ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μ. Παρασκευάς, για τον Εφεσείοντα. Κ. Παπαδοπούλου (κα), για τους Εφεσίβλητους. Μ. Παρασκευά, για τον Εφεσείοντα Παπαδοπούλου Κυρ. (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για του Εφεσίβλητους Μ. Παρασκευά, για τον εφεσείοντα Κυρ. Παπαδοπούλου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα για τους εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-11-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο H.R.R. ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 108/2013, 26/11/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:C489

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 108/2013)

 

26 Νοεμβρίου 2019 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

H.R.R.,

Εφεσείων/Αιτητής

ΚΑΙ

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

 1.  ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ

      ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Η ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ

      ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

       ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

  3.  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------------

Μ. Παρασκευάς, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Παπαδοπούλου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

-------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνούν οι Σταματίου, Δ. και Ψαρά-Μιλτιάδου Δ., θα δώσει ο Ναθαναήλ, Δ.  Απόφαση μειοψηφίας θα δώσει ο Παρπαρίνος Δ.  Ο  Χριστοδούλου Δ. θα δώσει απόφαση με την ίδια κατάληξη της μειοψηφίας, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

( Πλειοψηφία)

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων με καταγωγή από το Ιράν, διοικητικός λειτουργός σε πανεπιστήμιο της χώρας του για πολιτιστικά θέματα, το εγκατέλειψε όταν ένοιωσε απειλή για τη ζωή του επειδή είχε υποστηρίξει ανοικτά τον ανθυποψήφιο του Προέδρου της χώρας κατά τον πρώτο γύρο των εκλογών που έγιναν το 2005 και, όταν, λόγω του γεγονότος αυτού, απολύθηκε από το πανεπιστήμιο, κατέφυγε στη Δημοκρατία όπου και αναζήτησε πολιτικό άσυλο, πλην όμως, τόσο η Υπηρεσία Ασύλου, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, απέρριψαν το αίτημα με σχετικές αποφάσεις τους θεωρώντας τις θέσεις του προσφεύγοντος  αναξιόπιστες.

 

        Η προσφυγή του εφεσείοντος ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου επίσης απερρίφθη με σχετική απόφαση η οποία τώρα τελεί  υπό αναθεώρηση ως αποτέλεσμα της ασκηθείσας υπ΄ αυτού έφεσης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε σειρά λόγων ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 5.7.2011, θεωρώντας ότι κανένας από  αυτούς δεν ευσταθούσε και κατά συνέπεια, πέραν του γεγονότος ότι ορθά ο εφεσείων δεν κρίθηκε αξιόπιστος μάρτυρας, αυτός δεν απέδειξε ούτε βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του περί Προσφύγων Νόμου του 2000.  Κατά συνέπεια, δικαιολογημένα η Υπηρεσία Ασύλου και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν αναγνώρισαν στον εφεσείοντα το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας και, κατ΄ επέκταση, δικαιολογημένη ήταν και η μη παραχώρηση σ΄ αυτόν του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε από τα ενώπιον του δεδομένα και από το περιεχόμενο των στοιχείων των διοικητικών φακέλων ότι ο εφεσείων σε διάφορες ερωτήσεις δεν απαντούσε με συνέπεια και ότι στοιχεία τα οποία ο ίδιος έδωσε δεν έπεισαν, με αποτέλεσμα να κριθεί αναξιόπιστος.  Ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς του εφεσείοντα πρωτοδίκως που προωθήθηκε ως λόγος ακυρώσεως, και είναι και ο μόνος που προβάλλεται κατ΄ έφεση, ήταν ότι η αρμόδια λειτουργός στην Υπηρεσία Ασύλου κατά την προφορική συνέντευξη και κατά την εξέταση της αιτήσεως για παραχώρηση ασύλου ήταν κακώς πληροφορημένη για τα γεγονότα που λάμβαναν χώραν στο Ιράν κατά τον ουσιώδη χρόνο εφόσον η πληροφόρηση της δεν ήταν από αξιόπιστες και βάσιμες πηγές, αλλά από αναξιόπιστες, όπως η Google και η Wikipedia.  Το Δικαστήριο επί του θέματος αυτού κατέγραψε ότι κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του εφεσείοντα ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου είχε πράγματι γίνει λάθος από την αρμόδια λειτουργό εφόσον θεωρήθηκε ότι ο κ. Moeen δεν ήταν ένας από τους ανθυποψηφίους του μετέπειτα εκλεγέντος Προέδρου του Ιράν στις εκλογές του 2005.  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διαπίστωσε όμως το λάθος αυτό κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, χωρίς να θεωρηθεί ως τόσο σοβαρό για να οδηγήσει σε ανατροπή της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι το λάθος το οποίο είχε γίνει αντιμετωπίστηκε ορθά από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων λόγω του ότι αποτιμώμενο στο όλο πλαίσιο αξιολόγησης της αξιοπιστίας του εφεσείοντα, απέληγε  χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα.  Αυτό διότι ο εφεσείων κρίθηκε γενικότερα ως αναξιόπιστος και στους δύο  βαθμούς εξέτασης του αιτήματος του, με το Δικαστήριο να καταγράφει στην απόφαση του παραδείγματα τέτοιων αντιφατικών και εσφαλμένων θέσεων. 

 

        Τέτοια παραδείγματα αφορούσαν το δεδομένο ότι ενώ οι εκλογές στο Ιράν έγιναν το 2005, ο εφεσείων είχε διατηρήσει τη θέση του στο πανεπιστήμιο μέχρι το 2007, εγκαταλείποντας εν τέλει τη χώρα το 2008 νομίμως με διαβατήριο χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε δίωξη.  Στη συνέντευξη του είχε αναφέρει ότι δεν είχε άδεια εξόδου από τη χώρα, αλλά στην αίτηση ασύλου κατέγραψε ότι είχε αναχωρήσει νόμιμα.  Ως προς τον κίνδυνο για τη ζωή του το Δικαστήριο διέκρινε αντιφάσεις λόγω των διαφορετικών χρονικών στιγμών που είχε αναφέρει ο εφεσείων ότι αντιλήφθηκε να κινδυνεύει η ζωή του που αφορούσαν σε πληροφορίες που έλαβε ένα μήνα ή κάποιους μήνες πριν απολυθεί από το πανεπιστήμιο και το προηγούμενο βράδυ της αναχώρησης του από το Ιράν.  Επίσης ότι δεν είχε δοθεί κάποια λογική εξήγηση γιατί το πανεπιστήμιο του ανανέωσε το συμβόλαιο εργασίας τον Ιούλιο του 2007 για να το ακυρώσει τον επόμενο μήνα και ενώ ο εφεσείων ανέφερε ότι κρατούσε τις πολιτικές του δραστηριότητες μυστικές για να μην υποστεί συνέπειες, σε άλλο σημείο της συνέντευξης είχε πει ότι υποστήριξε δημόσια τον ανθυποψήφιο του εκλεγέντος Προέδρου.

 

        Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ένας είναι ο λόγος έφεσης που εστιάζει στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε επί του γεγονότος «ότι οι καθ΄ ων δεν χρησιμοποίησαν επίσημες πηγές για να διαπιστώσουν την πολιτική κατάσταση στη χώρα του το Ιράν και άλλα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση του αιτητή αλλά βασίστηκαν σε αναξιόπιστες και παντελώς ανασφαλείς πηγές του διαδικτύου.».  Η αιτιολογία του λόγου αυτού, καθώς και το περίγραμμα αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα μνημονεύει την Οδηγία 85/2005 της 1.12.2005, αναφορικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, καθορίζοντας ότι οι αιτούντες άσυλο έχουν «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής».  Έγινε επίσης αναφορά στο εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων και ότι οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες εξέτασης της αιτήσεως ασύλου ήταν παντελώς ανασφαλείς δεδομένου ότι προήλθαν ουσιαστικά από τη Google χωρίς να ληφθούν υπόψη επίσημα έγγραφα του Ο.Η.Ε. που είχαν καταχωρηθεί ως παραρτήματα στην αίτηση ασύλου, ούτε οι λειτουργοί έλαβαν  υπόψη το πόρισμα της Διεθνούς Αμνηστίας του 2010 για το Ιράν όπου καταγράφονται οι παραβιάσεις τις οποίες επικαλέστηκε ο εφεσείων, καθώς και το πόρισμα της Ιρανικής-Σουηδικής Επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Ιράν το 2007.

 

 Μη λαμβανομένων καθόλου υπόψη των επισήμων κατευθυντηρίων γραμμών των Ηνωμένων Εθνών, ήταν η εισήγηση του εφεσείοντος ότι η Υπηρεσία Ασύλου και μεταγενέστερα η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, παρέλειψαν να εξετάσουν σημαντικά σημεία με αποτέλεσμα να μην τύχει ουσιαστικής εξέτασης η αντικειμενική πτυχή του φόβου δίωξης με λανθασμένη την κατάληξη ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος.  Παρόμοια, το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναγνωρισμένο το λάθος της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν εξέτασε και δεν αποφάσισε επί του σημείου της αναξιοπιστίας των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν από τις Υπηρεσίες της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, θεωρώντας ότι το λάθος εκείνο συνεξεταζόμενο με τα  υπόλοιπα στοιχεία ήταν στην ουσία ήσσονος σημασίας υπό το φως της ευρύτερης αναξιοπιστίας του εφεσείοντα. 

 

        Η ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση ορθή  σημειώνοντας ότι το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα προεκτάθηκε επί λόγων άσχετων με το μοναδικό λόγο έφεσης και η Ολομέλεια δεν θα πρέπει να λάβει υπόψη  ζητήματα που το περίγραμμα καλύπτει έξω από το λόγο της αναξιοπιστίας των πηγών που χρησιμοποίησαν οι εφεσίβλητοι.  Οι αρμόδιες αρχές κατά την εξέταση της αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα δεν είναι υποχρεωμένες να εξετάσουν και να εκδώσουν απόφαση επί των γενικότερων συνθηκών που επικρατούν σε μια χώρα, αλλά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για να κρίνουν την αξιοπιστία του αιτούμενου το άσυλο σε σχέση με την ύπαρξη του δικαιολογημένου φόβου δίωξης.  Στη βάση της συνέντευξης και των όσων ο ίδιος ο εφεσείων δήλωσε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αυτός δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τη θέση του ότι λόγω των πολιτικών δραστηριοτήτων του θα υποστεί δίωξη εάν επιστρέψει στο Ιράν, η δε αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα απαιτεί, κατά πρώτον, αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτούντος για τα συγκεκριμένα δεδομένα του υπό το φως των όσων ο ίδιος αναφέρει.  Οι αρμόδιες αρχές εξέτασαν ενδελεχώς την αίτηση του εφεσείοντα και ορθά την απέρριψαν.

 

        Εξετάζοντας την έφεση αποτελεί γεγονός ότι ο εφεσείων καλύπτει με το περίγραμμα του διάφορα ζητήματα τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με τον μοναδικό λόγο έφεσης ο οποίος, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, αφορά το αξιόπιστο των πηγών που χρησιμοποίησε η Υπηρεσία Ασύλου και κατ΄ επέκταση η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.  Η διερεύνηση βεβαίως της υπόθεσης και η απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντος σε πρώτο και δεύτερο βαθμό στηρίχθηκαν αποκλειστικά στο μη αξιόπιστο των θέσεων του.  Το αξιόπιστο αυτό με τη σειρά του κρίθηκε εν μέρει και στη βάση των πηγών που χρησιμοποίησε η Υπηρεσία Ασύλου.  Επομένως το ζήτημα της αξιοπιστίας εμπλέκεται γενικότερα με έρεισμα τις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν.

 

 Διαπιστώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 17(1) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, κατά την εξέταση και τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα η αρμόδια υπηρεσία καθοδηγείται από το Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και κριτήρια για τον προσδιορισμό της ιδιότητας αυτής, όπως αυτό το εγχειρίδιο εκδίδεται από το γραφείο του  Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.  Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, αλλά και όλα τα κρατούντα στον Ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο, η εξέταση μιας αιτήσεως για άσυλο πρέπει να είναι ενδελεχής και αξιόπιστη και αυτό εξάγεται και από την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Δεκεμβρίου 2005 αναφορικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα.  Σύμφωνα με το προοίμιο αρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας, η οποία θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί στον Ευρωπαϊκό χώρο από την 1.12.2007, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να τηρεί κοινή πολιτική ασύλου που να «αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ανοικτού σε εκείνους οι οποίοι, αναγκασμένοι από τις περιστάσεις, αναζητούν νομίμως προστασία στην Κοινότητα».  Επίσης στο προοίμιο,  παράγραφος 27, καταγράφεται ότι «οι αποφάσεις επί αιτήσεως ασύλου και περί ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα πρέπει να επιδέχονται αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 234 της συνθήκης.  Το κατά πόσο η προσφυγή είναι αποτελεσματική, μεταξύ άλλων όσον αφορά την εξέταση των σχετικών γεγονότων, εξαρτάται από το διοικητικό και δικαστικό μηχανισμό κάθε κράτους μέλους ως σύνολο.»

 

        Στο πιο πάνω πλαίσιο, το άρθρο 30 της Οδηγίας προδιαγράφει στο εδάφιο (5), ότι «η αξιολόγηση του κατά πόσο μια τρίτη χώρα είναι ασφαλής χώρα καταγωγής σύμφωνα με το παρόν άρθρο βασίζεται σε σειρά πηγών πληροφοριών, περιλαμβανομένων ειδικότερα πληροφοριών από άλλα κράτη μέλη, την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς.».  Όπως αναφέρεται στο εγχειρίδιο Asylum and the European Convention on Human Rights των Nuala Mole and Catherine Meredith, έκδοση του Συμβουλίου της Ευρώπης της σειράς Human rights files, No. 9, σελ. 114, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αποφασίσει σε πολλές περιπτώσεις ότι οι εθνικές διαδικασίες αναφορικά με τη διαδικασία απομάκρυνσης και απέλασης πρέπει να διασφαλίζουν «an independent and rigorous scrutiny» επί της θέσεως ενός αιτητή ότι η απέλαση του σε κάποια χώρα θα τον εκθέσει σε μεταχείριση που απαγορεύεται από το άρθρο 3 της Σύμβασης.  Στην υπόθεση Jabari v. Turkey Application No. 40035/98, ημερ. 11.7.2000, θεωρήθηκε ότι η περίοδος των πέντε ημερών που προνοούσε η σχετική νομοθεσία για να  υποβληθεί αίτηση ασύλου ήταν τόσο σύντομη που ήταν ασύμβατη με τη Σύμβαση και αυτή η προθεσμία ήταν απαγορευτική για την ενδελεχή εξέταση των φόβων της αιτήτριας εάν απελαυνόταν στο Ιράν στη βάση των γεγονότων που είχε αναφέρει.

 

        Στην πολύ πρόσφατη απόφαση N.A. v Finland Application no. 25244/18, ημερ. 14.11.2019, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε παραβίαση των Άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης και επιδίκασε αποζημιώσεις σε παράπονο που διατύπωσε η αιτήτρια που ζούσε στη Φινλανδία εναντίον της χώρας επί τω ότι παρά τις διαπιστωμένες απειλές και πράξεις εναντίον της ζωής του πατέρα της, οι αρχές απέρριψαν το αίτημα του για άσυλο, με αποτέλεσμα να επιστραφεί στην χώρα του, το Ιράκ, όπου και σκοτώθηκε με πυροβολισμούς από άγνωστα πρόσωπα σε δρόμο της Βαγδάτης.  Ο, τι ενδιαφέρει για σκοπούς την παρούσας απόφασης είναι η αναφορά του ΕΔΑΔ για τον απόλυτο τρόπο τήρησης του δικαιώματος  που κατοχυρώνει   το Άρθρο 3 της Σύμβασης και ότι η επαναπροώθηση ή απέλαση ατόμου σε χώρα όπου κινδυνεύει η ζωή του ενεργοποιεί τις πρόνοιες του.   Το Άρθρο 3 «...implies an obligation not to deport the person in question to that country».  Περαιτέρω, ότι υπό το φως της σπουδαιότητας της αρχής της μη επαναπροώθησης, πρέπει να δίδεται η ανάλογη σημασία στο ανεξάρτητo, αξιόπιστο και αντικειμενικό των πηγών που χρησιμοποιούνται από τις αρχές όταν εξετάζουν αιτήματα ασύλου.  Και ότι οι εκθέσεις που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι σοβαρές, να έχουν συνέπεια ως προς την κατάληξη τους και να επιβεβαιώνονται από άλλες πηγές.

 

Να σημειωθεί ότι η ανάγκη για ενδελεχή και αξιόπιστη εξέταση των ζητημάτων που θέτει ένας αιτητής είναι διαχρονική.  Έχει επαναληφθεί και στο πλαίσιο της μεταγενέστερης Οδηγίας 2013/32/ΕΕ της 26.6.2013, το Άρθρο 10 παράγραφος 3(β) της οποίας προνοεί για τη λήψη πληροφοριών από το EYYA («Ευρωπαϊκή Υπηρεσία  Υποστήριξης  για το Άσυλο») και το UNHCR, το δε Άρθρο 15 αφορά τις προϋποθέσεις για προσωπική συνέντευξη. Ήδη, όμως, από το Προοίμιο της η Οδηγία, με τις αιτιολογικές σκέψεις (9) και (39), καθορίζεται ότι οι πόροι της ΕΥΥΑ θα πρέπει να αξιοποιούνται από τα κράτη μέλη προς υποστήριξη των προσπαθειών των κρατών μελών για την εφαρμογή των αιτημάτων ασύλου και ότι για τον προσδιορισμό κατά πόσο επικρατεί ανασφάλεια σε τρίτη χώρα «τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν ακριβή και ενημερωμένα στοιχεία από αρμόδιες πηγές όπως η ΕΥΥΑ, ο UNHCR, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι συναφείς διεθνείς οργανισμοί.».  Η νέα Οδηγία που τέθηκε σε εφαρμογή στις 21.7.2015 και έχει σκοπό τη βελτίωση της προηγούμενης, προνοεί στις μεταβατικές διατάξεις του Άρθρου 52 ότι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί πριν τις 20.7.2015 θα διέπονταν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ, όπως είναι, δηλαδή, και η περίπτωση του εφεσείοντα.  Ό,τι ενδιαφέρει εδώ είναι η σημασία που δίδεται στο ενδελεχές της έρευνας που αποτελεί βέβαια προϋπόθεση να χρησιμοποιούνται και αξιόπιστες πηγές.

 

        Δεν έχει αμφισβητηθεί από τους εφεσίβλητους ότι οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την εξέταση του αιτήματος του εφεσείοντος δεν ήταν αυτές που πράγματι χρησιμοποιήθηκαν από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.  Τέτοιες πηγές δεν φαίνονται να αποκλείονται υπό την προϋπόθεση ότι η Υπηρεσία χρησιμοποιεί και επίσημες πηγές όπως περιλαμβάνει το άρθρο 30 παράγραφος 5 της Οδηγίας.  Η χρήση λανθασμένης πληροφόρησης από το Google συναρτήθηκε προς το αξιόπιστο των θέσεων του εφεσείοντα.  Παρά ταύτα δεν θεωρήθηκε ούτε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ούτε μετέπειτα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ιδιαίτερης βαρύτητας  υπό της φως τη ευρύτερης αναξιοπιστίας του εφεσείοντα.

 Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εν προκειμένω έλεγχο νομιμότητας και όχι ουσιαστικό και πραγματικό έλεγχο, όπως ασκεί πλέον το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Από τη στιγμή, όμως, που διαπιστώνεται κακή χρήση των πηγών οι οποίες αντιπαραβάλλονται προς τις θέσεις του αιτητή ασύλου, το ενδελεχές της εξέτασης από την Υπηρεσία Ασύλου τίθεται εν αμφιβόλω, και καθίσταται θέμα που αφορά τον έλεγχο νομιμότητας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε στο να θεωρήσει το λάθος στο οποίο υπέπεσε η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ως καλυπτόμενο από  την εκ των υστέρων θεώρηση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ότι αυτό ήταν ήσσονος σημασίας, ασκώντας δηλαδή κρίση επί της ουσίας.  Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η αναξιοπιστία των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν συμπλέκει και συμπαρασύρει σε ένα βαθμό και τα υπόλοιπα ευρήματα περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντα. Για παράδειγμα το γεγονός ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε νόμιμα και με διαβατήριο το Ιράν δεν τον καθιστούσε αναξιόπιστο υπό το φως του γεγονότος ότι σύμφωνα με την παράγραφο 48 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, η κατοχή διαβατηρίου δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκην απόδειξη νομιμοφροσύνης ή έλλειψης φόβου. 

 

        Όπως αναφέρεται στην έκδοση του Συμβουλίου της Ευρώπης Asylum and the European Convention on Human Rights  -  πιο πάνω  -  σελ. 44-87, το επίπεδο που πρέπει να εφαρμοστεί σε αιτητές ασύλου δεν χρειάζεται να είναι στο επίπεδο του «highly probable», αλλά να είναι «personal, present, foreseeable, and real».  Είναι ορθό ότι εναπόκειται στον αιτητή να δώσει επαρκείς, σαφείς και αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του, αλλά από την άλλη, σύμφωνα με διάφορες αυθεντίες, αντιφάσεις που τυχόν να παρατηρούνται στην έκθεση γεγονότων από τον αιτητή δυνατόν να δικαιολογούνται ανάλογα με την περίπτωση (Kisoki v. Sweeden, Communication No. 41/96 και Karoui v. Sweeden Communication No. 185/2000).   

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία δεν εξέτασε, ούτε και απάντησε τον ευρύτερο ισχυρισμό του εφεσείοντα περί της αναξιοπιστίας, ή, εν πάση περιπτώσει, της χρήσης μη επίσημων πηγών όπως καθορίζονται, ενδεικτικά βεβαίως, στην Οδηγία.  Παρέλειψε έτσι να εξετάσει ένα ουσιώδη ισχυρισμό παρακάμπτοντας τον με την υιοθέτηση της αναφοράς της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ότι το διαπιστωθέν λάθος ήταν ήσσονος σημασίας.  Περαιτέρω, δεν αρκεί η τοποθέτηση των εφεσιβλήτων ότι δυνατόν να καταπατούνται τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα των αντιφρονούντων, αλλά ο εφεσείων δεν κατάφερε να αποδείξει ότι διωκόταν στη χώρα του, όταν οι πηγές που χρησιμοποιεί η Υπηρεσία Ασύλου για τη διακρίβωση των ισχυρισμών περί δίωξης δεν είναι αξιόπιστες. Η αξιοπιστία ενός αιτητή περνά διά μέσου της ίδιας της αξιοπιστίας των πηγών ελέγχου της αξιοπιστίας αυτής.

 

        Η έφεση συνεπώς επιτρέπεται.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

       

 

 

 

       

                                                  Δ.

 

 

 

 

 

                                                  Δ.

 

 

 

 

 

                                                  Δ.

                                                 

 

 

 

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.108/13

(Υποθ. Αρ. 1319/11)

26  ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Ψ. ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,Δ/ΣΤΕΣ]

 

H.R..R.

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/ΑΙΤΗΤΗ

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

2.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ

     ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Η ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

     ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

3.  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ/ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ

--------------------

Μ. Παρασκευά, για τον Εφεσείοντα

Παπαδοπούλου Κυρ. (κα),  για Γενικό Εισαγγελέα, για του Εφεσίβλητους

-------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  Μ Ε Ι Ο Ψ Η Φ Ι Α Σ

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.   Eίχα την ευκαιρία να διαβάσω την απόφαση της πλειοψηφίας όσον και αυτήν που ετοιμάστηκε από τον Αδελφό Δικαστή κ. Χριστοδούλου. Για λόγους που θα προσπαθήσω να εξηγήσω, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απόφαση της πλειοψηφίας. Συμφωνώ με την προσέγγιση του εξεταζόμενου θέματος ως αυτή αναπτύσσεται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Χριστοδούλου, όπως και με την κατάληξη της, πλην όμως με διαφορετικό σκεπτικό.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης δεν είναι υπό αμφισβήτηση και εκτίθενται τόσο στην πρωτόδικη απόφαση όσο και σε αυτήν της πλειοψηφίας με αποτέλεσμα να παρέλκει  επανάληψή τους.

 

Ο Εφεσείων με την έφεση του προβάλλει έναν και μοναδικό λόγο ο οποίος έχει ως ακολούθως:

 

"Το πρωτόδικο Σεβαστό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του γεγονότος ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν χρησιμοποίησαν επίσης πηγές για να διαπιστώσουν τη πολιτική κατάσταση στη χώρα του Ιράν και άλλα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση του αιτητή αλλά βασίστηκαν σε αναξιόπιστες πηγές και παντελώς ασφαλείς πηγές του διαδικτύου."

 

Στην αιτιολογία του λόγου προβάλλεται ότι η όλη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος του Εφεσείοντα στηρίζετο σε αναξιόπιστες πηγές όπως είναι η Wikipedia και Google, ενώ θα έπρεπε να λαμβάνοντο υπόψιν έγγραφα των Ηνωμένων Εθνών ή κάποιου άλλου επίσημου Διεθνή Οργανισμού προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον, μία Τρίτη Χώρα όπως το Ιράν, είναι ασφαλής χώρα καταγωγής, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρώπης της 1ης  Δεκεμβρίου 2005.   Οι Εφεσίβλητοι απέτυχαν στα πιο πάνω με αποτέλεσμα η διεξαχθείσα διαδικασία να είναι αναξιόπιστη και να παραβιάζει με τον πλέον έντονο τρόπο το δικαίωμα του Αιτητή για δίκαιη  εξέταση του αιτήματός του.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ενώπιον μας ότι δεν έγινε δίκαιη έρευνα αναφορικά με το αίτημα του Εφεσείοντα και δεν χρησιμοποιήθηκαν προς τούτο αξιόπιστες πηγές οι οποίες θα έπρεπε να χρησιμοποιούνταν σε τέτοιες περιπτώσεις σύμφωνα με την Οδηγία των Ηνωμένων Εθνών.

 

Με όλον τον σεβασμό τόσο προς τον συνήγορο του Εφεσείοντα αλλά και στον ίδιο, με τα πιο πάνω γίνεται μία προσπάθεια αναστροφής των υποχρεώσεων και βάρος απόδειξης κατά την εξέταση τέτοιων υποθέσεων.

 

Η οργάνωση της επεξεργασίας των αιτήσεων ασύλου αφέθη στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών λαμβάνοντας υπόψιν τις προδιαγραφές της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ (βλ. §11 του προοιμίου της Οδηγίας).  Τα κράτη μέλη μεριμνούν, μεταξύ άλλων, οι αιτήσεις να εξετάζονται και οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε ατομική βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα. Να λαμβάνουν συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες από διάφορες πηγές όπως την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες, ως προς την γενική κατάσταση στις χώρες καταγωγής των αιτούντων άσυλο και όπου χρειάζεται (βλ. Άρθρο 8 της Οδηγίας).

 

Στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του  1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ΣΤ έκδοση, Νοέμβριος 2009, στην §205 περιγράφεται η διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων.

 

"205. Η διαδικασία διαπίστωσης και αξιολόγησης των γεγονότων μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

 

(α) Ο αιτών πρέπει :

 

(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

 

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

 

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακό όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων.  Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν.

 

(β) Ο εξεταστής πρέπει:

 

(Ι) Να εξασφαλίσει ότι ο αιτών παρουσιάζει την υπόθεσή του όσο πληρέστερα γίνεται και με όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία.

 

(ΙΙ) Να προβεί σε εκτίμηση της αξιοπιστίας του αιτούντος και να αξιολογήσει τα αποδεικτικά μέσα (εάν είναι ανάγκη παρέχοντας το ευεργέτημα της αμφιβολίας) για να θεμελιώσει τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της υπόθεσης.

 

(ΙΙΙ) Να συσχετίσει τα στοιχεία αυτά με τα αντίστοιχα κριτήρια της Σύμβασης του 1951, ώστε να καταλήξει σε σωστό πόρισμα σχετικά με την υπαγωγή του αιτούντος στο καθεστώς του πρόσφυγα."

 

Στο Handbook on Procedures and Criteria for Determing  Refugee Status and Guidelines on International Protection, under the 1951 Convention and the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees, επανέκδοση Φεβρουαρίου 2019, σελ. 44-45 αναφέρονται:

 

"205.  The process of ascertaining and evaluating the facts can therefore be summarized as follows:

 

(a)   The applicant should:

 

(i) Tell the truth and assist the examiner to the full in establishing the facts of his case.

(ii) Make an effort to support his statements by any available evidence and give a satisfactory explanation for any lack of evidence. If necessary, he must make an effort to procure additional evidence.

(iii) Supply all pertinent information concerning himself and his past experience in as much detail as is necessary to enable the examiner to establish the relevant facts. He should be asked to give a coherent explanation of all the reasons invoked in support of his application for refugee status and he should answer any questions

put to him

.

(b) The examiner should:

 

(i) Ensure that the applicant presents his case as fully as possible and with all available evidence.

(ii) Assess the applicant's credibility and evaluate the evidence (if necessary giving the applicant the benefit of the doubt), in order to establish the objective and the subjective elements of the case.

(iii) Relate these elements to the relevant criteria of the 1951 Convention, in order to arrive at a correct conclusion as to the applicant's refugee status."

 

Ο συνδυασμός των Άρθρων 12(2)(γ)  και 23(4)(ζ) της Οδηγίας, σαφώς καθορίζει ότι αίτηση θεωρείται ως αβάσιμη όταν ο αιτών έχει παρουσιάσει ασυνέπειες, αντιφατικές, απίθανες ή μη τεκμηριωμένες προφορικές πληροφορίες που καθιστούν σαφώς μη πειστική την δήλωσή του ότι αποτέλεσε θύμα διώξεων δυνάμει της Οδηγίας 2004/83/Ε.Κ.

 

Στην οδηγία 2004/83/ΕΚ Άρθρο 9, καθορίζονται οι πράξεις διώξεων.

"Άρθρο 9

Πράξεις δίωξης

 

1.   Οι πράξεις διώξεως κατά την έννοια του άρθρου 1Α της σύμβασης της Γενεύης πρέπει:

α)

να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψής τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή

 

β)

να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντος σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο α).

2.   Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη μορφή:

 

α)

πράξεων σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας·

 

β)

νομικών, διοικητικών, αστυνομικών ή/και δικαστικών μέτρων, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφεαυτά ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις·

 

γ)

ποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική·

 

δ)

άρνησης ένδικων μέσων με αποτέλεσμα την επιβολή δυσανάλογης ή μεροληπτικής ποινής·

 

ε)

ποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, εάν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα συμπεριλάμβανε εγκλήματα ή πράξεις που εμπίπτουν στις ρήτρες εξαίρεσης που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2·

 

στ)

πράξεων που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.

3.   Σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο γ) πρέπει να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 12 και των πράξεων δίωξης όπως ορίζονται στην παράγραφο 1."

 

Από όλα τα πιο πάνω φαίνεται ξεκάθαρα ότι η αίτηση της φύσεως υπό εξέταση εξετάζεται αρχικώς σε ατομική βάση και αφού οι δηλώσεις του Αιτητή κριθούν μη πειστικές ότι αποτέλεσε θύμα διώξεων στη χώρα του, η αίτησή του απορρίπτεται στο αρχικό εκείνο στάδιο χωρίς οτιδήποτε άλλο. Αυτό συνέβηκε και στην περίπτωση του Εφεσείοντα/Αιτητή Ασύλου. Ο Εφεσείων κρίθηκε ως αποτέλεσμα των ίδιων αυτού δηλώσεων αναξιόπιστος, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων όπου στη δεύτερη αντιμετωπίστηκε ορθά και ένα συγκεκριμένο λάθος αναφορικά με έναν ανθυποψήφιο του εκλεγέντος Προέδρου του Ιράν, κατά τις εκλογές 2005.  Πέραν αυτού προκειμένου να καταλήξουν, δεν παρέστη αναγκαίο για τους Καθ΄ ων  η αίτηση να προστρέξουν σε οποιεσδήποτε άλλες αξιόπιστες πηγές. Θα παρίστατο τέτοια ανάγκη εάν ο Εφεσείων κρίνετο αξιόπιστος στο αρχικό εκείνο στάδιο οπότε η εξέταση θα προχωρούσε σχετικά με το ασφαλές της χώρας καταγωγής του Εφεσείοντα.  Το παράπονο του Εφεσείοντα κρίνεται εκ των πραγμάτων αβάσιμο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφασή του ήταν απόλυτα ορθό.

 

Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση.

 

 

 

                                                          Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

/γκ

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 108/2013

 

 

 26 Νοεμβρίου, 2019

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

                     ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

H.R.R.

                                                                   Εφεσείοντα/Αιτητή

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΟΣ

ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Η

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

3.   ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

                                                          Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η αίτηση

........

 

Μ. Παρασκευά, για τον εφεσείοντα 

Κυρ. Παπαδοπούλου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα για τους εφεσίβλητους

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Μειοψηφίας)

 

XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Με κάθε σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, θεωρώ ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.

 

      Ο εφεσείων, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, στηρίζεται στη θέση ότι η Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου δεν ήταν επαρκώς ενήμερη για την πολιτική κατάσταση στο Ιράν εφόσον η πληροφόρησή της προερχόταν από αναξιόπιστες πηγές:  Τη μηχανή αναζήτησης Google και τον ιστότοπο Wikipedia.  Η θέση όμως αυτή παραγνωρίζει ότι,  οι πηγές πληροφόρησης για την πολιτική κατάσταση σε μία χώρα συνιστούν για τον δημόσιο ερευνώντα λειτουργό επικουρικά εργαλεία για έλεγχο της αξιοπιστίας των ισχυρισμών που προβάλλει ένας αιτητής διεθνούς προστασίας.  Τούτο γιατί η πολιτική κατάσταση σε μία χώρα δεν αποτελεί άνευ ετέρου και εισιτήριο παροχής διεθνούς προστασίας καθότι το ζητούμενο είναι η στοιχειοθέτηση από τον αιτητή διεθνούς προστασίας βάσιμου φόβου δίωξης στη χώρα του ένεκα των πολιτικών του πεποιθήσεων.  Σχετικό είναι το Προοίμιο αρ. 1 της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Δεκεμβρίου 2005 αναφορικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές σε σχέση με τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, ότι δηλαδή ήταν όντως αναγκασμένος από τις περιστάσεις να αναζητήσει προστασία στην Κοινότητα.

 

      Στην υπό κρίση περίπτωση ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος βάσει των όσων ο ίδιος ανέφερε κατά τη συνέντευξη του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, συμπεριλαμβανομένων και των απαντήσεων που έδωσε στις σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν.   Όπως συναφώς υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κρίσιμο ζητούμενο ήταν η αξιοπιστία των ισχυρισμών του και αυτό ακριβώς το στοιχείο ήταν το αντικείμενο αξιολόγησης από την Υπηρεσία Ασύλου και την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.  Οι αντιφάσεις δε των δηλώσεών του, όπως αυτές λεπτομερώς απαριθμούνται στην πρωτόδικη απόφαση, έπληξαν την αξιοπιστία του και συνακόλουθα αποτέλεσαν το νόμιμο υπόβαθρο για απόρριψη του αιτήματός του.  Επί του προκειμένου, έχω την άποψη, ότι σε υποθέσεις της εξεταζόμενης φύσεως - όπως η παρούσα - η αξιοπιστία του αιτητή γίνεται πάνω στη βάση των όσων ο ίδιος δηλώνει ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών οργάνων και όχι στη βάση των πολιτικών συνθηκών που επικρατούν σε συγκεκριμένη χώρα.  Κατά συνέπεια δεν υφίσταται, κατά την άποψή μου, περιθώριο επέμβασης στην πρωτόδικη απόφαση καθότι αποδοχή της θέσης του εφεσείοντα   θα καθιστούσε τη γνησιότητα των ισχυρισμών ενός αιτητή διεθνούς προστασίας δευτερεύον στοιχείο και την πολιτική κατάσταση στη χώρα του πρωτεύον στοιχείο, ενώ το αντίθετο είναι το ορθό.  

 

      Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση.

 

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο