ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D491
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/13)
26 Νοεμβρίου, 2019
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
xxxx ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η αίτηση
---------
Ο εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά
Κ.Σταυρινός, Ανώτερος δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους
----------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Αναθεωρητική Έφεση ο εφεσείων, ζητά ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ.12.7.2013 απορριπτική της προσφυγής του υπ΄αριθμό 411/2009. Αντικείμενο της προσφυγής υπήρξε αίτημα ακύρωσης της απόφασης των εφεσιβλήτων/καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 17.12.2008 με την οποία προήχθηκε από την 1η.1.2009 στη μόνιμη θέση Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, ο Π. Π., (Ε.Μ.), αντί ο ίδιος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση του, απορρίπτοντας τους λόγους ακύρωσης που είχε προβάλει ο εφεσείων/αιτητής. Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και τους εφεσίβλητους ότι το Ε.Μ. κατείχε το προσόν 3.(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι «Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, σε ειδικότητα της Κτηνιατρικής Επιστήμης». Επισημάνθηκαν ειδικά τα ακόλουθα:
«Προκύπτει, από το περιεχόμενο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στις σελίδες 2 και 3 αυτής, ότι η τελευταία εξέτασε όλες τις αιτήσεις και τα συνημμένα σε αυτές πιστοποιητικά και πληροφορίες, με σκοπό να διαπιστώσει ποιοι από τους υποψηφίους κατέχουν να απαιτούμενα εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντα.
Καταγράφει επίσης, στην έκθεση της η Συμβουλευτική Επιτροπή, ότι αυτή εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, καθώς και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως αυτά ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν τα απαιτούμενα, εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, προσόντα και αποφάσισε να τους καλέσει σε προφορική συνέντευξη.»
Όσον αφορά τον προβληθέντα λόγο ακύρωσης για το αναιτιολόγητο της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πρωτοδίκως επίσης επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:
«.. Δεν συμφωνώ ούτε και με τις πιο πάνω θέσεις του αιτητή εφόσον παρατηρώ ότι ρητά, σημειώνεται στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι αυτή προέβη σε τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, βασιζόμενη στα προσόντα και την πείρα τους, σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης τους, λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη και τη γενική εντύπωση κατά την προφορική εξέταση.
....
Στην προκειμένη περίπτωση, η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε τη γενική εντύπωση, την οποία απεκόμισε από τις προφορικές συνεντεύξεις για τον κάθε υποψήφιο η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, θεωρείται επαρκής αιτιολογία, (Δέστε Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).
Σε σχέση με το λόγο ακύρωσης, πως η ΕΔΥ δεν είχε προβεί σε σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων για την επίδικη θέση, έκρινε ότι:
«Η Επιτροπή κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος, δηλαδή στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και επιπλέον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή.
Το πρόσθετο προσόν του αιτητή συνεκτιμήθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, και χαρακτηρίστηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, όμως αυτό δεν ήταν απαιτούμενο, ούτε και συνιστούσε πλεονέκτημα και κρίθηκε, από την Επιτροπή, ότι αυτό δεν μπορούσε να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή του Ε/Μ.»
Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το λόγο ακύρωσης ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση παραθέτοντας σχετική νομολογία. (Βλ. Τhe Republic v. Panayiotides (1987) 3 CLR 1081, Αριστοκλέους v. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673 και Δημοκρατία v. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395).
Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τον λόγο ακύρωσης πως η ΕΔΥ απέτυχε να επιλέξει τον καλύτερο υποψήφιο, επεσήμανε ότι:
«Υπενθυμίζεται ότι, το Ε/Μ αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ήτοι αξιολογήθηκε «Εξαίρετος» σε αντίθεση με τον αιτητή που αξιολογήθηκε «Πάρα πολύ καλός». Κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, και πάλιν το Ε/Μ αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο, αφού αξιολογήθηκε «Εξαίρετος», σε αντίθεση με τον αιτητή που αξιολογήθηκε ως «Πολύ καλός». Επίσης το Ε/Μ διέθετε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή».
Ο εφεσείων, προς ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλει οκτώ λόγους έφεσης ως ακολούθως:
Εσφαλ΅ένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρότητας, σύ΅φωνα ΅ε τον οποίον η Συ΅βουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) τελούσε υπό πραγ΅ατική και νο΅ική πλάνη όσον αφορά στα προσόντα του Ε.Μ. και ότι το Ε.Μ. στερείτο του προσόντος 3 (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας (πρώτος λόγος). Εσφαλμένα δε παρέλειψε να λάβει υπόψη προς τούτο την Δημοκρατία ν. Κλεόπα κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 669, την οποίαν ο εφεσείων είχε επισυνάψει στην απαντητική γραπτή του αγόρευση (δεύτερος λόγος). Εσφαλμένα απέρριψε το δεύτερο λόγο ακυρότητας, σύ΅φωνα ΅ε τον οποίο η έκθεση της Συ΅βουλευτικής Επιτροπής στερείτο νό΅ι΅ης και/ή επαρκούς αιτιολογίας, υπήρξε πλάνη στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων και δεν έγινε στάθ΅ιση όλων των προσ΅ετρήσι΅ων κριτηρίων (τρίτος λόγος). Εσφαλμένα απέρριψε τον τρίτο λόγο ακυρότητας σύμφωνα με τον οποίον η σύσταση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ήταν παράνομη και άκυρη (τέταρτος λόγος). Εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει και/ή να αναφέρει ο,τιδήποτε συγκεκρι΅ένο για τον πέ΅πτο λόγο ακυρότητας, ΅ε τον οποίον ο εφεσείων υποστήριξε ότι η επίδικη απόφαση ήταν άκυρη ένεκα της ύπαρξης πλάνης από τη ΅ια σε σχέση με την ερ΅ηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας από τους Εφεσίβλητους και από την άλλη σε σχέση με τα προσόντα του Ε.Μ. (πέμπτος λόγος). Εσφαλμένα απέρριψε τον έκτο και έβδομο λόγο ακυρότητας, οι οποίοι αναφέρονταν στην παράλειψη σύγκρισης των δύο υποψηφίων ΅ε βάση το κριτήριο των προσόντων και στη λανθασμένη αξιολόγηση του πρόσθετου προσόντος του εφεσείοντα (έκτος λόγος). Εσφαλ΅ένα απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στην προφορική εξέταση και εσφαλ΅ένη η παράλειψή του να εξετάσει κατά πόσο έπασχε η καθοδήγηση των εφεσιβλήτων από τη νο΅ολογία (έβδομος λόγος). Εσφαλ΅ένα απέρριψε τον ένατο λόγο ακυρότητας, σύ΅φωνα ΅ε τον οποίο η ΕΔΥ δεν επέλεξε τον πιο κατάλληλο υποψήφιο, παραγνωρίζοντας - χωρίς τη δέουσα αιτιολογία - την έκδηλη υπεροχή του (όγδοος λόγος).
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η πρωτόδικη κρίση πλήττεται σ΄όλα της τα σημεία και επιδιώκεται αναθεώρηση της σ΄όλη της την εμβέλεια.
Πυρήνας των θέσεων του εφεσείοντα υπήρξε πως εσφαλμένα ερμηνεύθηκε το Σχέδιο Υπηρεσίας, αφού το Ε.Μ. δεν κατείχε το προσόν 3.(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση». Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε κρίνει ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Όσο δε αφορά το Ε.Μ., «το οποίο δεν κατέχει συνεχή μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός έτους», ανάφερε πως «κατέχει το απαιτούμενο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, με το οποίο ικανοποιεί την παράγραφο 3.(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, υιοθετώντας την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 1.3.2006».
Όσον αφορά την αναφορά της Συμβουλευτικής Επιτροπής στα προσόντα του Ε.Μ., η E.Δ.Υ. έκρινε ότι «ο εν λόγω υποψήφιος καθίσταται ούτως ή άλλως προσοντούχος υποψήφιος με βάση τη Σημείωση (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης».
Η σημείωση αυτή έχει ως εξής:
«Οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες κατά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας, μπορούν να είναι υποψήφιοι, έστω και αν δεν έχουν την στο (2) απαιτούμενη μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση.»
Έντονο υπήρξε και το παράπονο του εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο άφησε νομολογία που παράθεσε ή θέσεις, που εξέφρασε, ασχολίαστες.
Εξετάζοντας σωρευτικά αλλά και επιμέρους τους λόγους έφεσης, παρατηρούμε πως οι θέσεις που προωθεί ο εφεσείων δεν είναι βάσιμες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε συνολικά και επιμελώς τις προβληθείσες θέσεις και έδωσε αιτιολογημένη κρίση στην απόρριψη των λόγων ακυρότητας. Κάποιοι λόγοι ακυρότητας αλληλοκαλύπτοντο και αφορούσαν τον τρόπο ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας καθώς και τον τρόπο που η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησαν τα ενώπιον τους δεδομένα. Δεν εντοπίζουμε παράλειψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να εξετάσει και να απαντήσει τα εγερθέντα υπό του εφεσείοντα θέματα. Το παράπονο του εφεσείοντα επ΄αυτής της πτυχής ουσιαστικά εστιάζεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε τη δική του δομή σκέψης και αντίκρυσης των πεπραγμένων. Επ΄αυτού είναι σχετικοί οι λόγοι έφεσης 2 και 5.
Συγκεκριμένα σε σχέση με το λόγο 2 (Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του και να αναφέρει την Κλεόπα ανωτέρω), θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υφίσταται ειδική υποχρέωση του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με κάθε αυθεντία που του προτείνεται ονομαστικά. Κατ΄αρχάς πρέπει η αναφορά από τους δικηγόρους ή τους διαδίκους να γίνεται με συγκεκριμένο και αναλυτικό τρόπο σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης. Εάν και εφόσον ο συσχετισμός είναι επαρκής και παρατίθεται η αυθεντία ως μέρος της αιτιολογίας του επιχειρήματος, το Δικαστήριο είναι βεβαίως επιθυμητό να ενδιατρίψει σ΄αυτή, αν είναι αναγκαίο και εφόσον κρίνει ότι η υπόθεση είναι σχετική.
Δεν αποτελεί πάντως αυτοτελώς η παράλειψη αναφοράς μιας υπόθεσης λόγον ανατροπής της καθ΄όλης δικανικής κρίσης άνευ ετέρου. Εξετάζεται η βαρύτητα και η σχετικότητα της μη συγκεκριμένης αναφοράς ad hoc.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι όντως η εν λόγω Κλεόπα δεν αναφέρεται πρωτοδίκως, δεν βλέπουμε η παράλειψη αυτή να επηρέασε το αιτιολογημένο της πρωτόδικης κρίσης. Εξ άλλου δεν μπορέσαμε να διαπιστώσουμε - όσο και αν προσπαθήσαμε - πως η εν λόγω αυθεντία βοηθούσε τις θέσεις του εφεσείοντα. Προκύπτει πως, η Κλεόπα, ανωτέρω, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση λόγω του ότι εν προκειμένω το μοναδικό έρεισμα σε σχέση με τα προσόντα του Ε.Μ., δεν ήταν η προηγούμενη θέση που αυτό κατείχε (όπως αυτό ίσχυε στην Κλεόπα), αλλά ότι το Ε.Μ. καθίστατο προσοντούχο στη βάση της σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 2 και 5 απορρίπτονται.
Εκτός των όσων σχετικών ήδη αναφέραμε, στη συνέχεια θα εξεταστούν περαιτέρω οι λόγοι 1 και 3. Ειδικά ο τρίτος λόγος έφεσης προσβάλλει την ορθότητα της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η έκθεση της Σ.Ε. είναι δεόντως αιτιολογημένη, ότι αυτή προέβη σε τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, βασιζόμενη στα προσόντα και την πείρα τους, σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης τους, λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη και τη γενική εντύπωση κατά την προφορική εξέταση.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η Σ.Ε. δεν κατέγραψε το συλλογισμό με βάση τον οποίο το Ε.Μ. αξιολογήθηκε καλύτερα από τον ίδιο, δεν υπήρξε ουσιαστική σύγκριση των υποψηφίων και ότι στην έκθεση της δεν φαινόταν η βαρύτητα που δόθηκε στα υπόλοιπα στοιχεία των υποψηφίων, προσόντα, πείρα, πέραν της προφορικής εξέτασης, στην οποία και δόθηκε ιδιαίτερη σημασία.
Στην έκθεση της Σ.Ε. ρητά σημειώνεται ότι αυτή προέβη σε τελική αξιολόγηση των υποψηφίων βασιζόμενη στα προσόντα και την πείρα τους (τα οποία και παρατέθηκαν αναλυτικά για τον κάθε ένα ξεχωριστά), σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης τους, λαμβάνοντας προς τούτο, επίσης, υπόψη και τη γενική εντύπωση κατά την προφορική εξέταση, την οποία και αιτιολόγησε δεόντως για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά.
Η τελική αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Σ.Ε. συνίσταται στη συνολική αξιολόγηση της με βάση το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων σε πλήρη αναφορά για τον κάθε ένα ξεχωριστά, όπως έχει νομολογηθεί (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 374).
Για τους πιο πάνω λόγους ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η έκθεση της Σ.Ε. είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Στα πλαίσια των ως άνω λόγων ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αναφορικά και με την κρίση του ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν νόμιμη λόγω του ότι συντάχθηκε πριν την ακυρωτική απόφαση στην Ταλιώτη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. 1132/2006, ημερ. 7.9.2009.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του θέματος αποφάσισε ως εξής:
«Καταρχάς επισημαίνεται ότι, το χρόνο κατά τον οποίο συντάχθηκε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήτοι την 27.3.2008, η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 1.3.2006, αναφορικά με την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, ήταν νόμιμη, αφού η εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υποθ. αρ. 1132/2006, Ταλιώτης v. Δημοκρατίας, στην οποία έκανε αναφορά ο αιτητής, εκδόθηκε πολύ μεταγενέστερα, ήτοι την 7.9.2009.
Εξάλλου, όπως εύστοχα επισημαίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση, η απόφαση Ταλιώτης (ανωτέρω), αφορούσε θέση προαγωγής, εκείνη του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Η επίδικη θέση σαφώς και δεν επηρεάζεται, αφού είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και είναι ανεξάρτητη και δεν συμπαρασύρεται από την όποια ακύρωση της προηγούμενης θέσης που το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε.»
Τα υπό του εφεσείοντα τεθέντα σχετίζονται με τις εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς την Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τα προσόντα των υποψηφίων. Η Ε.Δ.Υ. που είναι το αποφασιστικό όργανο, στη συνεδρίαση ημερομηνίας 11.9.2008 (Παράρτημα 6 στην Ένσταση), έκρινε ότι το Ε.Μ. καθίσταται ούτως ή άλλως προσοντούχος υποψήφιος με βάση τη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή ανεξαρτήτως των όσων ανάφερε η Συμβουλευτική Επιτροπή σε σχέση με το προσόν 3(2). Προκύπτει σαφώς ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. δεν στηρίχθηκε σ΄αυτά που αναφέρθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή τα οποία ακυρώθηκαν με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ταλιώτης, ανωτέρω. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 5 και 6 της απόφασης έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε με τον ενδεδειγμένο τρόπο ως ανωτέρω. Το επιχείρημα και η θέση του εφεσείοντα πως η Σημείωση «ενεργοποιείται» μόνο εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι υποψήφιοι δεν μπορεί να είναι βάσιμο.
Όπως ορθά έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο η εφεσίβλητη ΕΔΥ δεν επικαλέστηκε τα όσα ανάφερε η Σ.Ε. (ανωτέρω) στην έκθεση της για να κρίνει ως προσοντούχο το Ε.Μ. Αποκλειστικά και μόνο το Ε.Μ. κρίθηκε ως προσοντούχος με βάση τη Σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας (ανωτέρω), η οποία και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ως εκ τούτου δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα ή και υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου, ήτοι των εφεσιβλήτων.
Η πρωτόδικη κρίση υπήρξε ορθή στις ως άνω παραμέτρους και οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.
Με τον λόγο έφεσης 4 ο εφεσείων αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση ότι η σύσταση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών είναι αιτιολογημένη και καθ΄όλα νόμιμη:
«Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, σημειώνεται συναφώς ότι η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, οι συστάσεις του προϊσταμένου δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένες. Η σύσταση στην οποία προέβη τελικά ο Διευθυντής αντικατοπτρίζει την προσωπική του επιλογή ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο».
Υποβάλλει ο εφεσείων ότι η σύσταση πάσχει γιατί ο Διευθυντής δεν έλαβε υπόψη του ότι αυτός υπερέχει καταλυτικά του Ε.Μ. σύμφωνα με τα στοιχεία της αίτησης του, ότι παράνομα αξιολόγησε τους υποψηφίους με βάση την προφορική συνέντευξη και ότι δεν είχε δικαίωμα να συστήσει μη προσοντούχο υποψήφιο το Ε.Μ.
Απορρίπτονται οι πιο πάνω θέσεις του εφεσείοντα, αφού όπως εξάγεται από το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων, (προσόντα, πείρα, προφορική εξέταση), αυτός δεν υπερέχει καταλυτικά του Ε.Μ., προκύπτει από το πρακτικό της επίδικης απόφασης, ότι ο Διευθυντής δεν προέβη στη σύσταση του με βάση την αξιολόγηση της απόδοσης τους στην προφορική εξέταση, αφού απλώς προέβη σ΄αυτή για να βοηθήσει την ΕΔΥ στο έργο της επιλογής, που είναι το μόνο όργανο το οποίο έχει δικαίωμα σύμφωνα με το Νόμο, να βασιστεί στην προφορική εξέταση και να αξιολογήσει τους υποψηφίους ανάλογα. (Βλ. Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12, 16). Φυσικά, όπως κρίθηκε πιο πάνω, δεν πρόκειται περί σύστασης μη προσοντούχου υποψηφίου, αφού αυτός πληρούσε το αμφισβητούμενο προσόν 3(2) με βάση τη Σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας. Απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 4.
Οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 μπορούν να εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο αφού αφορούν τον τρόπο σύγκρισης και κρίσης της αρμοδίας αρχής, των εφεσιβλήτων σε σχέση με τους υποψηφίους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στα πρακτικά της σχετικής συνεδρίασης ημερομηνίας 17.12.2008 καταγράφεται ότι η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη της όλα τα στοιχεία έκρινε ότι το Ε.Μ. υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων και επέλεξε αυτό ως το πιο κατάλληλο. Η σύγκριση καταγράφεται στα πρακτικά και εν τέλει αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως εξαίρετος τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση και η βαθμολογία αυτή ήταν κατά πολύ υψηλότερη των άλλων υποψηφίων. Προσθέτως το Ε.Μ. διέθετε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή.
Ο εφεσείων με βάθρο την Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996)3 Α.Α.Δ. 485 εισηγείται ότι το Ε.Μ. είναι μεν προσοντούχο βάσει της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας, αλλά αυτό δεν τον θέτει σε ίση μοίρα με τον ίδιο καθότι ο ίδιος υπερτερούσε σε προσόντα. Η εισήγηση αν και φαίνεται λογικοφανής δεν είναι ορθή και δεν οδηγεί πουθενά στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Θα είχε σημασία εάν η απόφαση της ΕΔΥ στηρίζετο σ΄αυτό το στοιχείο και μόνο. Στην υπό εξέταση υπόθεση η επιλογή του Ε.Μ. έγινε κατόπιν στάθμισης πολλών στοιχείων. Εκτός από τα προσόντα των υποψηφίων λήφθηκαν υπόψη η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, όπως και η αρχαιότητα αυτών που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, η απόδοση κατά την προφορική εξέταση, καθώς και η σύσταση από το Διευθυντή. Η Κέντα (ανωτέρω), δεν έθεσε αρχή δικαίου αλλά εξετάστηκε στα δικά της περιστατικά με αποτέλεσμα η Ολομέλεια να αναφερθεί, μεταξύ άλλων, ότι η εφεσείουσα εκεί εδικαιούτο σε «προτίμηση» σε σύγκριση με το Ε.Μ. διότι κατείχε το βασικό προσόν της παραγρ.1 του Σχεδίου Υπηρεσίας και ότι το Ε.Μ. ήταν υποψήφιο δυνάμει της Σημείωσης 3 ως έχουσα την προβλεπόμενη 12ετή πείρα.
Εν προκειμένω, αναφορικά με τον εφεσείοντα, καταγράφεται η διεργασία της σκέψης της Ε.Δ.Υ. ως προς τη σύγκριση με ειδική αναφορά στο ότι ο εφεσείων, μεταξύ άλλων, κατέχει πέραν των απαιτούμενων προσόντων δίπλωμα νομικής και διδακτορικό τίτλο σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τα οποία η Επιτροπή συνεκτίμησε μαζί με τα άλλα προσόντα. Εξηγήθηκε ότι η κατοχή των πρόσθετων σχετικών αλλά μη απαιτούμενων προσόντων δεν μπορούσε να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή του Ε.Μ. για τους λόγους που αναφέρθηκαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε τους σχετικούς λόγους ακυρότητας ως εξής:
«Προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι, η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, πάσχει, καθότι δεν έγινε σύγκριση των προσόντων του αιτητή με τα προσόντα του Ε/Μ, και ιδιαίτερα ότι δεν υπήρξε αντικειμενική αξιολόγηση του πρόσθετου διπλώματος του αιτητή εκείνου της Νομικής το οποίο, όπως υποδεικνύεται, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Δεν συμφωνώ ούτε με την πιο πάνω θέση του αιτητή, καθώς στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 17.12.2008, Παράρτημα 8 στην ένσταση, καταγράφεται ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, και το επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο.
Η Επιτροπή κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος, δηλαδή στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και επιπλέον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή.
Το πρόσθετο προσόν του αιτητή συνεκτιμήθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, και χαρακτηρίστηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, όμως αυτό δεν ήταν απαιτούμενο, ούτε και συνιστούσε πλεονέκτημα και κρίθηκε, από την Επιτροπή, ότι αυτό δεν μπορούσε να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή του Ε/Μ.
Όπως πρόσφατα σημείωσε η Ολομέλεια σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα:
«Στην απόφασή της η ΕΔΥ δεν αναφέρει απλά, γενικά και αόριστα ότι δόθηκε στο προσόν αυτό του εφεσείοντα η ανάλογη βαρύτητα χωρίς τίποτε άλλο. Ρητά είναι που αναφέρεται και επεξηγείται στην απόφαση ότι η βαρύτητα που αποδίδεται στο στοιχείο τούτο, δεν είναι τέτοια ώστε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του συναξιολογούμενου με τη σημαντική διαφορά που διαπιστώθηκε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους στην απόδοση κατά την προφορική εξέταση και με το στοιχείο της ύπαρξης της σύστασης του Διευθυντή, επίσης υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.
..αυτός ο τρόπος αξιολόγησης από την ΕΔΥ, ενός προσόντος που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλ΄ είναι σχετικό με τα καθήκοντα μιας διευθυντικής θέσης, είναι αποδεκτός από τη νομολογία. [Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 374].»
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δόθηκε, στην προφορική εξέταση, υπέρμετρη βαρύτητα, κρίνω ότι είναι ανεδαφικός. Έχει κριθεί νομολογιακά ότι η απόδοση των υποψηφίων έχει αυξημένη βαρύτητα στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και στις περιπτώσεις που η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως οι διευθυντικές θέσεις (Δέστε: Τhe Republic v. Panayiotides (1987)3 CLR 1081, Αριστοκλέους v Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673 και Δημοκρατία v. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395).
Αναφορικά με τον τελευταίο ισχυρισμό του αιτητή, ότι η καθ' ης η αίτηση παρέλειψε να επιλέξει τον καλύτερο και πλέον κατάλληλο υποψήφιο για διορισμό στην επίδικη θέση και ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παράνομα αγνόησε την υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε/Μ σε αξία, προσόντα, πείρα και ικανότητες, σημειώνω ότι το Ε/Μ κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και επομένως ήταν καθόλα προσοντούχο για διεκδίκηση της θέσης. Υπενθυμίζεται ότι, το Ε/Μ αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ήτοι αξιολογήθηκε «Εξαίρετος» σε αντίθεση με τον αιτητή που αξιολογήθηκε «Πάρα πολύ καλός». Κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, και πάλιν το Ε/Μ αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο, αφού αξιολογήθηκε «Εξαίρετος», σε αντίθεση με τον αιτητή που αξιολογήθηκε ως «Πολύ καλός». Επίσης το Ε/Μ διέθετε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή.»
Δεν έχουμε διαγνώσει οποιοδήποτε σφάλμα ή πλημμέλεια στη διατύπωση της δικανικής κρίσης ανωτέρω.
Όπως έχει κατ΄επανάληψη νομολογηθεί η εντύπωση που αποκομίζει η ΕΔΥ από την προφορική εξέταση αποτελεί ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου (αρθρ.34(9) του Ν.1/90) και αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης. Στην Παπασάββα ν. Κούλουμου κ.ά. (2005)3 ΑΑΔ 235, 249 λέχθηκαν τα εξής:
«Η εντύπωση που αποκόμισε η Ε.Δ.Υ. από την προφορική εξέταση αποτελεί ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψήφιου (βλ. άρθρο 34(9) του Ν. 1/90). Εφόσον η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης, δεν πρέπει να συμπλέκεται με τα ακαδημαϊκά προσόντα τους, την πείρα, ή τη διαχρονικά αξιολογημένη στις υπηρεσιακές εκθέσεις επαγγελματική κατάρτισή τους. Η προφορική εξέταση προσφέρει μια εικόνα για την προσωπικότητα και τις ικανότητες των υποψηφίων, παρέχοντας την ευχέρεια μιας καλύτερης εκτίμησης της αξίας και των προσόντων τους και στην παρούσα περίπτωση η αιτιολογία που έχει προβληθεί από την Ε.Δ.Υ. για την απόδοση της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης εξηγούν επαρκώς γιατί η εφεσίβλητη υστέρησε έναντι της εφεσείουσας».
Επιπρόσθετα, όπως έχει νομολογηθεί, για θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα θέση, το αρμόδιο όργανο μπορεί να δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. (Βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Βασιλειάδη κ.ά. (Αρ.2) (2006)3 ΑΑΔ525, 529):
«Η επίδικη θέση ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία και σύμφωνα με τη νομολογία το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια όπως δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Εδώ ο αιτητής αρ. 4 κρίθηκε πολύ κατώτερος από τη συστηθείσα. Η Ε.Δ.Υ. δεν έχει παραβιάσει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια. Επομένως ο λόγος αυτός απορρίπτεται».
(Βλ. επίσης και Δημοκρατία κ.ά. ν. Ασσιώτη (2010) 3 ΑΑΔ 395, 407).
Επιπλέον παρατηρείται ότι η επίκληση από τον εφεσείοντα της Δημοκρατίας κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 ΑΑΔ 93, 104, στην οποία κρίθηκε ότι η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος από το διεκδικητή μιας θέσης, δεν τον υποβοηθά εν προκειμένω, εφόσον ο ίδιος δεν είναι κάτοχος πλεονεκτήματος σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.
Όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, δεν τίθεται θέμα έκδηλης υπεροχής του εφεσείοντα έναντι του ΕΜ, εφόσον το σύνολο των στοιχείων τους, όπως παρατέθηκε ανωτέρω, που άπτεται της καταλληλότητας τους για διορισμό ή προαγωγή, δεν κατέδειξε έκδηλη υπεροχή του εφεσείοντος, σε βαθμό που η παραγνώριση της, να στοιχειοθετεί κατάχρηση εξουσίας. (Βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Γρουτίδη κ.ά. ΑΕ88/13, ΑΕ103/13, 16.7.2019 και Γρουτίδη ν. Δημοκρατίας ΑΕ220/12, 18.9.2019), ECLI:CY:AD:2019:C379.
Ως εκ τούτου και οι σχετικοί λόγοι έφεσης 6-8 ομοίως απορρίπτονται.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται συλλήβδην με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων εκ ποσού 2.500.-
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.