ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C490
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.90/13
26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΘΕΟΚΛΕΟΥΣ
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ/ΑΙΤΗΤΡΙΑ
και
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ/ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ
--------------------
Π. Αγγελίδης με Θ. Αγγελίδη, για την Εφεσείουσα
Λ. Ουστά (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους
Β. Χριστοδουλίδου (κα), για Μαυρομμάτης & Χριστοδουλίδου ΔΕΠΕ, για Ενδιαφερόμενο Μέρος
-------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση πλειοψηφίας θα δώσει ο Παρπαρίνος Δ., και με αυτή συμφωνούν οι Σταματίου, Δ. και Ψαρά, Δ. Διϊστάμενη απόφαση θα δοθεί από εμένα. Με αυτή συμφωνά ο Χριστοδούλου, Δ.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Αίτηση Ακυρώσεως της Εφεσείουσας (Αρ. 471/2011) με την οποία προσεβλήθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) να προάξει αναδρομικά, από 1.11.2002, το Ε.Μ. στη θέση Ανώτερου Ιατρικού Λειτουργού, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, αντί της ίδιας, απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με τρεις (3) λόγους έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 19.7.2013 ως εσφαλμένη. Σύμφωνα με αυτούς, είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αρχαιότητα του Ε.Μ. ήταν από μόνο του παράγων υπεροχής (1ος λόγος) όπως επίσης το εύρημα του ότι το Ε.Μ. πλην της αρχαιότητας είχε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος (2ος λόγος). Τέλος, με τον τρίτο λόγο προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε αναφορικά με την ύπαρξη του επιπλέον προσόντος καθότι, σύμφωνα με τη νομολογία, "η διαφορά σε έλλειψη αιτιολογίας εξετάζεται όχι μόνο με βάση την τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. αλλά και βάση οποιασδήποτε προγενέστερης βάσης, όπως η σύσταση στην παρούσα υπόθεση."
Ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα, ενδιάτριψε στην ειδικότητα της Εφεσείουσας, που είναι η Γενική Ιατρική και που είναι επιπλέον προσόν. Η Εφεσείουσα, ως αποτέλεσμα, είχε υπεροχή έναντι του Ε.Μ. το οποίο ήταν απλός ιατρός, χωρίς ειδικότητα και διορισμό ως ειδικού. Η Εφεσείουσα κατέχει την ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής από το 1989 εις Βρετανία και από το 1991 εις Κύπρο. Το Ε.Μ. κατέχει ένα πιστοποιητικό, ταχύρρυθμου σεμιναρίου του Υπουργείου Υγείας, το οποίο κατέχει και η Εφεσείουσα. Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου ότι η Εφεσείουσα με αυτά τα προσόντα είχε αντικειμενική υπεροχή έναντι του Ε.Μ. που είχε μόνο αρχαιότητα και αφηρημένες συστάσεις.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη όπως και η ευπαίδευτη συνήγορος για το Ε.Μ. υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.
Τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται και είναι τα ακόλουθα:
Η προαγωγή του Ε.Μ. ήταν το αποτέλεσμα επανεξέτασης κατόπιν επιτυχίας της εδώ αιτήτριας στην Α.Ε. 137/2008 (Θεοκλέους ν. Ε.Δ.Υ. κ.α (2011) 3 Α.Α.Δ. 78).
Τα σχετικά στοιχεία που δόθηκαν πρωτόδικα, και αφορούν την Εφεσείουσα και Ε.Μ. κατά τον ουσιώδη χρόνο που ήταν η 31.12.2001 είναι τα ακόλουθα:
Α. Αρχαιότητα
1. Εφεσείουσα: Εγγεγραμμένη ιατρός από 16.10.1987
2. Ε.Μ. Εγγεγραμμένος ιατρός από 15.7.1974
Να σημειωθεί ότι το Ε.Μ. ήταν η αρχαιότερη υποψήφια ενώ η Εφεσείουσα ήταν η 35η στον κατάλογο των υποψηφίων για προαγωγή.
Β. ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ
1. ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ
Α. ΘΕΣΗ
(α) Ιατρικός Λειτουργός 2ης Τάξης από 1.2.90
(β) Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης από 1.2.92
Β. ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ
- Γυμνάσιο Λαπήθου 1969 - 1974
- Bachelor of Medicine and Bachelor of Surgery, Leeds University, U.K., 1977 - 1982
- Ειδικότητα την Γενική Ιατρική, U.K., από 1.2.1989
- Πιστοποιητικό Ειδικότητας στη Γενική Ιατρική, Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, ημερ. 7.11.1991
- Postgraduate Diploma in General Practice Surrey University, 1998
2. ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ
Α. ΘΕΣΗ
(α) Ιατρικός Λειτουργός 2ης Τάξης από 15.7.74
(β) Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης απο 15.4.79
Β. ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ
- Scottish School, Αλεξάνδρεια 1957-1963
- Baccalaureat Ιατρικής και Χειρουργικής, Πανεπιστήμιο Αλεξάνδρειας, 1966-1973
- Postgraduate Diploma in General Practice, Surrey University, 18.5.1999
3. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας δόθηκε υπέρ του Ε.Μ.
4. Το Σχέδιο Υπηρεσίας, κατά το μέρος που ενδιαφέρει προέβλεπε ως ακολούθως:
"Απαιτούμενα προσόντα:
(1) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Δημόσια Υγεία ή τη Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας ή/και Νοσοκομείων.
(2) Οκταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης και 2ης Τάξης, περιλαμβανομένης διετούς τουλάχιστον υπηρεσίας σε Αγροτικό Υγειονομικό Κέντρο ή/και Τμήματα Πρώτων Βοηθειών.
(3) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
Σημ.: Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν υποψήφιοι που να κατέχουν το στο (1) απαιτούμενο προσόν, θα μπορούν να προαχθούν και υποψήφιοι που θα έχουν 10ετή υπηρεσία στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης και 2ης Τάξης από την οποία τα δύο τουλάχιστον έτη να είναι σε Αγροτικό Υγειονομικό Κέντρο ή/και σε Τμήματα Πρώτων Βοηθειών."
Λόγω του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ουδείς των υποψηφίων κατείχε το προσόν που καθορίζεται στην §1 του Σχεδίου Υπηρεσίας η Ε.Δ.Υ. προχώρησε και εφάρμοσε τα όσα αναφέρονται στην Σημ. του Σχεδίου Υπηρεσίας με αποτέλεσμα να προκύψουν 46 προσοντούχοι υποψήφιοι για προαγωγή. Με αυτά τα δεδομένα η Ε.Δ.Υ. προχώρησε ως ακολούθως: (Παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό μέρος των πρακτικών της Ε.Δ.Υ. ημερ. 16.2.2011)
"Στη συνέχεια κλήθηκε και προσήλθε στη συνεδρία ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Υγείας, κ. Διονύσης Μαυρονικόλας, επειδή καθήκοντα Αναπληρωτή Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας εκτελεί ο Χριστόδουλος Καϊσής, ο οποίος ήταν μέρος της διαδικασίας που οδήγησε στην παρούσα επανεξέταση. Ο Γενικός Διευθυντής ενημερώθηκε για τα πιο πάνω και στη διάθεση του οποίου είχαν τεθεί οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων. Στη διάθεσή του, επίσης, ο Γενικός Διευθυντής είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους εν λόγω Φακέλους.
Ο Γενικός Διευθυντής, προβαίνοντας στη σύστασή του, ανέφερε τα εξής:
«Προκειμένου να προβώ σε σύσταση, μελέτησα τις αποφάσεις και τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθώς και τα στοιχεία των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο. 'Εχοντας, επίσης, υπόψη τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, προσόντα καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, κρίνω ως καταλληλότερη και συστήνω για προαγωγή την Νικολάου xxx.
Η Νικολάου σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, είναι ίση ή/και υπερέχει των ανθυποψηφίων της, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη. Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Νικολάου υπερέχει ουσιαστικά έναντι όλων των υποψηφίων στην παρούσα τους Θέση.
Προβαίνοντας στην πιο πάνω σύσταση, δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη ότι ορισμένοι υποψήφιοι, που έπονται σε αρχαιότητα, κατέχουν πρόσθετα προσόντα, ακαδημαϊκά ή/και ιατρικές ειδικότητες, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της Θέσης, αυτά, όμως, δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο ' προσόν. Τα προσόντα αυτά τα έχω συνεκτιμήσει και τους έδωσα την ανάλογη βαρύτητα.
Σε μια συνεκτίμηση, όμως, όλων των ενώπιόν μου στοιχείων, που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, κρίνω ως καταλληλότερη για προαγωγή την Νικολάου xxx.».
Στο σημείο αυτό ο Γενικός Διευθυντής αποχώρησε από τη συνεδρία.
Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της Θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τούς Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και έλαβε επίσης υπόψη την κρίση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιόν της στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, περιλαμβανομένων των καθιερωμένων κριτηρίων - αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, και αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, έκρινε ότι η ΝΙΚΟΛΑΟΥ xxx υπερέχει των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ" αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Ιατρικού Λειτουργού, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, αναδρομικά από 1.11.02 και μέχρι την ημερομηνία αφυπηρέτησής της, ήτοι την 1.12.2007.
Καταλήγοντας στην απόφασή της, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η Νικολάου xxx υπερέχει όλων των υποψηφίων ουσιαστικά σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται στην παρούσα τους θέση, και δεν υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη. Επιπλέον, η Νικολάου διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ορισμένοι υποψήφιοι, που έπονται σε αρχαιότητα, κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα, ακαδημαϊκά ή/και ιατρικές ειδικότητες, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αυτά, όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ . τούτου, η Επιτροπή τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα κριτήρια αφού τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. "Εκρινε, όμως, ότι τα προσόντα αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να υπερακοντίσουν τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, όπως αυτή παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω."
Παρατηρούμε συναφώς ότι με βάση (α) τα στοιχεία που αφορούν την Εφεσείουσα και Ε.Μ. ήτοι ακαδημαϊκά προσόντα, πείρα, και σύσταση και (β) το σχέδιο υπηρεσίας, αναμφίβολα το Ε.Μ. είχε υπεροχή. Η Εφεσείουσα προβάλλει έναντι αυτού το πρόσθετο προσόν της ήτοι αυτό της ειδικότητας της στη Γενική Ιατρική και ότι αυτό δεν ελήφθη υπόψιν τόσο από τον Γενικό Διευθυντή κατά το χρόνο που αυτός έδιδε την σύσταση του όσο και από την Ε.Δ.Υ. κατά το χρόνο που έλαβε την απόφαση της. Ο ισχυρισμός περί πάσχουσας σύστασης του Γενικού Διευθυντή δεν τέθηκε με την αίτηση ακυρώσεως (νομικά σημεία) και προσπάθεια της Εφεσείουσας να προωθήσει αυτόν πρωτόδικα, συνάντησε την αντίδραση της Εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα να μην εξεταστεί ως επίδικο θέμα υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με αυτό ως δεδομένο, δεν μπορεί ούτε ενώπιον μας να εξεταστεί.
Αναφορά με τα θέματα προς εξέταση η σχετική νομολογία ορίζει ως ακολούθως:
Στην xxx Παναγή ν. Δημοκρατία (2011) 3 Α.Α.Δ. 639 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Όσον αφορά την κατοχή του ΜΒΑ, ως πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι ο τρόπος αξιολόγησης αυτού εναπόκειται στην αρμοδία αρχή, δηλαδή, στο διοικητικό όργανο, να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία του, αποφεύγοντας δύο άκρα: Να μην δοθεί στο πρόσθετο αυτό προσόν υπερβολική βαρύτητα που να πλησιάζει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, ούτε από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό ως εάν το πρόσθετο προσόν δεν είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. - ανωτέρω - και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Ορθά, στα πιο πάνω πλαίσια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. προέβη σε ειδική μνεία του προσόντος ΜΒΑ το οποίο συνεκτίμησε «.. με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αποδίδοντας σ' αυτό την ανάλογη βαρύτητα.». Πρόκειται για κρίση εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. που δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής αποτίμησης των προσόντων. (Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186). Να σημειωθεί ότι οι λέξεις «δέουσα βαρύτητα» ή «ανάλογη βαρύτητα», είναι φράσεις που χρησιμοποιούνται από το διοικητικό όργανο και αποδίδουν την εκτίμηση του διοικητικού οργάνου σε ό,τι αφορά τη σημασία του πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος. Τέτοια φράση είχε, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιηθεί και στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (ανωτέρω).
.......................... ..... .................
Εκείνο που εν τέλει παραγνώρισε ο εφεσείων κατά την ανάπτυξη των θέσεών του, είναι ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων. Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία. Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.
Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια ορθά η Ε.Δ.Υ. και κατ' επέκταση το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέδωσε τη βαρύτητα που άρμοζε στη 15χρονη υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε αρχαιότητα, η οποία σαφώς και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, ως η εισήγηση του εφεσείοντος, οριακή, επειδή επρόκειτο για προαγωγή σε υψηλή διευθυντική θέση. Άλλωστε, όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία, θέση που εδώ παραγνωρίζει ο εφεσείων, η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου. (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Πρόσθετα, έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η αρχαιότητα, η οποία δεν έχει παύσει να αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο, λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία. Στη Δημοκρατία v. Χαράλαμπου Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, η Ολομέλεια επανέλαβε το τι ελέχθη στην Γιώργος Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, ότι το κριτήριο της αρχαιότητας ουδέποτε έπαψε να έχει τη δική του σημασία, ιδιαίτερα όταν είναι πολύ μεγάλη (εκεί ήταν 16 ½ χρόνια). Στη δε Ταλιώτη, η υπεροχή κατά 15 χρόνια στην αρχαιότητα θεωρήθηκε ως ικανή να παρακάμψει το πλεονέκτημα του εφεσείοντος."
Στην xxx Κωνσταντίνου ν. xxx Αντωνίου, Α.Ε. 124/14 και 134/14 ημερ. 6.12.2017 κρίθηκε ότι:
"Η νομολογία επί τούτου είναι σαφέστατη. Κατοχή από τους υποψήφιους επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, τα οποία δεν θεωρούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν, είναι στοιχείο στο οποίο δεν πρέπει να αποδίδεται μεγάλη βαρύτητα. Αφ΄ εαυτών τα εν λόγω προσόντα δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή (Larkos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 513, Papadopoulos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, Tokkas v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 361, Hadjiioannou v. The Republic 91983) 3 C.L.R. 1041, (F.B.), Kalaitzis and Another v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 839 και Spanos v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1826).
Τα ανωτέρω συνοψίστηκαν και υιοθετήθηκαν εύγλωττα στην Πούρος ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 A.A.Δ. 374, τα οποία για μια ακόμη φορά υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε. Καταλήγουμε ότι όπου τα πρόσθετα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα λαμβάνονται υπόψη το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Εναπόκειται στην αρμόδια Αρχή να αξιολογήσει και να τους αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα. Ομοίως δεν επεμβαίνει αφής στιγμής η αρμόδια Αρχή κινήθηκε εντός των ευλόγων επιτρεπτών ορίων. Η νομολογία επ΄ αυτού είναι διαχρονική και επιβεβαιώθηκε πολύ πρόσφατα στην Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Α.Ε. Αρ. 113/11, ημερ. 22.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:C93. Στην προκειμένη περίπτωση η Αρχιπρωτοκολλητής και μετέπειτα η ΕΔΥ κινήθηκαν εντός των ευλόγων επιτρεπτών ορίων άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας. Ο υπερτονισμός εκ μέρους του εφεσίβλητου της κατοχής μεταπτυχιακού και της συνάφειας του με την επίδικη θέση δεν μπορεί να διαφοροποιήσει τις ανάγκες τις οποίες έκρινε και θεώρησε ο συντάκτης του σχεδίου υπηρεσίας ως απαραίτητες. Ένα τέτοιο προσόν δεν θεωρήθηκε επιπρόσθετο προσόν ώστε να αποδοθεί σε αυτό οποιαδήποτε βαρύτητα ή ουσιαστική βαρύτητα όπως ο ίδιος εισηγείται."
Η αιτιολογία Διοικητικής απόφασης θα πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που στοιχειοθετούν (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Στην ΑΤΗΚ ν. Περικλέους (1999) 3 Α.Α.Δ. 170 λέχθηκε ότι "η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης είναι δυνατό να συμπληρωθεί ή ακόμα να αναπληρωθεί από τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων", και στην Βαλανίδης ν. ΕΔΥ (2001) 3 Α.Α.Δ. 658, ότι η αιτιολογία εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της επίδικης διοικητικής πράξης (βλ. Pissas v. Republic (1974) 3 A.A.Δ. 478). Τέλος, στην P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221 ότι:
"Η νομολογιακή αρχή πως οι διοικητικές αποφάσεις πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες δεν απαιτεί, κατά τη γνώμη μας και την πλήρη καταγραφή όλων των επαφών, επικοινωνιών και ανταλλαγής απόψεων, ενδεχομένως διαφόρων τμημάτων, από τα οποία διέρχεται μια υπόθεση. Εκείνο που επιβάλλεται είναι η αιτιολόγηση της απόφασης και ανάλογα με την περίπτωση, η τήρηση επαρκών πρακτικών, ώστε να μπορεί να ασκηθεί ο έλεγχος από το Ανώτατο Δικαστήριο."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι η Εφεσείουσα δεν κατείχε προσόν το οποίο να θεωρείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ώστε να παρίσταται ανάγκη ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση του (βλ. Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145). Όταν δεν αποτελεί πλεονέκτημα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας τότε εκλείπει και το μέτρο σύγκρισης στο συγκεκριμένο τομέα.
Όπως προαναφέραμε έναντι της Εφεσείουσας το Ε.Μ. υπερείχε σε αρχαιότητα, είχε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και δεν υστερούσε σε αξία. Η επιλογή του Ε.Μ. για προαγωγή ήταν καθόλα σύννομη. Το πρόσθετο προσόν της Εφεσείουσας, το οποίο δεν προβλέπετο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, η Ε.Δ.Υ. το συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα κριτήρια αφού τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Έκρινε δε ότι από μόνο του δεν μπορούσε να υπερακοντίσει την γενική υπεροχή του Ε.Μ. Για το Δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτό να επέμβει στην αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων. (βλ. Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374.)
Η Εφεσείουσα έχει το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Κρίνουμε από το σύνολο των στοιχείων ενώπιον μας ότι η Ε.Δ.Υ. δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας, αλλά αντίθετα ενήργησε μέσα στα επιτρεπτά όρια. Η απόφασή της για προαγωγή του Ε.Μ. ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν αποδείχθη από πλευράς Εφεσείουσας έκδηλη υπεροχή ώστε να μπορούμε να επέμβουμε. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. πληροί όλες τις παραμέτρους που θέτει η νομολογία. Σε αυτήν αναφέρονται τόσο η αιτιολογία της αλλά και τα αναγκαία στοιχεία ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος. Αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ορισμένοι υποψήφιοι που έποντο σε αρχαιότητα, κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα τα οποία είναι μεν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης πλην όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Κατέληξε δε, αφού συνεκτίμησε αυτά και τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, ότι αυτά δεν μπορούν να υπερακοντίσουν τη γενική υπεροχή του Ε.Μ.
Η αιτιολογία αυτή πληροί όλες τις απαιτήσεις της Νομολογίας και το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθό στην κρίση του όταν απέρριψε τις αιτιάσεις της Εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με €2500 έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/γκ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ 90/2013)
26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
xxx ΘΕΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------------------
Π. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Λ. Ουστά (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Χ. Χριστοδουλίδου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφίας)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά μιας διοικητικής πράξης είναι η συμμόρφωση της με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας. Η χρηστή διοίκηση παραπέμπει σε ορθή αναφορά στα γεγονότα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και σε αιτιολογία που είναι επαρκής υπό τις περιστάσεις και η νομιμότητα παραπέμπει στην εφαρμογή κατά λογικό περιεχόμενο της άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας. Ορθή αναφορά στα γεγονότα σημαίνει καταγραφή των ουσιωδών παραμέτρων που θα κρίνουν την υπόθεση και επί των οποίων το διοικητικό όργανο θα ασκήσει εύλογη διακριτική ευχέρεια. Αν η αναφορά στα γεγονότα δεν είναι επαρκής ή πλήρης, αυτό δυνατόν να σημαίνει πλάνη περί τα πράγματα που είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δυνατόν να ακυρωθεί ατομική διοικητική πράξη. Τυχόν πλάνη περί τα πράγματα επηρεάζει κατά λογική συνέπεια και την αιτιολογία που δίδεται και που αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο για την εξέταση της διοικητικής απόφασης.
Η αρχή της έκδηλης υπεροχής που πρέπει να δείξει ο αιτούμενος την ακύρωση της προαγωγής ενδιαφερομένου μέρους υπεισέρχεται στην εικόνα μόνο όταν το διοικητικό όργανο κατά τα άλλα ενήργησε εντός των ορθών διοικητικών αρχών. Με άλλα λόγια, όταν δεν τελούσε υπό πλάνη ως προς τα πράγματα, είχε ορθά καταγράψει τα ενώπιον του συγκριτικά στοιχεία των υποψηφίων και είχε δώσει νόμιμη αιτιολογία για τη συγκεκριμένη απόφαση. Όπου παρουσιάζεται ρωγμή στην αλυσίδα των δεδομένων που οδήγησαν το διοικητικό όργανο να λάβει τη συγκεκριμένη υπό κρίση απόφαση, τότε αυτή είναι ακυρωτέα για αυτό το λόγο και δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης έκδηλης υπεροχής που είναι στους ώμους του αιτητή, κατά τα άλλα, να δείξει.
Η εφεσείουσα κατέχει ειδικότητα στη Γενική Ιατρική που απέκτησε από το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και πιστοποιητικό ειδικότητας στη Γενική Ιατρική που έλαβε από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου το 1991. Πράγματι αυτό το προσόν της ειδικότητας στη Γενική Ιατρική αποτελούσε πρόσθετο μη απαιτούμενο κατά το σχέδιο υπηρεσίας προσόν. Το ερώτημα που προκύπτει, που είναι και το μοναδικό στην υπό κρίση έφεση, είναι κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. το έλαβε υπόψη εντός των πιο πάνω πλαισίων των διοικητικών αρχών ώστε να θεωρήσει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος που είχε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αλλά και αρχαιότητα κατά 13 έτη, έπρεπε να τύχει προαγωγής έναντι της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η νομολογία δεν επιτάσσει ονομαστική αναφορά σε υποψηφίους που δεν επιλέγονται ούτε και άμεση σύγκριση τους με τον επιλεγέντα, και ούτε ήταν αναγκαίο να γίνει ρητή αναφορά στο συγκεκριμένο πρόσθετο προσόν το οποίο ήταν καταγραμμένο στο σχετικό πίνακα που συνόδευε την υποψηφιότητα της εφεσείουσας και ήταν μέρος του σχετικού φακέλου που ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ.
Η νομολογία ως προς τα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα είναι διαχρονικά σταθερή στο ότι στο πρόσθετο προσόν και εφόσον αυτό κριθεί ως συναφές με τα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσης δίδεται εκείνη η βαρύτητα που αρμόζει ώστε να αξιολογηθεί από το διοικητικό όργανο ανάλογα, αποφεύγοντας τα ακραία όρια που είναι να μην δοθεί στο πρόσθετο προσόν τέτοια υπερβολική βαρύτητα που να ενδύει τον κάτοχο του με έκδηλη υπεροχή, αλλά και να μην θεωρηθεί εντελώς οριακό όπως θα ήταν η περίπτωση όπου το προσόν θεωρείτο ως μη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, κ.ά.). Η νομολογία επιπρόσθετα αποκαλύπτει ότι η συνεξέταση των δεδομένων δύο υποψηφίων πρέπει να αποτιμάται όχι μόνο λεκτικά, αλλά και ουσιαστικά, ώστε η στάθμιση τους να κρίνεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο αφενός ως εύλογη και αφετέρου ως μη εκφεύγουσα των ακραίων ορίων της αποτίμησης αυτών των προσόντων.
Όπου στο πρόσθετο προσόν γίνεται ειδική μνεία κατά την αξιολόγηση του από το διοικητικό όργανο, τότε αυτό μπορεί να θεωρηθεί ευλόγως ότι αποτιμήθηκε αναλόγως και ότι η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν προϊόν της διακριτικής του ευχέρειας στη βάση ορθής συνεκτίμησης όλων των αναγκαίων και πραγματικών ενώπιον του δεδομένων. Εκεί όπου όλα τα συγκριτικά στοιχεία κρίσης είναι ταυτόσημα, τότε το πρόσθετο ή πρόσθετα προσόντα που είναι συναφή με το σχέδιο υπηρεσίας δυνατόν να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ του κατόχου τους. Το πρόσθετο προσόν κάμπτει και την ηλιακή και άλλη αρχαιότητα και αυτή η κρίση είναι εντός της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου, (Μούζουρος ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., Α.Ε. αρ. 200/12, ημερ. 29.5.2018), ECLI:CY:AD:2018:C259. Το ζητούμενο πάντοτε είναι η κρίση της Ε.Δ.Υ. να μπορεί να τεθεί στον αναγκαίο δικαστικό έλεγχο.
Όπου όμως ένα πρόσθετο προσόν και μάλιστα του τύπου που κατείχε και κατέχει η εφεσείουσα, δηλαδή, μιας ειδικότητας στη Γενική Ιατρική για την απόκτηση του οποίου αναλώθηκε σημαντική χρονική περίοδος και συγκεκριμένα τριάμησι έτη και δεν είναι απλώς ένα πιστοποιητικό ορισμένων ημερών ή εβδομάδων, δεν τυγχάνει ειδικής αναφοράς ή έστω καταγραφής κατά τη διαδικασία της εξέτασης των προσόντων των υποψηφίων, τότε εύλογα το αναθεωρητικό Δικαστήριο δύναται να διερωτηθεί κατά πόσο αυτό λήφθηκε όχι μόνο λεκτικά, αλλά και ουσιαστικά υπόψη, κατά τον τρόπο που η νομολογία επιβάλλει.
Το εγχείρημα της στάθμισης ενός πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος δεν είναι πάντοτε εύκολο. Εναπόκειται στο διοικητικό όργανο να το πράξει και το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του σκέψη επί του θέματος. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι το διοικητικό όργανο έθεσε για την κρίση αυτή το αναγκαίο υπόβαθρο.
Στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, το πρόσθετο προσόν του εφεσείοντα MBA μνημονεύθηκε ρητά από την Ε.Δ.Υ. κατά την αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων ούτως ώστε να μην μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν αποτιμήθηκε εντός των ορίων που επιβάλλει η εξέταση τους από το διοικητικό όργανο, με αποτέλεσμα να είχε κριθεί ότι παρά την υπέρ του εκεί εφεσείοντα σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η 15ετής αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους μαζί με τα υπόλοιπα ίσα δεδομένα επέτρεπε στην Ε.Δ.Υ. να αποφασίσει την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, αυτής θεωρουμένης να αποτελούσε απόφαση εντός της εύλογης διακριτικής της ευχέρειας. Το ίδιο είχε γίνει και στις υποθέσεις xxx Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Μάρκου ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., Αναθεωρητική Έφεση αρ. 61/13, ημερ. 6.5.2019. Μάλιστα στην Χριστοδούλου, η Πλήρης Ολομέλεια στην πλειοψηφική της απόφαση κατέγραψε ότι η λεκτική και μόνο αναγνώριση ότι το προσόν του μεταπτυχιακού Master of Public Sector Management του C.I.I.M. που διέθετε η εφεσείουσα ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και γι΄ αυτό λήφθηκε κατάλληλα υπ΄ όψιν, δεν συνιστούσε ουσιαστικά οποιαδήποτε αξιολόγηση εφόσον δεν αφήνονταν περιθώρια για το Δικαστήριο να αντιληφθεί σε ποιο βαθμό είχε ληφθεί υπόψη και πώς και πόσο επέδρασε στην απόφαση της Επιτροπής.
Στην υπό κρίση έφεση, η Ε.Δ.Υ. μνημόνευσε κοινότυπα το γεγονός ότι «δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ορισμένοι υποψήφιοι που έπονται σε αρχαιότητα, κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα, ακαδημαϊκά και /ή ιατρικές ειδικότητες, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αυτά, όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα κριτήρια αφού τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.».
Η πιο πάνω συλλογιστική δεν αφήνει περιθώριο στο Δικαστήριο να αντιληφθεί το συγκεκριμένο συσχετισμό που έγινε μεταξύ εφεσείουσας και ενδιαφερόμενου μέρους. Όχι μόνο δεν υπάρχει ειδική αναφορά στην εφεσείουσα και το προσόν της Ειδικότητας στη Γενική Ιατρική (ούτε ο Γενικός Διευθυντής το μνημόνευσε), αλλά ούτε και τέθηκε υπό εξέταση η διάρκεια του προσόντος και η συγκεκριμένη βαρύτητα του στο Σχέδιο Υπηρεσίας και τα καθήκοντα της θέσης. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει αν αυτό το προσόν θα μπορούσε να αντισταθμίσει τη σαφή αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους. Δεν είναι νοητό να γίνει τέτοια πρωτογενής κρίση. Παραμένει όμως κενό που θα δικαιολογούσε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και επανεξέταση του ζητήματος από την Ε.Δ.Υ. με ορθή και σαφή στάθμιση και σύγκριση των προσόντων.
Για τους πιο πάνω λόγους θα επιτρέπαμε την Έφεση και θα ακυρώναμε την διοικητική πράξη.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.