ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μ.Φράγκου, (κα), για Αλ.Ευαγγέλου amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα Μ.Σπανού, (κα), για Μ.Π.Σπανός amp;amp;amp; Σία, για τον εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-12-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ν. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3/14, 3/12/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D504

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3/14)

 

3 Δεκεμβρίου, 2019

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Εφεσείων

ΚΑΙ

xxx ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Εφεσίβλητος

---------

Μ.Φράγκου, (κα), για Αλ.Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα 

Μ.Σπανού, (κα), για Μ.Π.Σπανός & Σία, για τον εφεσίβλητο 

----------------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος ως αιτητής με την προσφυγή του επιζητούσε την ακύρωση απόφασης του καθ΄ου η αίτηση Οργανισμού, κοινοποιηθείσα σ΄αυτόν στις 29.2.2012, με την οποία απορρίφθηκε  αίτημα του για τοποθέτηση σε βαθμίδα που να αντιστοιχεί με τη μισθοδοσία του κατά το χρόνο αφυπηρέτησης του από τη δημόσια υπηρεσία.  Επίσης ο εφεσίβλητος είχε προσβάλει ως παράνομη την παράλειψη του Οργανισμού να προβεί στην τέτοια τοποθέτηση του.

 

Στις 28.11.2013 το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση και διατάσσοντας ό,τι παραλείφθηκε να εκτελεστεί.

 

Ο Οργανισμός προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση με τρεις λόγους έφεσης οι οποίοι θα μας απασχολήσουν αφού παραθέσουμε ένα σύντομο ιστορικό της υπόθεσης.

 

Ο εφεσίβλητος, πριν το διορισμό στη μόνιμη θέση στον Οργανισμό, υπηρετούσε στη δημόσια υπηρεσία, στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Κλίμακα Α14 συν 2 στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.  Στη δε θέση Διευθυντή του Οργανισμού, κλίμακα 15 διορίστηκε από 1.11.2007.  Ενόψει ακριβώς του διορισμού του υπέβαλε αίτηση για αφυπηρέτηση από 1.11.2007 δυνάμει του άρθρ.53(1)(στ) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων 1990-2006.[1]

 

Η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας ενέκρινε το αίτημα του εφεσίβλητου.  Διαφαίνεται από την επιστολή διορισμού του ότι αν και επισυνάφθησαν οι όροι υπηρεσίας σ΄αυτήν (που περιλάμβαναν και το μισθό της θέσης μαζί με τη βαθμίδα της κλίμακας) ωστόσο δεν αναφέρετο ο,τιδήποτε ειδικό  για τη μισθολογική του τοποθέτηση.

 

Ο εφεσίβλητος στις 3.3.2008 ζήτησε να τοποθετηθεί σε σημείο της κλίμακας Α15, αντίστοιχο της μισθοδοσίας που λάμβανε κατά την υπηρεσία του στο δημόσιο. 

 

Κατόπιν ακύρωσης του διορισμού του εφεσίβλητου ως αποτέλεσμα της υπόθεσης  Πλέϊπελ κ.ά. ν. ΟΑΥ προσφυγή αρ.1697/07 κ.ά., 8.8.09, ο εφεσίβλητος επαναδιορίστηκε στην ως άνω θέση με επιστολή ημερ. 29.9.2009 στην οποία επισυνάπτονταν εκ νέου οι όροι υπηρεσίας και ο μισθός της θέσης μαζί με τις βαθμίδες της κλίμακας Α15.  Ο διορισμός έγινε αποδεκτός από τον εφεσίβλητο.

 

Με νέα επιστολή ημερ. 20.4.2010, ο εφεσίβλητος, επικαλούμενος το άρθρο 53 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, και την ακολουθητέα πρακτική για διατήρηση της μισθοδοσίας υπαλλήλων οργανισμών δημοσίου δικαίου που διορίζονται σε θέσεις στη δημόσια υπηρεσία, ζήτησε και πάλι εξέταση του αιτήματός του για τοποθέτηση σε σημείο της κλίμακας Α15. Ζητήθηκε η γνώμη του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών με κοινοποίηση στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με επιστολή ημερ. 2.5.2011 ενημέρωσε το Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού πως η μισθοδοτική τοποθέτηση μόνιμων υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου οι οποίοι διορίζονται χωρίς διακοπή στην απασχόληση τους σε δημόσιες θέσεις γίνεται κατ' αναλογία των όσων ισχύουν στην περίπτωση των μονίμων δημόσιων υπαλλήλων που διορίζονται σε άλλες δημόσιες θέσεις και ότι εναπόκειται στο Συμβούλιο του Οργανισμού αν θα υιοθετήσει την ίδια πρακτική για τους υπαλλήλους που διορίζονται στον Οργανισμό χωρίς διακοπή στην απασχόληση τους από δημόσια θέση.

 

Στη συνεδρία του ημερ. 26.5.2011 το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του εφεσιβλήτου, απόφαση η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 7.6.2011.

 

Ο εφεσίβλητος με νέα επιστολή του ημερ. 15.6.2011 ζήτησε την επανεξέταση της εν λόγω απόφασης επικαλούμενος τον περί Απολαβών των Κρατικών Υπαλλήλων Νόμο του 2004 και το προσχέδιο των Κανονισμών του Οργανισμού. Στις 23.6.2011 το Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε να ζητήσει νομική συμβουλή για το πιο πάνω αίτημα. Οι νομικοί σύμβουλοι του Οργανισμού με επιστολή ημερ. 27.11.2011 έδωσαν συμβουλή όπως εγκριθεί το αίτημα για μισθολογική τοποθέτηση. Λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε, ο εφεσίβλητος με επιστολή του ημερ. 20.1.2012 ζήτησε όπως τύχει απάντησης στο αίτημά του. Εκ νέου εξέταση του αιτήματος στις 9.2.2012 οδήγησε στην απόρριψή του, ως ακολούθως:-

 

«Ο Πρόεδρος ενημέρωσε το Συμβούλιο ότι οι Νομικοί Σύμβουλοι του Οργανισμού επανεξέτασαν το θέμα της μισθολογικής τοποθέτησης του κ. Γεωργιάδη και ενόψει νέων στοιχείων που προέκυψαν συνέστησαν όπως το Συμβούλιο απορρίψει το αίτημα του κ. Γεωργιάδη. Ακολούθησε συζήτηση για το θέμα και στο τέλος αποφασίσθηκε όπως υιοθετηθεί η πρόταση των Νομικών Συμβούλων για απόρριψη του αιτήματος. Επίσης αποφασίσθηκε με πλειοψηφία (8-1) όπως αποσταλεί επιστολή στον κ. Γεωργιάδη η οποία να τον πληροφορεί για τη νέα απόφαση του Συμβουλίου».

 

Ο εφεσίβλητος ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερ. 29.2.2012 και αυτή αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη.

 

 

Με τον 1ο λόγο έφεσης πλήττεται η απόρριψη εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου της προδικαστικής ένστασης που είχε προβάλει η πλευρά του Οργανισμού περί μη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος του εφεσίβλητου να προσβάλει την επίδικη πράξη καθότι σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, η αποδοχή του δεν ήταν ποτέ ανεπιφύλακτη.

 

Το ίδιο θέμα είναι αντικείμενο και του 2ου λόγου έφεσης, αφού σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντος το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε ευλόγως να θεωρηθεί ότι στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία εκδόθηκε κατόπιν εξέτασης νέων στοιχείων. 

 

΄Εχουμε εξετάσει ενδελεχώς τη θεώρηση και τα επιχειρήματα των διαδίκων και ιδιαιτέρως της πλευράς του Οργανισμού, ο οποίος βεβαίως έχοντας εγείρει την έφεση έχει και το βάρος να πείσει περί του εσφαλμένου της πρωτόδικης κρίσης ώστε να χωρεί επέμβαση του Εφετείου. 

 

Η πλευρά του Οργανισμού έχει τονίσει ότι εσφαλμένα δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη ότι ο εφεσίβλητος αφού είχε λάβει γνώση των όρων υπηρεσίας, αποδέκτηκε τη θέση χωρίς καμιά επιφύλαξη.  Το ίδιο μάλιστα συνέβη και στο νέο, μετά την ακύρωση, διορισμό (βλ. σχετικές επιστολές αποδοχής διορισμού).  Αναφέρθηκε ακόμη ότι ο εφεσίβλητος κατά το διορισμό του μετά την επενεξέταση γνώριζε σε ποία βαθμίδα στην Α15 είχε τοποθετηθεί. 

 

Είναι γεγονός ότι η υπόθεση έχει  κάποιες ιδιομορφίες στα περιστατικά της που δεν πρέπει να οδηγήσουν σε απομονωτική απόδοση αξίας μόνο στις πράξεις αποδοχής, οι οποίες στη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων, θα ισοδυναμούσαν με αποστέρηση εννόμου συμφέροντος προσβολής της πράξης.  (Βλ. Hadjiconstantinou a.o. v. Republic (1984)3 C.L.R. 319).

 

Σκόπιμο είναι να δούμε πώς ακριβώς αντιμετωπίστηκε το θέμα πρωτοδίκως στη βάση κυρίως της σημασίας των προφορικών οχλήσεων του εφεσίβλητου αλλά και των νομικών γνωματεύσεων που επιδιώχθησαν από τον Οργανισμό και δόθηκαν για το ως άνω θέμα.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση. 

«Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει πως η διαμαρτυρία του αιτητή ήταν αρχικά προφορική. Η δικηγόρος του αιτητή παραπέμπει σε επιστολή του Προέδρου των καθ' ων η αίτηση ημερ. 8.8.2011 προς τους νομικούς συμβούλους τους (ερ. 94 στον Προσωπικό Φάκελο του αιτητή, Τεκμήριο 2) με την οποία ζητείτο γνωμάτευση για το επίδικο θέμα και στην οποία καταγραφόταν πως ο αιτητής «με το διορισμό του, με προφορικές αναφορές κατ' αρχήν και στη συνέχεια με επιστολή του ημερομηνίας 3 Μαρτίου 2008 . υπέβαλε αίτημα όπως τοποθετηθεί σε σημείο της κλίμακας της θέσης στην οποία διορίστηκε που να αντιστοιχεί με τη μισθοδοσία που έπαιρνε όταν αφυπηρέτησε από τη δημόσια υπηρεσία και ζήτησε όπως το θέμα τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου .».

 

Η αρχική γνωμάτευση των νομικών συμβούλων των καθ' ων η αίτηση ήταν υπέρ της έγκρισης του αιτήματος στη βάση των προνοιών των άρθρων 2 και 3 του περί Απολαβών των Κρατικών Υπαλλήλων Νόμου του 2004 (Ν. 223(Ι)/2004).

 

Οι καθ' ων η αίτηση δεν σχολιάζουν την πιο πάνω επιστολή. Δέχομαι τη θέση της δικηγόρου του αιτητή πως η αποδοχή του διορισμού του, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα, δεν ήταν ποτέ ανεπιφύλακτη. Εξάλλου, προσβαλλόμενη είναι η απόφαση τής 29.2.2012 απορρίπτουσα το αίτημα και η προσφυγή είναι εντός των, κατόπιν αυτής, 75 ημερών που ασκήθηκε. Δεν θα μπορούσε ευλόγως να θεωρηθεί πως ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία εκδόθηκε κατόπιν εξέτασης νέων στοιχείων, όπως οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση καταγράφουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως κατάληξη της διερεύνησης του αιτήματος αποτελούσα την τελική διοικητική τοποθέτηση επί των διαμαρτυριών του. Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται».

 

 

Είναι ορθό αυτό που παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου πως δηλαδή το θέμα της μισθολογικής τοποθέτησης εν προκειμένω είναι διαφορετικό από το θέμα του διορισμού.  Δεν προκύπτει εξάλλου πως ο εφεσίβλητος γνώριζε ότι θα τοποθετείτο στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α15.  Αυτό που αναμφίβολα γνώριζε - και αυτό αποδέκτηκε - ήταν ο διορισμός στη θέση διευθυντή με κλίμακα Α15 και όχι τη τοποθέτηση του σε συγκεκριμένη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας της εν λόγω θέσης που είχε ως αποτέλεσμα - και γι΄αυτό δεν υπήρξε αντίθετη θέση - να λαμβάνει ουσιωδώς χαμηλότερα του μισθού που λάμβανε στη θέση που αφυπηρέτησε με την ειδική ρύθμιση του άρθρ.53(1)(στ) ανωτέρω, δηλαδή την αφυπηρέτηση με σκοπό το συγκεκριμένο διορισμό.  Η θεώρηση αυτή συμβαδίζει και με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως μόλις αντιλήφθηκε τη μισθολογική διαφορά με την προηγούμενη θέση διαμαρτυρήθηκε αρχικά προφορικώς και μετά γραπτώς.   Η διαμαρτυρία του αυτή φαίνεται να τεκμηριώνεται και από την ως άνω επιστολή του Διοικητικού Συμβουλίου, ο οποίος ζητώντας νομική γνωμάτευση ανέφερε πως υπήρξαν προφορικές αναφορές κατ΄αρχάς και μετά γραπτές. 

 

Δεν πρέπει να λησμονείται πως η αρχική πεποίθηση του εφεσίβλητου είχε εδραιωθεί σε πρακτική που υφίστατο δυνάμει απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ.επιστολή του εφεσίβλητου ημερ. 3.3.2008, Παράρτημα 4 στην προσφυγή)[2]

 

Με βάση τα πιο πάνω θεωρούμε πως η πρωτόδικη κρίση υπήρξε ορθή και πλήρως αιτιολογημένη.  Προσθέτως δεν ευσταθεί πως η κατάσταση διαφοροποιείται  επειδή ο εφεσίβλητος αποδέκτηκε τον εκ νέου  διορισμό μετά την ακύρωση του πρώτου από το Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς να επιφυλάξει τα δικαιώματα του ενώ τότε γνώριζε σε ποία βαθμίδα είχε τοποθετηθεί.  Ο εφεσίβλητος είχε ήδη μετουσιώσει την αρχική του διαμαρτυρία σε γραπτή επιστολή ημερ. 3.3.2008.  Φανερό ήταν ότι το αίτημα του εκκρεμούσε και αυτό επιβεβαιώνεται και με τις μετέπειτα ενέργειες του Οργανισμού.  Εξάλλου ο διορισμός ήταν αναδρομικός και το όλο ιστορικό που περιλάμβανε και το αίτημα παρέμεινε ενεργό με αποτέλεσμα την τελική κρίση στις 29.2.2012. 

 

Αυτό μας οδηγεί στο 2ο λόγο έφεσης για το οποίο βεβαίως σημαντική υπήρξε η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «εξάλλου, προσβαλλόμενη είναι απόφαση της 29.2.2012 απορρίπτουσα το αίτημα και η προσφυγή είναι εντός, των, κατόπιν αυτής των 75 ημερών που ασκήθηκε».

 

Μ΄όλο το σεβασμό η ίδια η προσβαλλόμενη πράξη αναιρεί τη σημασία των όποιων επιχειρημάτων του Οργανισμού, αφού σύμφωνα με το περιεχόμενο της:  «Ο Πρόεδρος ενημέρωσε το Συμβούλιο ότι οι νομικοί σύμβουλοι επανεξέτασαν το θέμα και ενόψει νέων στοιχείων που προέκυψαν συνέστησαν απόρριψη του αιτήματος».

 

Η επίκληση νέων στοιχείων έγινε από τον ίδιο τον Οργανισμό ο οποίος μάλιστα επικαλείται (νέα και προφορική) γνωμάτευση των νομικών του συμβούλων  - γνωμάτευση μάλιστα διαφορετική από την προηγούμενη γραπτή που σύστηνε την έγκριση του αιτήματος. - Είναι λοιπόν τουλάχιστον αντινομικό ο Οργανισμός να επικαλείται έλλειψη εννόμου συμφέροντος του εφεσίβλητου. 

 

Είναι συνεπώς η κατάληξη μας πως ομοίως το πρωτόδικο Δικαστήριο υπήρξε  απόλυτα ορθό στη θεώρηση του. 

 

Συνεπακόλουθα των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Με τον 3ο λόγο ο Οργανισμός προσβάλλει ως εσφαλμένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπάρχει παραβίαση των προνοιών του άρθρου 3 του περί Απολαβών των Κρατικών Υπαλλήλων Νόμου, Ν.223(Ι)/2004.

 

Το άρθρο 3 του ως άνω Νόμου έχει ως εξής:

3. Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νό΅ου ή κανονισ΅ού, ο οποίος ρυθ΅ίζει θέ΅ατα που αφορούν—

 α) Τη ΅ισθοδοτική τοποθέτηση κρατικού υπαλλήλου που διορίζεται, προάγεται ή αποσπάται· και.

 (β) τον τρόπο αναπροσαρ΅ογής του ΅ισθού κρατικού υπαλλήλου, του οποίου η θέση αναβαθ΅ίζεται ή υποβαθ΅ίζεται συνεπεία αναθεώρησης ΅ισθών ή αναδιοργάνωσης, εφαρ΅όζονται για τα θέ΅ατα αυτά, σε σχέση ΅ε τους κρατικούς υπαλλήλους, τα ισχύοντα στη δη΅όσια υπηρεσία για τους δη΅όσιους υπαλλήλους, όπως αυτά διαλα΅βάνονται στους περί ∆η΅όσιας Υπηρεσίας Νό΅ους και στους Νό΅ους που τους τροποποιούν ή τους αντικαθιστούν, καθώς και στους εκάστοτε ισχύοντες ΅ε βάση τους Νό΅ους αυτούς, Κανονισ΅ούς.

 

Σύμφωνα δε με το αρθ.2 του ιδίου Νόμου «κρατικός υπάλληλος» σημαίνει:

«πρόσωπο που κατέχει θέση στην κρατική υπηρεσία» ενώ «κρατική υπηρεσία» περιλαμβάνει «υπηρεσία σε οποιανδήποτε θέση αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια με νόμο».

 

Να θυμίσουμε εδώ πως ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας είναι νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.  Είναι ορθό πως η διοίκηση κάθε νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ρυθμίζεται κατά ιδιαίτερο τρόπο, αντίστοιχο στη φύση και το σκοπό του και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να χαραχθούν κοινές γραμμές για κάθε θέμα (βλ. ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, σελ .174).[3]

 

Ο διορισμός του εφεσίβλητου είχε συντελεστεί σύμφωνα με το αρθ.12 του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου του 2001, (Ν.89(Ι)/2001).

 

Τονίζεται επίσης ότι η δημιουργία της θέσης του εφεσίβλητου προβλέπετο ειδικά στον περί Προϋπολογισμού του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας Νόμου του 2007, Ν.4(ΙΙ)/2007.

 

Ακριβώς ο εφεσίβλητος είχε επικαλεστεί το άρθρο 3 ως άνω στην επιστολή του ημερ. 15.6.2011 και ισχυρίστηκε πως ήταν κρατικός υπάλληλος εν τη εννοία του άρθρου, αφού κατείχε θέση αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια με νόμο, δηλαδή το Νόμο 4(ΙΙ)/2007.

 

Μάλιστα, αυτή τη θέση στήριξαν γραπτώς οι νομικοί σύμβουλοι του Οργανισμού (γνωμάτευση 27.7.2011).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής σχετικά:

«Δεν αμφισβητείται από τους καθ' ων η αίτηση πως η δημιουργία της θέσης του αιτητή προβλεπόταν ειδικά στον περί Προϋπολογισμού του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας Ν. 4(ΙΙ)/2007.

 

Συνεπώς, ενόψει του ότι ο αιτητής διορίστηκε στη θέση Διευθυντή, τότε στη βάση του πιο πάνω άρθρου 2 του Νόμου θεωρείται «κρατικός υπάλληλος» με αποτέλεσμα να ισχύουν και στην περίπτωσή του τα ισχύοντα στη δημόσια υπηρεσία, όπως προβλέπει το άρθρο 3. Ως εκ τούτου, καθίστανται συναφείς με το επίδικο αίτημα, οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και ’λλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1995 (ΚΔΠ 175/95), όχι ως ζήτημα διακριτικής ευχέρειας, καθώς αντιλαμβάνομαι, αλλά ως ζήτημα νομοθετικής υποχρέωσης. Ακριβώς στα πλαίσια αυτά κινήθηκε η ζητηθείσα από τους καθ' ων η αίτηση νομική συμβουλή η οποία δόθηκε στις 27.7.2011.

 

Η πιο πάνω θετική γνωμάτευση υπάρχει καταχωρημένη στο διοικητικό φάκελο. Παρά ταύτα, οι καθ' ων η αίτηση εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση με αναφορά σε αρνητική γνωμάτευση, μη περιεχόμενη στο φάκελο. Δεν αμφισβητείται η δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να προβαίνει σε προφορική διερεύνηση ζητημάτων. Στην απουσία όμως, οποιουδήποτε στοιχείου σχετικού προς την τέτοια προφορική διερεύνηση, όπως εν προκειμένω, αναμένεται από τους καθ' ων η αίτηση να παράσχουν, μέσα από την αιτιολογία της απόφασής τους, τα απαιτούμενα τα οποία θα καθιστούσαν εφικτό το δικαστικό έλεγχο, κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Ιδίως μάλιστα, όταν η νέα «προφορική γνωμάτευση» βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη.

 

Δεν έχει εμφιλοχωρήσει λάθος ερμηνεία ή εσφαλμένη αντίληψη των πραγμάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Αντιθέτως, η κρίση του συμβαδίζει με τη γραμματική αλλά και την τελεολογική ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 του Νόμου.  Ο όρος «κρατική υπηρεσία» εν προκειμένω πέραν από τον όρο «δημόσια υπηρεσία» καλύπτει και τις θέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για τις οποίες γίνεται πρόνοια στους σχετικούς Νόμους περί Προϋπολογισμού.

 

Η διατύπωση των άρθρων 2 και 3 ορθά ερμηνεύεται ότι καλύπτει περίπτωση δημοσίου υπαλλήλου που διορίζεται σε Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου ως ανωτέρω (βλ. Δημοκρατία ν. Corby Holdings Ltd, AE38/2013, ECLI:CY:AD:2019:C214 3.6.2019).

 

Συνεπώς και ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον του εφεσείοντα, εκ ποσού €3,000 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.

                                                                             ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                                                                             ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

                                                                             ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                                             ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                                             ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.



[1] 53.—(1) Τηρου΅ένων των διατάξεων του εδαφίου (5) και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νό΅ου, η Επιτροπή έχει αρ΅οδιότητα να αποφασίζει την αφυπηρέτηση ΅όνι΅ου συντάξι΅ου υπαλλήλου από τη δη΅όσια υπηρεσία στις ακόλουθες περιπτώσεις:

....

(στ) όταν η αφυπηρέτηση γίνεται για να αναλάβει ο υπάλληλος δη΅όσιο λειτούργη΅α ασυ΅βίβαστο ΅ε τη θέση που κατέχει ή για να διοριστεί σε οργανισ΅ό δη΅όσιου δικαίου ή αρχή τοπικής διοίκησης·

 

 

[2] «.....Επειδή γνωρίζω ότι υπάρχει σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου(επισυνάπτω αντίγραφο) η οποία προνοεί για τη διατήρηση της μισθοδοσίας υπαλλήλων που μετακινούνται από Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου στη Δημόσια Υπηρεσία, πιστεύω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, νομιμοποιείται να λάβει σχετική απόφαση για τοποθέτηση μου σε σημείο της κλίμακας Α15 που να αντιστοιχεί με τη μισθοδοσία που λάμβανα όταν ήμουν στη Δημόσια Υπηρεσία και βρισκόμουν σε χαμηλότερη    κλίμακα ( Α 14(11) ). Εξάλλου, τέτοια πρόνοια περιλαμβάνεται και στους Κανονισμούς του ΟΑΥ που κατατέθηκαν πρόσφατα στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Επιπρόσθετα όμως, έχω την άποψη ότι η παρούσα ρύθμιση είναι άδικη και συνιστά άνιση μεταχείριση εκ μέρους του κράτους. Δεν είναι λογικό να ισχύει συγκεκριμένη ρύθμιση για τους λειτουργούς Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου που μετακινούνται στη Δημόσια Υπηρεσία και να μην ισχύει ανάλογη ρύθμιση για δημόσιους υπαλλήλους που μετακινούνται σε Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου. Θέλω να τονίσω ιδιαίτερα το γεγονός ότι η αφυπηρέτηση μου από τη Δημόσια Υπηρεσία έγινε με το εδάφιο (1) (στ) τον άρθρου 53, δηλαδή, ειδικά για να διοριστώ σε Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου.

Το κράτος είναι ενιαίο και δεν είναι δυνατό να συμπεριφέρεται με διαφορετικό τρόπο στους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε ότι αφορά ρυθμίσεις γενικού χαρακτήρα, όπως είναι η συγκεκριμένη».

 

[3] Όπως ο όρος "οργανισμός δημοσίου δικαίου" υποδηλώνει περιλαμβάνονται σώματα και οργανισμοί που λειτουργούν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου με αποστολή την επίτευξη ενός ή περισσοτέρων σκοπών του δημοσίου. Το σημαντικότερο γνώρισμα οργανισμών αυτής της κατηγορίας είναι ο προικισμός τους με αποφασιστική αρμοδιότητα (imperium) σε ένα ή περισσότερους τομείς του δημοσίου δικαίου όπως επισημαίνεται στη μελέτη του καθηγητή Σβώλου και του υφηγητή Γεωργόπουλου*. Ο Wade στο έργο του ²Administrative Law² ** προσδιορίζοντας τις λειτουργικές ιδιότητες των αντίστοιχων οργανισμών στο αγγλικό δίκαιο - Public Corporations - αναφέρει ότι αυτές αντανακλούν σ' όλα τα επίπεδα το κυβερνητικό σύστημα. Και στην Αγγλία παρόλο που δεν υπάρχει αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ των πολιτειακών εξουσιών, η εποπτεία οργανισμών δημοσίου δικαίου δεν ανήκει στη Βουλή αλλά στον αρμόδιο υπουργό. Σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου μπορεί να αποδοθούν, όπως αναγνωρίζει και η κυπριακή νομολογία, και πρωτογενείς λειτουργίες του κράτους στον τομέα της διακυβέρνησης της χώρας. (Cyprus Ports Authority v. Republic (1983) 3 C.L.R. 385και κατέφεση Republic v. Cyprus Ports Authority (1986) 3 C.L.R. 117)

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο