ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C178
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αναφορά Αρ. 1/2019
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
3 Ιουνίου, 2020
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
_ _ _ _ _ _
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ
Καθ΄ης η Αίτηση
Γνωμάτευση κατά πόσον ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί της Αναστολής των Διαδικασιών Εκποίησης Ενυπόθηκων Ακινήτων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2019» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 23, 25, 26, 28, 35 και 179 του Συντάγματος.
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Α. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α, για τον Αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για την Καθ' ης η Αίτηση Βουλή των Αντιπροσώπων.
_ _ _ _ _ _
Νικολάτος, Π.: Η Γνωμάτευση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση πλειοψηφίας θα δοθεί από τον υποφαινόμενο και με αυτή συμφωνούν οι Παμπαλλής, Παναγή, Παρπαρίνος, Σταματίου, Οικονόμου, Ψαρά-Μιλτιάδου και Μαλαχτός, ΔΔ.
Η απόφαση μειοψηφίας θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ. και με αυτή συμφωνούν οι Χριστοδούλου, Λιάτσος, Γιασεμής και Πούγιουρου, ΔΔ.
ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την Αίτηση αυτή ζητείται γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί της Αναστολής των Διαδικασιών Εκποίησης Ενυπόθηκων Ακινήτων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2019 (ο Νόμος) είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 23, 25, 26, 28, 35 και 179 του Συντάγματος.
Το άρθρο 3 του Νόμου προνοεί τα εξής:
«Παρά τις διατάξεις του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής, ουδεμία διαδικασία εκποίησης προς ικανοποίηση ενυπόθηκου δανειστή, αναφορικά με καθορισμένη πιστωτική διευκόλυνση εξασφαλισμένη με εμπράγματο βάρος επί ακινήτου συνιστώντος κύρια κατοικία, της οποίας ο οφειλέτης δυνητικά πληροί τα κριτήρια προς ένταξη στο «Σχέδιο Εστία», όπως αυτά καθορίζονται στο εν λόγω σχέδιο το οποίο εγκρίθηκε με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 26ης Ιουνίου, 2019 (Αριθμός Πρότασης 1193/2019), δύναται να αρχίσει και κάθε τέτοια εν εξελίξει διαδικασία διακόπτεται».
Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, περίοδος αναστολής σημαίνει την περίοδο που αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης της ισχύoς του Νόμου, μέχρι την 1.10.2019.
Κατά τον Αιτητή, το άρθρο 3 του Νόμου είναι ασύμβατο με τα Άρθρα 23, 25, 26, 28, 35 και 179 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 23 παραβιάζεται, κατά τον Αιτητή, επειδή περιορίζεται και/ή απαλλοτριώνεται το αγώγιμο δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή, έναντι του ενυπόθηκου οφειλέτη, να διεκδικήσει το οφειλόμενο προς αυτόν χρέος και/ή τα συμβατικά του δικαιώματα, τα οποία συνιστούν ιδιοκτησία, σύμφωνα με το Άρθρο 23.
Με το άρθρο 3 του Νόμου παραβιάζεται επίσης το Άρθρο 25 του Συντάγματος, διότι ο ενυπόθηκος δανειστής στερείται του δικαιώματος να ασκήσει επικερδή επιχείρηση, εξαιτίας της νομοθετικής παρέμβασης που του στερεί το δικαίωμα να διεκδικήσει τα οφειλόμενα, εις αυτόν, ποσά, δυνάμει της σύμβασης δανείου του με τον οφειλέτη.
Κατά τον αιτητή, το άρθρο 3 του Νόμου, παραβιάζει και το Άρθρο 26 του Συντάγματος, καθότι τροποποιεί, εκ των υστέρων, το περιεχόμενο ελευθέρως καταρτησθείσας σύμβασης. Με την αναστολή της διαδικασίας εκποίησης, την οποία παρέχει το άρθρο 3, αποστερείται ο ενυπόθηκος δανειστής από συμβατικό δικαίωμα που του παρέχει η σύμβασή του με τον οφειλέτη.
Το Άρθρο 28 επίσης παραβιάζεται από το άρθρο 3, σύμφωνα με τον Αιτητή, καθότι θέτει σε πλεονεκτική θέση, έναντι άλλων οφειλετών, συγκεκριμένη κατηγορία οφειλετών, δηλαδή αυτούς που, δυνητικά, πληρούν τα κριτήρια προς ένταξη στο «Σχέδιο Εστία», των οποίων το υποθηκευμένο ακίνητο είναι δεκτικό πώλησης ή πωλείται δυνάμει του Μέρους VIA του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου.
Εξαιτίας των προαναφερθέντων, το άρθρο 3 του Νόμου είναι ασύμβατο, κατ' επέκταση, και με τα ΄Αρθρα 35 και 179 του Συντάγματος, εισηγείται ο Αιτητής.
Με την Ένσταση της καθ' ης η Αίτηση, προβάλλεται ότι, καμία Συνταγματική διάταξη δεν παραβιάζεται από το άρθρο 3 του Νόμου, αλλά ότι ο Νόμος είναι καθόλα σύμφωνος με το Σύνταγμα.
Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι το κατά πόσον η Αίτηση αυτή συνεχίζει να έχει αντικείμενο, παρά τη λήξη της ισχύος του Νόμου.
Συμφωνώντας και δεσμευόμενοι από την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1994) 3 Α.Α.Δ. 64, θεωρούμε ότι έχουμε υποχρέωση να γνωματεύσουμε για τη συνταγματικότητα του Νόμου, παρά τη λήξη της ισχύος του, εφόσον ανάλογα με τη γνωμάτευση μας θα πρέπει να ενεργήσει ο Αιτητής (Δέστε: Άρθρα 52 και 140 του Συντάγματος).
Επί της ουσίας διαφωνούμε με τις εισηγήσεις του Αιτητή.
Εκείνο που επιφέρει το άρθρο 3 του Νόμου είναι η αναστολή, για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, της διαδικασίας εκποίησης ακινήτου συνιστώντος κύρια κατοικία, του δικαιώματος δηλαδή του ενυπόθηκου δανειστή να προβεί σε διαδικασία εκποίησης ακινήτου που εμπίπτει στην κατηγορία της κύριας κατοικίας, και ο ενυπόθηκος οφειλέτης, δυνητικά, πληροί τα κριτήρια ένταξης στο «Σχέδιο Εστία».
Η αναστολή της διαδικασίας εκποίησης αφορά μόνο στη διαδικασία που προνοείται από το Μέρος VIA του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο εκποίηση, από τον προαναφερθέντα Νόμο.
Το δικαίωμα εκποίησης, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, προστέθηκε με τον Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2014 (Νόμος 142(1)/2014) και αφορά ειδικά στη διαδικασία εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου, με δημόσιο πλειστηριασμό.
Η, δια Νόμου, παροχή πρόσθετου δικαιώματος, στον ενυπόθηκο δανειστή (πέραν εκείνων που προβλέπονται στο Μέρος VIA του Νόμου 142(1)/2014), να κινήσει διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου κτήματος, με δημόσιο πλειστηριασμό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαίωμα ιδιοκτησίας», προστατευόμενο από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. (Δέστε: Γεώργιος Χαραλάμπους κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005, Κουτσελίνη-Ιωαννίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 361, ECLI:CY:AD:2014:D750 και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργείου Οικονομικών, Γενικού Λογιστηρίου κ.α. v. χχχ Αυγουστή κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 177/18 κ.α., ημερ. 10.4.2020). Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος, από τον Νόμο.
Ούτε και το Άρθρο 25 του Συντάγματος παραβιάζεται από τον Νόμο. Ουδείς στερείται του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος ή επικερδούς επιχειρήσεως, από το άρθρο 3 του Νόμου. Τα δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστή να διεξάγει επικερδή επιχείρηση δεν παραβιάζονται από το άρθρο 3 του Νόμου, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζεται ο πυρήνας των δικαιωμάτων αυτών.
Το Άρθρο 26 κατοχυρώνει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως. Το άρθρο 3 του Νόμου δεν επηρεάζει οποιοδήποτε κεκτημένο συμβατικό δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη, αλλά αναστέλλει ένα δικαίωμα για συγκεκριμένο τρόπο εκποίησης μιας υποθήκης, που προστέθηκε με τον προαναφερόμενο Νόμο 142(1) του 2014. Επομένως, τα όσα παρατηρήθηκαν στην Αναφορά 1/2014, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (2014) 3 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2014:C828, δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Δεν υπάρχει, επομένως, ούτε παραβίαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 28 του Συντάγματος, επίσης δεν παραβιάζεται από τον Νόμο. Το άρθρο 3 αναστέλλει το συγκεκριμένο δικαίωμα εκποίησης με δημόσιο πλειστηριασμό, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπου δηλαδή το ενυπόθηκο ακίνητο είναι η κύρια κατοικία και ο ενυπόθηκος οφειλέτης ικανοποιεί τις προϋποθέσεις, δυνητικά, για να ενταχθεί στο «Σχέδιο Εστία».
Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με το άρθρο 3 γίνεται οποιαδήποτε αυθαίρετη διάκριση μεταξύ όμοιων καταστάσεων ή εξίσωση ανόμοιων καταστάσεων.
Ο ισχυρισμός του Αιτητή περί παραβίασης των Άρθρων 35 και 179 του Συντάγματος βασίζεται στις, κατ' ισχυρισμό, παραβιάσεις των προαναφερόμενων Άρθρων του Συντάγματος. Από τη στιγμή που αυτές δεν αποδεικνύονται, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των Άρθρων 35 και 179.
Για τους προαναφερόμενους λόγους γνωματεύουμε ότι ο Νόμος δεν παραβιάζει οποιοδήποτε Άρθρο του Συντάγματος.
Η παρούσα γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Μ. Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αναφορά Αρ. 1/2019)
3 Ιουνίου 2020
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π/ρος, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
Μεταξύ:
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητή
- ΚΑΙ -
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση
---------------------------------------------
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Α. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, για τον Αιτητή.
Α.Σ. Αγγελίδης με Σ.Α. Αγγελίδη, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.
-----------------------------------------------
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αποτελεί αξίωμα στη νομολογία ότι το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί ματαίω. Η διαχρονική αυτή θέση, επιβεβαιωμένη πλειστάκις σ΄ όλους τους τομείς του δικαίου, αστικούς, ποινικούς ή τους αφορώντες στο διοικητικό δίκαιο, δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη την κατ΄ εξοχήν ουσιαστική δικαιοδοσία αναφορικά με τον έλεγχο της συνταγματικότητας νομοθετήματος.
«Επί ματαίω», σημαίνει ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα ή χωρίς επιτυχία. Η ενασχόληση Δικαστηρίου επί οποιουδήποτε ενώπιον του θέματος εγειρομένου από τους διαδίκους προϋποθέτει διαφορά τέτοια που χρειάζεται επίλυση προς όφελος του ενός ή του άλλου. Με την απόφαση ορίζεται το δίκαιον του πράγματος με την επιτυχία του ενός και την αποτυχία του άλλου. Είτε πλήρης είτε μερική είναι η απόδοση του δικαίου προς τον ένα των διαδίκων, είτε σπανιότερα, η απόρριψη όλων των θέσεων αμφοτέρων ή όλων των διαδίκων, το σημαντικό που παραμένει από τη δικαστική κρίση είναι η επίλυση ενός ζητήματος που έχει σημασία. Ο καθορισμός δικαιωμάτων είναι το μείζον έργο του Δικαστηρίου.
Στον υπό αναφορά Νόμο, λαμβάνεται ως κοινός παρονομαστής η λήξη της ισχύος του ήδη από 1.10.2019. Σκοπός του Νόμου ήταν η διακοπή και αναστολή πάσης διαδικασίας δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου που αφορούσε σε εκποίηση κύριας κατοικίας από ενυπόθηκους δανειστές που είναι αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα υπό το φως του κυβερνητικού σχεδίου χορηγίας προς συγκεκριμένους δανειολήπτες («Σχέδιο Εστία»), που άρχιζε την 2.9.2019. Η αναστολή διαδικασιών κρίθηκε αναγκαία λόγω ασαφειών ως προς το εύρος των δικαιούχων του σχεδίου και του χειρισμού που θα τύγχαναν οι εν εξελίξει διαδικασίες εκποίησης κατοικιών ως προς δυνητικά επιλέξιμους δανειολήπτες.
Ηγέρθηκαν με την Αναφορά ζητήματα συνταγματικότητας των προνοιών του υπό αναφορά Νόμου και ιδιαιτέρως του άρθρου 3 αυτού ως προς τα Άρθρα 23, 25, 26, 28, 35 και 179 του Συντάγματος. Ο Γενικός Εισαγγελέας επιχειρηματολόγησε ότι παρά τη λήξη της ισχύος του υπό αναφορά Νόμου, η συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου είχε αντικείμενο διότι χωρίς κρίση επί της συνταγματικότητας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την υποχρέωση να υπογράψει το Νόμο με σκοπό τη δημοσίευση του. Αν το Δικαστήριο, δηλαδή, κρίνει ότι ο υπό αναφορά Νόμος είναι άνευ αντικειμένου ή απορριφθεί ως τέτοιος, τότε η υπογραφή του είναι αναγκαία σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 140. Σε τέτοια περίπτωση θα υπάρχει δημοσιευμένος Νόμος το αντικείμενο του οποίου είναι, κατά τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, τη συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα, εξώφθαλμα αντισυνταγματικός. Ο δικηγόρος της Βουλής δεν καταχώρησε αγόρευση, αφήνοντας το ζήτημα στο Δικαστήριο.
Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1994) 3 Α.Α.Δ. 64, αντιμετωπίστηκε παρόμοιο θέμα. Εκεί ο υπό αναφορά Νόμος, είχε λήξει την 31.12.1991, η δε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς τη κρίση επί της συνταγματικότητας καθυστέρησε για λόγους που δεν αφορούσαν το Δικαστήριο. Όταν το θέμα τελικώς συζητήθηκε, ήδη είχαν περάσει δύο και πλέον έτη από την ημερομηνία λήξης της ισχύος του υπό αναφορά Νόμου. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας σε συμφωνία με τους δικηγόρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, εισηγήθηκε προς το Δικαστήριο ότι ο υπό αναφορά Νόμος έπαυσε να έχει αντικείμενο και ως εκ τούτου δέον να απορρίπτετο. Το Δικαστήριο, αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και οκτώ Μέλη, διχάστηκε. Με πλειοψηφία αποτελούμενη από τον Πρόεδρο και τέσσερα Μέλη, κρίθηκε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος είχε αντικείμενο παρά την εκπνοή του χρόνου και, εν τέλει, κρίθηκε από την πλειοψηφία ως συνταγματικός. Η μειοψηφία εκ τεσσάρων Μελών ενώ κατά την αρχική εισήγηση συμφώνησε με την πλειοψηφία ως προς το ότι ο Νόμος δεν έπαυσε να έχει αντικείμενο, κατά τη μεταγενέστερη ίδια εισήγηση έκρινε, με αναφορά στο σύγγραμμα «Συνταγματικό Δίκαιο» Α. Ράϊκου Τόμος Α, Τεύχος Α, σελ. 185 ότι «θα αποτελούσε παραδοξότητα αν εδημοσιεύετο σήμερα ο επίδικος Νόμος, που περιέχει μόνο προσωρινές διατάξεις ..», οι οποίες είχαν ήδη προ πολλού εκπνεύσει. Και, καθώς σημειώθηκε, «Στην υπό κρίση Αναφορά παρουσιάζεται το πρωτόγνωρο φαινόμενο να μην υπάρχει αντικείμενο έρευνας, για τους λόγους που ανάφεραν ο Γενικός Εισαγγελέας και οι δικηγόροι της Βουλής, τους οποίους και υιοθετούμε.».
Ο νυν Γενικός Εισαγγελέας ακολούθησε στην υπό κρίση Αναφορά διαφορετική πορεία, ζητώντας Γνωμάτευση διαφορετικά θα καθίσταται υποχρεωτική η υπογραφή και δημοσίευση του υπό αναφορά Νόμου.
Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση. Όπως ορθά το Δικαστήριο ανέφερε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 1, η οποία ήταν η προηγηθείσα ομόφωνη απόφαση επί της ίδιας εισήγησης στην ήδη μνημονευθείσα υπόθεση, και στην οποία είχε αρχικά εγερθεί ζήτημα ότι η Αναφορά είχε παύσει να έχει αντικείμενο λόγω του ότι είχαν ενδιαμέσως εγκριθεί από τη Βουλή κανονισμοί βάσει της προϋπάρχουσας νομοθεσίας για τη ρύθμιση της λιανικής τιμής πώλησης πετρελαιοειδών για την περίοδο που καλύπτετο από τις διατάξεις του κρινόμενου Νόμου, «Αποκλειστικός σκοπός της δικαστικής αρμοδιότητας που παρέχεται από το άρθρο 140 είναι ο προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας του κρινόμενου νόμου.».
Είναι αυτός ο προληπτικός έλεγχος, μοναδικός στο δικαιοδοτικό σύστημα που ακολουθείται στη Δημοκρατία, που ακριβώς δίδει το στίγμα ότι το αντικείμενο της εξέτασης πρέπει να συναρτάται προς το αποτέλεσμα της. Προκύπτει ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις Αναφοράς με βάση το Άρθρο 140 ώστε να είναι δυνατή η επίκληση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς γνωμάτευση. Οι αναγκαίες προϋποθέσεις που τίθενται για Αναφορά εξέλιπαν εφόσον δεν υπάρχει πλέον νόμος «που τίθεται εν ισχύει» κατά το λεκτικό της πιο πάνω συνταγματικής πρόνοιας. Η από 1.10.2019 λήξη της ισχύος του υπό αναφορά Νόμου επέφερε καταλυτικές συνέπειες: τόσο την έλλειψη προϋποθέσεων παροχής γνωμάτευσης, όσο και την απώλεια του αντικειμένου του.
Νοηματικά, έλεγχος χωρίς παραμένον αντικείμενο είναι, εκ των πραγμάτων, παραδοξότητα. Σκοπός του προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας είναι η παροχή γνωμάτευσης προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι νόμος που θεσπίσθηκε από τη Βουλή δεν προσκρούει στις διατάξεις του Συντάγματος με αποτέλεσμα να μπορεί να υπογραφεί και να δημοσιευτεί. Εδώ δεν τίθεται θέμα πρόσκρουσης εφόσον ο Νόμος είχε καταργηθεί ουσιαστικά με τη λήξη της ισχύος του πριν τη δημοσίευση του (βλ. «Συνταγματικό Δίκαιο» Α. Ράϊκου (ανωτέρω)). Η οποιαδήποτε υποβολή Αναφοράς εξυπακούει την ύπαρξη νόμου ο οποίος θα τύχει γνωμάτευσης «προ της εκδόσεως του», ώστε σε περίπτωση που κριθεί συνταγματικός αυτός να υπογραφεί και να ισχύει από της δημοσιεύσεως του. Συμφώνως του Άρθρου 82 του Συντάγματος οι νόμοι και οι αποφάσεις της Βουλής «τίθενται εν ισχύει από της δημοσιεύσεως ..». Τα ίδια προνοούνται και από τα άρθρα 6 και 7 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1.
Ασφαλώς η δημοσίευση του συνεπάγεται ρύθμιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προς τους αποδέκτες του Νόμου. Και είναι μ΄ αυτή την έννοια που πρέπει να διαβάζεται το Άρθρο 140 και η παραπομπή σε αυτό σε νόμο ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η λογική υπαγορεύει ότι δεν παρίσταται ανάγκη για το Ανώτατο Δικαστήριο να γνωματεύσει επί νόμου ή αποφάσεως η οποία πλέον δεν υφίσταται.
Στην προκείμενη περίπτωση η έκδοση του Νόμου ακόμη και σε περίπτωση κρίσεως επί της συνταγματικότητας του, θα ήταν άμεσα θνησιγενής εφόσον ουδέν αποτέλεσμα ή επίπτωση θα έχει. Ο νόμος παρά τη δημοσίευση του θα είναι ήδη ανενεργός και δεν θα τεθεί σε ισχύ. Αυτοδικαίως, με το ίδιο το λεκτικό του, έχει καταργηθεί.
Μη αποσυρομένης της Αναφοράς, κρίνουμε ότι δεν υφίσταται λόγος παροχής Γνωμάτευσης. Η Αναφορά απορρίπτεται.
Η παρούσα γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.