ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C520
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 151/2013)
(Υπ. Αρ. 1801/2012)
10 Δεκεμβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΚΑΛΑΚΟΥΤΗΣ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1.ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ - ΓΕΕΦ,
2.ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Βρ. Χατζηχάννας, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Αλεξάνδρου για Λ. Λάμπρου Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, με προσφυγή, αξίωσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 27.9.2012, με την οποία απερρίφθη η αξίωση του «για να εφαρμόσει και γι΄ αυτόν, τον εκ μητρογονίας κληρωτό (στρατεύσιμο), την Ίση Μεταχείριση, τα Ίσα Δικαιώματα και την Αρχή της Ισότητας, όπως με τους εκ πατρογονίας κληρωτούς (στρατεύσιμους), δηλαδή για στρατιωτική θητεία έξι μηνών, αντί πλήρους στρατιωτικής θητείας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και γι΄ αυτό το οφειλόμενο και παραληφθέν θα πρέπει, με διαταγή του Δικαστηρίου, να γίνει».
Η προσφυγή απερρίφθη λόγω ανυπαρξίας νομοθετικής διάταξης, η οποία δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση. Σε μια τέτοια περίπτωση, ανέφερε το Δικαστήριο, ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.
Ο εφεσείων, με πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης. Προβάλλει ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή του εφεσείοντα είναι ταυτόσημη με την προσφυγή του αδελφού του στην υπόθεση 1141/2010 xxx Καλακουτή ν. Δημοκρατίας, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 8.4.2013 (1ος λόγος), λανθασμένα έκρινε ότι αυτό που επιδιώκει ο εφεσείων είναι τη δια μέσου δικαστικής απόφασης επεκτατική εφαρμογή των ευνοϊκών για τους εκ πατρογονίας στρατεύσιμους στους εκ μητρογονίας (2ος λόγος), εσφαλμένα έκρινε ότι δεν παραβιάζεται το συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντα να τύχει ίσης μεταχείρισης με τους εκ μητρογονίας στρατεύσιμους (3ος λόγος), εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή, χωρίς καν να εξετάσει την παραβίαση της καλής πίστης και της αρχής της αναλογικότητας (4ος λόγος) και ότι εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή, υιοθετώντας την απόφαση στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 597 (5ος λόγος).
Τα ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση. Ο εφεσείων γεννήθηκε στις xxx από πατέρα Κύπριο και μητέρα Αγγλικής υπηκοότητας. Ευρισκόταν εγγεγραμμένος στα Στρατολογικά Μητρώα Λευκωσίας και κατετάγη στην Εθνική Φρουρά τον Ιούλιο του 2012, κατ΄ ακολουθία σχετικού διατάγματος του Υπουργού Άμυνας. Με επιστολή του δικηγόρου του, ζητήθηκε όπως η υποχρέωση θητείας του εφεσείοντα μειωθεί στους έξι μήνες, επειδή είναι κάτοχος της Βρετανικής υπηκοότητας, και, επιπλέον, όπως τύχει της ίδιας μεταχείρισης όσον αφορά τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις με τους στρατεύσιμους που είναι Κύπριοι εκ μητρογονίας. Στις 27.9.2012 η Διεύθυνση Στρατολογικού του ΓΕΕΦ πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι η σχετική νομοθεσία δεν καλύπτει την περίπτωσή του, γιατί αυτός δεν είχε αποκτήσει την Κυπριακή υπηκοότητα από τη μητέρα του, αλλά από τον πατέρα του. Ως εκ τούτου, το αίτημά του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.
Ο εφεσείων, τόσο στο περίγραμμα αγόρευσής του, όσο και στις προφορικές διευκρινίσεις του συνηγόρου του, επανέλαβε τις θέσεις που προώθησε και πρωτοδίκως. Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του είναι ότι ο περί Εθνικής Φρουράς Νόμος είναι αντισυνταγματικός και προωθεί την άνιση μεταχείριση και τη διάκριση μεταξύ των στρατευσίμων. Αυτό που επιδιώκει ο εφεσείων, σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο, είναι την ίση μεταχείριση και να παύσει η ανισότητα και όχι την αναπλήρωση ανύπαρκτης νομοθετικής διάταξης με δικαστική απόφαση.
Η έφεση δεν ευσταθεί.
Όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, αυτό που επιζητεί ο εφεσείων είναι η αναπλήρωση ανύπαρκτης νομοθετικής διάταξης με δικαστική απόφαση. Από τη στιγμή που διαπιστώνεται ανυπαρξία νομοθετικής διάταξης που να καλύπτει την περίπτωση του εφεσείοντα δεν υπάρχει πεδίο ακύρωσης της διοικητικής πράξης.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί (βλ. Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550) το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει διοικητική πράξη που η επαναξέτασή της θα προϋποθέτει πράξη νομοθετικού περιεχομένου, διαπιστώνοντας απλά άνιση μεταχείριση. Εφαρμόζονται, συναφώς, τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 78, στη σελίδα 84, όπως ορθά υπέδειξε το Δικαστήριο:
«Όπως και αν έχουν όμως τα πράγματα, η Ολομέλεια δεν μπορεί να αποκλίνει από την επικρατούσα νομολογία. Η Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, καθορίζει τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, την εξουσία να επικυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση ή να κηρύξει την πράξη ή την παράλειψη, άκυρη. Δεν έχει δικαιοδοσία να νομοθετεί διευρύνοντας νομοθετικές ρυθμίσεις που δεν έτυχαν της έγκρισης της Βουλής. Κάτι τέτοιο, θα συγκρουόταν και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Σημειώνεται ότι η Βουλή δεν μπορεί από μόνη της να προχωρήσει στη ψήφιση νομοθεσίας, όταν ο σκοπούμενος νόμος θα προϋποθέτει δαπάνη. Αν η Βουλή, το συνταγματικά καθοριζόμενο νομοθετικό όργανο, δεν έχει ένα τέτοιο δικαίωμα, πολύ περισσότερο δεν το έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.
Συμφωνώντας με τις αρχές όπως τέθηκαν, η Ολομέλεια καταλήγει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να προβεί σε επεκτατική εφαρμογή νομοθετικής ρύθμισης.»
Η παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του εφεσείοντα, ήτοι της αρχής της ισότητας των εκ πατρογονίας στρατεύσιμων με των εκ μητρογονίας, που επικαλείται ο εφεσείων, ορθά κρίθηκε ότι δεν μπορεί, ακόμα και σε περίπτωση που οι ισχυρισμοί του γίνουν αποδεκτοί, να οδηγήσει σε ακύρωση της διοικητικής πράξης.
Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (πιο πάνω), δε δικαιολογείται η άσκηση συνταγματικού ελέγχου, εφόσον δεν θα ήταν δυνατό, ακόμα κι αν κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δεν θα ήταν εναρμονισμένο προς την πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος. Οι θέσεις αυτές αναφέρθηκαν στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και ορθά υιοθετήθηκαν από το Δικαστήριο.
Η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Vrountou v. Cyprus, ημερομηνίας 13.10.2015, που μας παρέπεμψε ο κ. Χατζηχάννας, δεν κρίνουμε ότι μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση. Στην υπόθεση εκείνη η αιτήτρια, μετά την απόρριψη της έφεσής της στην υπόθεση Βρούντου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) καταχώρησε υπόθεση στο ΕΔΑΔ επικαλούμενη ότι η απόρριψη του αιτήματός της να της παραχωρηθεί προσφυγική ταυτότητα, περιλαμβανομένων όλων των ωφελημάτων που οι κάτοχοι τέτοιας ταυτότητας δικαιούνται, στη βάση του ότι ήταν πρόσφυγας εκ μητρογονίας και όχι εκ πατρογονίας, συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 14 της Σύμβασης, σε συνάρτηση με το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 1. Το ΕΔΑΔ στην παράγραφο 91 της απόφασής του αναφέρθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πιο πάνω, ως ακολούθως:
«91. In the present case, the reason the Supreme Court was unable to consider whether the applicant was entitled to the remedy she sought (the quashing of the decision to refuse her a refugee card) was that it considered that it did not have jurisdiction to extend the refugee card scheme without infringing the constitutional principle of the separation of powers (see the final two paragraphs of the Supreme Court's judgment, quoted at paragraph 15 above). In other words, the Supreme Court, applying that principle, found itself unable to consider the merits of the applicant's discrimination claim and thus unable to grant her appropriate relief. The Court readily understands the Supreme Court's concern to ensure proper respect for the separation of powers under the Constitution of Cyprus and it is not the Court's place to question the Supreme Court's interpretation and application of that principle. However, the consequence of the Supreme Court's approach was that, in so far as the applicant's Convention complaints were concerned, recourse to the Supreme Court was not an effective remedy for her. Since the Government have not submitted that any other effective remedy existed in Cyprus at the material time to allow the applicant to challenge the discriminatory nature of the refugee card scheme, it follows that there has been a violation of Article 13 of the Convention.»
Ως εκ των ανωτέρω, η πιο πάνω απόφαση δεν επηρεάζει την ορθότητα της υπό κρίση πρωτόδικης απόφασης.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση είναι απορριπτέα, χωρίς να απαιτείται εξέταση των επί μέρους εγειρομένων θεμάτων.
Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα, ενόψει του γεγονότος ότι η Δημοκρατία δεν έχει καταχωρήσει διάγραμμα, παρά τις οδηγίες που δόθηκαν.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.