ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C44
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 135/2013
3 Φεβρουαρίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗ
Εφεσείοντα/Αιτητή
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η Αίτηση
..........
Βρ. Χατζηχάννας, για τον εφεσείοντα
Ρ. Παπαέτη (κα), για την εφεσίβλητη
.......
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 16.9.2009 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αγγελία της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με την οποία γνωστοποιούσε την έναρξη διαδικασίας για πλήρωση της μόνιμης θέσης Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες - θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής (στο εξής η Θέση) - η οποία βρίσκεται ψηλά στην πυραμίδα της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας εφόσον αντιστοιχεί στις συνδυασμένες κλίμακες Α15 και Α16.
Για πλήρωση της Θέσης υποβλήθηκαν 16 αιτήσεις, τις οποίες η ΕΔΥ εξέτασε απευθείας επειδή σύμφωνα με το άρθρο 32(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/1990 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος) οι θέσεις Προϊσταμένων Τμημάτων πληρούνται χωρίς την παρεμβολή Συμβουλευτικών Επιτροπών (ΣΕ).
Η ΕΔΥ κάλεσε 14 από τους υποψηφίους, οι οποίοι κατείχαν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας Προσόντα, σε προφορική εξέταση στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (στο εξής ο Διευθυντής). Τελικά προσήλθαν στη συνέντευξη 11 υποψήφιοι οι οποίοι αξιολογήθηκαν σε πρώτο στάδιο από το Διευθυντή, ο οποίος σύστησε για προαγωγή τη XXX Φλουρέντζου-Κακούρη (ΕΜ). Ακολούθησε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη από την ίδια την ΕΔΥ, η οποία, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία και κριτήρια, χαρακτήρισε το ΕΜ ως «Εξαίρετη» και τον εφεσείοντα ως «Πολύ Καλό», με τελική κατάληξη την επιλογή του ΕΜ ως της καταλληλότερης για διορισμό στη Θέση.
Ο εφεσείων αντέδρασε στο διορισμό του ΕΜ με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διατυπώνοντας τρεις (3) λόγους ακυρότητας. Ο πρώτος, ότι κακώς δεν επελέγη ο ίδιος εφόσον - όπως υποστήριξε - υπερείχε στα κριτήρια της αρχαιότητας - πείρας και προσόντων. Ο δεύτερος, ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και, ο τρίτος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και βασισμένη αποκλειστικά στην οριακή, μεταξύ του ιδίου και του ΕΜ, διαφορά στην προφορική εξέταση στην οποία κατά την άποψή του αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα. Χωρίς όμως επιτυχία, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αποφασίζοντας ότι το μόνο στοιχείο υπεροχής του εφεσείοντα ήταν η αρχαιότητα η οποία μπορούσε να υποχωρήσει προς όφελος της καλύτερης απόδοσης του ΕΜ στην προφορική εξέταση. Ιδιαιτέρως μάλιστα, όπως τονίστηκε, και του γεγονότος ότι πρόκειτο για ανώτερη ιεραρχικά θέση, στοιχείο που η εν τέλει απόφαση της ΕΔΥ συνιστούσε άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας εντός των ορίων που της παρέχει ο Νόμος, ενώ ο εφεσείων δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή.
Ο εφεσείων θεωρεί ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και με την παρούσα έφεση επιδιώκει την ανατροπή της, προβάλλοντας προς τούτο οκτώ (8) Λόγους Έφεσης. Ουσιαστικά, όμως, επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που έθεσε και πρωτοδίκως, (αρχαιότητα, προσόντα και σύσταση του Διευθυντή). Με μόνη προσθήκη τον 8ο Λόγο Έφεσης περί πλάνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγω της αναφοράς στη σελ. 10 της προσβαλλόμενης απόφασης σε έκθεση της ΣΕ εφόσον στη διαδικασία δεν είχε εμπλοκή οποιαδήποτε ΣΕ. Επί του προκειμένου θεωρούμε ότι ο εν λόγω Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί καθότι, όπως ήδη σημειώνεται πιο πάνω, το νομικό πλαίσιο πλήρωσης της Θέσης εξαιρούσε από τη διαδικασία την παρεμβολή ΣΕ. Κατά συνέπεια θεωρούμε πως η σχετική αναφορά στη σελ. 10 της πρωτόδικης απόφασης οφείλεται προφανώς σε παραδρομή και εν πάση περιπτώσει η εν λόγω παρείσφρηση δεν έχει επηρεάσει την τελική κατάληξη της ΕΔΥ.
Κατ΄ ακολουθία της απόρριψης του 8ου Λόγου Έφεσης, προχωρούμε σε εξέταση των υπολοίπων επτά (7), οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τα προσόντα των διαδίκων και τη σύσταση του Διευθυντή.
Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, που αφορά τα προσόντα, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων δεν υπερείχε στα προσόντα εφόσον αυτός κατείχε δύο μεταπτυχιακούς τίτλους, ενώ το ΕΜ κατείχε ένα. Περαιτέρω προβάλλεται και η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επλανήθη, κρίνοντας πως ο εφεσείων αξίωνε να του πιστωθεί εις διπλούν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ αυτό που θα έπρεπε να γίνει ήταν να προσμετρήσει το δεύτερο μεταπτυχιακό του ως πρόσθετο προσόν και ως τέτοιο να αξιολογηθεί μέσα στα πλαίσια του Νόμου και της σχετικής Νομολογίας.
Σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα, σημειώνουμε πως σύμφωνα με τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά τον ουσιώδη χρόνο (α) o Eφεσείων κατείχε ως βασικό ακαδημαϊκό προσόν το Bachelor of Arts in Economics, Council for National Academic Awards (Second Class Honours, 1st Division) και δύο μεταπτυχιακά, το Μaster of Science in Economics (Πανεπιστήμιο Λονδίνου) και το Master in Public Sector Management, (Cyprus International Institute of Management) και (β) τo EM διέθετε αντίστοιχα ως βασικό τίτλο το Δίπλωμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, (Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών) και το μεταπτυχιακό Master in Public Sector Management, Cyprus International Institute of Management).
Οι πρόνοιες για τα «απαιτούμενα προσόντα» του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης έχουν ως εξής:
«(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα από τα πιο κάτω θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Κοινωνικές Επιστήμες, Ψυχολογία, Πολιτικές Επιστήμες, Νομικά (περιλαμβανομένου του Βarrister at Law), Oικονομικά.
(Σημ: Ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).
(2) Δεκαετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα ατόμων με αναπηρίες ή/και διοικητική πείρα, από την οποίαν πενταετής τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, συντονισμό, καθοδήγηση και έλεγχο εργασιών.
(3) Πολύ καλή γνώση των θεμάτων που αφορούν το τομέα της αναπηρίας στην Κύπρο, καθώς και των καλών πρακτικών άλλων χωρών για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες.
(4) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διευθυντική, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.
(5) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας και της Αγγλικής ή της Γαλλικής ή της Γερμανικής γλώσσας.
Σημ: Αναφορικά με τους υποψήφιους -
(i) Των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης˙ και
(ii) οι οποίοι, δυνάμει του Άρθρου 2.3 του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,
απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, νοουμένου ότι θα έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.
(6) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε ένα από τα θέματα που αναφέρονται στην παρ. (1) πιο πάνω αποτελεί πλεονέκτημα».
Σημειώνουμε περαιτέρω ότι οι διάδικοι ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, ισοδύναμοι στη βαθμολογημένη αξία με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, με ένα σημαντικό προβάδισμα αρχαιότητας κατά τέσσερα περίπου χρόνια προς όφελος του εφεσείοντα εφόσον αυτός κατείχε τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας από 15.8.2005, ενώ το ΕΜ κατείχε τη θέση του Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού από 1.6.2009.
Σε σχέση με το ζήτημα των προσόντων, η ΕΔΥ κατέγραψε πως οι διάδικοι κατείχαν τόσο το βασικό απαιτούμενο πανεπιστημιακό προσόν όσο και το πλεονέκτημα (με βάση τους μεταπτυχιακούς τους τίτλους), σημειώνοντας παράλληλα ότι ο εφεσείων διέθετε δύο διπλώματα επιπέδου Μaster σχετικά με τα καθήκοντα της Θέσης, ένα από τα οποία του προσέδιδε το πλεονέκτημα, πλην όμως αυτός υστέρησε στην ενώπιον της προφορική εξέταση αξιολογηθείς ως «Πολύ Καλός».
Παρά την πιο πάνω καταγραφή της ΕΔΥ σε σχέση με τα προσόντα των διαδίκων, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, εσφαλμένα καθώς φαίνεται, πως «Ο Αιτητής κρίθηκε ότι διαθέτει, με βάση το μεταπτυχιακό που κατέχει στη δημόσια διοίκηση, το πλεονέκτημα ενώ το ίδιο κρίθηκε και για το ενδιαφερόμενο μέρος με βάση τόσο το μεταπτυχιακό που κατέχει στη δημόσια διοίκηση, όσο και το μεταπτυχιακό του τίτλο στα οικονομικά». Λάθος όμως, που, εν πάση περιπτώσει, εξέλειπε εφόσον στη σελ. 6 της πρωτόδικης απόφασης διατυπώνεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν υπερείχε σε προσόντα, παρόλο που κατείχε ακόμη ένα μεταπτυχιακό τίτλο. Παραθέτουμε συναφώς το υπό αναφορά απόσπασμα:-
«Δεν θα συμφωνήσω με τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον αιτητή ότι ο αιτητής υπερείχε σε προσόντα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Η ΕΔΥ απέδωσε στον αιτητή το πλεονέκτημα όπως και στο ενδιαφερόμενο μέρος. Το γεγονός ότι κατείχε ακόμα ένα μεταπτυχιακό τίτλο επίσης συνυπολογίστηκε αλλά δεν μπορούσε να του αποδοθεί το πλεονέκτημα δύο φορές».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο το πρόσθετο προσόν που διέθετε ο εφεσείων - πέραν του πλεονεκτήματος - και το οποίο αναγνωρίστηκε από την ΕΔΥ ως σχετικό με τα καθήκοντα της Θέσης, μπορούσε να προσδώσει σε αυτόν υπεροχή στο κριτήριο των προσόντων. Αυτό βεβαίως, ήταν ένα θέμα στο οποίο αρμόδια να δώσει απάντηση ήταν η ΕΔΥ, η όποια απάντηση της οποίας ενδεχομένως να διαφοροποιούσε τα δεδομένα έχοντας υπόψη και το προβάδισμα αρχαιότητας του Εφεσείοντα. Η ΕΔΥ όμως, όπως ήδη λέχθηκε, αρκέστηκε στην αναφορά ότι ο Εφεσείων κατείχε δύο μεταπτυχιακά διπλώματα σχετικά με τα καθήκοντα της Θέσης, το ένα από τα οποία του προσέδιδε το πλεονέκτημα και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε το κενό, σ΄ ό,τι αφορά το δεύτερο μεταπτυχιακό, στην κρίση της ΕΔΥ η οποία είχε καθήκον να διερευνήσει το θέμα. Δεν συμμεριζόμαστε επομένως την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον αποδόθηκε στον εφεσείοντα το πλεονέκτημα με βάση το ένα μεταπτυχιακό προσόν, το δεύτερο το οποίο κρίθηκε ότι ήταν επίσης σχετικό δεν μπορούσε ουσιαστικά να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα.
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, τα μη απαιτούμενα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της Θέσης, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμούνται από την αρμόδια αρχή η οποία οφείλει να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους αποφεύγοντας δύο άκρα. Αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φθάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (βλ. Πούρος κ.ά. v. Xατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374). Tα πρόσθετα προσόντα δεν μπορούν να παραγνωριστούν εφόσον αποτελούν στοιχείο εξέτασης και απόφασης επί της ικανότητας ενός υποψηφίου για την καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης (βλ XXX Καραγεώργη v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 49/2013, ημερ. 9.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C293).
Έχοντας υπόψιν την πιο πάνω νομολογία, θεωρούμε ότι η απλή λεκτική αναφορά της ΕΔΥ ότι ο Εφεσείων κατείχε δύο σχετικά μεταπτυχιακά διπλώματα εκ των οποίων το ένα ανταποκρινόταν στην απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για το πλεονέκτημα, δεν είναι αρκετή. Τέτοια λεκτική αναφορά δεν συνιστούσε ουσιαστικά οποιαδήποτε αξιολόγηση. Με αυτό ως δεδομένο, θεωρούμε ότι η ΕΔΥ στέρησε στο Δικαστήριο να αντιληφθεί το συγκεκριμένο συσχετισμό που έγινε μεταξύ Εφεσείοντα και ΕΜ αναφορικά με το κριτήριο των προσόντων, λαμβανομένου υπόψιν ότι οι διάδικοι κρίθηκε πως ήταν περίπου ισοδύναμοι (βλ. Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164). Με αποτέλεσμα να υποβιβαστεί ουσιαστικά το δεύτερο πρόσθετο προσόν του Εφεσείοντα στο επίπεδο της εντελώς οριακής σημασίας, χωρίς καμιά βαρύτητα στους συσχετισμούς και τη γενική αξιολόγηση των διαφόρων παραγόντων. Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στη Δημοκρατία v. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473 όπου λέχθηκε πως «. ελλείπει η οφειλόμενη όπως κρίνουμε αιτιολόγηση που θα καθιστούσε εφικτό και το δικαστικό έλεγχο, ώστε εκείνα που όντως εμφανίζονται ως πρόσθετα, να δικαιολογείται να θεωρηθούν ως μη προσθέτοντα στις διεκδικήσεις του Μ. Σκλάβου με αναφορά στο θεσμοθετημένο κριτήριο των προσόντων». Όπως παραπέμπουμε και στη Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 871, όπου τονίστηκε ότι η επιφανειακή αντιμετώπιση ενός πρόσθετου προσόντος που δημιουργείται με τη σύνηθη χρήση απλής φραστικής αναφοράς σε αυτό δημιουργεί ουσιώδες έλλειμμα αιτιολογίας. Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω αυθεντία:
«Δεν νοείται αναφορά στην υπηρεσιακή εικόνα, χωρίς στον όρο να περιλαμβάνονται και τα προσόντα, ως μέρος της. Είναι δε αυτονόητο πως όταν ο νόμος αναφέρεται και στα προσόντα ως κριτήριο για την επιλογή του καταλληλότερου εννοεί προσόντα που δεν απαιτούνται. Δεν δικαιολογούνται συνεπώς οι σκέψεις στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας περί ισοδυναμίας «όταν τα άλλα δύο στοιχεία είναι ίσα» ή οι διατυπώσεις που εμφανίζονται να παραγνωρίζουν πως το δίπλωμα του εφεσίβλητου ασφαλώς του έδιδε υπεροχή στα προσόντα».
Η ΕΔΥ λοιπόν, ενώ αναγνώρισε ότι το δεύτερο μεταπτυχιακό προσόν του εφεσείοντα ήταν συναφές με τα καθήκοντα της Θέσης, δεν προέβη σε αξιολόγηση του και ως εκ τούτου αποστέρησε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της σημασίας του δεύτερου μεταπτυχιακού προσόντος του εφεσείοντα. Όπως δε γίνεται αντιληπτό δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να προβεί σε εκτιμήσεις αναφορικά με το πρόσθετο προσόν του Εφεσείοντα ή να εξετάσει τη βαρύτητα του σε συνάρτηση με το Σχέδιο Υπηρεσίας ή ακόμη να αποφασίσει κατά πόσο αυτό το προσόν, σε συνδυασμό με το σημαντικό προβάδισμα αρχαιότητας, θα μπορούσε να αντισταθμίσει την διαπιστωθείσα από την ΕΔΥ υπεροχή του ΕΜ στη προφορική εξέταση. Παραμένει όμως κενό που δικαιολογεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της επίδικης διοικητικής πράξης.
Παρά την πιο πάνω κατάληξή μας θεωρούμε χρήσιμο να εξετάσουμε και το δεύτερο ζήτημα που αφορά τη σύσταση του Διευθυντή, για το οποίο επίσης δεν συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στα πλαίσια πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, η σύσταση του Διευθυντή δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη και δεν ήταν αιτιολογημένη η σύσταση στην υπό κρίση υπόθεση. Παράλληλα όμως, έχει νομολογηθεί ότι δεν είναι επιτρεπτό ο Διευθυντής να στηρίζει τη σύσταση του στις εντυπώσεις που αποκομίζει από την προφορική εξέταση των υποψηφίων. Η προφορική εξέταση γίνεται προς όφελος της ΕΔΥ και μόνο αυτή έχει δικαίωμα σύμφωνα με το Νόμο να βασιστεί στην προφορική εξέταση για τον σκοπό αξιολόγησης των υποψηφίων. Η τυχόν παρουσία του Προϊσταμένου στην εξέταση αποβλέπει στο να βοηθήσει την ΕΔΥ στην αξιολόγησή της. Δεν επιτρέπεται στον Προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψήφιους και να καταλήξει στη σύστασή του. Η σύσταση θα πρέπει να στηρίζεται στις προηγούμενες εμπειρίες του Διευθυντή για το συγκεκριμένο υποψήφιο, τις συστάσεις των άμεσων προϊσταμένων του και την εξέταση των υπηρεσιακών φακέλων. Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα (βλ. Καφά v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν δόθηκε όπως είδαμε αιτιολογία στη σύσταση, οπότε η εγκυρότητα αυτής κρίνεται εξ αντικειμένου με παραπομπή στα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υπόβαθρο της, εξαιρουμένης της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Ωστόσο τα υπηρεσιακά στοιχεία των διαδίκων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν την προτίμηση του Διευθυντή αφού η παράθεση τους που προηγήθηκε, δεν αναδείκνυε προβάδισμα του ΕΜ σε κάποιο από τα καθιερωμένα κριτήρια. Και είναι με αυτή την έννοια που η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων και συνεπώς δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη.
Ενόψει των πιο πάνω η αξιολόγηση του εφεσείοντα ως «Πολύ Καλός» και του ΕΜ ως «Εξαίρετης» που έγινε από το Διευθυντή ως αποτέλεσμα της γενικής εντύπωσης που αποκόμισε κατά την προφορική εξέταση τους και απετέλεσε και το έρεισμα της σύστασής του πάσχει. Με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται εδώ ουσιαστική αντινομία η οποία εμφιλοχώρησε στη συνέχεια στην επίδικη απόφαση της ΕΔΥ αφού η σύσταση προσμέτρησε μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης για την επιλογή του ΕΜ.
Για όλα τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται, η δε προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα - πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση - εναντίον της εφεσίβλητης.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/κβπ