ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα. Δ. Νικολετόπουλος, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-02-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ν. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 113/2013, 7/2/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:C51

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 113/2013)

 

7 Φεβρουαρίου, 2020

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXX ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

 

Εφεσείουσα/Ενδιαφερόμενο Μέρος,

 

ΚΑΙ

 

XXX ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ,

 

Εφεσίβλητος/Αιτητής,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

 

_ _ _ _ _ _

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

Δ. Νικολετόπουλος, για τον Εφεσίβλητο.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η

 Αίτηση.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η καθ' ης η αίτηση, με απόφασή της ημερομηνίας 10.5.2010, προήγαγε στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, την εφεσείουσα και ένα άλλο άτομο. Πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, η νομιμότητα της οποίας προσβλήθηκε από τον εδώ εφεσίβλητο και, εν τέλει, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία στις 4.9.2013, διότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την κατοχή του προσόντος, όπως περιέχεται στην παράγραφο 3(3) των Απαιτούμενων Προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Ο μοναδικός λόγος έφεσης που προβάλλεται αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε να διεξάγει την απαιτούμενη έρευνα προς διαπίστωση του κατά πόσο οι υποψήφιοι κατείχαν το απαιτούμενο από την παράγραφο 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Και πως η τελική απόφαση της ΕΔΥ, που βασίστηκε στην εν λόγω πάσχουσα σύσταση, είναι άκυρη.

 

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι καμιά περαιτέρω έρευνα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν χρειαζόταν για διαπίστωση της κατοχής του απαιτούμενου προσόντος είτε από μέρους της εφεσείουσας είτε του εφεσίβλητου. Και αυτό καθότι, τόσο αυτή όσο και ο εφεσίβλητος, κατείχαν αμάχητο τεκμήριο για το εν λόγω προσόν λόγω της θέσης στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη που απαιτούσε το ίδιο προσόν.

 

Συγκεκριμένα, την 1.2.1987 η εφεσείουσα προάχθηκε στη θέση Εξεταστή 2ης Τάξης, στο σχέδιο υπηρεσίας της οποίας προβλέπεται ως απαιτούμενο προσόν «Πολύ καλή γνώσις των υπό του Τμήματος Επισήμου Παραλήπτου και Εφόρου εφαρμοζομένων νομοθεσιών και κανονισμών».

 

Η ΕΔΥ, έχοντας διαπιστώσει ότι δεν εξετάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η κατοχή ή μη του εν λόγω προσόντος, σημείωσε ότι ορισμένοι υποψήφιοι, ήδη υπηρετούντες στο εν λόγω Τμήμα, φαίνεται να ικανοποιούν την εν λόγω απαίτηση, όμως το γεγονός αυτό δεν επισημάνθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει. Γι' αυτό και προχώρησε η ίδια η ΕΔΥ στη διερεύνηση με υποβολή ερωτήσεων στους υποψηφίους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, η οποία κατέληξε στη διαπίστωση ότι, τόσο η εφεσείουσα όσο και ο εφεσίβλητος, κατείχαν το απαιτούμενο προσόν.

 

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι εφόσον, τόσο η εφεσείουσα όσο και ο εφεσίβλητος, κατείχαν ήδη θέση στο εν λόγω Τμήμα, με παρόμοια απαίτηση για το προσόν της πολύ καλής γνώσης της σχετικής με το Τμήμα νομοθεσίας, ανεπιτρέπτως η ΕΔΥ προχώρησε σε εκ νέου διερεύνηση για την κατοχή ή μη του προσόντος από τους ήδη υπηρετούντες καθότι, σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας παραπέμπει, κάτι τέτοιο αποτελεί αναψηλάφηση του διορισμού τους στις ήδη κατεχόμενες θέσεις τους (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422, Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 347). Είναι συνεπώς, αμάχητο το τεκμήριο, ότι πληρείται η κατοχή του απαιτούμενου προσόντος.

 

Πέραν αυτού, η εφεσείουσα διαθέτει, εν πάση περιπτώσει, ακόμη ένα αποδεικτικό στοιχείο κατοχής του εν λόγω απαιτούμενου προσόντος, το οποίο επισυνάπτεται ως Συνημμένο 2 στο περίγραμμά της και το οποίο επισυνάφθηκε και στη γραπτή αγόρευσή της στην πρωτόδικη διαδικασία. Πρόκειται για επιστολή της Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών, ημερομηνίας 6.7.1990, προς την εφεσείουσα, Εξεταστή 2ης Τάξης τότε, με την οποία την πληροφορούσε ότι είχε επιτύχει στην τμηματική εξέταση στον περί Εταιρειών Νόμο και τους σχετικούς κανονισμούς που έγινε στις 30.6.1990.

 

Επίσης, κατά την εφεσείουσα, εγείρεται ζήτημα επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας από μέρους του εφεσίβλητου, καθότι δεν μπορεί να στρέφεται κατά της διαδικασίας με την οποία αναγνωρίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η κατοχή από μέρους της εφεσείουσας του εν λόγω προσόντος καθότι, κατά τον ίδιο τρόπο, προέβη στην αναγνώριση της κατοχής και από μέρους του εφεσίβλητου.

 

Εν τέλει, σύμφωνα με τον ισχυρισμό, εφόσον επιπρόσθετα η ΕΔΥ προέβη σε δική της διαπίστωση της κατοχής ή μη του εν λόγω προσόντος μέσα από σχετικές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στους υποψήφιους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, η παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής να καταγράψει στο πρακτικό της την έρευνα στην οποία προέβη για το εν λόγω προσόν, δεν αποτελεί ουσιώδη παρατυπία, τέτοια που να οδηγεί σε ακύρωση της πράξης. Η οποιαδήποτε παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής διορθώθηκε από την ΕΔΥ.

 

Παρατηρείται πως η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να διερευνήσει κατά πόσο κατείχετο το απαιτούμενο από την παράγραφο 3(3) προσόν και, ενδεχομένως, στη βάση της νομολογίας, στην οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (ανωτέρω), Δημοκρατία κ.ά. ν. Υψαρίδη κ.ά. (αρ.2) (ανωτέρω), βλ. και Δημοκρατία ν. Χ»Βασιλείου κ.ά. (2002) 3 ΑΑΔ 200 και Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2002) 3 ΑΑΔ 468), να ήταν αρκετό να καταγραφεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι κάτω από τα δεδομένα, τόσο η εφεσείουσα όσο και ο εφεσίβλητος πληρούν την εν λόγω απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας, ενόψει της ήδη υπηρεσίας τους σε θέση που επίσης απαιτεί την κατοχή του εν λόγω προσόντος, χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω. Γεννάται, βεβαίως, ερώτημα κατά πόσο η από μέρους της ΕΔΥ διερεύνηση αποτελεί πλήρη θεραπεία της εν λόγω παράλειψης.

 

Κατά τον εφεσίβλητο, η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε, δυνάμει του άρθρου 34(6) του Ν. 1/1990, να σχηματίσει πλήρη εικόνα των προσόντων των υποψηφίων, κάτι στο οποίο δεν προέβη εν προκειμένω. Κατά την εισήγηση, η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής επί της διερεύνησης του απαιτούμενου  προσόντος, ενδεχομένως να διαμόρφωνε τον κατάλογο των συστηθέντων υποψηφίων. Όμως, εδώ χωρεί η επίκληση του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας από μέρους της εφεσείουσας: Και οι δύο διάδικοι τελούσαν υπό την ίδια κατάσταση την οποία πρωτοδίκως οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσίβλητου δέχθηκαν (βλ. σελ. 8 Απαντητικής Αγόρευσης αιτητή, «Το γεγονός ότι τα διάδικα μέρη κατείχαν κατά τεκμήριο την απαιτούμενη γνώση δεν σημαίνει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δικαιολογείται να αποστεί από την υποχρέωση που έχει να διερευνήσει και να καταγράψει την κρίση της μέσα στην αιτιολογημένη έκθεση της σε σχέση με όλα τα απαιτούμενα προσόντα»). Ούτε για τον ένα, ούτε και για τον άλλο, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στην απαιτούμενη διαπίστωση κατοχής του προσόντος, γεγονός το οποίο καθιστούσε την έκθεσή της αναιτιολόγητη και ζήτημα το οποίο εντοπίστηκε από το αποφασίζον όργανο. Σημασία έχει ο λόγος μη συμπερίληψης του εφεσίβλητου στον κατάλογο των συστηνομένων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Αυτός, καθώς φαίνεται, δεν σχετίζεται καθόλου με την κατοχή ή μη του εν λόγω προσόντος, ώστε να είχε οποιαδήποτε διασύνδεση η μη διερεύνηση από την ΕΔΥ της κατοχής ή μη του προσόντος και από τον μη συστηθέντα εφεσίβλητο. Αντιθέτως, η ΕΔΥ στα πλαίσια της σχετικής διερεύνησης κατοχής του προσόντος από τους υποψήφιους, διαπίστωσε την από μέρους της εφεσείουσας κατοχή. Συνεπώς, εάν συνέβαινε το αντίθετο, τότε ενδεχομένως να γεννάτο ζήτημα.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, είναι προφανές πως η απόφαση της ΕΔΥ δεν επηρεάστηκε από την πάσχουσα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αντιθέτως, προέβη στη δική της διερεύνηση του θέματος για το οποίο έκρινε ως πάσχουσα την εν λόγω έκθεση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είναι καθαρά συμβουλευτικό όργανο (άρθρο 32 του Ν. 1/1990) σε αντίθεση με την ΕΔΥ, που είναι το αποφασίζον.

 

Ως εκ τούτου, σε διαφωνία με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν θεωρούμε ότι έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη κατά την ακολουθηθείσα διαδικασία. Συνακόλουθα, η έφεση γίνεται αποδεκτή και η επίδικη πράξη επικυρώνεται. Περαιτέρω, επιδικάζονται €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

/ΧΤΘ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο