ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:C419
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 64/2013)
9 Οκτωβρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
xxxx ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Εφεσίβλητου/Καθ΄ ου η αίτηση
--------------------------------------------
Δ. Στεφανίδης, για την Εφεσείουσα.
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Ε. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.,
για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
--------------------------------------------
(Σημείωση: Η έφεση απορρίφθηκε ομόφωνα και συνοπτικά
από την έδρα στο τέλος της συζήτησης. Ακολουθεί το σκεπτικό.)
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας όταν το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ. σε διαδικασία επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση στην Πάτσαλος ν. Κ.Ο.Τ., προσφυγή αρ. 543/09, ημερ. 5.11.2010, που είχε ασκήσει το ενδιαφερόμενο μέρος εναντίον της επιλογής της εφεσείουσας για τη θέση του Διοικητικού Λειτουργού Α΄ σε διαδικασία προαγωγής και η οποία ήταν επιτυχής, επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος αφού είχε ληφθεί νέα σύσταση του αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και πάλι, όπως και την πρώτη φορά, υπέρ της εφεσείουσας.
Ο αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής είχε επιλέξει την εφεσείουσα θεωρώντας ότι αυτή υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους κατά δώδεκα έτη, αρχαιότητα που κατά την άποψη του υπερκάλυπτε την υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε αξία το οποίο κατά την τελευταία πενταετία είχε 40 εξαίρετα στις εμπιστευτικές εκθέσεις έναντι 37 της εφεσείουσας. Ως προς τα πρόσθετα προσόντα, κρίθηκε ότι η εφεσείουσα είχε μεταπτυχιακό που δεν ήταν άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, όπως ήδη είχε διαπιστωθεί και στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση και ότι και το ενδιαφερόμενο μέρος είχε μεταπτυχιακό το οποίο όμως είχε θεωρηθεί ως πρώτο προσόν κατά την πρόσληψη του. Επομένως ούτε η εφεσείουσα ούτε το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκαν να κατέχουν πρόσθετο προσόν για σκοπούς αξιολόγησης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ. επέλεξε να αποκλίνει από τη σύσταση υπέρ της εφεσείουσας, θεωρώντας ότι το MBA του ενδιαφερομένου μέρους μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετο προσόν κρίνοντας ότι ήταν και σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης έτσι ώστε να υπερείχε σε προσόντα, αλλά και σε αξία. Κατά συνέπεια, η πλάστιγγα για το Διοικητικό Συμβούλιο έκλινε υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους θεωρώντας ότι η αρχαιότητα ήταν το τελευταίο από τα κριτήρια αξιολόγησης το οποίο υπερισχύει μόνο όταν οι υποψήφιοι στα υπόλοιπα στοιχεία είναι ίσοι.
Το Δικαστήριο απέρριψε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, την προσφυγή της εφεσείουσας διότι δεν μπορούσε βάσιμα να βάλλει κατά της σύστασης του αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή εφόσον αυτή ήταν υπέρ της και η αμφισβήτηση της νομιμότητας της σύστασης δυναμίτιζε την ίδια την υπόθεση της. Κατά δεύτερο λόγο, η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους έγινε κατά παραγνώριση της σύστασης και επομένως δεν θα προέκυπτε όφελος για την εφεσείουσα - τότε αιτήτρια - αν η σύσταση κηρυσσόταν παράνομη. Εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αιτήτρια δεν εισηγείτο ενώπιον του ότι κακώς το Διοικητικό Συμβούλιο απέκλινε από τη σύσταση, κάτι βέβαια που θα ήταν ασυνεπές εκ μέρους της εάν το έπραττε. Ως προς τα προσόντα το Δικαστήριο συμφώνησε με τις θέσεις του Κ.Ο.Τ. και του ενδιαφερομένου μέρους ότι το δίπλωμα που κατείχε η εφεσείουσα του Harvard, δεν ήταν μεταπτυχιακό αφού αφορούσε σε τρίμηνο κύκλο σπουδών σεμιναρίων και πρακτικής εξάσκησης, το δε MA της εφεσείουσας δεν ήταν σχετικό με τα
καθήκοντα της θέσης, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε προσόντα αφού διέθετε το MBA in Management. Αυτό είχε ήδη κριθεί στην προηγούμενη προσφυγή και αποτελούσε δεδικασμένο και η εφεσείουσα δεν μπορούσε να ισχυρίζεται πλέον υπεροχή σε προσόντα.
Εν τέλει η κρίση του Δικαστηρίου ήταν ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ευλόγως επιτρεπτή παρά τη σαφή υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε και σε αξία και σε προσόντα. Η αξία μάλιστα είχε αναφορά στην καλύτερη βαθμολόγηση στο στοιχείο της «διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας», ενώ ορθά κρίθηκε πεπλανημένη η σύσταση υπέρ της αιτήτριας η οποία είχε βασιστεί στη μη πίστωση του ΜΒΑ ως πρόσθετου σχετικού προσόντος στο ενδιαφερόμενο μέρος. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ενδεχομένως να ήταν και ευλόγως επιτρεπτό εάν η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ. λαμβανόταν υπέρ της επιλογής της αιτήτριας λόγω της μεγάλης της αρχαιότητας. Όμως το ζητούμενο κατά τις αρχές του διοικητικού δικαίου ήταν εάν το διοικητικό όργανο ενήργησε καλόπιστα εντός της διακριτικής του ευχέρειας και εάν η απάντηση είναι καταφατική, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν παρεμβαίνει.
Η έφεση επαναφέρει τα ίδια ζητήματα, όπως και πρωτοδίκως, σε μια προσπάθεια ακύρωσης της απόφασης αποσυρθέντος, κατά τη συζήτηση, του πρώτου λόγου έφεσης σε σχέση με τη θέση του
Δικαστηρίου ότι η εισήγηση της εφεσείουσας περί πάσχουσας σύστασης, που ήταν εν πάση περιπτώσει υπέρ της, δεν την ωφελούσε καθόλου. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, οκτώ τον αριθμό, αναφέρονται στο ότι λανθασμένα κρίθηκε δεδικασμένο τα πρόσθετα προσόντα της εφεσείουσας από την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 543/09, ότι δεν λήφθηκε υπόψη ο ακυρωτικός λόγος που σχετιζόταν με την εισαγωγική αναφορά του Διοικητικού Συμβουλίου ότι είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία και δεδομένα, «όχι περιοριστικά», ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία της εφεσείουσας ιδιαίτερα κατά τη βαθμολόγηση της διευθυντικής διοικητικής ικανότητας και ότι το Δικαστήριο δεν επελήφθη του ακυρωτικού ισχυρισμού ότι ήταν θεμελιακά λανθασμένη η θέση του Κ.Ο.Τ. ότι η αρχαιότητα είναι από τα τελευταία κριτήρια αξιολόγησης και υπερισχύει μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα λοιπά ίσοι.
Περαιτέρω, ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε σύγκριση των στοιχείων της εφεσείουσας και του ενδιαφερομένου μέρους εστιάζοντας την προσοχή του μόνο στο ΜΒΑ του τελευταίου, ενώ δεν εξέτασε ούτε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι δεν έγινε καμία έρευνα ως προς τα απαιτούμενα προσόντα για την επίδικη θέση για την πολύ καλή γνώση της νομοθεσίας των κανονισμών και των διαδικασιών του Οργανισμού. Ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό ότι ήταν αόριστη η αναφορά του Διοικητικού Συμβουλίου ότι τα μαθήματα που είχε παρακολουθήσει το ενδιαφερόμενο μέρος συνήδαν πλήρως με τις απαιτήσεις του σχεδίου
υπηρεσίας, ενώ δεν εξέτασε και τον ισχυρισμό της ότι το πτυχίο Hotel Management που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Το διοικητικό όργανο είχε ενώπιον του και έλαβε υπόψη του το σύνολο των προσόντων των διαδίκων. Αυτό περιελάμβανε όλα τα προσόντα, «ειδικότερα αναφορικά με τα ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα». Επομένως, όλα τα σχετικά με τη θέση προαγωγής προσόντα είχαν, κατά το τεκμήριο της κανονικότητας της παραγωγής της πράξης, μελετηθεί και ληφθεί υπόψη. Αυτό βεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το Διοικητικό Συμβούλιο μη ακολουθώντας τη σύσταση του Αν. Διοικητικού Συμβουλίου αναφέρθηκε και στο μεταπτυχιακό δίπλωμα της εφεσείουσας στο International Conflict Analysis το οποίο χαρακτήρισε ως μη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και αυτό το δεδομένο ήταν δεδικασμένο εφόσον το ακυρωτικό Δικαστήριο στην Πάτσαλου ν. Κ.Ο.Τ., ανωτέρω, είχε σημειώσει ότι για την παρακολούθηση του πτυχίου αυτού είχε ζητηθεί άδεια άνευ απολαβών 12 μηνών με το Διοικητικό Συμβούλιο, μέσω του Γενικού Διευθυντή, να αναφέρει ότι δεν είχε σχέση με τα καθήκοντα της εφεσείουσας, ή, με τις δραστηριότητες του Κ.Ο.Τ. Το δε χαρακτηρισθέν ως Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στη Διοίκηση και Ανάπτυξη Προσωπικού από το Harvard University, ήταν ένα τρίμηνο σεμινάριο σπουδών και πρακτικής εξάσκησης και δεν αποτελούσε πτυχίο.
Επομένως το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε πιο προσοντούχο με την κατοχή του MBA in Management, που ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Από τη στιγμή δε που η εφεσείουσα απέσυρε το λόγο έφεσης ως προς τη σύσταση, και ορθά έπραξε, όλα τα υπόλοιπα προσόντα θεωρούνται ως ληφθέντα δεόντως υπόψη και δεν είναι τώρα δυνατόν να αμφισβητείται από την ίδια ότι δεν λήφθηκαν υπόψη σε μια σύσταση που ήταν, άλλωστε, υπέρ της. Να σημειωθεί, περαιτέρω, ότι ο συνήγορος της κάνει λόγο για το ότι το πτυχίο στις Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση δεν λήφθηκε υπόψη, θέση όμως αδόκιμη διότι είναι ακριβώς αυτό το προσόν που πεπλανημένα θεωρήθηκε από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή ως πτυχιακό πρόγραμμα, με το ακυρωτικό Δικαστήριο να κρίνει, όπως και ο Κ.Ο.Τ., ότι εν τέλει ήταν το τρίμηνο σεμινάριο. Προστίθεται ότι η νομολογία θέλει το ενδιαφερόμενο μέρος να υποστηρίζει τη διοίκηση και όπως ήδη προεκτάθηκε, όλα τα προσόντα και των δύο ήταν ενώπιον του αρμοδίου οργάνου με τους αντίστοιχους Πίνακες και Παραρτήματα. Θα ήταν αντίθετο με τη νομολογία εάν η εφεσείουσα πρότεινε χωριστές και πέραν της διοικητικής απόφασης αιτιάσεις για στήριξη της.
Με τα πιο πάνω συμπαρασύρεται και ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με τον ισχυρισμό ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ. εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία «όχι περιοριστικά». Αυτό που πράγματι κατέγραψε το διοικητικό όργανο ήταν ότι αξιολόγησε τους υποψήφιους διεξοδικά και ότι μελέτησε τα ενώπιον του στοιχεία και δεδομένα, «Ειδικότερα και όχι περιοριστικά». Στη συνέχεια κατέγραψε όλα τα δεδομένα και προχώρησε για τους ειδικούς λόγους που μνημόνευσε να αποκλίνει από τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Δεν υπάρχει έρεισμα στο λόγο αυτό. Τα όσα καταγράφηκαν συνάδουν πλήρως με την παραγωγή μιας νόμιμης διοικητικής πράξης. Προφανώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε ειδικά αυτό το λόγο που δεν είχε ακυρωτική υπόσταση.
Ούτε οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης που συνδέονται με την υπεροχή σε αξία ή την αρχαιότητα ως του τελευταίου από τα στοιχεία ή παράγοντες κρίσης μπορούν να βοηθήσουν την εφεσείουσα. Οι θέσεις του εφεσίβλητου οργανισμού ήταν νομολογιακά ορθές. Η διαφορά στην αξία όχι ιδιαίτερα εξαιτίας των τριών περισσότερων «εξαιρέτων», αλλά λόγω του ότι οι διαφορές εντοπίστηκαν στη «διευθυντική/διοικητική» ικανότητα και την «απόδοση», ευλόγως καταγράφηκε ως μια διαφορά που έδειχνε κάποια υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους. Η αρχαιότητα ορθά επίσης και σε συνάρτηση με τα δεδομένα που απορρέουν από τη νομολογία, σημειώθηκε ως παράγων που επηρεάζει την κρίση του οργάνου όταν τα λοιπά στοιχεία είναι ίσα. Εδώ δεν ήταν, και όπως εύστοχα σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η κρίση της επιλογής δεν ανήκε στο Δικαστήριο, αλλά στο διοικητικό όργανο στην οποία δεν χωρεί επέμβαση εκτός και αν υπήρξε πλάνη περί τα δεδομένα, κλπ. Τέτοια πλάνη ή άλλα προβλήματα δεν διαπιστώθηκαν να υφίσταντο. Το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι και αντίθετη να ήταν η κρίση του εφεσίβλητου οργανισμού ενόψει της μεγάλης αρχαιότητας της εφεσείουσας, η επιλογή εκείνη θα ενέπιπτε και πάλι στη διακριτική ευχέρεια του, εντός του εύρους και των ορίων διακίνησης του. Η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε, άλλωστε, πλειοψηφικά. Το διοικητικό όργανο έδρασε εντός των ορθών νομολογιακών παραμέτρων ασκώντας εύλογη διακριτική ευχέρεια.
Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε διοριστεί με το MBA και όχι με οποιοδήποτε άλλο προηγούμενο τίτλο, ορθά το ζήτημα διερευνήθηκε και αποφασίστηκε από τον εφεσίβλητο οργανισμό. Εξηγήθηκε με επάρκεια γιατί το MBA αποτελούσε πρόσθετο προσόν και ότι το Hotel Management ως πρώτο πτυχίο συνήδε πλήρως με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας για διορισμό στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, της θέσης δηλαδή προ της θέσης προαγωγής. Να προστεθεί ότι ανεπίτρεπτα ηγέρθη τέτοιος λόγος έφεσης από τη στιγμή που παρά τους εκτεταμένους λόγους ακυρότητας, δεν εντοπίζεται λόγος που αφορά στην κατοχή των προσόντων και δη αυτών που οδήγησαν στον πρώτο διορισμό.
Η θεματολογία της προσφυγής αφορούσε τα συγκριτικά στοιχεία των υποψηφίων για να διαπιστωθεί κατά πόσον ο εφεσίβλητος οργανισμός έκρινε εύλογα και με τις ορθές παραμέτρους. Δεν είναι νοητό να προσβάλλονται τώρα και εκ των υστέρων προσόντα που ήσαν δεδομένα κατά το χρόνο της προαγωγής.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 συμφωνηθέντα έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ