ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μιχάλης Χατζητζιοβάννης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης amp;amp;amp; Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα. Θάσος Χατζηλούκας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-04-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΑΜΠΡΙΑΝΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 247/2012, 28/4/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:C131

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 247/2012

(Υπόθεση Αρ. 63/2007)

 

                                                           28 Απριλίου, 2020                                                          

 

[K ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ,

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

xxx ΛΑΜΠΡΙΑΝΟΥ,

 

                                                           Εφεσείοντος/Αιτητή,

 

-  ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.         ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.         ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

                       Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση.

Μιχάλης Χατζητζιοβάννης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Θάσος Χατζηλούκας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

----------------------

   ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

                 

     Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-   Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή Yπ. Aριθμό 63/2007 του εφεσείοντα. Η προσφυγή του συνεκδικάστηκε με δέκα άλλες προσφυγές. Με επτά από αυτές, συμπεριλαμβανομένης αυτής του εφεσείοντα, προσβαλλόταν ως άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε αποτελέσματος η απόφαση των εφεσιβλήτων, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27.10.2006, να εγκρίνουν την τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, παρά την ένσταση των αιτητών.  Με ένσταση-αίτημα του, ο εφεσείων είχε ζητήσει όπως τα τεμάχια 4x8 και 4x9 του Φ/Σχ.45/60 στο Αναβαργός της Επαρχίας Πάφου, ενταχθούν από τη ζώνη προστασίας Δα2 στην περιφερειακή οικιστική ζώνη Κα9.

 

Έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασκήθηκε και από τον αιτητή στις προσφυγές Υπ. Αρ. 58/2007 και 59/2007, αποσύρθηκαν όμως εκκρεμούσης της διαδικασίας μετά που αυτός απεβίωσε.

 

Τα παράπονα του εφεσείοντα πρωτόδικα επικεντρώθηκαν, κυρίως, στη μη τήρηση των προβλεπόμενων από το Νόμο διαδικασιών, στη βάση ότι δεν φαινόταν στα έγγραφα που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι στην Ένστασή τους ότι αυτές είχαν τηρηθεί.  Δεν φαινόταν, επίσης, κατά πόσο υπήρχε νόμιμη σύνθεση και λειτουργία του Πολεοδομικού Συμβουλίου, πότε αυτό συνέστησε την Επιτροπή Πολεοδομικού Συμβουλίου («η Επιτροπή»), ποιοι την απάρτιζαν, πώς και πότε εξετάστηκε η ένσταση του εφεσείοντα και κατά πόσο έγινε δέουσα έρευνα, αν ίσχυε ή όχι η εισήγηση της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων («ΕΜΕ») για απόρριψη της ένστασης του.  Για τα ζητήματα αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι με την ένσταση τους, «τα ογκώδη παραρτήματα που επισύναψαν, αλλά και με τα ογκώδη τεκμήρια τα οποία παρουσίασαν υπό μορφή τηρουμένων διοικητικών φακέλων», παρουσιάζονταν να απαντούν στα ερωτήματα, ανησυχίες και αμφισβητήσεις του εφεσείοντα.   Σημείωσε περαιτέρω ότι:

 

«Παρόλον τούτου οι αιτητές, με την κοινή για όλες τις προσφυγές Απαντητική αγόρευσή τους, επανέρχονται με παρόμοιες αμφισβητήσεις, τις οποίες όμως δε συγκεκριμενοποιούν.

 

Ενώ, για παράδειγμα, στην αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση επεξηγείται λεπτομερώς η ακολουθηθείσα διαδικασία και γίνεται παραπομπή σε κατατεθέντα τεκμήρια, σε απάντηση, οι αιτητές απλά ισχυρίζονται ότι "δεν ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες" του Νόμου, "ακολουθήθηκε μια διαδικασία η οποία δεν προνοείται στη νομοθεσία, η οποία είναι παράνομη" κλπ. Επιμένουν οι αιτητές ότι έπρεπε να είχε συσταθεί Κοινό Συμβούλιο και ο Υπουργός να υιοθετούσε το τροποποιηθέν Τοπικό Σχέδιο και ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε. Το ερώτημα είναι πως δεν έγινε, αφού, όπως εξηγείται στην αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση και όπως επιβεβαιώνεται από τηρηθέντα πρακτικά τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια, και Κοινό Συμβούλιο συστάθηκε, και ποιοι το απάρτιζαν αποκαλύπτεται και πότε αυτό καταρτίστηκε σε σώμα και για όλες τις συνεδρίες του τηρήθηκαν πρακτικά κλπ.»

 

 

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων επαναφέρει, ουσιαστικά, ενώπιον της Ολομέλειας, όλα τα θέματα που ήγειρε στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, με πρώτο θέμα αυτό της μη τήρησης της διαδικασίας που προβλέπεται από τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972 ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), η οποία κατά την εισήγησή του, ήταν η ακολουθητέα (1ος λόγος έφεσης).  Με τον ίδιο λόγο έφεσης εγείρει θέμα μη νόμιμης σύνθεσης και/ή συγκρότησης των οργάνων που συμμετείχαν στη διαδικασία, ειδικότερα του Κοινού Συμβουλίου, της ΕΜΕ και της Επιτροπής, η οποία συστάθηκε  από το Πολεοδομικό Συμβούλιο και λειτούργησε κατά την εξέταση των ενστάσεων.

 

Αναπτύσσοντας τον λόγο έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσης του, ο εφεσείων παραπέμπει στις πρόνοιες του άρθρου 18 του Νόμου[1] το οποίο, όπως αναφέρεται στον πλαγιότιτλο, αφορά στη Δημοσίευση Τοπικού Σχεδίου και Σχεδίου Περιοχής, εισηγούμενος ότι η ανάθεση των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός») σε οποιοδήποτε άλλο σώμα για εξέταση των ενστάσεων έπρεπε να είχε γίνει δυνάμει διατάγματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5 και ή 17 του Νόμου[2].   Αντί τούτου, η ανάθεση που έγινε δυνάμει σχετικού διατάγματος δεν έγινε νομότυπα και, εν πάση περιπτώσει, δεν εφαρμόστηκαν σωστά οι πρόνοιες του άρθρου 18.  Όσον αφορά «το επίπεδο Ε.Μ.Ε.» (Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων), δεν έγιναν νομότυπα οι συνεδριάσεις και δεν φαίνεται να κλήθηκαν «όλα τα πρόσωπα» όπως, για παράδειγμα, εμπειρογνώμονες, ενώ η σύσταση και λειτουργία της ΕΜΕ δε διαφαίνεται από τους διοικητικούς φακέλους ούτε διαφάνηκε από αυτούς η τήρηση πρακτικών των συνεδριάσεων των συμμετεχόντων «στο άτυπο αυτό όργανο» και αν κλήθηκαν οποιοιδήποτε εμπειρογνώμονες ή άλλοι.  Ο Νόμος δεν προέβλεπε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τη διοίκηση.  Συνεπώς δεν συγκροτήθηκαν νόμιμα τα όργανα.

 

Οι εφεσίβλητοι επαναλαμβάνουν αυτολεξεί τη γραπτή αγόρευση που καταχώρησαν στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, με την προσθήκη, ως κατάληξη, ότι υιοθετούν και επαναλαμβάνουν «ως την ορθότερη αντίκριση των επίδικων θεμάτων» την πρωτόδικη απόφαση, βάσει της οποίας εξαιτούνται την απόρριψη της έφεσης.

 

Οι παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθές.  Τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία φανερώνουν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, ενώ η συγκρότηση των οργάνων ήταν νόμιμη.  Συγκεκριμένα, ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν τα άρθρα 5 και 17 του Νόμου, εξέδωσε τα Κανονιστικά Διατάγματα ΚΔΠ 57/2001, ΚΔΠ 343/2001 και ΚΔΠ 725/2004 με τα οποία εκχώρησε στο Πολεοδομικό Συμβούλιο όλες τις αρμοδιότητες του δυνάμει, μεταξύ άλλων, των άρθρων 14 και 15 του Νόμου, αναφορικά με την αναθεώρηση και τροποποίηση Τοπικών Σχεδίων και Σχεδίων Περιοχής, ενώ ανατέθηκαν στους κατά τόπο αρμόδιους Επαρχιακούς Λειτουργούς και στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως οι εξουσίες του προς πολεοδομικό έλεγχο και επιβολή πολεοδομικού ελέγχου. 

 

Η αξιολόγηση δε των ενστάσεων στην προκειμένη περίπτωση και η σχετική έρευνα για τη διαμόρφωση τους προς το Υπουργικό Συμβούλιο, καθορίστηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών μέσω μιας διαδικασίας ευρείας συμμετοχής και πολύπλευρης συζήτησης, η οποία περιγράφεται σε σχετική εγκύκλιο του Υπουργού (Παράρτημα Α στο Τεκμήριο 35, πρωτοδίκως). Σύμφωνα με αυτή, καθήκον για το συντονισμό και σύγκληση των συνεδριών της ΕΜΕ, ρόλος της οποίας ήταν να εξετάζει τις υποβληθείσες ενστάσεις και να συμβουλεύει το Πολεοδομικό Συμβούλιο ανάλογα, είχε ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. 

 

Το ζήτημα της φυσιογνωμίας της ΕΜΕ και οι επιπτώσεις που έχει η απόφαση της,  απασχόλησαν την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Θεμιστός Θεμιστού ν Κυπριακή Δημοκρατία, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 59/2011, ημερομηνίας 19.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:C557 με αναφορά στους λόγους  ακύρωσης που είχαν προβληθεί πρωτόδικα και απέτυχαν.  Αυτοί αφορούσαν στη μη τήρηση πρακτικών της ΕΜΕ και άλλα συναρτώμενα ελαττώματα τα οποία, όπως σημείωσε η Ολομέλεια, ο εφεσείων συσχέτιζε «με παραβίαση των άρθρων 20-24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99, αλλά και γενικότερα με πάγιες νομολογημένες αρχές που αφορούν τη σύνθεση, συγκρότηση και τον τρόπο ενέργειας συλλογικών οργάνων».  Αποτέλεσε εισήγηση του εφεσίβλητου ότι η ύπαρξη της ΕΜΕ και η συμβουλευτική της συμμετοχή «δεν την ανήγαγε σε όργανο αρμοδιότητας αλλά και ούτε σε συλλογικό όργανο που θα έπρεπε να διέπεται από τις πιο πάνω επιταγές είτε από τη νομολογία είτε από το νόμο, ως άνω».  Οι θέσεις του εφεσείοντα απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«΄Εχουμε μελετήσει τις σχετικές περί του αντιθέτου εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, καθώς και τη νομολογία που έχει παραθέσει. Με όλο το σεβασμό δεν προκύπτει από τις δοθείσες αποφάσεις οποιαδήποτε τέτοια υποχρέωση. ’λλωστε, όπως επισημαίνεται και πρωτοδίκως, η Επιτροπή τήρησε πρακτικό από το οποίο φαίνεται με επάρκεια η εργασία της καθώς και η κατάληξη της επί των ενστάσεων. ΄Οσα δε κατέγραψε, έστω και αν οι συνεδριάσεις παρουσιάζουν τα προβαλλόμενα ελαττώματα, παρέχουν όλο το υλικό για να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η τελική απόφαση είναι άλλου οργάνου και η συμβουλευτική υφή των εισηγήσεων της Επιτροπής ομού με την μη ύπαρξη επιταγής εκ του νόμου για τη συμμετοχή της δεν οδηγεί σε ακυρότητα της διαδικασίας λόγω μη εφαρμογής αυστηρού τύπου στις συνεδριάσεις της. Εκείνο που εντέλει έχει σημασία είναι η ύπαρξη αιτιολογίας στην πράξη του αποφασίζοντος οργάνου (βλ. Ράφτης ν. Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. (2002)3 Α.Α.Δ. 345). λλωστε και ο ίδιος ο Νόμος 158(Ι)/99 στην ερμηνεία των σχετικών όρων δίδει τις δύο έννοιες ως εξής:

«διοικητική αρχή» σημαίνει διοικητικό όργανο που έχει αποφασιστική αρμοδιότητα»

«διοικητικό όργανο» σημαίνει το μονομελές ή συλλογικό διοικητικό όργανο της κεντρικής διοίκησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που είναι διοικητική αρχή».

 

Συνεπώς και εκ του ίδιου του Νόμου απαντάται (και δικαιολογείται) η διαφοροποίηση η οποία υιοθετήθηκε πρωτοδίκως μεταξύ οργάνου με αποφασιστική αρμοδιότητα και οργάνου με συμβουλευτική αρμοδιότητα.»

 

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά παρατηρεί ο εφεσείων, η συγκρότηση της ΕΜΕ δεν προβλεπόταν από το νόμο ούτε επιβαλλόταν η συγκρότηση της από κανονισμούς. Αποτελούσε εσωτερική διοικητική δομή, αναγκαία για την διεκπεραίωση του διοικητικού καθήκοντος και απαρτιζόταν, όπως φαίνεται από τα πρακτικά των συνεδρίων της που έλαβαν χώρα στις 10 και 16 Σεπτεμβρίου 2004, από  εκπρόσωπο της αρμόδιας Τοπικής Διοίκησης, εκπρόσωπο της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου και εκπρόσωπο του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, προφανώς δυνάμει εσωτερικών εξουσιοδοτήσεων. Η ΕΜΕ αποτελεί, κατά πάγια νομολογία, συμβουλευτικό όργανο το οποίο συστήνεται από τον Υπουργό Εσωτερικών προς υποβοήθηση του κατά την μελέτη των ενστάσεων[3], εν προκειμένω αναφορικά με την επιδιωκόμενη τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου. Δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα.  Ο συμβουλευτικός ρόλος της ΕΜΕ φαίνεται τόσο από την εγκύκλιο του Υπουργού, ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία «Ο Διευθυντής Πολεοδομίας και Οικήσεως υποβάλλει το έντυπο μελέτης της ένστασης όπου καταγράφονται οι απόψεις των μελών της ΕΜΕ, στο Πολεοδομικό Συμβούλιο», όσο και από την αναφορά του Προέδρου της ΕΜΕ στα πιο πάνω πρακτικά της, ότι «Η Ε.Μ.Ε. συστάθηκε ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Εσωτερικών και ο ρόλος της είναι να εξετάσει τις υποβληθείσες ενστάσεις και να συμβουλεύσει ανάλογα το Πολεοδομικό Συμβούλιο».  Οι εισηγήσεις της ΕΜΕ υποβλήθηκαν στο Πολεοδομικό Συμβούλιο με σκοπό να διαμορφώσει τις δικές της εισηγήσεις και σχόλια αναφορικά με κάθε ένσταση, δεν συνέστησε όμως το αίτημα του εφεσείοντα «λόγω ανάγκης διασφάλισης της απορροής των ομβρύων υδάτων στον παρακείμενο χείμαρρο καθώς και για την προστασία της οποιασδήποτε χλωροπανίδας της περιοχής.»

 

Ο εφεσείων παραπονείται, εξ άλλου, ότι δεν τηρήθηκαν οι διαδικασίες, ούτε διαφάνηκε πότε συστάθηκε η Επιτροπή, η οποία επεξεργάσθηκε προκαταρτικά τις ενστάσεις μετά την υποβολή των εισηγήσεων της ΕΜΕ. Σημειώνουμε ότι η Επιτροπή συστάθηκε από το Πολεοδομικό Συμβούλιο, δυνάμει του  Κανονισμού 12 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Πολεοδομικό Συμβούλιο) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 163/73[4].  Σύμφωνα με συνοπτικό σημείωμα-πρακτικό των συνεδριάσεων της Επιτροπής για την περίοδο 4.3.2005-14.6.2005, αυτή απαρτιζόταν από τους κυρίους Γιάννο Παπαδόπουλο, Ανδρέα Ασσιώτη και Σοφοκλή Σοφοκλέους, οι οποίοι ήταν μέλη, επίσης, του Πολεοδομικού Συμβουλίου. Η δε σύνθεση και συγκρότηση του Πολεοδομικού Συμβουλίου φαίνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας του ημερομηνίας 13 Σεπτεμβρίου 2005, κατά την οποία μελέτησε, μεταξύ άλλων, την ένσταση του εφεσείοντα και την απέρριψε, υιοθετώντας την εισήγηση της Επιτροπής.

 

Όσον αφορά την εισήγηση του εφεσείοντα ότι δεν έγινε νόμιμη σύσταση του Κοινού Συμβουλίου, παρατηρούμε ότι το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε και δεν συζητήθηκε πρωτόδικα. Κατά κανόνα, μόνο θέματα που εγείρονται πρωτόδικα είναι δυνατό να εγερθούν και να συζητηθούν κατ' έφεση, (βλ., μεταξύ άλλων, Framespex Ltd ν Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 7).  Εξαίρεση αποτελούν τα θέματα δημόσιας τάξης, όπως είναι η μη νόμιμη σύσταση διοικητικού οργάνου.  Ωστόσο, ο γενικός και αόριστος τρόπος με τον οποίο τέθηκε το ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να εξειδικεύεται γιατί ο εφεσείων θεωρεί ότι η σύσταση του Κοινού Συμβουλίου δεν ήταν νόμιμη,  δεν επιτρέπει την εξέτασή του.  Για το Κοινό Συμβούλιο, τέθηκαν πρωτόδικα άλλες θέσεις, παράτυπα όμως, με την απαντητική αγόρευση του εφεσείοντα και χωρίς να είχαν εξειδικευθεί στους νομικούς λόγους της προσφυγής.  Συγκεκριμένα, προβλήθηκε από τον εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να είχε συσταθεί Κοινό Συμβούλιο και πως δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη στο Νόμο διαδικασία σε όλα τα στάδια της.   Παρόλο ότι με βάση τον προαναφερόμενο κανόνα, τα ζητήματα αυτά δεν έπρεπε να είχαν απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτό τα εξέτασε και διαπίστωσε, ορθά, με βάση το ενώπιόν του υλικό ότι  «και Κοινό Συμβούλιο συστάθηκε, και ποιοι το απάρτιζαν αποκαλύπτεται και πότε αυτό καταστίστηκε σε σώμα και για όλες τις συνεδριάσεις του τηρήθηκαν πρακτικά κλπ».  Σημειώνουμε ειδικότερα την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 28.12.2000 για διορισμό «Κοινών Συμβουλίων», σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου και τα πρακτικά της Ολομέλειας του Κοινού Συμβουλίου (Τεκμήρια 36 και 37 πρωτοδίκως, αντίστοιχα). 

 

Ούτε η εισήγηση του εφεσείοντα ότι η σύσταση της ΕΜΕ δεν ήταν νομότυπη λόγω της μη κλήσης εμπειρογνωμόνων, μας βρίσκει σύμφωνους.  Η ΕΜΕ δεν είχε τέτοια υποχρέωση, αλλά εφόσον έκρινε τούτο σκόπιμο μπορούσε να καλέσει εκπρόσωπους από άλλες υπηρεσίες ή τμήματα.  Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται από το ενώπιον μας υλικό ότι στη διαδικασία συμμετείχαν εκτός από δημόσιες υπηρεσίες, εκπρόσωποι οργανωμένων φορέων και οργανώσεων, όπως, για παράδειγμα, ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού («ΚΟΤ»), οι απόψεις του οποίου ενσωματώθηκαν στην έκθεση του Προέδρου του Κοινού Συμβουλίου.  Πριν δε αποφασίσει για τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί, το αποφασίζον όργανο, το Πολεοδομικό Συμβούλιο, επίσης έλαβε υπόψη τις απόψεις του ΚΟΤ (σχετικά είναι τα πρακτικά της 508ης και της 510ης συνεδρίας).

 

Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, ενώ θεωρεί εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έγινε η δέουσα έρευνα και δόθηκε επαρκής αιτιολογία.  Εσφαλμένη θεωρεί και την κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, αφού εισηγείται, με τη διατηρηθείσα ζώνη Δα2 η ιδιοκτησία του κατέστη, ουσιαστικά, άνευ οποιασδήποτε αξίας ή σημασίας και δεν μπορεί να τύχει ανάπτυξης, ως ήταν ο προορισμός και στόχος της.  Συνεπώς στερείται την απόλαυση αυτής, κατά παράβαση του ’ρθρου 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Αρχίζοντας από το τελευταίο, σημειώνεται ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ανάπτυξης ιδιοκτησίας.  Προσεγγίζοντας το θέμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παράθεσε εκτενές απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημηριάδη κ.ά ν Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά (1996) 3 ΑΑΔ 85, όπου λέχθηκε, μεταξύ άλλων ότι:

 

«Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.

 

Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους. Η οικοδομική ανάπτυξη είναι αλληλένδετη με τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Στη Simonis and Another ν. Imp. Board Latsia (1984) 3 C.L.R. 109, κρίθηκε ότι η χρήση γης για οικοδομικούς σκοπούς και, γενικά, η οικοδομική ανάπτυξη αποτελεί κοινοτική υπόθεση, υποκείμενη στο πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής στην οποία ευρίσκεται. Η απόφαση στη Simonis υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ορθή έκφραση του δικαίου στις υποθέσεις Lanitis E.C. Estates Ltd. και ’λλοι ν. Δημοκρατίας και ’λλου (ανωτέρω), και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και ’λλοι ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ. 63/82, κ.ά. - 5/4/1990)»

 

  Όπως τέθηκε το ζήτημα στη Lanitis E.C. Estates Ltd et al v Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3252:

 

«Ο καθορισμός των πολεοδομικών ζωνών που επέβαλε περιορισμούς στις οικοδομές, ή στη χρήση της ακίνητης ιδιοκτησίας, δε δημιουργεί δικαιώματα στους ιδιώτες-ιδιοκτήτες. Η σχετική νομοθεσία δίδει την εξουσία στις Αρμόδιες Αρχές επιβολής τέτοιων περιορισμών όχι υπέρ συγκεκριμένων ατόμων αλλά για την ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου. Ο Δαγτόγλου στο βιβλίο του Γενικό Διοικητικό Δίκαιο (Α-Β τόμος), αναφέρει τα εξής σχετικά στη σελίδα 124:

 

 

"Μόνη η νομοθετική θεμελίωση υποχρεώσεως της διοικήσεως δεν δημιουργεί κατ' ανάγκη δημόσια δικαιώματα των ιδιωτών, έστω και αν αυτοί απολαμβάνουν τα λεγόμενα αντανακλαστικά δικαιώματα (Reflexrechte) ή, ορθότερο, αντανακλάσεις δικαιωμάτων, (Rechtsrerflexe), ευμενείς δηλαδή επιρροές κανόνων αντικειμενικού δικαίου στην υποκειμενική κατάσταση του ιδιώτη. Έτσι, νομοθετικές διατάξεις π.χ. για προστασία του περιβάλλοντος (άρθρ. 24 παρ. 1 Συντ.) δημιουργούν πάντοτε αντανακλαστικά δικαιώματα, αλλά όχι κατ' ανάγκη και γνήσια δημόσια δικαιώματα. Το δημόσιο δικαίωμα πρέπει λοιπόν να στηρίζεται σε κανόνα δικαίου που δεν ετέθη μόνο χάριν του (γενικού ή ειδικού) δημοσίου συμφέροντος αλλά αποκλειστικώς ή κυρίως χάριν του ενδιαφερομένου ιδιώτη."»

 

Υπενθυμίζεται δε από την Ολομέλεια στην  Photos Karseras Manhattan Properties and Developers Investments Ltd κ.ά ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, Α.Ε. 24/2011 ημερ. 18.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:C365 η πάγια νομολογία ότι:

 

 «. η δήλωση πολιτικής που εκπονείται από τις αρμόδιες αρχές αποτελεί ένα ιδιάζον τεχνικό ζήτημα και δεν εναπόκειται στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει με τη δική του κρίση τον τρόπο ανάπτυξης της γης, ούτε και βεβαίως να ελέγξει την ευχέρεια που έχει η διοίκηση ως προς τα όρια της ανάπτυξης μέσω των τοπικών σχεδίων και των πολεοδομικών ζωνών. Η εκπόνηση τέτοιων σχεδίων και ζωνών αποτελούν κατ΄ εξοχήν τεχνικά θέματα τα οποία παραμένουν ανέλεγκτα από το Δικαστήριο».

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, το παράπονο του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. 

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί έλλειψης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, οι εφεσίβλητοι επισημαίνουν ότι στην ένσταση του ο εφεσείων δεν πρόβαλε οποιοδήποτε πολεοδομικό λόγο για ικανοποίηση του αιτήματος του για ένταξη των τεμαχίων του με αρ.4x8 και 4x9, Φ/Σχ.45/60 από Ζώνη Προστασίας Δα2 σε Οικιστική Ζώνη Κα9, αλλά μόνο αυστηρά προσωπικούς λόγους οι οποίοι δεν μπορούσαν να στηρίξουν και δικαιολογήσουν το αίτημα του.  Ωστόσο, η Διοίκηση προέβηκε σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων.

 

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε σχετικά με την οριστικοποίηση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, καταγράφεται σε σχετική Έκθεση του Πολεοδομικού Συμβουλίου ημερομηνίας 1.12.2005.  Σύμφωνα με αυτή, για τη μελέτη των 718 ενστάσεων που υποβλήθηκαν στον Υπουργό κατά των προνοιών του τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου Πάφου, ακολουθήθηκε η διαδικασία που καθορίστηκε με εγκύκλιο του Υπουργού «Αξιολόγηση των Ενστάσεων και Τροποποίηση (Οριστικοποίηση) των Τοπικών Σχεδίων,  Διαδικασία Μελέτης Ενστάσεων».   Αναφέρεται δε για την ΕΜΕ ότι κατά τη διαδικασία μελέτης των ενστάσεων απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στις γενικές κατευθυντήριες αρχές της Έκθεσης του Υπουργού, στη Γενική Στρατηγική του Τοπικού Σχεδίου Πάφου και στα συμπεράσματα που εξάγονται από όλα τα δεδομένα και στοιχεία.  Μελέτησε σε λεπτομέρεια την κάθε ένσταση, και έλαβε υπόψη την ουσία και τα χαρακτηριστικά της κάθε ιδιοκτησίας, καθώς και τις οποιεσδήποτε ιδιαιτερότητες δεν είχαν  εντοπισθεί κατά τη διαδικασία αναθεώρησης.  Η Επιτροπή, μελέτησε σε έξι συνεδριάσεις της και με «κάθε προσοχή» τις 718 ενστάσεις κατά του Τοπικού Σχεδίου Πάφου «με τη βοήθεια πινάκων, χαρτών, λεπτομερών σχεδίων και φωτογραφιών, που ετοιμάστηκαν από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως», το οποίο ενεργούσε ως τεχνικός σύμβουλος του Πολεοδομικού Συμβουλίου, περιλαμβανομένων και των πρακτικών των συνεδριάσεων της ΕΜΕ. Σχετικοί με το αίτημα-ένσταση του εφεσείοντα, είναι αριθμός χαρτών. Σημειώνουμε, μεταξύ άλλων, τους χάρτες, Τεκμήρια 6, 7 και 27-34, πρωτοδίκως. Εκτιμώντας το ενώπιόν τους υλικό, τόσο η ΕΜΕ όσο και η Επιτροπή, εισηγήθηκαν την απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντα λόγω ανάγκης διασφάλισης της απορροής των ομβρίων υδάτων στον παρακείμενο χείμαρρο, καθώς και για την προστασία της οποιασδήποτε χλωροπανίδας της περιοχής. Η ολομέλεια του Πολεοδομικού Συμβουλίου μελέτησε τις ενστάσεις κατά τη διάρκεια δεκαεπτά συνεδριάσεων. Όπως καταγράφεται στα πρακτικά του Πολεοδομικού Συμβουλίου ημερομηνίας 13.9.2005, ο Πρόεδρος και τα Μέλη του μελέτησαν το σύνολο των εγγράφων που αφορούν στην εξέταση των ενστάσεων για την περιοχή του Δήμου Πάφου και ενημερώθηκαν πλήρως σχετικά με τα αναγκαία στοιχεία για τη λήψη της τελικής τους απόφασης. Μετά από αυτή τη διαβεβαίωση, αποφασίστηκε από το Πολεοδομικό Συμβούλιο, κατά πλειοψηφία, όπως υιοθετήσει την εισήγηση της Επιτροπής για απόρριψη των αιτημάτων για επέκταση Οικιστικών Ζωνών εις βάρος Ζωνών Προστασίας Δα για τους λόγους που καταγράφονται «στο Παράρτημα» (Παράρτημα Ε, πρακτικό Συνεδριάσεων Επιτροπής Πολεοδομικού Συμβουλίου για την περιοχή Πάφου 4.3.05-14.6.05). Στο Παράρτημα αυτό καταγράφεται και η συμφωνία της Επιτροπής με τη θέση της ΕΜΕ για τη μη σύσταση  του αιτήματος του εφεσείοντα, για το λόγο που αναφέρεται ανωτέρω. Θα πρέπει δε να παρατηρηθεί εδώ, ότι στην Έκθεση του Υπουργού για την αναθεώρηση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου περιέχεται το βασικό κατευθυντήριο πλαίσιο για αποφυγή επεκτάσεων των Οικιστικών και Εμπορικών Ζωνών.  Τα τεμάχια του εφεσείοντα ενέπιπταν στην ίδια ζώνη προστασίας από το 1999 ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οικοδομικούς σκοπούς, ενώ προηγουμένως η ζώνη ήταν γεωργική, δηλαδή λιγότερο περιοριστική.   

 

Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα είναι ανεδαφικό, ορθή δε είναι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δόθηκε επαρκής αιτιολογία και έγινε επαρκής έρευνα.

 

Αβάσιμο θεωρούμε και το παράπονο του εφεσείοντα περί παραβίασης του δικαιώματος του για ακρόαση.  Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να τον ακούσουν πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης Γνωστοποίησης Πολεοδομικών Ζωνών όπως αυτός εισηγείται. Δικαίωμα ακρόασης, παρέχεται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 43 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν.158(Ι)/1999), σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί δυσμενώς από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης, αρχή η οποία βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Η υποχρέωση, όμως,  της διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο δεν εκτείνεται σε σχέση με διαδικασίες, καθαρά διοικητικής φύσεως,  (Βλ. Παπακόκκινου  κ.ά. ν Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 510 και Kontemeniotis v C.B.C. (1982) 3 CLR 1027).  Εν προκειμένω, ο Νόμος δεν παρείχε στον εφεσείοντα δικαίωμα ακρόασης, ενώ η όλη διαδικασία ήταν καθαρά διοικητικής φύσεως.

 

Καταλήγουμε ότι όλες οι αιτιάσεις του εφεσείοντα ορθά απορρίφθηκαν πρωτοδίκως.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

                                                          Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                          Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                          Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                          Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

 



[1] «18.—(1) Πριν ο Υπουργός προβεί στην εκπόνηση ή την Τροποποίηση Τοπικού Σχεδίου ή Σχεδίου Περιοχής ή στην υιοθέτηση ή την έγκριση ενός τέτοιου Σχεδίου που υποβλήθηκε προς αυτόν δυνά΅ει του άρθρου 16 ή του άρθρου 17, οφείλει να συ΅βουλευτεί και να λάβει υπόψη την έκθεση του Κοινού Συ΅βουλίου και τις απόψεις και εισηγήσεις οποιουδήποτε προσώπου, σώ΅ατος ή αρχής που θα υποβληθούν σε αυτόν, κατά τα οριζό΅ενα στα άρθρα 12Α και 12Γ:

 

Νοείται ότι η πιο πάνω έκθεση του Κοινού Συ΅βουλίου υποβάλλεται στον Υπουργό εντός εύλογου χρόνου που ορίζεται από το Υπουργικό Συ΅βούλιο.

 

(2) Εφόσον εκπονηθεί, τροποποιηθεί, υιοθετηθεί ή εγκριθεί Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής κατά τα οριζό΅ενα στο προηγού΅ενο εδάφιο, ο Υπουργός καταθέτει αντίγραφο του Σχεδίου αυτού στο γραφείο κάθε τοπικής αρχής, η περιοχή της οποίας ε΅πίπτει στην περιοχή του Σχεδίου, στο γραφείο της οικείας Επαρχιακής ∆ιοίκησης και στα κεντρικά και στο οικείο επαρχιακό γραφείο του Τ΅ή΅ατος Πολεοδο΅ίας και Οικήσεως και δη΅οσιεύει σχετική γνωστοποίηση.

[..]»

 

[2] 5.—(1) Τηρου΅ένων των διατάξεων του παρόντος Νό΅ου, ο Υπουργός δύναται να ΅εταβιβάση, εάν δε τούτο απαιτηθή υπό του Υπουργικού Συ΅βουλίου δέον να ΅εταβιβάση, εις οιονδήποτε πρόσωπον, σώ΅α ή αρχήν την εξουσίαν ασκήσεως οιονδήποτε των δυνά΅ει του παρόντος Νό΅ου αρ΅οδιοτήτων του. Η τοιαύτη ΅εταβίβασις δύναται να γίνη εις διάφορα πρόσωπα, σώ΅ατα ή αρχάς εν σχέσει προς διαφόρους περιοχάς ή εν σχέσει προς την άσκησιν διαφόρων αρ΅οδιοτήτων.

(2) Η τοιαύτη ΅εταβίβασις διενεργείται διά ∆ιατάγ΅ατος εκδιδο΅ένου υπό του Υπουργού και δη΅οσιευο΅ένου εν τη επισή΅ω εφη΅ερίδι της ∆η΅οκρατίας.

 

[..]

 

17. Υπό την επιφύλαξιν τοιούτων όρων και αιπαιτήσεων ή περιορισ΅ών οίους ήθελεν ορίσει, ο Υπουργός δύναται, διά ∆ιατάγ΅ατος, να ΅εταβιβάση εις οιονδήποτε πρόσωπον, σώ΅α ή αρχήν το καθήκον της εκπνονήσεως οιουδήποτε Τοπικού Σχεδίου και της ΅ετά ταύτα αναθεωρήσεως και τροποποιήσεως αυτού. Παν Σχέδιον εκπονηθέν δυνά΅ει τοιούτων ΅εταβιβασθεισών εξουσιών απαιτείται όπως υποβληθή εις τον Υπουργόν συ΅φώνως προς τους όρους του ∆ιατάγ΅ατος, ο δε Υπουργός δύναται να απορρίψη παν τοιούτο Σχέδιον ή να εγκρίνη τούτο είτε άνευ τροποποιήσεως είτε ΅ετά τοιούτων τροποποιήσεων οίας θεωρεί καταλλήλους. ’΅α ως δοθή γνωστοποίησις περί της υπό του Υπουργού εγκρίσεως οιουδήποτε Σχεδίου υποβληθέντος αυτώ συ΅φώνως προς το παρόν άρθρον, το Σχέδιον θεωρείται, διά τους σκοπούς του παρόντος Νό΅ου, ως Σχέδιον εκπονηθέν υπό του Υπουργού, υπό την επιφύλαξιν δε των εξουσιών αυτού προς ΅εταβίβασιν αρ΅οδιοτήτων η αναθεώρησις και τροποποίησις αυτού αποτελεί ευθύνην του Υπουργού

[3] Αντιθέτως, στην Χ΄Κυριάκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ70/2010, ημερ. 9.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:C410 κρίθηκε, στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, ότι η ΕΜΕ είχε αποφασιστική αρμοδιότητα να εκδίδει εκτελεστές διοικητικές πράξεις.

[4] Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει:

  «(1) Το Συμβούλιον δύναται να συνιστά εκ των ιδίων αυτού μελών Επιτροπάς δια γενικούς ή ειδικούς σκοπούς οίτινες κατά την γνώμην αυτού θα ετύγχανον καλυτέρας ρυθμίσεως ή διαχειρίσεως υπό τινος Επιτροπής, κατόπιν δε συνεννοήσεως μετά του Υπουργού ορίζει ως πρόεδρον εκάστης τοιαύτης επιτροπής εν των μελών αυτής.

  [..]»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο