ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D37
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 32/2014)
30 Ιανουαρίου, 2020
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
xxx ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ & ΑΛΛΩΝ,
Εφεσείοντες/Αιτητές
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ και ή ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η αίτηση
---------
Σ.Οικονομίδης, για τους εφεσείοντες
Κ.Σταυρινός, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους εφεσίβλητους
----------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες είχαν προσφύγει πρωτοδίκως στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκοντας ακύρωση της απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών να τους κρίνει για το έτος 2012, ως προακτέους κατ΄εκλογήν, αντί προακτέους κατ΄απόλυτον εκλογήν.
΄Ολοι ήσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο μόνιμοι αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας και πληρούσαν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στους σχετικούς Κανονισμούς[1] για την κρίση στο βαθμό του Συνταγματάρχη. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στην τακτική του συνεδρία για το έτος 2012, έκρινε τους εφεσείοντες «ως προακτέους κατ΄εκλογήν». Μετά από σχετική κύρωση του Πίνακα με τα ονόματα τους, η απόφαση γνωστοποιήθηκε σ΄αυτούς σύμφωνα με τους Κανονισμούς.
Οι εφεσείοντες είχαν εισηγηθεί πρωτοδίκως ότι η κρίση «προακτέος κατ΄εκλογήν», είναι δυσμενής κρίση για Αξιωματικό βαθμού Συνταγματάρχη διότι κατά τους Κανονισμούς προβλέπεται και κρίση «προακτέος κατ΄απόλυτον εκλογήν», η οποία είναι διαβάθμιση ανώτερη της κρίσης «προακτέος κατ΄εκλογήν»[2]
Από τα πρακτικά των σχετικών συνεδριών του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων του 2012, προκύπτει από την παρ.2, ότι το Συμβούλιο καθόρισε πως για τους συγκεκριμένους βαθμούς, οι υπό κρίση Αξιωματικοί θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον, στον κατεχόμενο βαθμό στις Εκθέσεις Ικανότητας τους, βαθμολογία «εξαίρετου» στα εν λόγω ουσιαστικά προσόντα (τα οποία καταγράφονται στον Κ.33).
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι οι εφεσείοντες είχαν στις σχετικές εκθέσεις στο κατεχόμενο αλλά και στον αμέσως προηγούμενο βαθμό και βαθμολογία «εξαίρετος» αλλά και «πολύ καλός». Γι΄αυτό κρίθηκαν «προακτέοι κατ΄εκλογήν».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές, αφού θεώρησε ότι η νομιμότητα του κανονισμού ουδέποτε αμφισβητήθηκε και έκρινε πως «η ουσία είναι ότι οι αιτητές δεν είχαν χαρακτηρισθεί εξαίρετοι σε όλα τα ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα για την κατά προτεραιότητα κατάληψη ανώτερης θέσης, όπως αυτά χαρακτηρίσθηκαν από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων το οποίο είχε, ως διοικητικό όργανο, την ευθύνη και το δικαίωμα καθορισμού των προσόντων και τη βαθμολογία που θα λαμβανόταν υπόψη».
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στην εκτενή αιτιολογία που δίδεται πρωτοδίκως για τη συλλήβδην απόρριψη των θέσεων των εφεσειόντων. Ως συνέπεια, οι προσφυγές απορρίφθηκαν με έξοδα εναντίον τους.
Τα αποφασισθέντα θέματα επαναφέρονται με την παρούσα έφεση. Όπως θα εξηγήσουμε όμως αμέσως μετά δεν θα μας απασχολήσουν οι λόγοι έφεσης.
Κατά την ακροαματική διαδικασία στις 8.1.2020, στο στάδιο της προφορικής αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων, ρωτήθηκε ευθέως από το Δικαστήριο ο κ.Οικονομίδης, εάν οι εφεσείοντες αποστρατεύθηκαν. Ακολούθησε ο εξής διάλογος:
«Δικαστήριο: Δεν αποστρατεύθηκαν αυτοί όλοι;
κ.Οικονομίδης: Μάλιστα, έχουν γίνει και στρατηγοί.
Δικαστήριο: ΄Εχει λόγο ύπαρξης η έφεση αυτή;
κ.Οικονομίδης: Είναι, ηθική, η ικανοποίηση.
Δικαστήριο: Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ποίον θα είναι δι΄αυτούς;
κ.Οικονομίδης: Ουσιαστικά τίποτε.
Δικαστήριο: Αφού τελείωσαν από το στρατό τι θα τους προσφέρει;
κ.Οικονομίδης: Προήχθησαν τελικώς στις βαθμίδες, την επόμενη χρονιά. ΄Εχασαν στις προσφυγές τους και πλήρωσαν και έξοδα για τις προσφυγές τους».
Στη συνέχεια, αφού εξασφαλίστηκε η θέση της Δημοκρατίας, μέσω του κ.Σταυρινού, πως εάν αποσυρθεί η έφεση δεν θα ζητηθούν έξοδα, ο κ.Οικονομίδης ζήτησε χρόνο για να συζητήσει το θέμα με τους πελάτες του.
Την αμέσως επόμενη δικάσιμο, 10.1.2020, που η υπόθεση είχε ορισθεί για κάθε ενδεχόμενο για συνέχιση της ακρόασης, ο κ.Οικονομίδης δήλωσε τα εξής:
«Αποφάσισα να συνεχίσω την έφεση. Οι αιτητές αντιλαμβάνονται ότι ενδεχόμενα να μην έχουν και τίποτε ουσιαστικό να κερδίσουν αλλά το θεωρούν ηθικό καθήκον τους να φύγει από τον φάκελο τους αυτό το δυσμενές στοιχείο. Εγώ υιοθετώ το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης μου και αυτά που είπα προχθές. Υπάρχουν και τεκμήρια μέσα.»
Ο κ.Σταυρινός, στη συνέχεια, έθεσε θέμα πως «το έννομο συμφέρον των εφεσειόντων είναι αλυσιτελές». Το Δικαστήριο δεν ενεργεί ακαδημαϊκά τόνισε, και δεν δικάζει επί ματαίω. Ο κ.Οικονομίδης απαντώντας, δήλωσε πως «αν μετά από 8 χρόνια αυτό το δικαίωμα καθίσταται αλυσιτελές, το αφήνω στο Δικαστήριο».
Ξεκινούμε απ΄αυτό το τελευταίο σημείο. Όπως είναι νομολογημένο, το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σ΄όλα τα στάδια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης (βλ. The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας ΑΕ202Α/2010, 13.2.2017).
Το ότι και στο στάδιο της έφεσης πρέπει να υποστηρίζεται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προώθησης της, είναι κατά την κρίση μας, αναγκαίο, για τη Δικαιοσύνη, προαπαιτούμενο (βλ. Republic v. Georgiades (1972)3 C.L.R. 59, Δημοκρατία ν. Αντωνίου Α.Ε. 39/09, 13.7.2013, Antenna Ltd v. A.P.R. 14/2011, 15.2.2017 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959, σελ.270-271).
Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε κάθε στάδιο της διαδικασίας συνάδει ακριβώς με την πάγια αρχή πως τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε είναι νοητό να ασχολούνται ακαδημαϊκά ή θεωρητικά με νομικά ζητήματα. Όπως ελέχθη, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. (Βλ. Kritiotis v. The Municipality of Paphos a.a. (1986)3 C.L.R. 322). Ακριβώς τα Δικαστήρια οφείλουν να επιλύουν διαφορές (εν προκειμένω διοικητική διαφορά) και να ασχολούνται με νομικά ζητήματα εφόσον αυτά είναι απαραίτητα για να επιλυθεί η διαφορά. (Βλ. Παντελής ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 360 και Ertalu a.a. v. Υπουργείο Οικονομικών (2011)3 Α.Α.Δ. 831 όπου ελέχθη «τα Δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις αλλά επιλύουν διαφορές»).
Είναι φανερό από τα παρατεθέντα αποσπάσματα των πρακτικών πως κανένα όφελος δεν μπορεί καν να στοιχειοθετηθεί για τους εφεσείοντες αφού στην πραγματικότητα ότι επιδίωκαν να επιτύχουν (δηλαδή την προαγωγή) το έχουν επιτύχει. Μάλιστα, πλέον δεν έχουν τη νομική ιδιότητα που επικαλούντο, εφόσον έχουν αφυπηρετήσει από το Στρατό. Είναι δε καταλυτική η δήλωση του δικηγόρου τους πως βασικά επιθυμούν «να διορθωθεί» ο φάκελος τους. Ακριβώς, όπως ελέχθη και πρωτοδίκως, η βαθμολογία τους προϋπήρχε της υπό κρίση διοικητικής πράξης αλλά και πέραν αυτού, στην ουσία του πράγματος, δεν υφίσταται ενεργός φάκελος στρατιωτικού αφού δεν υπάρχει πλέον η ιδιότητα μέλους του Στρατού. Συνεπώς, ούτε για ηθικό συμφέρον μπορούμε να ομιλούμε. (Βλ. Μορίτσης ν. Καρσερά (2009)3 A.A.Δ. 109, όπου ελέχθη πως το συμφέρον το οποίον επηρεάζεται από μια πράξη της διοίκησης μπορεί να είναι είτε υλικό είτε ηθικό. Βλ. επίσης Λοχίας Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. & Δημοκρατίας (1997)3 Α.Α.Δ. 81, όπου ελέχθη: «Το ηθικό συμφέρον, που απαιτείται από το ΄Αρθρο 146.2 δε συναρτάται με την ηθική τάξη στη στενή της έννοια, ούτε με τις ευαισθησίες του προσφεύγοντος, αλλά με την ιδιαίτερη του σχέση ως προς το αντικείμενο της απόφασης και τις επιπτώσεις που ενέχει στη λειτουργία του»).
Και στις δύο όμως περιπτώσεις πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντος. Στη Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1998)3 Α.Α.Δ. 189 επίσης ελέχθη πως το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο από την οποία ο προσφεύγων βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη. Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει πια οποιαδήποτε τέτοια σχέση που να θεμελιώνει έννομο συμφέρον. (Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Δεύτερη ΄Εκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, παρ.551-555, Δημοκρατία κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (2012) 3 ΑΑΔ 212, 217).
Όλα τα πιο πάνω καθιστούν άνευ αμφιβολίας αλυσιτελή την έφεση και την ενασχόληση του Δικαστηρίου με τα αποφασισθέντα ήδη θέματα, εντελώς ακαδημαϊκή άσκηση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ,
ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.,
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
[1] Oι περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμοί του 1990 ΚΔΠ90/1990, ως τροποποιήθηκε.
[2]«Η Κ.Δ.Π. 90/90, όπως τροποποιήθηκε ιδιαιτέρως από την Κ.Δ.Π. 351/2005, καθορίζει με τον Κανονισμό 41 ότι οι φέροντες βαθμό Συνταγματάρχη, Ταξίαρχου και Υποστράτηγου, διαβαθμίζονται για σκοπούς κρίσεων σε προακτέους κατ΄ απόλυτον εκλογή, προακτέους κατ΄ εκλογή και διατηρητέους. Περαιτέρω, το εδάφιο (4)(α) του Καν. 41, προνοεί ότι προακτέος κατ΄ απόλυτη εκλογή κρίνεται εκείνος που είναι απόφοιτος Ανωτάτου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, και στις εκθέσεις ικανότητας του η βαθμολογία του «... σε όλα τα ιδιάζοντα, κατά την κρίση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, ουσιαστικά προσόντα για την κατάληψη ανώτερης θέσης, είναι εξαίρετος.». Περαιτέρω, θα πρέπει να πληροί και τα υπόλοιπα κριτήρια της ευρείας και ποικίλης διοικητικής και επιτελικής πείρας και ικανότητας, να έχει γενικότερη στρατιωτική μόρφωση, να μην έχει διαπράξει σοβαρό, κατά την εκτίμηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, πειθαρχικό ή ποινικό αδίκημα και, τέλος, η κατάσταση της υγείας του να επιτρέπει σ΄ αυτόν την αποτελεσματική ενάσκηση των καθηκόντων του στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Τα ίδια ουσιαστικά κριτήρια αναφέρονται και στη διαβάθμιση προακτέος κατ΄ εκλογή, όταν όμως, μεταξύ άλλων, η βαθμολογία του στα ουσιαστικά προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό 33, είναι τουλάχιστον πολύ καλός.
Ο Κανονισμός 33 καθορίζει τα ουσιαστικά προσόντα Αξιωματικού. Απαριθμεί 11 διαφορετικά δεδομένα τα οποία δεν χρειάζεται να καταγραφούν εδώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Στον Κανονισμό 41(4)(ii), αναφέρεται, όπως έχει ήδη προεκτεθεί, ότι η βαθμολογία ικανότητας σε όλα τα ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα για τη θέση Συνταγματάρχη και άνω πρέπει να είναι εξαίρετη, το τι συνιστά δε ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα, αποφασίζεται από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων».