ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:C205
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 116/2014)
25 Ιουνίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. xxx ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ (Υπ. Αρ. 221/2012),
2. xxx ΠΟΥΡΕΜΑΝΤΥ (Υπ. Αρ. 222/2012),
Εφεσείοντες/Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
(Α) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ,
(Β) ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ, ΠΟΛΕΜΙΔΙΩΝ,
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Ευτυχίου, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Ιακωβίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους
Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Οι εφεσείοντες - αιτητές, οι οποίοι είναι ανδρόγυνο, προσέβαλαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου την απόφαση των εφεσίβλητων - καθ' ων η αίτηση να διακόψουν την παροχή δημόσιου βοηθήματος σύμφωνα με επιστολές τους προς τους εφεσείοντες, ημερομηνίας 16.12.2011, με προσφυγή η οποία απερρίφθη, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η πιο πάνω έφεση.
Ο εφεσείων 1 κατάγεται από τη Συρία και είναι κάτοχος κυπριακής υπηκοότητας, ενώ η σύζυγος του εφεσείουσα 2 έχει ιρανική υπηκοότητα, με εξασφάλιση καθεστώτος «employment».
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:
«Οι αιτητές διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία μαζί με τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους και ο αιτητής λάμβανε δημόσιο βοήθημα από το Φεβράρη του 2007 λόγω ανικανότητας για εργασία εξαιτίας προβλημάτων υγείας. Το βοήθημα αυτό διακόπηκε τον Ιούνιο του 2008 διότι ο αιτητής απέκρυψε εισόδημα από ενοικιαζόμενο υποστατικό στην κτηνοτροφική μονάδα που διατηρούσε με την πρώτη σύζυγό του αλλά και κατόπιν καταγγελίας από την πρώτη σύζυγο, και αφού είχε προσκομίσει αντίγραφα είσπραξης του ποσού, ότι πωλήθηκαν τα ζώα της φάρμας για το ποσό των ΛΚ 151.000. Η υπόθεση επανεξετάστηκε τον Ιούλιο του 2008 και στον αιτητή παραχωρήθηκε εκ νέου δημόσιο βοήθημα, δίνοντάς του παράλληλα το χρονικό περιθώριο να παρουσιάσει δικαιολογητικά ότι το πιο πάνω ποσό πράγματι χρησιμοποιήθηκε για εξόφληση χρεών, όπως ο αιτητής ισχυρίστηκε.
Το βοήθημα διακόπηκε πάλιν στις 23.7.2009 καθότι κρίθηκε ότι η οικονομική του κατάσταση δεν δικαιολογούσε τη συνέχισή του, παρέχοντάς του, όμως, έκτακτο χρηματικό επίδομα για κάλυψη βασικών αναγκών και ενοικίου για τον Ιούλιο. Περαιτέρω βοήθημα παρασχέθηκε τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους για περίοδο τριών μηνών ενόψει των ιδιαζουσών συνθηκών της οικογένειας και της ανικανότητας του αιτητή για εργασία. Τον Μάιο του 2010 οι αιτητές παραπέμφθηκαν σε Ιατροσυμβούλιο για διαπίστωση του βαθμού ανικανότητάς τους για εργασία και τον Ιούλιο του 2010 άρχισε πάλιν η καταβολή μηνιαίου βοηθήματος στον αιτητή, αναδρομικά από την 1.6.2010 μέχρι και τον Οκτώβριο και μέχρι να εξεταστεί η περίπτωση της αιτήτριας από το Ιατροσυμβούλιο. Στις 27.10.2010 εγκρίθηκε η συνέχιση της παροχής δημόσιου βοηθήματος στον αιτητή στο οποίο περιλήφθηκε και η αιτήτρια ως εξαρτώμενη του συζύγου της. Στις 21.2.2011 η χορήγηση του βοηθήματος στην οικογένεια παρατάθηκε μέχρι τον Ιούνιο του 2011.
Τον Νοέμβριο του 2011 η αιτήτρια εξασφάλισε εγγραφή ως εργαζόμενη, ενόψει όμως του ότι διένυε τον 7ο μήνα της εγκυμοσύνης της δεν ήταν ικανή ή διαθέσιμη για εργασία.
Οι αιτητές παραπέμφθηκαν τον Σεπτέμβρη του 2011 ενώπιον της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας («ΣΠΟ») η οποία τους αξιολόγησε ως ικανούς για εργασία. Ενημερώθηκαν σχετικά με επιστολή ημερ. 16.12.2011 και ενθαρρύνθηκαν να κινητοποιηθούν για εξασφάλιση εργασίας. Ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο η αιτήτρια προσκόμισε βεβαίωνε την ανικανότητά της για εργασία μέχρι τον Ιούνιο του 2012. Αντίστοιχο πιστοποιητικό το οποίο προσκόμισε ο αιτητής, βεβαίωνε την πλήρη ανικανότητά του για εργασία μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012 οπότε και ήταν αδύνατο να εγγραφεί ως άνεργος.»
Ο πρώτος και ο τρίτος λόγος έφεσης συνδέονται και γι' αυτό θα εξεταστούν μαζί.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προβλεπόμενη από το Νόμο λήψη απόψεων της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας (ΣΠΟ) από το Διευθυντή, πριν πάρει απόφαση κατά πόσο οι εφεσείοντες είναι ανίκανοι για εργασία, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναμένεται η κρίση του Ιατροσυμβουλίου προς το οποίο παραπέμφθηκαν οι εφεσείοντες, είναι λανθασμένη.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τους δόθηκε ευκαιρία να ακουστούν από τη ΣΠΟ.
Σύμφωνα με την εισήγηση των εφεσειόντων, οι εφεσίβλητοι, παρά το ότι είχαν στη διάθεσή τους τις ιατρικές εκθέσεις για τους εφεσείοντες, δεν τις θεώρησαν επαρκείς για να προβούν σε απόφαση ως προς την ικανότητα των εφεσειόντων για εργασία γι' αυτό και τους παρέπεμψαν να εξεταστούν από Ιατροσυμβούλιο στο οποίο και διαβίβασαν τις εν λόγω ιατρικές εκθέσεις. Όμως, παρά την κρίση των εφεσίβλητων ως προς την αναγκαιότητα εξέτασης των εφεσειόντων από το Ιατροσυμβούλιο, οι εφεσείοντες ουδέποτε κλήθηκαν ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου και, ως αποτέλεσμα, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς την απαραίτητη έρευνα.
Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων είναι πως η κατάσταση της υγείας τους ήταν τέτοια που αυτοί θα έπρεπε να εξεταστούν από Ιατροσυμβούλιο. Ο Διευθυντής, ο οποίος είχε την εξουσία να αποφασίσει κατά πόσο οι εφεσείοντες δικαιούνταν, λόγω ανικανότητας για εργασία, να λαμβάνουν δημόσιο βοήθημα, αποφάσισε αρχικά ότι έπρεπε να εξεταστούν από Ιατροσυμβούλιο. Τελικά, παρέπεμψε την υπόθεση μόνο στη ΣΠΟ της οποίας η πλειοψηφία των μελών δεν είναι ιατροί. Σύμφωνα με τους Καν. 2, 5 και 6 των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών (Σύσταση Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας) Κανονισμών του 2006 (ΚΔΠ 319/2016) η σύνθεση της ΣΠΟ στην οποία συμμετέχουν και ιατρικοί λειτουργοί, καθορίζεται ανάλογα με τη φύση του προβλήματος των αιτητών και οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Πουθενά όμως, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, δεν προκύπτει κατά πόσο υπήρξε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της σχετικής κανονιστικής διοικητικής πράξης. Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι ήταν απαραίτητη η γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου προτού αποφασιστεί το ζήτημα. Προβάλλουν, περαιτέρω, πως οι εφεσείοντες ουδέποτε έλαβαν ειδοποίηση να παρουσιαστούν ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου και οι εφεσίβλητοι προχώρησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να έχουν τη γνώμη του Ιατροσυμβουλίου την οποία αρχικά θεώρησαν αναγκαία.
Ο περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμος του 2006, Ν.95(Ι)/2006, προνοεί για τον τρόπο παροχής δημόσιου βοηθήματος ως είναι η παρούσα περίπτωση. Το άρθρο 3(10)(β) του Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:
«3(10) Δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται:
(α) ..
(β) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής εκούσια παραμένει άνεργος ή εκούσια υποαπασχολείται ή αρνείται να παρακολουθήσει πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης εγκεκριμένο από οποιαδήποτε αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο αιτητής ισχυρίζεται ότι είναι ανίκανος για εργασία, ο Διευθυντής μπορεί, αν κρίνει σκόπιμο, να τον παραπέμψει προς εξέταση από τη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα που αναφέρεται στο εδάφιο (13) του παρόντος άρθρου και να αποφασίσει, αφού ακούσει τις απόψεις της εν λόγω Ομάδας·»
Το εδάφιο (13) του ιδίου άρθρου προνοεί ως ακολούθως:
(13) Εάν η αίτηση για δημόσιο βοήθημα που υποβάλλεται από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανάπηρος, απορριφθεί και στη συνέχεια ο αιτητής ζητήσει επανεξέταση της αίτησής του, ο Διευθυντής προβαίνει στην επανεξέταση, αφού ακούσει τις απόψεις της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, η οποία καθιδρύεται και λειτουργεί με βάση Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο:»
Από τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες είναι εμφανές πως δεν απαιτείται η παραπομπή αιτητών δημόσιου βοηθήματος σε Ιατροσυμβούλιο σε περιπτώσεις όπου εγείρεται θέμα ανικανότητας. Μπορεί, όμως, η Διευθύντρια να παραπέμψει το θέμα στη ΣΠΟ, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση. Το γεγονός ότι αρχικά η Διευθύντρια ζήτησε όπως η υπόθεση παραπεμφθεί σε Ιατροσυμβούλιο, δε διαφοροποιεί τα πράγματα. Ως εκ τούτου, η Διευθύντρια κινήθηκε καθαρά εντός των πλαισίων των εξουσιών της και, έχοντας αυτό υπόψη, ο πρώτος και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτονται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εντοπίζεται πλάνη, καθότι στα τέσσερα μέλη της ΣΠΟ, που αποτελούσαν απαρτία, συμμετείχε και ειδικός γιατρός.
Ειδικότερα, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι λόγω του ότι οι παθήσεις που τους καθιστούσαν ανίκανους για εργασία ήταν πολλαπλές και σοβαρές, στα πλαίσια της ΣΠΟ απαιτείτο η εξέτασή τους από ιατρούς ειδικούς για τις παθήσεις τους. Παρά το ότι στον Καν. 2 της ΚΔΠ 319/2006 γίνεται επαρκής πρόνοια για συμμετοχή στη ΣΠΟ ειδικού γιατρού, η συμμετοχή του οποίου είναι απαραίτητη για να τελεί η ΣΠΟ σε απαρτία (Καν. 5), εν τούτοις σε κανένα πρακτικό δεν φαίνεται από ποιους συγκροτείτο η ΣΠΟ και εν γένει ότι οι εφεσίβλητοι πράγματι συμμορφώθηκαν με τα απαιτούμενα. Αυτό, φανερώνει από τη μια την ανάγκη για εξασφάλιση γνωμάτευσης του Ιατροσυμβουλίου και από την άλλη πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς επαρκή έρευνα ουσιωδών γεγονότων και συνεπώς υπό πλάνη.
Τα όσα περιστρέφονται γύρω από την υποχρέωση των εφεσιβλήτων για παραπομπή των εφεσειόντων σε Ιατροσυμβούλιο έχουν εξεταστεί στον πρώτο και τρίτο λόγο έφεσης, δεν χρειάζεται να επαναληφθούν και απορρίπτονται.
Δικαίως οι εφεσείοντες παραπονούνται για τη μη ύπαρξη πρακτικών των εργασιών της ΣΠΟ τα οποία θα φανέρωναν τη συγκρότησή της ώστε να ήταν εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Όπως ορθά επισημαίνουν οι εφεσείοντες, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκαν από τους εφεσίβλητους άσχετα με τον ουσιώδη χρόνο πρακτικά της ΣΠΟ και συγκεκριμένα πρακτικά ημερ. 19.4.2013. Εν προκειμένω, σχετικές είναι οι δύο επιστολές ημερ. 16.12.2011 με τις οποίες οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν πως η ΣΠΟ τους έκρινε ως ικανούς για εργασία, απορρίπτοντας τις αιτήσεις τους για δημόσιο βοήθημα και συνεπώς οτιδήποτε μετά από αυτή την ημερομηνία δεν μπορεί παρά να θεωρείται εκτός ουσιώδους χρόνου. Ελλείψει των εν λόγω πρακτικών ήταν ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος ως προς το κατά πόσο συμμετείχε ειδικός ιατρός κατά την εξέταση των εφεσειόντων και γενικότερα ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον της ΣΠΟ κατά την κρίσιμη συνεδρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του ως προς αυτό με αποτέλεσμα η πρωτόδικη απόφαση να πάσχει. Έχοντας αυτά υπόψη, ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους νομικούς λόγους που εγέρθηκαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς δέουσα έρευνα, πεπλανημένα και χωρίς δέουσα αιτιολογία.
Έχοντας υπόψη την ανωτέρω κατάληξη, η εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης παρέλκει.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Τόσο τα πρωτόδικα όσο και τα έξοδα της έφεσης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από την Ολομέλεια επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ