ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C189
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 121/2013)
11 Μαΐου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητο/Καθ΄ου η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Στ. Μαξιούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλο και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την
Εφεσείουσα.
Γ. Κωνσταντινίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Ν. Χρυσομηλά (κα) για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία ΔΕΠΕ, για
Ενδιαφερόμενα Μέρη Μέρη Ε. Κυριάκου και Ρ.
Πατσαλίδου.
Καμιά εμφάνιση για Ενδιαφερόμενο Μέρος Διονύση Καζαμία.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόρριψη της προσφυγής την οποία καταχώρησε η εφεσείουσα εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να διορίσουν στη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου (Γενικά Διοικητικά Θέματα), Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, με σύμβαση εργοδότησης ορισμένου χρόνου τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί αυτής.
Με την έφεση εγείρονται εννέα λόγοι έφεσης, ενώ προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων ως προς την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αποσύρθηκε και, ως εκ τούτου, δε θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προβούν σε ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας και δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή των προσόντων από τους υποψήφιους και/ή του πλεονεκτήματος.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι η αξιολόγηση της απόδοσης στην προφορική συνέντευξη έτυχε της δέουσας αιτιολόγησης (λόγος έφεσης 3), ενώ παραγνωρίστηκε πλήρως η απόδοση των υποψηφίων στη γραπτή εξέταση με αποφασιστικό κριτήριο επιλογής των ενδιαφερομένων μερών την προφορική συνέντευξη (λόγος έφεσης 4). Με τον δε πέμπτο λόγο έφεσης προτείνεται ότι παραγνωρίστηκε το μεταπτυχιακό της εφεσείουσας.
Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν παραγνωρίστηκαν τα πρόσθετα προσόντα της εφεσείουσας, ενώ με τον έβδομο λόγο έφεσης προτείνεται ότι παρανόμως συμμετείχε ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας Οικονομικών και Ανθρώπινου Δυναμικού και μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης στον καθορισμό των θεμάτων των γραπτών εξετάσεων, καθότι είχε ιδιάζουσα σχέση με έναν από τους υποψηφίους.
Ο όγδοος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη σύνθεση της Διοικούσας Επιτροπής των εφεσίβλητων κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 16.9.2009 η οποία, κατά τον ισχυρισμό, πάσχει ενόψει της παρουσίας δύο μελών τα οποία απουσίαζαν κατά την προηγούμενη συνεδρία ημερομηνίας 17.6.2009, συνεδρία η οποία δεν ασχολήθηκε με προκαταρκτικής φύσεως θέματα, αλλά με θέματα ουσίας.
Τέλος, με τον ένατο λόγο έφεσης η εφεσείουσα εξαιτείται όπως εξεταστούν όλοι οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι ηγέρθηκαν πρωτοδίκως, καθώς και όλοι οι λόγοι έφεσης στην παρούσα.
Θα εξετάσουμε πρώτα τον όγδοο λόγο έφεσης που άπτεται της αρμοδιότητας του οργάνου και πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης.
Λόγος έφεσης 8
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι κατά τη συνεδρία από την οποία τα δύο μέλη απουσίαζαν λήφθηκε απόφαση σε θέματα ουσίας, αφού εγκρίθηκε μία επιπλέον θέση προς πλήρωση και αποφασίστηκε το πρόσωπο το οποίο θα αναλάμβανε ως Πρόεδρος της Επιτροπής Επιλογής.
Είναι φανερό πως κατά την πιο πάνω συνεδρία δεν λήφθηκε οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση. Ούτε και εξηγεί η εφεσείουσα γιατί θεωρεί ουσιαστικά τα θέματα που αποφασίστηκαν κατά τη διάρκειά της, ως είναι ο ισχυρισμός της.
Σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 2000, Ν. 158(Ι)/2000,
«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισ΅ένο θέ΅α πρέπει να διεξάγεται από την αρχή ΅έχρι το τέλος από τα ίδια ΅έλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου ΅ετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει ΅ε τη συ΅΅ετοχή ΅ελών που ήταν απόντα στις προηγού΅ενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν ΅πορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε ΅ε προκαταρκτικά θέ΅ατα ή όταν τα ΅έλη τα οποία λα΅βάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενη΅ερω΅ένα σχετικά ΅ε όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»
Είναι φανερό από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου πως, εάν απουσιάζοντα μέλη από μία συνεδρία συμμετέχουν στην επόμενη, δεν υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα εφόσον στη συνεδρία από την οποία απουσίαζαν συζητήθηκαν μόνο προκαταρκτικά θέματα. Εν προκειμένω, τα συζητηθέντα θέματα ήταν προκαταρκτικά και, ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε ενέργεια προς τη συμμετοχή των εν λόγω μελών στην επόμενη συνεδρία.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η σύνθεση της Επιτροπής ήταν νόμιμη και, ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης 8 θα πρέπει να απορριφθεί.
Πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης
Προβάλλεται ότι για να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να υπάρχει καταγραμμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας, όπως και έρευνα περί της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αφού, στην παρούσα περίπτωση, τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν προσκομίσει τα απαραίτητα αποδεικτικά.
Αποτελεί πάγια νομολογία πως η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου και πως το Δικαστήριο παρεμβαίνει μόνο εάν διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή πλάνη ή μη εύλογα επιτρεπτή ερμηνεία (βλ. Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3ΑΑΔ 1328 και Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3ΑΑΔ 28). Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν προκειμένω, δεν εντοπίζεται διοικητικό σφάλμα. Όπως καταγράφεται στα πρακτικά, εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν οι αιτήσεις των υποψηφίων και τα συνοδεύοντα πιστοποιητικά, από τη συσταθείσα Επιτροπή Επιλογής, στα οποία παρατίθενται με λεπτομέρεια τα ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα των υποψηφίων, και στη συνέχεια από την Επιτροπή Αξιολόγησης, καθώς και κατά πόσο τηρήθηκαν οι προθεσμίες υποβολής αιτήσεων. Πέραν αυτών, το διοικητικό όργανο δεν χρειαζόταν να καταγράψει οποιαδήποτε περαιτέρω λεπτομέρεια και, ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης 1 δεν ευσταθεί. Είναι προφανές από τα τηρηθέντα πρακτικά ότι δεν υπήρξε ανάγκη για οποιαδήποτε ιδιαίτερη ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας. Το λεκτικό θεωρήθηκε σαφές από το αρμόδιο όργανο και αυτό το οποίο έμενε ήταν να ενταχθούν σ΄ αυτό το σχέδιο τα διάφορα προσόντα των υποψηφίων. Δεν είναι κάθε σχέδιο υπηρεσία που χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης και ερμηνείας.
Επίσης, προβάλλεται ότι ανεπιτρέπτως το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ουσία, προχώρησε σε πρωτογενή έλεγχο ως προς την κατοχή από τα ενδιαφερόμενα μέρη των απαιτούμενων προσόντων είτε του πλεονεκτήματος, υποκαθιστώντας το διοικητικό όργανο στηριζόμενο στα όσα πρόβαλαν οι δικηγόροι των ενδιαφερομένων μερών και των εφεσίβλητων, ουσιαστικά ως μαρτυρία.
Ως προς τον ανωτέρω ισχυρισμό, παρατηρείται ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ. 8 της απόφασης στους ισχυρισμούς της αιτήτριας και στο ότι αυτοί «αντικρούονται ικανοποιητικά μέσω της αγόρευσης του καθ' ου η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών», δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ασκήθηκε πρωτογενής έλεγχος, αλλά στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ως προς τις παραπομπές των καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, στο οποίο στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να απορρίψει τους εν λόγω ισχυρισμούς.
Πέραν τούτου, παρατηρείται πως απονεμήθηκαν στο ΕΜ1 2.5 μονάδες για πλεονέκτημα κατοχής τριετούς πείρας και άλλη 0.5 μονάδα για πείρα σχετική με τα καθήκοντα, πέραν της απαιτούμενης. Η Επιτροπή Επιλογής, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 12.9.2009, σημείωσε πως το ΕΜ1 εργάστηκε από τον Νοέμβριο του 2006 μέχρι την ημέρα διεξαγωγής της προφορικής εξέτασης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως Βοηθός Λειτουργός Μηχανογράφησης. Από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι τον Οκτώβριο του 2006 στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου ως Τεχνικός Κτηματολογίου και από τον Σεπτέμβριο του 2003 μέχρι τον Μάιο του 2005 στο Κολλέγιο «Κέντρο Ανώτερων Σπουδών Αμμοχώστου», με Εκπαιδευτικά και Διοικητικά Καθήκοντα. Υπολογισμός των πιο πάνω περιόδων, μέχρι την ημέρα της δημοσίευσης της θέσης (17.5.2009), φανερώνει πως υπερκαλύπτει τόσο την απαιτούμενη διετή πείρα, όσο και την τριετή πείρα του πλεονεκτήματος, καθώς και την πείρα σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, που της αναγνωρίστηκε. Ο ισχυρισμός ότι η πείρα που το ΕΜ1 απέκτησε ως Λειτουργός Μηχανογράφησης, αλλά και ως Τεχνικός Κτηματολογίου είναι άσχετη με την επίδικη θέση δεν στοιχειοθετείται επαρκώς και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε απόρριψη.
Ως προς το ΕΜ2 βάλλεται το γεγονός ότι θεωρήθηκε προσοντούχο μόνο με την κατοχή του μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Η Σημείωση 2 όμως του Σχεδίου Υπηρεσίας ρητά καταγράφει πως «ο όρος Πανεπιστημιακό πτυχίο ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό πτυχίο ή τίτλο». Παρατηρείται πως η εν λόγω Σημείωση δεν περιέχει προϋπόθεση, ως η εισήγηση, δηλαδή το μεταπτυχιακό να έχει διάρκεια φοίτησης τουλάχιστον τριών ή τεσσάρων ετών. Συνεπώς, η θέση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Αναφορικά με το ΕΜ3 προβάλλεται ότι το μεταπτυχιακό του στις Διεθνείς Επιχειρήσεις είναι άσχετο, αλλά και πάλιν χωρίς να στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός. Συνεπώς, ελλείψει στοιχειοθέτησης, ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, και ο δεύτερος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγοι έφεσης 3 και 4
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η αιτιολογία που δόθηκε για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη μέσα από την οποία η προφορική συνέντευξη μετατράπηκε στο καθοριστικό κριτήριο επιλογής, παραγνωρίζοντας την απόδοση στη γραπτή εξέταση στην οποία η εφεσείουσα έλαβε την ψηλότερη βαθμολογία (λόγος έφεσης 4). Επιπλέον, κατά τον ισχυρισμό, αναδύεται αντιφατικότητα μεταξύ του βαθμού απόδοσης και του σχολιασμού απόδοσης κατά την προφορική συνέντευξη, αφού η αριθμητική αξιολόγηση της εφεσείουσας με το βαθμό 11/20 δε συνάδει με το σχολιασμό που δόθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης για την απόδοσή της κατά την προφορική συνέντευξη.
Ξεκινώντας από τον πιο πάνω τελευταίο ισχυρισμό παρατηρείται ότι η εφεσείουσα, σε αντίθεση με τα ΕΜ, δεν απάντησε καθόλου σε συγκεκριμένη ερώτηση, έδωσε μη ικανοποιητικές απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα, ενώ σε άλλη ερώτηση δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απάντησή της. Στις δε υπόλοιπες ερωτήσεις, οι απαντήσεις της ήταν απλά ικανοποιητικές. Κατά τα άλλα, υιοθετούνται πλήρως τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε για τα πιο πάνω προβαλλόμενα από την εφεσείουσα, ως ακολούθως:
«Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης φαίνεται να στοιχειοθετείται. Αντίθετα, όπως διαπιστώνεται από το τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας του καθ΄ ου η αίτηση, ως προς το θέμα της αξιολόγησης του αποτελέσματος της προφορικής συνέντευξης, γίνονται ξεχωριστά για κάθε ένα υποψήφιο και γενικά σχόλια, τα οποία αναφέρονται στη δημιουργηθείσα εντύπωση των μελών ως προς το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του, αλλά και επί μέρους επεξηγήσεις ως προς το θέμα του σε ποιες συγκεκριμένες ερωτήσεις ο υποψήφιος είχε δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις, και σε ποιες όχι. Ακολουθεί δε η απόδοση βαθμολογίας 1-20 μονάδων η οποία συνιστά την εκτίμηση - αξιολόγηση των μελών ως προς την απόδοση, αξιολόγηση η οποία δεν φαίνεται να μη συνάδει προς τα σχόλια τα οποία προηγούνται. Ενας παρόμοιος τρόπος αξιολόγησης είχε κριθεί ως ικανοποιητικός από το παρόν Δικαστήριο και στην απόφαση στην Υπόθεση αρ. 1399/2008 Δρουσιώτης ν. ΤΕ.ΠΑ.Κ. ημερ. 22.6.2012. Κρίνω πως ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται ως προς το θέμα της προφορικής συνέντευξης.
Παρόλον ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης έχει ως επικεφαλίδα το θέμα της μη επαρκούς αιτιολόγησης της αξιολόγησης κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, εντούτοις η αιτήτρια κάτω από αυτό το λόγο εγείρει και το θέμα ότι το καθ΄ ου η αίτηση παραγνώρισε πλήρως το στοιχείο της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη γραπτή εξέταση η οποία είχε προηγηθεί.
Είναι γεγονός, ότι σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά και άλλα κατατεθέντα έγγραφα, οι υποψήφιοι οι οποίοι κρίθηκαν ως προσοντούχοι (51 τον αριθμό) κλήθηκαν σε γραπτή εξέταση και εξετάστηκαν κατά την 11.7.2009 29 υποψήφιοι, όπως αναφέρεται και στο πρακτικό συνεδρίασης του καθ΄ ου η αίτηση ημερ. 12.9.209. Αυτό δε, η διεξαγωγή δηλαδή γραπτής εξέτασης, προνοείτο και ειδικά στο Σχέδιο Υπηρεσίας των επίδικων θέσεων (Σημείωση αρ. 4). Η βαθμολόγηση της γραπτής εξέτασης θα ήταν 0-100 και όπως προκύπτει από τον σχετικό κατάλογο αποτελεσμάτων, η αιτήτρια πέρασε με επιτυχία τη γραπτή εξέταση, βαθμολογηθείσα μάλιστα με 82,50 που είναι ο ψηλότερος βαθμός από όλους τους υποψηφίους.
Παρόλον τούτο, είναι γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν φαίνεται να γίνεται μνεία αυτού του γεγονότος ή του στοιχείου της βαθμολογίας κατά τη γραπτή εξέταση γενικότερα. Όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συμφωνήσω ότι αγνοήθηκε από το καθ΄ ου η αίτηση το στοιχείο της βαθμολογίας της αιτήτριας και των υποψηφίων όλων γενικότερα, κατά τη λήψη της απόφασης. Αντίθετα, όπως φαίνεται και από το σχετικό Κατάλογο που επισυνάπτεται ως Παράρτημα ΙΙΙ στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι μονάδες τις οποίες κέρδισε π.χ. η αιτήτρια, ήτοι 82,50 μονάδες από τη γραπτή εξέταση προστέθηκαν με τις μονάδες που εξασφάλισε κατά την προφορική εξέταση (11 μονάδες) με αποτέλεσμα η συνολική βαθμολογία της να ανερχόταν σε 93,50 μονάδες από σύνολο 138. Τελικά δε επιλέγηκαν για διορισμό τα ενδ. μέρη τα οποία είχαν εξασφαλίσει 99/138, 97/138 και 95/138 μονάδες αντίστοιχα.
Επομένως δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι αγνοήθηκε η επίδοση της αιτήτριας κατά τη γραπτή εξέταση, ούτε και ότι δόθηκε βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη, περισσότερη από την προκηρυχθείσα ή την εύλογη υπό τις περιστάσεις.»
Προκύπτει, επομένως, ότι η απόδοση της εφεσείουσας κρίθηκε συνολικά, έχοντας υπόψη τόσο το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης, όσο και το αποτέλεσμα της προφορικής.
Συνεπώς, απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 3 και 4.
Λόγος έφεσης 5
Η εφεσείουσα προβάλλει πως, παρά το ότι οι εφεσίβλητοι ουδέποτε αμφισβήτησαν την κατοχή του μεταπτυχιακού της τίτλου και, κατ' επέκταση, του πλεονεκτήματος, εν τούτοις δεν της αποδόθηκαν οι ανάλογες μονάδες για την κατοχή του, οι οποίες θα την τοποθετούσαν στη δεύτερη θέση προς επιλογή. Υπό πλάνη το διορίζον όργανο κατέγραψε στο πρακτικό ημερομηνίας 12.9.2009 ότι η εφεσείουσα παρακολουθεί μαθήματα για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, αφού είχε επισυναφθεί στην αίτηση σχετικό πιστοποιητικό ότι είχε ολοκληρώσει τον απαιτούμενο κύκλο μαθημάτων. Περαιτέρω, ο μεταπτυχιακός τίτλος αποκτήθηκε πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων.
Από την πλευρά τους οι εφεσίβλητοι αντιτείνουν πως, ούτε στην αίτηση επισυνάφθηκε τίτλος, ούτε στην προφορική εξέταση προσκομίστηκε τέτοιος, οπότε δεν υπήρξε πλάνη από μέρους τους και, συνεπώς, η πρωτόδικη κρίση είναι ορθή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα ακόλουθα σε σχέση με το εν λόγω θέμα:
«Όπως αναφέρει σχετικά η αιτήτρια, τον ανωτέρω τίτλο τον απέκτησε κατά την 29.5.2009. Επειδή όμως δεν είχε στα χέρια της έγγραφη πιστοποίηση της εξασφάλισης του τίτλου λόγω γραφειοκρατικής διαδικασίας, επί της αίτησης της για διορισμό στις επίδικες θέσεις κατέγραψε ότι ο μεταπτυχιακός της τίτλος «αναμένεται τον Ιούνιο 2009» ενώ υπέβαλε και πιστοποιητικό στο οποίο αναφερόταν ότι είχε ολοκληρώσει επιτυχώς τον απαιτούμενο για την απόκτηση του κύκλο μαθημάτων και παρέμενε μόνο η αξιολόγηση της διπλωματικής της εργασίας.
Ως εκ των ιδίων των αναφορών της ίδιας της αιτήτριας, είναι παραδεκτό το γεγονός ότι κατά την ημερομηνία που υπέβαλλε την αίτησή της και κατά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων που σύμφωνα με την προκήρυξη ήταν η 10.6.2009, δεν είχε ακόμα εξασφαλίσει ούτε και βέβαια είχε επισυνάψει στην αίτησή της οποιοδήποτε πιστοποιητικό ή βεβαίωση περί της τελικής απόκτησης του μεταπτυχιακού της τίτλου. Όπως δε ρητά επρονοείτο στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, οι αιτήσεις θα έπρεπε να συνοδεύονται με αντίγραφα των πιστοποιητικών των ακαδημαϊκών προσόντων των υποψηφίων. Ο δε ουσιώδης χρόνος κατά τον οποίο θα πρέπει οι υποψήφιοι να κατέχουν τα σχετικά προσόντα, είναι η τελευταία ημέρα που καθορίζεται για την υποβολή των αιτήσεων για διορισμό (Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429).
Επομένως ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.»
Θεωρούμε ότι το βάρος που σε αυτή τη περίπτωση αναλογεί στους εφεσίβλητους δεν μπορεί παρά να συναρτηθεί με τις πληροφορίες που η εφεσείουσα έθεσε ενώπιόν τους. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα στο μέρος Β της αίτησής της «Εκπαίδευση/Προσόντα» κατέγραψε πως αναμένεται ο βαθμός της για το Μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA) στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου με περίοδο φοίτησης μεταξύ 02/2007-06/2009. Στο δε μέρος 32, που αφορούσε τα επισυνημμένα αντίγραφα, σημείωσε «√» στην υποδιαίρεση 6, «Μεταπτυχιακό Δίπλωμα (με αναλυτική κατάσταση βαθμολογίας)». Περαιτέρω, επισύναψε βεβαίωση ημερομηνίας 2.4.2009, πως με την επιτυχή συμπλήρωση της μεταπτυχιακής διατριβής της θα της απονέμετο ο τίτλος. Κατά την προφορική εξέταση, δεν παρέδωσε τον τίτλο ο οποίος, παρά το ότι φέρει ημερομηνία 29.5.2009, της παραδόθηκε μετά την υποβολή της αίτησής της.
Είναι φανερό πως κανένα από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον των εφεσιβλήτων δεν υποδηλούσε ότι η εφεσείουσα πράγματι είχε αποκτήσει τον εν λόγω τίτλο. Αντιθέτως, αυτά παρέπεμπαν σε εκκρεμότητα ως προς την απόκτηση του τίτλου εφόσον θα έπρεπε να προηγηθεί η επιτυχής ολοκλήρωση της μεταπτυχιακής διατριβής. Εν προκειμένω, δεν ζητείται από τους εφεσίβλητους διευκρίνιση επί προσκομισθέντων στοιχείων, αλλά η έρευνα με σκοπό τη διαπίστωση κατοχής νέου στοιχείου, κάτι που σαφώς είναι απαράδεκτο και που αποτελεί καθαρά ευθύνη του κάθε υποψηφίου.
Ως εκ των ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη πλάνης και συνακόλουθα ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.
Λόγος έφεσης 6
Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν παραγνωρίστηκαν τα πρόσθετα προσόντα της εφεσείουσας. Ειδικότερα εισηγείται πως, στην απουσία διοικητικής επί τούτου κρίσης, πρωτογενώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το δίπλωμα της εφεσείουσας στις Μαγειρικές Τέχνες ήταν άσχετο με τα καθήκοντα της θέσης. Για να ισχυριστεί, εν τέλει, πως «σε κάθε περίπτωση, η εφεσείουσα δεν ισχυρίστηκε ότι το δίπλωμα στις Μαγειρικές Τέχνες που κατέχει είναι σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης». Είχε, όμως, επισυνάψει βεβαιώσεις που αποδείκνυαν σχετική πρόσθετη πείρα και γνώσεις λογιστικής, Αγγλικών και Γερμανικών.
Είναι γεγονός πως από όλα στα οποία η εφεσείουσα αναφέρεται πιο πάνω, η γνώση της Γερμανικής γλώσσας δεν σημειώθηκε από την Επιτροπή Επιλογής στα πρακτικά που τηρήθηκαν για την προφορική εξέταση των υποψηφίων, ημερομηνίας 12.9.2009. Η πλάνη όμως της Επιτροπής δεν ήταν τέτοια που να επιδράσει ουσιαστικά στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν γένει, αποδόθηκαν μονάδες σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 4 του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία (Τροποποιητικού) Νόμου του 2006 (Ν. 97(Ι)/2006) για την αξιολόγηση των υποψηφίων. Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε μεμπτό.
Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Λόγος έφεσης 7
Η εφεσείουσα προβάλλει ότι παρανόμως συμμετείχε ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας Οικονομικών και Ανθρώπινου Δυναμικού και μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης στον καθορισμό των θεμάτων των γραπτών εξετάσεων καθότι είχε ιδιάζουσα σχέση με έναν από τους υποψηφίους. Παραβιάστηκαν έτσι οι αρχές της αμεροληψίας, της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης. Οι αρχές αυτές, κατά την εφεσείουσα, παραβιάστηκαν και για το λόγο ότι η τελική κρίση διαμορφώθηκε μετά που τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων ήταν ήδη γνωστά στα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης και όταν υπήρχε η δυνατότητα αλλαγής της κατάταξης μέσω της αξιολόγησης της προφορικής συνέντευξης.
Όπως εξηγείται στον απορριφθέντα τρίτο λόγο έφεσης, η κατανομή του βαθμού της εφεσείουσας, όπως και των ΕΜ, έγινε στη βάση των απαντήσεών τους, έτσι ώστε να μην χωρούν ισχυρισμοί ως οι ανωτέρω αναφορικά με το ενδεχόμενο πάσχουσας διαδικασίας ενόψει της βαθμολογίας των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.
Περαιτέρω, ο εν λόγω Προϊστάμενος πράγματι συμμετείχε ως θεματοθέτης της Επιτροπής. Στις 26.6.2009 σημειώθηκε στο πρακτικό συνεδρίας της Επιτροπής Αξιολόγησης πως ο ίδιος, από την ανάγνωση των ονομάτων των υποψηφίων, διαπίστωσε ότι υπάρχει ιδιάζουσα σχέση με ένα από τους υποψηφίους και αποχώρησε από τη συνεδρία. Δεν συμμετείχε στη διόρθωση των γραπτών, ούτε και στην παραπέρα διαδικασία. Αυτό το γεγονός, μαζί με το γεγονός ότι η εφεσείουσα εξασφάλισε στη γραπτή εξέταση ψηλότερη βαθμολογία από τους υπόλοιπους υποψήφιους, ούτως ή άλλως, οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόρριψη του ισχυρισμού ως έκδηλα αβάσιμου.
Παρατηρούμε, περαιτέρω, πως προκύπτει εν προκειμένω μία παραδοξότητα. Σε περίπτωση επιτυχίας αυτού του λόγους έφεσης, θα πρέπει να διεξαχθούν εκ νέου οι γραπτές εξετάσεις με διαφορετικούς θεματοθέτες, με αποτέλεσμα, η εφεσείουσα απαραδέκτως να φύγει από αυτή τη δικαστική διαδικασία με λιγότερα από όσα είχε όταν καταχώρησε την προσφυγή της.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 7.
Λόγος έφεσης 9
Η εφεσείουσα εξαιτείται όπως εξεταστούν όλοι οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι ηγέρθηκαν πρωτοδίκως, καθώς και όλοι οι λόγοι έφεσης στην παρούσα.
Ορθά παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου πως δεν πρόκειται για αυθύπαρκτο λόγο έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, έχουν τύχει εξέτασης όλα όσα προβάλλονται από την εφεσείουσα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με 2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΧΤΘ