση

 

.......

 

Φ. Καμένος για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για την εφεσίβλητη

 

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Λόγω ανάληψης της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Κυπριακή Δημοκρατία, το δεύτερο εξάμηνο του 2012, το Υπουργείο Οικονομικών δημοσίευσε ανακοίνωση ότι δεχόταν αιτήσεις για πρόσληψη τεσσάρων (4) λειτουργών/συνεργατών με όρους επιτόπιου προσωπικού για ενίσχυση της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Δημοκρατίας (ΜΑΕΕ) στις Βρυξέλλες.

 

      Η προαναφερθείσα προκήρυξη είχε ως αποτέλεσμα να ενδιαφερθούν 286 υποψήφιοι, οι αιτήσεις των οποίων εξετάστηκαν από Επιτροπή Αξιολόγησης στη βάση θεσπισθέντων κριτηρίων τα οποία αφορούσαν τα προσόντα, την πείρα και τη γνώση των υποψηφίων στη γαλλική γλώσσα.  Ό,τι όμως εδώ ενδιαφέρει είναι ότι τελικά επιλέγηκαν για διορισμό τέσσερις (4) υποψήφιοι οι οποίοι μετά και από προφορική εξέταση είχαν εξασφαλίσει την υψηλότερη βαθμολογία.  Δηλαδή, ο ένας εξ αυτών 50 μόρια και οι άλλοι τρεις - μεταξύ των οποίων και η εφεσείουσα - 45 μόρια.

 

      Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής, οι τέσσερις επιλεχθέντες κλήθηκαν να συνομολογήσουν ειδική σύμβαση εργασίας ορισμένης διάρκειας με αντισυμβαλλόμενο τον Αρχηγό της Διπλωματικής Αποστολής της Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες (στο εξής ο Εργοδότης).  Όπως και έγινε, με τη διαφορά ότι οι τρεις εξ αυτών άρχισαν την υπηρεσία τους την 1.7.2011 πλην της εφεσείουσας η οποία, για δικούς της λόγους, ζήτησε όπως η υπηρεσία της αρχίζει στις 18.7.2011.  Προς τούτο υπέγραψε, στις 16.6.2011, το σχετικό έντυπο συμφωνίας το οποίο όμως δεν υπεγράφη και από τον Εργοδότη.  Τούτο γιατί, στο μεταξύ, ένας εκ των μη επιλεγέντων υποψηφίων είχε υποβάλει παράπονο προς την Επίτροπο Διοίκησης εναντίον της διαδικασίας αξιολόγησης, γεγονός που  οδήγησε το Υπουργείο Οικονομικών στην αναζήτηση αρχικά γνωμάτευσης του Γενικού εισαγγελέα και στη συνεχεία στην απόφαση για μη πρόσληψη τέταρτου λειτουργού.

 

      Η εφεσείουσα, η οποία ενημερώθηκε για την πιο πάνω εξέλιξη μέσω επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 28.9.2011, αντέδρασε με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Χωρίς όμως επιτυχία αφού η προσφυγή της απορρίφθηκε (βλ. Μολέσκη ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφ. 1620/2011 ημερ. 29.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D580) με το αιτιολογικό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ως αναγόμενη στο στάδιο πριν από την υπογραφή της σύμβασης, ενέπιπτε στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και συνεπώς ήταν εκτελεστή.  Σ΄ ό,τι δε αφορά την ουσία, κρίθηκε πως η προσβληθείσα απόφαση ήταν καθόλα νόμιμη, αιτιολογημένη και αποτέλεσμα της δέουσας υπό της περιστάσεις έρευνας.

 

      Η εφεσείουσα θεωρεί ότι η απόρριψη της προσφυγής της ήταν προϊόν πέντε (5) σφαλμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την οποία και προσβάλλει με την παρούσα έφεση στη βάση πέντε (5) Λόγων Έφεσης.

 

      Με τον 1ο Λόγο Έφεσης παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση  ανήκε στο χώρο του δημοσίου δικαίου,  αγνόησε τον ισχυρισμό της για πλάνη και έλλειψη δέουσας έρευνας από την Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία αρκέστηκε στην υιοθέτηση των λανθασμένων - κατά την άποψή της - γνωματεύσεων της Επιτρόπου Διοικήσεως και του Γενικού Εισαγγελέα και δεν έλαβε υπόψιν σημαντικούς παράγοντες.  Όπως το γεγονός ότι της κοινοποιήθηκε η πρόσληψη, ότι υπέγραψε τη σχετική σύμβαση, ότι παραιτήθηκε από την προηγούμενη εργασία της ενόψει της επικείμενης πρόσληψής της, ότι έτυχε εκπαίδευσης για το σκοπό της προκήρυξης και ότι η διαδικασία αξιολόγησης παρέμεινε τελικά αλώβητη αφού ο παραπονούμενος υποψήφιος είχε αποσύρει την προσφυγή του.

 

      Τα πιο πάνω στοιχεία, κατά την εφεσείουσα, προσέδωσαν στην προσβαλλόμενη απόφαση τα χαρακτηριστικά μιας «αναιτιολόγητης ανάκλησης» η οποία παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της ισότητας εφόσον η ίδια δεν στερούσε στη βαθμολογική κατάταξη των άλλων δύο υποψηφίων οι οποίοι τελικά προσλήφθηκαν.

 

      Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι πιο πάνω αιτιάσεις της εφεσείουσας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αιτιολόγησε την απόρριψη των σχετικών αιτιάσεων της ως ακολούθως:-

 

«Η θεώρηση της Επιτρόπου Διοίκησης και του Γενικού Εισαγγελέα πώς η σύμβαση δεν είναι υπογραμμένη και από τα δύο μέρη ώστε να είναι "τετελεσμένη" δεν ήταν το αποτέλεσμα πλάνης, βρίσκεται δε σε αρμονία με την πιο πάνω κατάληξη πως η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, δεν εντοπίζεται παρανομία στη λήψη υπόψη τόσο της έκθεσης της Επιτρόπου Διοίκησης όσο και της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα στην προσβαλλόμενη απόφαση».

 

      Όπως έχει κατά κόρον νομολογηθεί, το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα   (Επιτροπή   Εκπαιδευτικής   Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Δημοκρατία κ.ά. ν. Ελισσαίου κ.ά., (2003) 3 Α.Α.Δ. 168). Συνεκτιμώντας το σύνολο των δεδομένων κρίνουμε ότι διενεργήθηκε η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Η παραπομπή δε του θέματος στον Γενικό Εισαγγελέα και η εξέταση του πορίσματος της Επιτρόπου Διοικήσεως καταδεικνύουν ότι είχε γίνει η αναγκαία έρευνα αποκλειόμενης της πλάνης περί τα πράγματα. Τονίζεται επί του προκειμένου, ότι η νομολογία δημιουργεί τεκμήριο υπέρ της ορθής εξακρίβωσης των πραγματικών γεγονότων που έχουν οδηγήσει στη λήψη της διοικητικής απόφασης και το βάρος της απόδειξης ότι το διοικητικό όργανο έχει ενεργήσει κάτω από πλάνη το φέρει ο διάδικος που προβάλλει τον ισχυρισμό (Μ. Στασινόπουλου - Το Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων σελ. 304). Εν προκειμένω η εφεσείουσα δεν έχει εξειδικεύσει τον ισχυρισμό περί πλάνης, ο οποίος παρέμεινε ως εκ τούτου μετέωρος και καταδικασμένος σε απόρριψη.  Τόσο η Επιτροπή Αξιολόγησης όσο και η αρμόδια αρχή είχαν την ευχέρεια, όπως και έπραξαν, να υιοθετήσουν την γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, η γνωστοποίηση της οποίας δεν δεσμεύει βεβαίως το Δικαστήριο και είναι αδιάφορη ως προς την ορθή νομική κατάληξη της προσβαλλόμενης πράξης (Marfin Popular Bank Public Co Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851). Από πλευράς Διοίκησης ό,τι έχει σημασία είναι η επάρκεια της δοθείσας αιτιολογίας η οποία, με ό,τι τέθηκε ενώπιον μας, δεν έχει τρωθεί.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, ο 1ος Λόγος Έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Με το 2ο Λόγο Έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ήταν λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.  Τούτο γιατί, εκτός από την αιτιολογία που δόθηκε με την επιστολή της 28.9.2011, υπήρχε και η εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης ότι είχαν παρέλθει πέραν των δύο μηνών από την ημερομηνία που οι υπόλοιποι τρεις λειτουργοί είχαν αναλάβει καθήκοντα.  Συναφώς υπέβαλε ότι ούτε από την επιστολή ημερ. 28.9.2011 ούτε και από την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης προκύπτει επαρκής αιτιολογία ικανή να υποστηρίξει την επίδικη απόφαση.

 

      Σε σχέση με την πιο πάνω επιχειρηματολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 7 της απόφασης του παρατήρησε τα ακόλουθα:

«Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι πέραν της αιτιολογίας που δόθηκε με την επιστολή ημερ. 28.9.2011 προς την αιτήτρια, ήταν η εισήγηση της Επιτροπής αξιολόγησης (βλ. πρακτικά της 8ης συνεδρίας) πως "έχουν παρέλθει πέραν των δύο μηνών που οι υπόλοιποι τρεις λειτουργοί έχουν αναλάβει τα καθήκοντά τους στη ΜΑΕΕ Βρυξελλών και φαίνεται ότι με τις κατάλληλες διευθετήσεις θα είναι σε θέση να διεκπεραιώσουν τα πρόσθετα καθήκοντα που φαίνεται να προκύπτουν από τη μη πρόσληψη του τέταρτου λειτουργού". Από το λεκτικό της πιο πάνω επιστολής ημερ. 28.9.2011 είναι φανερό πως τα πιο πάνω λήφθηκαν υπόψη από το Υπουργείο Οικονομικών και συνεπώς αποτελούν μέρος της διοικητικής απόφασης».    

 

      Κατά την άποψη μας η προαναφερθείσα διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Η απαιτουμένη αιτιολογία προκύπτει από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο. Η Επιτροπή Αξιολόγησης έκρινε ότι ήταν υπό τις περιστάσεις εφικτή η ικανοποίηση των έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών της ΜΑΕΕ από τους τρεις ήδη προσληφθέντες λειτουργούς και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η πρόσληψη και τέταρτου. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων αυτών (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) 185, Παναγιωτίδης ν. Υπουργείου Συγκοινωνιών και 'Εργων κ.ά. (1998) 3 Α.Α. Δ.342).

 

      Οι επόμενοι δύο Λόγοι Έφεσης (οι υπ΄ αρ. 3 και 4) είναι συναφείς προς το 2ο Λόγο Έφεσης  εφόσον σύμφωνα με αυτούς βάλλονται ως λανθασμένα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «μεταβλήθηκαν εν τω μεταξύ οι ανάγκες ως προς τον αριθμό των λειτουργών ώστε να μην καθίσταται πλέον απαραίτητη η πρόσληψη τετάρτου» και ότι «κάτω από αυτό το πρίσμα, καθίσταται ανυπόστατος και ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως παραβιάστηκε το Άρθρο 28 του Συντάγματος και η προστατευόμενη σ' αυτό αρχή της ισότητας».  Και αυτό γιατί κατά την Εφεσείουσα «ουδεμία σύνδεση
δύνανται να έχουν οι μεταγενέστερες της έκδοσης της
διοικητικής πράξης ανάγκες της Διοίκησης με τη δέουσα
αιτιολογία μιας τετελεσμένης δυσμενούς ατομικής διοικητικής
πράξης, πόσο μάλλον με την παραβίαση της αρχής της ισότητας,
η οποία στην υπό κρίση υπόθεση έχει κατάφωρα πληγεί
».  Επικαλείται συναφώς  (α) το γεγονός ότι αν και η ίδια είχε βαθμολογηθεί στο ίδιο επίπεδο με τους επιλεχθέντες Παναγιώτου και Στυλιανού, η πρόσληψη των τελευταίων παρέμεινε αλώβητη, ενώ αυτή δεν προσελήφθη, χωρίς να αιτιολογείται η διαφορετική μεταχείριση της περίπτωσης της και (β) το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου «δεν διαγιγνώσκει και την παραβίαση της Αρχής της Αναλογικότητας, η οποία είναι άμεσα συνδεόμενη με την Αρχή της Ισότητας».  Η θέση της Εφεσείουσας επί του θέματος είναι ότι η ματαίωση του διορισμού της αιτήτριας κατ' επίκληση της μεταβολής των υπηρεσιακών αναγκών, υπερβαίνει τον επιδιωκόμενο σκοπό νοουμένου ότι η Εφεσείουσα είχε ήδη παραιτηθεί από την προηγούμενη εργασία της και είχε τύχει εκπαίδευσης από τους Εφεσίβλητους ενόψει της πρόσληψης της στη ΜΑΕΕ. Από τον όλο χειρισμό, όπως εισηγείται, προέκυψαν σε βάρος της δυσμενείς συνέπειες δυσανάλογες με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 

      Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους ούτε οι πιο πάνω θέσεις της εφεσείουσας. Αρχίζοντας από το παράπονο της για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας παρατηρούμε ότι το διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να σταθμίζει όλα τα άμεσα εμπλεκόμενα στην υπόθεση συμφέροντα. Πρόκειται για γενικό κανόνα του διοικητικού δικαίου, κωδικοποιημένο πλέον στο άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) που καθιερώνει τη σχετική αρχή. Στην υπό κρίση υπόθεση είναι φανερό ότι οι Εφεσίβλητοι προέβησαν στην αναγκαία αυτή στάθμιση, αξιολογώντας από τη μια τις υπηρεσιακές ανάγκες και από την άλλη το γεγονός ότι η σύμβαση με την Εφεσίβλητη δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Η δε απόφαση τους, όπως εύστοχα επισημάνθηκε από τη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, στην έκταση που συνεπάγεται εξοικονόμηση πόρων έτεινε στην εξυπηρέτηση και του δημοσίου συμφέροντος.  Αναφορικά δε με την εισήγηση για παραβίαση της αρχής της ισότητας αρκεί να λεχθεί ότι η περίπτωση της εφεσείουσας διαφοροποιείται από εκείνη των υπολοίπων προσληφθέντων δεδομένου ότι σε αντίθεση με αυτούς, η σύμβαση της δεν είχε αποκτήσει ακόμη ισχύ εφόσον δεν είχε υπογραφεί από τον Εργοδότη το σχετικό συμβόλαιο και δεν είχε ακόμα αρχίσει να υπηρετεί στη ΜΑΕΕ. Κατά συνέπεια δεν τελούσε υπό τις ίδιες με αυτούς συνθήκες και επομένως σύμφωνα με τη νομολογία δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας (Loizos Xydias v. The Republic of Cyprus, through the Minister of Interior and Another (1976) 3 C.LR. 303).      

 

Kατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, ούτε οι Λόγοι Έφεσης 3 και 4 ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται.

 

      Τέλος, με τον 5ο Λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται και για την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ακόμα και αν ίσχυε αυτό που με την προσφυγή και τις αγορεύσεις των δικηγόρων της ουσιαστικά προσβάλλεται, δηλαδή η «ανάκληση ενός   τετελεσμένου   διορισμού» η προσφυγή της  θα   ήταν   και πάλι καταδικασμένη σε απόρριψη ως ζήτημα ιδιωτικού δικαίου.   Συναφώς διατείνεται ότι εν προκειμένω, η προσφυγή της ήταν με τέτοιο τρόπο «δομημένη» ώστε να δώσει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να αποφασίσει αυτό την ακριβή φύση της απόφασης δεδομένου ότι από τις αντιφατικές ενέργειες των Εφεσίβλητων δεν ήταν εμφανές το τι είχε ακριβώς αποφασισθεί.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην τελευταία παράγραφο της, απόφασης του, ανέφερε τα εξής όσον αφορά τον υπό συζήτηση Λόγο Έφεσης:-

 

«Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε η προσφυγή της αιτήτριας θα ήταν και πάλιν καταδικασμένη σε απόρριψη διότι, με βάση την πιο πάνω νομολογία περί της διάκρισης μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, αλλά και ενόψει των ιδίων των όρων της σύμβασης, το ζήτημα θα ενέπιπτε στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου ως σχετιζόμενο πλέον με όσα έπονται του «διορισμού» και όχι με όσα προηγούνται αυτού. Κάτι τέτοιο θα αντιστρατεύετο το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας εφόσον από τη μια η αιτήτρια προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενη πως η προσβαλλόμενη πράξη εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο ενώ, από την άλλη, η ίδια ουσιαστικά εισηγείται πως πρόκειται για πράξη εμπίπτουσα στο ιδιωτικό».

 

 

 

      Συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Πέραν τούτου εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης στο σύνολο της αποκαλύπτει ότι η προσφυγή θεωρήθηκε ως στρεφόμενη εναντίον εκτελεστής πράξης που αναγόταν στο δημόσιο δίκαιο. Εξετάστηκαν δε οι πτυχές της δέουσας έρευνας και πλάνης, της αιτιολογίας και της αρχής της ισότητας, πάνω στη βάση των αντιστοίχως εγερθέντων νομικών ισχυρισμών που αποφασίστηκε ότι δεν ευσταθούσαν και αυτός ήταν ο λόγος (ratio) της απόρριψης της προσφυγής. Θεωρούμε ότι το εκκαλούμενο πιο πάνω μέρος της απόφασης, λέχθηκε «εν παρόδω» και δεν αποτελεί μέρος του λόγου της απόφασης. Δεν ήταν αναγκαίο για να αποφασιστεί η υπόθεση. Συνεπώς δεν έχει δεσμευτική ισχύ και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης (Paphos Stone C. Estates Ltd κ.α. ν. Χριστοδουλίδη κ.α. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2110).

 

      Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.  Σ΄ ό,τι όμως αφορά τα έξοδα θεωρούμε ότι το ορθό και δίκαιο είναι όπως κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα λόγω των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης και πιο συγκεκριμένα της αρχικής εντύπωσης που δημιουργήθηκε στην εφεσείουσα για την πρόσληψή της.

 

                                                                   ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.               

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο