ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C418
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 51/2013
9 Οκτωβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Εφεσειόντων/Καθ' ων η αίτηση αρ.2
ΚΑΙ
xxx ΜΑΚΡΗ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΥ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση αρ.1
........
Χρ. Πλαστήρα (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσείοντες
Φ. Καμένος για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σια ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη
Π. Ζαχαριάδου (κα) για Π. Πετρίδη & Σία, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος
Γ. Βαλιαντής, για το Δήμο Λακατάμειας (Καθ΄ ων η αίτηση αρ. 1
ρωτοδίκως)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη xxx Μακρή και τα αδέλφια της Δ. και Ξ. Δημοσθένους (ΕΜ) είναι εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες, με μερίδιο 1/3 έκαστος, του τεμαχίου 2xx9, Φ/Σχ. 30/12W1 (Τμήμα 4) στη Λακατάμεια (στο εξής το κτήμα), το οποίο ευρίσκεται και στο επίκεντρο της υπόθεσης.
Μετά από προφορική συμφωνία ημερ. 5.2.1986, η οποία αποτυπώθηκε σε τοπογραφικό σχέδιο, οι συνιδιοκτήτες του κτήματος υπέβαλαν στις 9.1.1987 αίτηση στο Δήμο Λακατάμειας (Αρμόδια Αρχή) για διαχωρισμό του κτήματος τους σε τρία μέρη.
Η πιο πάνω αίτηση έγινε δεκτή και στις 12.1.1987 εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 5χχ2 άδεια διαχωρισμού, σύμφωνα με την οποία το κτήμα θα διαχωριζόταν σε δύο ίσα οικόπεδα (Α2 και Β2) και ένα πιο μικρό Τμήμα (Γ2). Όπως δε προέβλεπε η μεταξύ των συνιδιοκτητών συμφωνία, το Γ2 θα το έπαιρνε η εφεσίβλητη και θα το ενοποιούσε με το όμορο τεμάχιο της 1xx2, ενώ τα οικόπεδα Α2 και Β2 θα τα έπαιρναν τα αδέλφια της Ξ. Δημοσθένους και Δ. Δημοσθένους, αντιστοίχως, επί των οποίων ήδη είχαν ανεγείρει τις κατοικίες τους.
Παρά την έκδοση όμως της πιο πάνω άδειας, στις 3.7.1987, οι συνιδιοκτήτες του κτήματος απέστειλαν επιστολή στο Δήμο Λακατάμειας με την οποία ζήτησαν όπως «η ανωτέρω άδεια διαχωρισμού θεωρηθεί ως ακυρωθείσα» και ακολούθως, μετά από νέα αίτηση που υπέβαλαν, εκδόθηκε στις 6.3.1990 η υπ΄ αρ. 0χ6 άδεια διαχωρισμού σύμφωνα με την οποία το Γ2 (ανωτέρω) θα ενσωματωνόταν στο τεμάχιο 1xx2 της εφεσίβλητης και το υπόλοιπο μέρος του Κτήματος θα εγγραφόταν ως χωράφι. Ωστόσο, λόγω διαφορών μεταξύ των συνιδιοκτητών του κτήματος, ούτε αυτή η άδεια υλοποιήθηκε. Με αποτέλεσμα ο εκ των συνιδιοκτητών του κτήματος Δ. Δημοσθένους να καταχωρίσει εναντίον της εφεσίβλητης την αγωγή 8658/1993 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας το οποίο, το 2001, εξέδωσε αναγνωριστική απόφαση ότι η μεταξύ των συνιδιοκτητών προφορική συμφωνία ημερ. 5.2.1986 εξακολουθούσε να ισχύει και εναπόκειτο σ΄ αυτούς να ενεργοποιήσουν τις διαδικασίες του Κεφ. 224 για την υλοποίησή της.
Τα πιο πάνω ως εισαγωγή εφόσον στο επίκεντρο της παρούσας βρίσκεται το οικόπεδο Α2 (ανωτέρω), το οποίο σύμφωνα με την προφορική συμφωνία των συνιδιοκτητών ημερ. 5.2.1986 θα ελάμβανε ο Ξ. Δημοσθένους. Αυτός, στις 12.3.2003, υπέβαλε αίτηση στην Αρμόδια Αρχή για ανανέωση της αρχικής άδειας διαχωρισμού ημερ. 12.1.1987 - της υπ΄ αρ. 5χχ2 - η οποία όμως απορρίφθηκε στις 21.4.2003. Και αυτό με το αιτιολογικό ότι η μη υλοποίηση της εν λόγω άδειας οφειλόταν στις διαφορές των συνιδιοκτητών και εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε πρώτα να εξασφαλιστεί πολεοδομική άδεια και άδεια διαχωρισμού και μετά να προέβαινε σε οποιοδήποτε περαιτέρω διάβημα.
Ο Ξ. Δημοσθένους αντέδρασε στην απόρριψη της προαναφερθείσας αίτησης του με νέα αίτηση ημερ. 14.11.2006, με την οποία ζήτησε να του εκδοθεί ειδικό πιστοποιητικό έγκρισης του οικοπέδου Α2 με βάση την άδεια 5χχ2. Η αίτηση αυτή εξετάστηκε από Τριμελή Επιτροπή του Υπουργείου Εσωτερικών δυνάμει του άρθρου 5 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Προσωρινές Διατάξεις Νόμου του 2004 (Ν.229(Ι)/2004, στο εξής ο Νόμος), η οποία γνωμάτευσε θετικά επί του αιτήματος του και κάλεσε την Αρμόδια Αρχή να ενεργήσει σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(8)(α) του Νόμου και να προβεί σε έκδοση του αιτούμενου πιστοποιητικού, αφού όμως πρώτα διαπιστώσει ότι τηρούνται οι όροι της άδειας 5χχ2 που αφορούσαν το οικόπεδο Α2.
Κατ΄ ακολουθία της πιο πάνω θετικής γνωμάτευσης και αφού λήφθηκαν υπόψιν οι απόψεις των άλλων εμπλεκομένων υπηρεσιών, η Αρμόδια Αρχή ενέκρινε την διεξαγωγή των έργων υποδομής για το οικόπεδο Α2 και στη συνέχεια προχώρησε, το Μάρτιο του 2008, στην έκδοση εγγράφου υπό τον τίτλο «Όροι Ανανέωσης Άδειας Διαχωρισμού» το οποίο συνιστούσε ανανέωση της άδειας 5χχ2 ημερ. 12.1.1987 την ακύρωση της οποίας είχαν - όπως σημειώνεται πιο πάνω - ζητήσει οι συνιδιοκτήτες του κτήματος στις 3.7.1987.
Η έκδοση του πιο πάνω ειδικού πιστοποιητικού έγκρισης (στο εξής το Πιστοποιητικό) γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη με επιστολή ημερ. 16.4.2008, η οποία αντέδρασε με την υπ΄ αρ. 1014/2008 προσφυγή για ακύρωση τόσο της απόφασης για παραχώρηση στον αδελφό της Ξ. Δημοσθένους του Πιστοποιητικού όσο και της προηγηθείσας θετικής γνωμοδότησης της Τριμελούς Επιτροπής προς την Αρμόδια Αρχή. Η προσφυγή τελικά είχε επιτυχή κατάληξη και στα δύο της σκέλη εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη βασική θέση της εφεσίβλητης ότι κατά το χρόνο έκδοσης του Πιστοποιητικού δεν υπήρχε σε ισχύ η υπ΄ αρ. 5χχ2 άδεια διαχωρισμού λόγω του ότι οι συνιδιοκτήτες του κτήματος είχαν ζητήσει από το 1987 «να θεωρηθεί ως ακυρωθείσα» και κατά συνέπεια η εν λόγω άδεια θα έπρεπε να θεωρηθεί από τη Διοίκηση ως λήξασα και ανύπαρκτη.
Η εφεσείουσα (καθ΄ ης η αίτηση 2 πρωτοδίκως) θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την υπό κρίση έφεση επιδιώκει τον παραμερισμό της στη βάση δύο Λόγων Έφεσης. Ο πρώτος, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η άδεια διαχωρισμού 5χχ2 είχε λήξει και ήταν ανύπαρκτη και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως βάση για θετική γνωμάτευση προς έκδοση του Πιστοποιητικού και, ο δεύτερος, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ορθά ο Δήμος Λακατάμειας απέρριψε την αίτηση του Ξ. Δημοσθένους στις 21.4.2013 για ανανέωση της εν λόγω άδειας.
Οι δύο πιο πάνω Λόγοι Έφεσης προωθήθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας με περίγραμμα αγόρευσης, το περιεχόμενο του οποίου υιοθέτησε και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Και αυτό με άξονα τη θέση ότι η άδεια διαχωρισμού 5χχ2, η οποία αποτέλεσε το υπόβαθρο για έκδοση του Πιστοποιητικού, ήταν σε ισχύ κατά πάντα ουσιώδη χρόνο. Με αυτό ως δεδομένο, εισηγήθηκε ότι ενόψει της (προφορικής) συμφωνίας των συνιδιοκτητών του κτήματος ημερ. 5.2.1986 και της ανέγερσης στο κτήμα κατοικιών κατόπιν αιτήσεων και των τριών συνιδιοκτητών και της συνακόλουθης δημιουργίας δικαιωμάτων και ευμενών γι΄ αυτούς εννόμων αποτελεσμάτων, μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα μπορούσαν να αρθούν τα εν λόγω δικαιώματα. Επιπροσθέτως τούτου, διατύπωσε και την εισήγηση ότι η απόρριψη της αίτησης του Ξ. Δημοσθένους από την Αρμόδια Αρχή, στις 21.4.2003, για ανανέωση της επίδικης άδειας, ήταν παράνομη και αναιτιολόγητη ενόψει και του γεγονότος ότι ήταν σε γνώση της Αρμόδιας Αρχής η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 8658/1993 με την οποία αναγνωρίστηκε η ισχύς της μεταξύ των συνιδιοκτητών (προφορικής) συμφωνίας ημερ. 5.2.1986 για διαχωρισμό του κτήματος.
Διαμετρικά αντίθετες βεβαίως είναι οι θέσεις της εφεσίβλητης, η οποία με το περίγραμμα αγόρευσης της υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.
Έχουμε διεξέλθει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε και τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων επί των εγειρόμενων με την έφεση θεμάτων. Να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι ο Νόμος θεσπίστηκε για να επιλύσει - κατ΄ εξαίρεση - το πρόβλημα μεγάλου αριθμού οικοδομών που είχαν ανεγερθεί κατόπιν άδειας της αρμόδιας αρχής, πλην όμως δεν μπορούσε να εκδοθεί γι΄ αυτές πιστοποιητικό έγκρισης δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, «λόγω διαφόρων τροποποιήσεων ή άλλων αλλαγών που έγιναν πέραν από τα συγκεκριμένα σχέδια της εκδοθείσας άδειας οικοδομής ή και άλλων παρατυπιών» (βλ. Προοίμιο του Νόμου). Προς επίλυση λοιπόν του μεγάλου αυτού προβλήματος, ο Νόμος προβλέπει, με διατάξεις προσωρινής ισχύος, την έκδοση ειδικού πιστοποιητικού έγκρισης το οποίο εκδίδεται κατόπιν αίτησης, η οποία εξετάζεται από την προβλεπόμενη από το Νόμο Τριμελή Επιτροπή, η θετική γνωμάτευση της οποίας δεσμεύει την αρμόδια αρχή προς έκδοση του πιστοποιητικού (άρθρα 3, 4, 5 και Πίνακα του Νόμου).
Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου (άρθρο 2(1)) ορίζεται ότι:-
«παρατυπία» σε σχέση με υφιστάμενη οικοδομή ή υπό δημιουργία οικόπεδο σημαίνει τη μη τήρηση οποιουδήποτε από τους όρους άδειας της εν λόγω οικοδομής ή άδειας διαίρεσης του εν λόγω υπό δημιουργία οικοπέδου ή την επέκταση ή προσθήκη, την αλλαγή χρήσης ή τη μετατροπή της οικοδομής κατά παράβαση των εγκριθέντων σχεδίων.
«υπό δημιουργία οικόπεδο» σημαίνει τεμάχιο γης που έχει προκύψει μόνο κατόπιν άδειας διαχωρισμού δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου και αφορά διαίρεση γης σε χωριστά οικόπεδα και για το οποίο δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή»
Επιπροσθέτως των πιο πάνω ερμηνευτικών διατάξεων, σημαντικό για την τύχη της υπό κρίσης έφεσης είναι και το άρθρο 5(10) του Νόμου το οποίο προνοεί πως το ειδικό πιστοποιητικό έγκρισης «δύναται να εκδοθεί μόνο αφού υλοποιηθούν οι προϋποθέσεις, οι όροι και περιορισμοί που προβλέπονται στον Πίνακα του παρόντος Νόμου». Συναφώς η παρ. 2 του Πίνακα προνοεί πως το εν λόγο πιστοποιητικό μπορεί να εκδοθεί αναφορικά με «Παρατυπίες που αφορούν υφιστάμενες οικοδομές σε υπό δημιουργία οικόπεδα, των οποίων οι άδειες εκδόθηκαν με βάση τις διατάξεις του Νόμου, και οι οποίες έχουν λήξει, χωρίς να ολοκληρωθούν επί τόπου οι απαιτούμενες από την άδεια κατασκευαστικές εργασίες.».
Έχοντας διεξέλθει το Προοίμιο και τις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου, ως επίσης και τη γενικότερη δομή των προνοιών του, καταλήξαμε πως σύμφωνα με το Νόμο η έκδοση του επίδικου Πιστοποιητικού προϋπόθετε την ύπαρξη σε ισχύ άδειας διαχωρισμού. Είναι στη βάση της θεώρησης ύπαρξης τέτοιας άδειας που εκδόθηκε το επίδικο Πιστοποιητικό, χωρίς την ύπαρξη της οποίας το Πιστοποιητικό δεν θα είχε εκδοθεί. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται υπό τα περιστατικά της υπόθεσης είναι κατά πόσο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «φαίνεται να εξέλειπε και εξαφανίστηκε οτιδήποτε είχε σχέση με την άδεια που είχε εκδοθεί κατά το 1987 και, συνακόλουθα, η άδεια εκείνη δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή ως βάση για θετική γνωμάτευση προς έκδοση Ειδικού Πιστοποιητικού και προς επιβολή ανάλογων όρων που εκπήγαζαν από την άδεια εκείνη την οποία η αρμόδια Αρχή θεωρούσε, όχι απλά ως λήξασα, αλλά ως ανύπαρκτη» είναι εσφαλμένο, όπως είναι και η θέση της εφεσείουσας με τους δύο Λόγους Έφεσης. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική. Και αυτό για τους κάτωθι λόγους.
Η επίδικη άδεια - η υπ΄ αρ. 5χχ2 ημερ. 12.1.1987 - εκδόθηκε κατόπιν κοινής αίτησης των συνιδιοκτητών του κτήματος οι οποίοι, και πάλιν από κοινού, ζήτησαν την ακύρωση της εφόσον όπως εξηγούσαν δεν ήταν εφικτή η τήρηση των όρων της. Με αυτό ως δεδομένο, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο αυτή είχε ακυρωθεί ή απλά είχε λήξει, με την προοπτική αναβίωσης της στο μέλλον και εφόσον βέβαια θα τηρούνταν από τους συνιδιοκτήτες του κτήματος οι όροι της. Λαμβανομένου όμως υπόψιν ότι ακολούθησε νέα (κοινή) αίτηση των συνιδιοκτητών βάσει της οποίας εκδόθηκε νέα άδεια διαχωρισμού του κτήματος - η υπ΄ αρ. 0χ6 ημερ. 6.3.1990 - με διαφορετικό αυτή τη φορά περιεχόμενο και ρύθμιση, δεν αφήνεται περιθώριο ότι η δεύτερη άδεια προκάλεσε την ανάκληση και οριστική κατάργηση της επίδικης άδειας (της υπ΄ αρ. 5χχ2). Κατά συνέπεια το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι εξέλειπε και εξαφανίστηκε οτιδήποτε είχε σχέση με την άδεια που είχε εκδοθεί κατά το 1987 και ότι η άδεια εκείνη δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή ως βάση για θετική γνωμάτευση προς έκδοση ειδικού πιστοποιητικού και επιβολή ανάλογων όρων που εκπήγαζαν από την άδεια εκείνη, είναι ορθό και προς τούτο παραπέμπουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 199:-
«Ως ανάκλησις της διοικητικής πράξεως νοείται η άρσις του περιεχομένου αυτής δια μεταγενεστέρας πράξεως. Το ανακλητικόν αποτέλεσμα δεν συναρτάται αναγκαίως προς την χρήσιν ρητής σχετικής διατυπώσεως εν τη ανακλητική πράξη, αλλά δύναται να προκύπτει και εμμέσως εξ΄αυτής: 721 (34), 1312 (53), 1222 (54). η έκδοσις νεωτέρας πράξεως ρυθμιζούσης το αυτό αντικείμενον δύναται επίσης, εφ' όσον ο νόμος δεν απαιτεί έκδοσιν τυπικής πράξεως ανακλήσεως, να θεωρηθεί ως αποτελούσα έμμεσον ανάκλησιν της πρώτης: 127 (45)».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, η συμπερίληψη της ανακληθείσας άδειας αρ. 5χχ2 στα στοιχεία που απετέλεσαν τη βάση του αιτήματος του ΕΜ Ξ. Δημοσθένους για εξασφάλιση ειδικού πιστοποιητικού έγκρισης κατέστησε παράνομη την όλη διαδικασία λόγω παράβασης των σχετικών διατάξεων του Ν.229(Ι)/2004, o οποίος προϋπέθετε την ύπαρξη έγκυρης άδειας διαχωρισμού. Αναφορικά δε με τη γνωμάτευση της Τριμελούς Επιτροπής και την επακολουθήσασα (δέσμια) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, αυτές είναι παράνομες όχι μόνο γιατί εκδόθηκαν κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου αλλά και λόγω πλάνης περί τα πράγματα.
Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι ήταν σε γνώση της Αρμόδιας Αρχής η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 8658/1993, με την οποία αναγνωρίστηκε η ισχύς της μεταξύ των συνιδιοκτητών προφορικής συμφωνίας ημερ. 5.2.1986 και τα εξ αυτής δημιουργηθέντα δικαιώματα λόγω και της ανέγερσης κατοικιών στο κτήμα, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι με το επιχείρημα αυτό εγείρεται θέμα εκτός του πλαισίου των δύο Λόγων Έφεσης και ως εκ τούτου το θέμα αυτό δεν είναι προς εξέταση.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται, η δε πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €2.500 πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει) εναντίον της εφεσείουσας και προς όφελος της εφεσίβλητης.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ