ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ιωάννου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Κυριάκου Κώστας και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2004) 3 ΑΑΔ 83
Kανέλλης Aντώνης Π. και Άλλες ν. Kοινοτικού ΣυμβουλίουΠαλιομετόχου (2004) 3 ΑΑΔ 426
Πολυβίου Aνδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 494
Θεοχαρίδης Χριστάκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 644
Αλευρά Ρέα και Άλλoι ν. Kωνσταντίνου Ι. Ηρακλέους και Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 85
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλες ν. Δώρας Γερμανού και Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 93
Κατσελλή Γιαννούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 585
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σωτήρη Χατζηγεωργίου (2008) 3 ΑΑΔ 100
Xατζηχάννας Bραχίμης I. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 2) (2009) 3 ΑΑΔ 655
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Ανδρέα Ασσιώτη (2010) 3 ΑΑΔ 395
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:C420
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2013)
(Υπ. Αρ. 596/11)
10 Οκτωβρίου, 2019
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ,
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxx ΣΟΥΡΟΥΛΛΑ
Εφεσείουσα / Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη / Καθ'ης η Αίτηση
ΚΑΙ
xxxx ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
Εφεσίβλητη/ΕΜ
_________________________
Βραχίμης Χ"Xάννας, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια
Μαρία Κοτσώνη (κα), για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη - Καθ' ης η Αίτηση
Ανδρέας Αγγελίδης, για Ενδιαφερόμενο Μέρος
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) διόρισε με απόφαση της ημερομηνίας 1/3/2011 στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Οικοτεχνίας/Χειροτεχνίας Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, την xxxx Παπαευσταθίου (ΕΜ).
Για την πλήρωση της πιο πάνω θέσης έγινε σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στην οποία ανταποκρίθηκαν 13 υποψήφιοι μεταξύ των οποίων η εφεσείουσα και το ΕΜ. Ο γραμματέας της ΕΔΥ ενεργώντας στη βάση του άρθρου 34(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90) προώθησε τις αιτήσεις με όλα τα σχετικά έγγραφα στον Αν. Γενικό Διευθυντή ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής. Κατά τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προέκυψε πρόβλημα ως προς τα προσόντα ορισμένων υποψηφίων με αποτέλεσμα η Επιτροπή να ζητήσει τη διερεύνηση τους μέσω του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ). Μεταξύ των ακαδημαϊκών προσόντων που ζητήθηκε διερεύνηση ήταν και αυτά της εφεσείουσας. Ενόψει της καθυστέρησης από πλευράς της Συμβουλευτικής Επιτροπής στη διερεύνηση των προσόντων της εφεσείουσας ζητήθηκε από την ΕΔΥ επίσπευση της υποβολής της έκθεσης της, η οποία και έδωσε ορισμένες εξηγήσεις ως προς την αιτία της καθυστέρησης. Δεν θα επεκταθούμε επί του θέματος της καθυστέρησης εφόσον ο λόγος έφεσης 2 που αφορούσε στην καθυστέρηση πλήρωσης της θέσης αποσύρθηκε εκκρεμούσης της έφεσης. Λόγω προβλήματος ως προς τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής συστάθηκε νέα, η οποία τον Οκτώβριο του 2010 με σχετική έκθεση της εισηγήθηκε 3 υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένων του ΕΜ και της εφεσείουσας. Σύμφωνα με την έκθεση, λόγω της καθυστέρησης του ΚΥΣΑΤΣ ολοκλήρωσης της διερεύνησης σ' όσον αφορά την εξομοίωση του τίτλου σπουδών της εφεσείουσας, η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε, με επιφύλαξη, ότι η εφεσείουσα πληρούσε την παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας ενόψει της κατοχής του πτυχίου της Οικιακής Οικονομίας από την Χαροκόπειο Ανώτατη Σχολή Οικιακής Οικονομίας και ότι αυτή περαιτέρω διέθετε και το πλεονέκτημα στη βάση του μεταπτυχιακού της διπλώματος. Κατά τη συνεδρία της στις 29/12/2010, η ΕΔΥ μελετώντας την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφάσισε να καλέσει και τους τρεις υποψήφιους σε προφορική εξέταση. Κατά την ίδια συνεδρία αποφάσισε επιπρόσθετα ότι σ' όσον αφορά τους υποψήφιους Α.Σ. και την εφεσείουσα κανένας από τους δύο δεν διέθετε αναγνώριση του πρώτου τίτλου των σπουδών τους από το ΚΥΣΑΤΣ. Αποφάσισε όμως να θεωρήσει ότι και οι δύο ικανοποιούσαν το κριτήριο της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας των απαιτούμενων προσόντων της θέσης του Σχεδίου Υπηρεσίας που προνοούσε για την κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος. Ειδικά για την εφεσείουσα θεώρησε ότι πληρούσε το κριτήριο αυτό ενόψει του μεταπτυχιακού της διπλώματος. Η ΕΔΥ θεώρησε περαιτέρω ότι ουδείς υποψήφιος διέθετε το πλεονέκτημα που προνοείτο στην παράγραφο 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, δηλαδή της κατοχής μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Κατά την ίδια συνεδρία η ΕΔΥ αποφάσισε όπως κατά την προφορική εξέταση διερευνηθεί το προσόν που προνοείται στην παράγραφο 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας ως προς την «Πολύ καλή γνώση των παραδοσιακών κέντρων χειροτεχνίας, της ιστορίας και του πολιτισμού του τόπου και των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων της υπαίθρου.»
Η προφορική εξέταση των τριών συστηνομένων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων έγινε την 1/3/2011 από την ΕΔΥ, αφού εν τω μεταξύ στις 21/2/2011 η εφεσείουσα της είχε διαβιβάσει αντίγραφο του πιστοποιητικού ημερομηνίας 2/2/2010 του ΚΥΣΑΤΣ, με το οποίο αναγνώριζε «τους τίτλους σπουδών Πτυχίο και Master of Arts (κατά συνεκτίμηση) που απονεμήθηκαν από το Χαροκόπειο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Ελλάδα) και το Middlesex University (Ηνωμένο Βασίλειο) με τη μέθοδο Work Based Learning, ως τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς Πτυχίο Πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Οικιακής Οικονομίας.......». Η ΕΔΥ έκρινε ότι το περιεχόμενο του πιστοποιητικού αυτού συνήδε με την ήδη ληφθείσα απόφαση της να μην προσδώσει στην εφεσείουσα το πλεονέκτημα που προνοείτο στην παράγραφο 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας που αφορούσε στην κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου σε θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Η Γενική Διευθύντρια που λάμβανε επίσης μέρος στην προφορική εξέταση, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σύστησε για προαγωγή το ΕΜ. Ως αποτέλεσμα η ΕΔΥ αφού αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων το οποίο και διόρισε στην επίδικη θέση.
Η απόφαση της ΕΔΥ προσβλήθηκε από πλευράς εφεσείουσας με την Προσφυγή αρ. 596/2011 στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση του ημερομηνίας 15/5/2013.
Κατά της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε από πλευράς της εφεσείουσας η υπό κρίση έφεση, με την οποία αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση με 8 λόγους έφεσης τους οποίους και θα εξετάσουμε στη συνέχεια κατά ομάδες, όπου είναι δυνατόν. Επαναλαμβάνουμε ότι ο λόγος έφεσης 2 που αφορούσε στην καθυστέρηση στην πλήρωση της θέσης, αποσύρθηκε εκκρεμούσης της διαδικασίας της έφεσης.
Κύριος λόγος έφεσης, σύμφωνα με την προφορική αγόρευση του δικηγόρου της εφεσείουσας, είναι ο πρώτος με τον οποίο η εφεσείουσα προβάλλει τη θέση περί ύπαρξης πλάνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το θέμα της αρχαιότητας μεταξύ της εφεσείουσας και του ΕΜ. Ήταν εισήγηση του ότι το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει κάποια σύγχυση σ' όσον αφορά τον τρόπο που η ΕΔΥ διατύπωσε την άποψη της ως προς το στοιχείο της αρχαιότητας. Παραμένει, συνεχίζει ο δικηγόρος της εφεσείουσας, ως ακλόνητο και ατράνταχτο γεγονός ότι ενόψει της ανώτερης κλίμακας που βρισκόταν η εφεσείουσα δηλαδή στην Α11 (+ 2) ενώ το ΕΜ στην Α10 αυτή υπερτερούσε του ΕΜ σημαντικά στο θέμα της πείρας.
Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο δικηγόρος του ΕΜ στο περίγραμμα αγόρευσης του, ο οποίος υποστήριξε ότι η ΕΔΥ εξέτασε το θέμα της αρχαιότητας και έκρινε ότι ναι μεν το ΕΜ υπερείχε σε αρχαιότητα εφόσον κατείχε θέση σε ψηλότερη μισθολογική κλίμακα δηλαδή Α11 ενώ η εφεσείουσα στην Α10, αλλά το κριτήριο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, ήταν περιορισμένης σημασίας δεδομένου του γεγονότος ότι η υπό πλήρωση θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και η συγκεκριμένη θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία.
Ανατρέχοντας στην πρωτόδικη απόφαση καθώς και στα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία μαζί με την ένσταση, εντοπίζεται η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι διέκρινε κάποια σύγχυση ως προς τον τρόπο που η ΕΔΥ διατύπωνε την άποψη της για το θέμα της αρχαιότητας, προσθέτοντας ότι ορθά η ΕΔΥ θεώρησε ότι η εφεσείουσα υπερείχε σε αρχαιότητα. Με δεδομένο ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε τη θέση της κλίμακας Α11 (+2) ενώ η κλίμακα της θέσης που κατείχε η εφεσείουσα ήταν Α10, ανεξαρτήτως της προσωπικής της κλίμακας, ορθά θεώρησε η ΕΔΥ και επιβεβαίωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε σε αρχαιότητα.
Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε καμιά πλάνη από πλευράς ΕΔΥ ως προς το θέμα της αρχαιότητας αλλά ακόμη και αν αποδεικνύετο η ύπαρξη τέτοιας, δεν ήταν ουσιώδης ώστε να οδηγούσε σε ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ ενόψει του πιο πάνω χαρακτηρισμού της.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι, όπως επισημαίνει και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αρχαιότητα σε θέσεις όπως η επίδικη, δεν έχει μεγάλη βαρύτητα. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η αρχαιότητα που οφείλεται σε ψηλότερη μισθολογικά κλίμακα είναι μικρής και/ή οριακής σημασίας όπως και η περίπτωση όπου η αρχαιότητα αφορά σε πλήρωση θέσης που είναι ψηλά στην ιεραρχία (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, 409, και Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374.
Στην υπό κρίση περίπτωση με τα δεδομένα που αναφέρθησαν ανωτέρω και ήταν ενώπιον της ΕΔΥ, όπου η κανονική κλίμακα της θέσης που υπηρετούσε η εφεσείουσα ήταν Α10, σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων, δεν στοιχειοθετείται αρχαιότητα της εφεσείουσας έναντι του ΕΜ. Ακόμη και να θεωρείτο η θέση που υπηρετούσε η εφεσείουσα ως ανώτερης μισθολογικής κλίμακας, ενόψει της μικρής οριακής σημασίας που ενέχει η ψηλότερη μισθολογική κλίμακα σύμφωνα με τη νομολογία, κρίνουμε ότι δεν τίθεται θέμα πλάνης από πλευράς της ΕΔΥ ως προς το θέμα αρχαιότητας και συνακόλουθα πείρας μεταξύ της εφεσείουσας και του ΕΜ. Ούτε επίσης τίθεται θέμα επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ταυτόχρονα από πλευράς Δικαστηρίου σε σχέση με την αρχαιότητα της εφεσείουσας, ως η σχετική εισήγηση από την εφεσείουσα, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του. Δεν διαπιστώνουμε επίσης παραβίαση του άρθρου 49(4) του Ν.1/90 που προνοεί ότι «η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν θέσεις με διαφορετικούς μισθοδοτικούς όρους κρίνεται σύμφωνα με τους μισθοδοτικούς όρους των αντίστοιχων θέσεων» εφόσον καθίσταται σαφές ότι η κανονική κλίμακα της θέσης που υπηρετούσε η εφεσείουσα στη βάση των στοιχείων των Φακέλων ήταν Α10, όπως ήταν και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ενόψει των πιο πάνω ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Με τους λόγους έφεσης 3 και 5 προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα προσόντα της εφεσείουσας και της κατοχής από πλευράς της μεταπτυχιακού διπλώματος.
Ήταν εισήγηση της εφεσείουσας, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου της, ότι η απόφαση της ΕΔΥ να μην πιστώσει την εφεσείουσα με το πλεονέκτημα της θέσης, της κατοχής δηλαδή μεταπτυχιακού, οφείλετο προφανώς σε πλάνη της ΕΔΥ. Επικαλέστηκε δε το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Οδηγία 36/2005, όπου ρητά προνοείται ότι προσόν που αναγνωρίζεται σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να αναγνωρίζεται και απ' όλες τις χώρες μέλη. Παρέπεμψε δε στη γνωμοδότηση του Βρετανικού Συμβουλίου ημερ. 15/9/1998 το οποίο αναγνωρίζει τον τίτλο Master της εφεσείουσας από το Πανεπιστήμιο Middlesex. Σημειώνεται ότι η εισήγηση περί παραβίασης προνοιών του Ευρωπαϊκού Δικαίου δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γεγονός που επισημαίνει και ο δικηγόρος του ΕΜ στο περίγραμμα αγόρευσης του. Συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης η συγκεκριμένη εισήγηση από το Εφετείο, (βλ. Κανέλλης κ.ά. ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου (2004) 3 Α.Α.Δ. 426, Πολυβίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 494) και Ανδρούλλα Μακκούλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις 104/2011 και 114/2011, ημερ. 18/10/2017.
Είναι περαιτέρω η θέση της εφεσείουσας ότι η ΕΔΥ δεν έδωσε κανένα πειστικό λόγο γιατί να μην αποδεχθεί την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι η εφεσείουσα κατείχε το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αρμόδιο σώμα για αναγνώριση των προσόντων και εδώ του διπλώματος της Χαροκόπειου Σχολής είναι μόνο το ΚΥΣΑΤΣ το οποίο δεν αναγνώρισε το πτυχίο εξού και η ΕΔΥ θεώρησε ότι με το μεταπτυχιακό δίπλωμα Master of Arts in Work Based Learning Studies (National Handicrafts Development) Middlesex University 1988 πληρείτο το κριτήριο της παραγράφου 3(1) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας ήτοι θεωρήθηκε και κρίθηκε ως Πανεπιστημιακό δίπλωμα για σκοπούς του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Δεν αμφισβητείται και επιβεβαιώνεται εξάλλου και από τα διάφορα τεκμήρια της ένστασης ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ζήτησε γνωμάτευση από το ΚΥΣΑΤΣ ως προς τα προσόντα της εφεσείουσας.
Σ' όσον αφορά το καθεστώς και την αρμοδιότητα του ΚΥΣΑΤΣ σχετική είναι η υπόθεση Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 247 στην οποία αναφέρθηκε ότι:
«........ σειρά νομολογίας έχει καθορίσει ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν είναι συμβουλευτικό όργανο της Ε.Δ.Υ. ή οποιουδήποτε άλλου διορίζοντος οργάνου, αλλά αποτελεί ένα ανεξάρτητο όργανο το οποίο, όπως λέχθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου, (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, παρουσιάζεται να είναι το αρμόδιο όργανο προς επίλυση αμφιβολιών όσον αφορά το αναγνωρίσιμο ενός πτυχιακού ή μεταπτυχιακού τίτλου.»
Σημειώνεται ότι ήταν υποχρέωση της ίδιας της εφεσείουσας να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για αναγνώριση του πτυχίου της η οποία και υπέβαλε σχετική αίτηση στις 30/7/2007 (βλ. Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100). Όμως κατά τη συνεδρία της η Συμβουλευτική Επιτροπή επειδή δεν είχε προμηθευθεί την έκθεση του ΚΥΣΑΤΣ σ' όσον αφορά την αναγνώριση του διπλώματος της Χαροκόπειου Σχολής αποφάσισε να πιστώσει στην εφεσείουσα το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού σ' όσον αφορά το Master του Middlesex.
Κατά τη συνεδρία της ημερ. 29/12/10 η ΕΔΥ δεν ακολούθησε τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά αποφάσισε να θεωρήσει ότι η εφεσείουσα πληρούσε μόνο το κριτήριο της παραγράφου 3 (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλ. αυτό της κατοχής του πανεπιστημιακού διπλώματος, βασιζόμενη στο μεταπτυχιακό τίτλο, δικαίωμα που της παρείχετο από την ίδια παράγραφο. Σημειώνεται ότι δεν είχε μέχρι τότε προμηθευτεί με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του ΚΥΣΑΤΣ ως προς το πτυχίο της Χαροκόπειου Σχολής, παρά μόνο με τη βεβαίωση του ΚΥΣΑΤΣ ότι το πτυχίο της Χαροκόπειου και το μεταπτυχιακό από το Middlesex θεωρούντο ως τίτλος ισότιμος του πτυχίου Πανεπιστημίου. Θα πρέπει να λεχθεί ότι το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα Σχέδια Υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό και εντός της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Η ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του Σχεδίου Υπηρεσίας (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517 και Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93).
Η ΕΔΥ στην παρούσα περίπτωση με τα ενώπιον της δεδομένα κατά τη συνεδρία της ημερ. 29/12/2010 και ιδιαίτερα χωρίς να έχει ενώπιον της την αξιολόγηση του ΚΥΣΑΤΣ ως προς το πτυχίο της Χαροκόπειου Σχολής, ορθά αποφάσισε ότι ουδείς υποψήφιος περιλαμβανομένης και της εφεσείουσας, κατείχε μεταπτυχιακό ως πλεονέκτημα, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας. Τη θέση της αυτή, η ΕΔΥ επιβεβαίωσε εκ των υστέρων και από τη βεβαίωση ημερ. 2/2/2010 του ΚΥΣΑΤΣ, που περιήλθε σε γνώση της ΕΔΥ με την επιστολή της εφεσείουσας, ημερ. 21/2/2011.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο, ο ρόλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι απλά βοηθητικός και η ΕΔΥ ως το αρμόδιο αποφασίζον όργανο έχει το καθήκον επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 3 και 5 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Με τους λόγους έφεσης 4 και 8 προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύσταση της Διευθύντριας ήταν αιτιολογημένη, ότι είχε γίνει η δέουσα έρευνα και ότι η εφεσείουσα απέτυχε να πείσει ότι υπερείχε έκδηλα του ΕΜ. Συγκεκριμένα ήταν εισήγηση της εφεσείουσας ότι υπερείχε σε αρχαιότητα, πείρα και προσόντα ενώ οι εκθέσεις της ήταν εξαίρετες για πολλά χρόνια.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση του για το θέμα ότι η ΕΔΥ είχε προβεί στη δέουσα εξέταση όλων των στοιχείων εξού και η καθυστέρηση που υπήρξε, ενώ η απόφαση της ΕΔΥ στη βάση του ιδίου του λεκτικού της ήταν πλήρως αιτιολογημένη. Κρίνουμε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας αβάσιμο. Από τα στοιχεία ενώπιον της ΕΔΥ τα οποία, σύμφωνα με την απόφαση, αναφέροντο στα προσόντα, αξία και αρχαιότητα, η ΕΔΥ έκρινε ότι το ΕΜ δεν υστερούσε έναντι της εφεσείουσας και προχώρησε στο διορισμό του ΕΜ λόγω της ψηλότερης απόδοσης του στην προφορική εξέταση, όπου βαθμολογήθηκε ως εξαίρετη ενώ η εφεσείουσα ως πάρα πολύ καλή. Σημειώνεται ότι σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η επίδικη θέση, η πρόνοια του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90 ότι η σύσταση του Διευθυντή θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη δεν εφαρμόζεται (βλ. Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83 και Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ 644).
Σ' όσον αφορά την αξία ενώ η εφεσείουσα και το ΕΜ ήταν ισοδύναμες στη βάση των υπηρεσιακών εκθέσεων, το ΕΜ είχε επιπρόσθετα τη σύσταση της Διευθύντριας που της προσέθετε αξία (βλ. Ιωάννου κ.ά ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390). Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 4 και 8 θα πρέπει να απορριφθούν.
Ο λόγος έφεσης 7 προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε δοθεί από πλευράς ΕΔΥ υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη. Ήταν εισήγηση του εφεσείοντα, ότι η προφορική συνέντευξη από μόνη της δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. Εξετάσαμε την εισήγηση η οποία δεν ευσταθεί. Από την ίδια την απόφαση της ΕΔΥ διαφαίνεται ότι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη και όλα τα άλλα κριτήρια δηλ. αρχαιότητα, αξία και προσόντα χωρίς να προκύπτει από την απόφαση ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, που ήταν και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει όπως λέχθηκε στην Χ"Χάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, σε υψηλά ιστάμενες θέσεις στην ιεραρχία, όπως η επίδικη, η βαρύτητα των εντυπώσεων της προφορικής συνέντευξης είναι αυξημένη και το διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, εφόσον σταθμίσει βέβαια ορθά όλα τα σχετικά στοιχεία.
Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Παραπονείται επίσης η εφεσείουσα με το λόγο έφεσης 6 ότι υπήρξε από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου πλάνη ή λάθος ως προς την αξία της. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εισήγηση της, η πλάνη και το λάθος αναφέρονται στα προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, ηλικία και στο ότι οι εκθέσεις της ήταν εξαίρετες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης τέθηκε γενικά και αόριστα χωρίς να προσδιορίζεται με ποιο τρόπο πλανήθηκε η ΕΔΥ ως προς τις αξιολογήσεις της εφεσείουσας και του ΕΜ. Αντίθετα η ΕΔΥ αναφέρθηκε στην εξαίρετη αξιολόγηση και των δύο στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις.
Εξετάσαμε την εισήγηση που επίσης κρίνουμε ανεδαφική. Έχουμε ήδη ασχοληθεί πιο πάνω με το θέμα των προσόντων, πείρας και αρχαιότητας της εφεσείουσας και του ΕΜ και δεν διακρίνουμε καμιά υπεροχή της εφεσείουσας σε σχέση με αυτά. Σ' όσον αφορά την υπεροχή σε ηλικία, η αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης είναι συμβολική και όχι ουσιαστική. Ακόμη και εκεί που υπάρχει, δύσκολα λαμβάνεται υπόψη. Τα πιο πάνω λέχθηκαν στην υπόθεση Αλευρά κ.ά. ν. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85. Σχετικές επίσης είναι οι υποθέσεις Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585 και Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Μακρίδου (2011) 3 Α.Α.Δ. 51).
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ως τέτοια επικυρώνεται, η δε έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα προς όφελος του ΕΜ και εναντίον της εφεσείουσας.
Καμιά διαταγή για έξοδα σε σχέση με τη Δημοκρατία καθότι δεν κατετέθη εκ μέρους της περίγραμμα αγόρευσης και ούτε θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει προφορικά ενόψει τούτου.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.