ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:C52
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 40/2014)
(Υπ. Αρ. 1694/2011)
7 Φεβρουαρίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΔ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx DE SILVA (MRS xxx xxx xxx SENAWIRATHNAJ)
Εφεσείοντα/Αιτητή
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Ή ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ων η Αίτηση
__________
Μ. Παρασκευά, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Γρηγορίου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
__________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή του Εφεσείοντα κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερ. 28.11.2011, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για παραχώρηση ασύλου και με την οποία κηρύχθηκε παράνομος αλλοδαπός και διατάχτηκε η απέλαση του, προσβάλλεται με ένα μόνο λόγο έφεσης, ότι: «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή λανθασμένα και/ή πεπλανημένα και/ή αδικαιολόγητα και χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς αποφάνθηκε ότι η συνέντευξη του Αιτητή πληρούσε τις προδιαγραφές και την ποιότητα που απαιτείται σύμφωνα με το νόμο και τη νομολογία». Επομένως, το μόνο επίδικο στην έφεση ζήτημα είναι η ορθότητα της επιμέρους πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την συνέντευξη του Εφεσείοντα.
Η προσωπική συνέντευξη αιτητή ασύλου προνοείτο από την εν ισχύ νομοθεσία. Διεξαγόταν από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και ήταν στοιχείο που λαμβανόταν υπόψη από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας κατά την εξέταση της αίτησης. Από την απόφαση του Προϊσταμένου χωρούσε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Ο Εφεσείοντας υπόβαλε αίτηση ασύλου την 1.2.2005 και κλήθηκε σε συνέντευξη δύο φορές, την 13.1.2006 και την 10.3.2010. Η αίτηση του εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας την 17.1.2011, κατάληξη που επικυρώθηκε την 28.11.2011 με την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση.
Κατά τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας ο δικηγόρος του Εφεσείοντα επιχείρησε να προσδώσει περαιτέρω διαστάσεις στην έφεση.
Χαρακτήρισε την επίδικη αίτηση για παροχή ασύλου «οικογενειακή» και αναφερόμενος στο γεγονός ότι η σύζυγος και ανήλικη θυγατέρα του Εφεσείοντα διαμένουν στη Κύπρο, υποστήριξε ότι οι διαδικασίες αφορούσαν και αυτές. Υπέδειξε ότι στο τίτλο της έφεσης και της προσφυγής, στο όνομα του Εφεσείοντα είχε τεθεί σε παρένθεση και το όνομα της συζύγου του.
Ωστόσο, σε καμιά συγκεκριμένη εισήγηση δεν προέβηκε με αναφορά σε αυτή την παράμετρο, που, σε κάθε περίπτωση, δεν βρίσκουμε πως θα μπορούσε να συζητηθεί στα πλαίσια του προβαλλόμενου λόγου έφεσης.
Επιχειρηματολόγησε ακόμα ο δικηγόρος του Εφεσείοντα πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να υπεισέλθει στην ουσία των ισχυρισμών του Εφεσείοντα σε σχέση με το δικαίωμα του να θεωρηθεί ως πρόσφυγας και όχι να περιοριστεί στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Κατά την εισήγηση του, μόνο έτσι θα κατοχυρωνόταν το δικαίωμα του Εφεσείοντα για επί της ουσίας ακρόαση, όπως καθορίζεται στην «Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συ΅βουλίου της 1ης Δεκε΅βρίου 2005 σχετικά ΅ε τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες ΅ε τις οποίες τα κράτη ΅έλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα».
Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης γίνεται αναφορά τόσο στην Οδηγία όσο και σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ωστόσο, όπως έχουμε υποδείξει, το μόνο ζήτημα που ο λόγος έφεσης εγείρει είναι η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την συνέντευξη του Εφεσείοντα. Το κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καθήκον να υπεισέλθει στην ουσία των ισχυρισμών του Εφεσείοντα είναι εκτός του πλαισίου της έφεσης και δεν μπορεί να τύχει εξέτασης.
Προχωρούμε στην εξέταση του μόνου ζητήματος που καλύπτεται από τον λόγο έφεσης.
Καταγράφονται στη πρωτόδικη απόφαση οι επιμέρους ισχυρισμοί του Εφεσείοντα με τους οποίους είχε προσβάλει το νομότυπο των συνεντεύξεων του. Ο πρώτος ήταν ότι δεν υπήρχε οιαδήποτε ένδειξη ως προς την επαγγελματική ιδιότητα του μεταφραστή, την καταγωγή του και την ικανότητα του να προβαίνει σε μεταφράσεις. Ο δεύτερος αφορούσε στη χρονική διάρκεια των συνεντεύξεων. Παραπονείτο ότι ο χρόνος δεν ήταν επαρκής ώστε να δυνηθεί να προβάλει τις θέσεις του. Ο τρίτος ήταν ότι οι αρμόδιοι λειτουργοί κακόπιστα του υπόβαλαν ερωτήσεις που στόχο είχαν να πλήξουν την αξιοπιστία του.
Διερχόμενοι την αίτηση της προσφυγής και το κείμενο της αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσείοντα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαπιστώνουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε όλα τα σημεία που εγέρθηκαν σε σχέση με τις συνεντεύξεις του Εφεσείοντα.
Κατά τους ουσιώδεις χρόνους εξέτασης της αίτησης του Εφεσείοντα εφαρμοζόταν ο περί Προσφύγων Νό΅ος του 2000 που περιλάμβανε και τις τροποποιήσεις που είχαν εισαχθεί με τον περί Προσφύγων (Τροποποιητικό) Νό΅ο του 2009 (Ν.122(Ι)/2009). To Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 13Α(9)(β) που προνούσε ότι:
«Η Υπηρεσία Ασύλου λα΅βάνει τα κατάλληλα ΅έτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου ΅ερι΅νά ώστε-
(α) ..................................
(β) να επιλέγει διερ΅ηνέα ικανό να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία ΅εταξύ του αιτητή και του αρ΅όδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη, χωρίς η επικοινωνία να διενεργείται απαραίτητα στη γλώσσα που προτι΅ά ο αιτητής, εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει.»
Διέκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η βασική υποχρέωση που ο νόμος εναπόθετε στην Υπηρεσία Ασύλου ήταν η διεξαγωγή της συνέντευξης σε γλώσσα καταληπτή από τον αιτητή και ότι, προς τούτο, η Υπηρεσία είχε υποχρέωση να βεβαιώνεται ότι ο διερμηνέας τον οποίο είχε επιλέξει για να βοηθήσει στη συνέντευξη ήταν γνώστης της γλώσσας στην οποία υποβάλλονταν οι ερωτήσεις και δίδονταν οι απαντήσεις.
Σημειώνοντας το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι και στις δύο συνεντεύξεις του Εφεσείοντα, η Υπηρεσία είχε μεριμνήσει όπως αυτός έχει τη βοήθεια διερμηνέα δωρεάν, επεσήμανε ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν είχε προβληθεί από τον Εφεσείοντα ότι ο διερμηνέας που χρησιμοποιήθηκε δεν γνώριζε την μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφερε ορθά τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά την συνέντευξη. Διαπίστωσε ακόμα πως ούτε στο φάκελο υπήρχε οτιδήποτε το οποίο να δημιουργούσε αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή.
Καταλήγοντας το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επιμέρους επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα δεν είχε έρεισμα, παρέπεμψε στην ενυπόγραφη του δήλωση ότι όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στα έγγραφα της συνέντευξης ήταν αληθινές και ότι αντιλαμβανόταν το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις και στη βεβαίωση του πως ότι είχε καταγραφεί αντικατόπτριζε επακριβώς τη δήλωσή του.
Σε κανένα σημείο των εγγράφων της συνέντευξης δεν μας έχει παραπέμψει ο δικηγόρος του Εφεσείοντα για να υποδείξει οτιδήποτε που θα μπορούσε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την επάρκεια του διερμηνέα που χρησιμοποιήθηκε, ούτε αναφέρθηκε σε οτιδήποτε που ειπώθηκε κατά τις συνεντεύξεις και δεν καταγράφηκε ή καταγράφηκε διαφορετικά ή που δεν ειπώθηκε και παρουσιάζεται καταγραμμένο. Ούτε και υποστήριξε πως υπέδειξε τέτοιο κατά την πρωτόδικη διαδικασία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του. Διαπιστώνουμε πως η ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επιμέρους επιχειρηματολογία περιορίστηκε στην απουσία ενδείξεων ή στοιχείων για την επαγγελματική κατάρτιση του διερμηνέα, χωρίς να υποστηριχτεί ότι πράγματι ο διερμηνέας ήταν ακατάλληλος.
Το παράπονο του Εφεσείοντα αναφορικά με τον διερμηνέα που χρησιμοποιήθηκε στις συνεντεύξεις του ήταν ατεκμηρίωτο και ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε ότι η επιμέρους επιχειρηματολογία δεν είχε έρεισμα.
Σε σχέση με τη χρονική διάρκεια των συνεντεύξεων, υποβλήθηκε ότι μιάμιση ώρα που διήρκησε η συνέντευξη του Εφεσείοντα ήταν χρόνος που σε καμιά περίπτωση δεν επέτρεπε σε οποιοδήποτε αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους αιτείτο άσυλο. Πέραν της αντικειμενικής προσέγγισης στο ζήτημα, υποβλήθηκε πως ο Εφεσείοντας δεν εξήγησε διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους αιτείτο άσυλο «όπως είναι φανερό από τα πρακτικά της συνέντευξης». Υπενθυμίζουμε, όπως σημειώνεται και στη πρωτόδικη απόφαση, ότι έλαβε χώρα και δεύτερη συνέντευξη του Εφεσείοντα διάρκειας 40 λεπτών.
Καταγράφεται στη πρωτόδικη απόφαση ότι δεν υπήρχε θεσμοθετημένος ελάχιστος χρόνος για μια συνέντευξη και πως ο χρόνος εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως στην προκειμένη περίπτωση ο χρόνος ήταν ικανοποιητικός και πως ο Εφεσείοντας είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του και να υποστηρίξει τους λόγους της αίτησης του. Η θέση του δικηγόρου του Εφεσείοντα ότι τα πρακτικά της συνέντευξης φανερώνουν ότι ο Εφεσείοντας δεν είχε τη δυνατότητα να εξηγήσει διεξοδικά τους λόγους του αιτήματος του δεν υποστηρίχθηκε με παραπομπή σε οποιοδήποτε μέρος της συνέντευξης. Ούτε πρωτόδικα, ούτε και ενώπιον της Ολομέλειας. Αντίθετα, διαπιστώνουμε ότι, τόσο κατά την πρώτη, όσο και κατά την δεύτερη συνέντευξη και πριν την ολοκλήρωση τους, ο Εφεσείοντας είχε ρωτηθεί κατά πόσο είχε κάτι άλλο να προσθέσει και καταγράφηκε τι περαιτέρω είχε αναφέρει. Κατά την πρώτη συνέντευξη παράδωσε ένα έγγραφο για να τοποθετηθεί στον φάκελο του και να εξεταστεί, ενώ κατά την δεύτερη δήλωσε πως θα ήθελε να παραμείνει εδώ για κάποιο περαιτέρω χρονικό διάστημα και τότε να επιστρέψει στη χώρα του και να ζήσει σε κάποια άλλη περιοχή.
Η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο χρόνος ήταν ικανοποιητικός και πως ο Εφεσείοντας είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του και να υποστηρίξει τους λόγους της αίτησης του ήταν εύλογη και δικαιολογημένη από τα ενώπιον του στοιχεία.
Η τελευταία πτυχή του παραπόνου του Εφεσείοντα αφορούσε στη συμπεριφορά των αρμόδιων λειτουργών κατά τις συνεντεύξεις. Τους καταλόγισε ότι δεν ενήργησαν καλόπιστα και δεν του έδωσαν τα περιθώρια να εξηγήσει με σαφήνεια το πρόβλημα του και τους λόγους για τους οποίους αιτείτο άσυλο. Επαναλάμβαναν ερωτήσεις που είχαν απαντηθεί με σκοπό ή αποτέλεσμα να τον μπερδέψουν, ώστε να πλήξουν την αξιοπιστία του και όχι για να αποσαφηνίσουν θέματα, αλλά για να τον αποπροσανατολίσουν.
Και σε αυτή την περίπτωση ουδεμία επιμέρους αναφορά έγινε σε συγκεκριμένη ερώτηση και ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι ισχυρισμοί για τον τρόπο διεξαγωγής των συνεντεύξεων από τους λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν γενικοί και αόριστοι και δεν υποστηρίζονταν από τα στοιχεία του φακέλου. Η δε επίκληση Εγχειρίδιου Κατάρτισης «Η Συνέντευξη με τους Αιτούντες την Αναγνώριση του Πρόσφυγα» της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, που εμπεριέχει κατευθυντήριες γραμμές για τις συνεντεύξεις στις διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων ασύλου, στην απουσία επιμέρους αναφοράς σε κάποια πρακτική ή τεχνική που δεν εφαρμόστηκε, δεν θα μπορούσε να βοηθήσει στη τεκμηρίωση του παραπόνου του.
Καταλήγουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλες τις επιμέρους πτυχές που ο Εφεσείοντας ήγειρε και αφορούσαν το νομότυπο των συνεντεύξεων του και ορθά αποφάσισε ότι τα παράπονα του δεν δικαιολογούνταν αιτιολογώντας επαρκώς την απόφαση του στη βάση των ενώπιον του στοιχείων.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με 2.500 έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/κχ»π