ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C400
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/13)
(Υπόθεση Αρ. 534/07)
26 Σεπτεμβρίου, 2019
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΒP EASTERN MEDITERRANEAN LTD
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση
---------
Αλ. Κουντουρή (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα.
Ε. Συμεωνίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ. και με αυτή συμφωνούν οι Παμπαλλής, Δ., Χριστοδούλου, Δ. και Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. Ο Παρπαρίνος, Δ. θα δώσει την απόφαση της μειοψηφίας.
---------
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στις 24.1.2007 οι εφεσίβλητοι-καθ΄ ων η αίτηση εξέδωσαν «Εκ των υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής» (στο εξής «βεβαίωση οφειλής»), ειδικός Φόρος Κατανάλωσης για ενεργειακά προϊόντα και Φόρο Προστιθέμενης Αξίας για το ποσό των ΛΚ64.811, πλέον χρηματική επιβάρυνση ΛΚ6.481, πλέον 9% τόκο, επί του συνολικά καταβλητέου ποσού,[1] με τα οποία η εφεσείουσα-αιτήτρια εταιρεία προμήθευσε την Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, δυνάμει Σύμβασης Δημοσίου (η Σύμβαση),[2] για τη χρονική περίοδο Μαΐου 2004 μέχρι Αυγούστου 2006.
Η εφεσείουσα, κάτοχος άδειας σύστασης και λειτουργίας γενικής φορολογικής αποθήκης από 30 Απριλίου 2004, καταχώρισε προσφυγή με την οποία προσέβαλλε την απόφαση των εφεσιβλήτων, θεωρώντας ότι η απόφαση και/ή πράξη λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου και/ή κατά παράβαση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και/ή κατά παράβαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της ισότητας, κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας, της χρηστής και της εύρυθμης λειτουργίας της διοίκησης (άρθρο 50 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99) καθώς και της αναλογικότητας.
Οι εφεσίβλητοι πρωτοδίκως πρόβαλαν αριθμό προδικαστικών ενστάσεων: Η αιτήτρια στερείται έννομου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη πράξη, εφόσον αδιαμαρτύρητα και ανεπιφύλακτα κατέβαλε το εκ των υστέρων βεβαιωθέν ποσό των £64.811,00, το μέρος της επίδικης απόφασης που αφορά στην επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Η προσφυγή έχει καταστεί αλυσιτελής καθότι η εφεσείουσα στην πραγματικότητα δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά.
Προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα ότι η εφεσίβλητη 2, μετά από εκ των υστέρων έλεγχο των ηλεκτρονικών διασαφήσεων, διαπίστωσε ότι οι παραδόσεις καυσίμων, από τη φορολογική αποθήκη της εφεσείουσας, απαλλάχτηκαν από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και ότι τα εν λόγω καύσιμα απαλλάχτηκαν και από το ΦΠΑ κατά την περίοδο 1.5.2004 - 31.8.2005.
Μετά την πιο πάνω διαπίστωση, όπως καταγράφει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσίβλητοι, με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, απέστειλαν στις 24.1.2007 στην εφεσείουσα την επίδικη εκ των υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής. Επισημαίνεται ότι οι απαλλαγές παραχωρήθηκαν, γιατί η εφεσείουσα τόσο στις ηλεκτρονικές όσο και στις έντυπες διασαφήσεις που καταχώρισε, έκανε χρήση του κωδικού απαλλαγής ΧΟ2Α, με αποτέλεσμα τα εν λόγω καύσιμα να τύχουν των συγκεκριμένων απαλλαγών.
Η εφεσείουσα, κατ΄ επίκληση σχετικού όρου της Σύμβασης ημερ. 2.8.2005, στην οποία επισυνάφθησαν και κατέστησαν αναπόσπαστο μέρος της οι σημειώσεις της προσφοράς υπό στοιχείο Φόροι: «Η τιμή όπως το παράρτημα 1 της προσφοράς μας δεν περιλαμβάνει οποιουσδήποτε υφιστάμενους φόρους ή φόρους που πιθανόν να εφαρμοστούν κατά την περίοδο της Σύμβασης. Σε περίπτωση εφαρμογής τέτοιων φόρων, αυτοί θα βαρύνουν τον αγοραστή», αρχικά αρνήθηκε την καταβολή των οφειλόμενων ποσών.
Παρά ταύτα, στις 13.3.2008 (η εφεσείουσα), κατέβαλε το ποσό των ΛΚ64.811, αφού προηγουμένως το εισέπραξε από το Υπουργείο Εσωτερικών, έναντι του ειδικού φόρου κατανάλωσης και ΦΠΑ, αρνήθηκε όμως να καταβάλει και το ποσό το οποίο αντιστοιχούσε ως επιπρόσθετο ποσό επιβαρύνσεων και τόκων.[3]
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις, με αναφορά στην επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 13.3.2008, παρά τη διαπίστωση του ότι το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, «ήταν ασαφές και όχι τόσο ξεκάθαρο», εν τούτοις, ορθά[4] ερμήνευσε την εν λόγω ασάφεια υπέρ της εφεσείουσας και απέρριψε την προδικαστική ένσταση περί ανεπιφύλακτης καταβολής του ποσού ως αβάσιμη.
Αποδεχόμενο δε στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο, την προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας, περί αλυσιτέλειας, απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας ότι:
«Έστω και αν έχει προκριθεί ως ορθή η θέση της αιτήτριας, ότι δηλαδή η επιφύλαξη των δικαιωμάτων της, με βάση την πιο πάνω επιστολή, κάλυπτε και το ποσό των £64.811,00, η προσφυγή, για τους πιο κάτω λόγους, δεν μπορεί να πετύχει.
Αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι το προαναφερθέν ποσό των £64.811,00 καταβλήθηκε στους καθ' ων η αίτηση από την αιτήτρια, αφού εισπράχθηκε προηγουμένως από το Υπουργείο Εσωτερικών δυνάμει της μεταξύ τους έγγραφης συμφωνίας ημερομηνίας 21/10/2005.
Έχω τη γνώμη ότι η καταβολή του συγκεκριμένου ποσού καθίσταται καθοριστική για την τύχη της προσφυγής, αφού αφήνει την αιτήτρια χωρίς οποιαδήποτε ζημιογόνο συνέπεια. Ο ισχυρισμός της δε ότι υπέστη ζημιά η οποία συνίσταται στην καταβολή εκ μέρους της του ποσού των £6.481,00 ως χρηματική επιβάρυνση, πλέον 9% τόκο, δεν ευσταθεί, καθότι τέτοιο ποσό δεν καταβλήθηκε.»
Είναι πρόδηλο, θεώρησε το Δικαστήριο ότι «.ο λόγος που η υπό εξέταση προσφυγή στρέφεται εναντίον της νομιμότητας της όλης φιλοσοφίας επιβολής της φορολογίας, οφείλεται στο ότι τυχόν προσβολή μόνο του μέρους εκείνου της απόφασης που αφορούσε τη χρηματική επιβάρυνση και τον τόκο δεν θα γινόταν αποδεκτή. Επί τούτου υπενθυμίζω τη νομολογιακή αρχή ότι, οι τόκοι και οι επιβαρύνσεις επί οφειλών που προβλέπονται νομοθετικά ή κανονιστικά, δεν αποτελούν εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον δεν απαιτείται ως προς την επιβολή τους οποιαδήποτε συγκεκριμένη διοικητική ενέργεια. (Βλ. Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772).»
Εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση, με τρεις λόγους, που πλήττουν την ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου: ότι λόγω της μη καταβολής των επιβαρύνσεων δεν παραμένει οποιαδήποτε ζημιογόνος συνέπεια, ή ότι επρόκειτο για αλυσιτελή προσφυγή, με αποτέλεσμα να μην εξεταστεί η ουσία της προσφυγής.
Όπως φανερώνουν τα γεγονότα το ποσό του φόρου εισεπράχθη από το Υπουργείο Εσωτερικών, ως αποτέλεσμα του σχετικού όρου της μεταξύ τους συμφωνίας ημερ. 21.10.2005. Προκύπτει από την αγόρευση της εφεσείουσας, ότι οι δικηγόροι της εφεσείουσας, με επιστολές τους ημερ. 26.6.2007 και 23.7.2007 αντιστοίχως, προς το Υπουργείο Εσωτερικών, απαιτούσαν την καταβολή του φόρου ώστε με τη σειρά τους να τον καταβάλουν στο Τελωνείο, όπως και έπραξαν τρεις μήνες μετά την καταβολή του από το Υπουργείο Εσωτερικών.
Υποκείμενο στην επιβολή του φόρου που επιβλήθηκε είναι η εφεσείουσα και όχι το Υπουργείο Οικονομικών ή ο Αρχηγός Αστυνομίας. Η πρόνοια που είχε περιληφθεί στα πλαίσια της Σύμβασης, δεν μπορεί να μεταβάλει τις διατάξεις τις νομοθεσίας και να καταστήσει άμεσα υπόχρεο στην επιβληθείσα φορολογία το αντισυμβαλλόμενο μέρος, ούτε μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα της εφεσείουσας να επιδιώξει έννομη προστασία, στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Τέτοια συμφωνία δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η εφεσείουσα νομιμοποιείται να προσβάλλει την επιβολή της φορολογίας και μέσω αυτής, την επιβολή των παρεπόμενων επιβαρύνσεων και τόκων.
Θεωρούμε, ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη. Θα πρέπει να διαχωριστεί η καταβολή της οφειλής από τη νομιμότητα επιβολής της φορολογίας, λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη ότι η καταβολή έγινε με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της εφεσείουσας.
Θεωρούμε ότι θα πρέπει να επικεντρωθούμε στον τρίτο λόγο, ο οποίος θα κρίνει και την τύχη της έφεσης: ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος εξέτασης της ουσίας των λόγων ακύρωσης και ως εκ τούτου εσφαλμένα δεν έκαμε δεκτούς τους λόγους που πρόβαλε η εφεσείουσα, εφόσον αμφισβητήθηκε τόσο η νομιμότητα της αρχικής φορολογίας, όσο και των επιβαρύνσεων και των τόκων.
Η καταβολή του φόρου με ταυτόχρονη επιφύλαξη των δικαιωμάτων επιτρέπει στην εφεσείουσα να διατηρεί το έννομο συμφέρον της, προς προσβολή της επίδικης πράξης και συνακόλουθα έλεγχο, εμμέσως, και της επιβολής των πρόσθετων ποσών τα οποία μέχρι σήμερα οφείλονται από την εφεσείουσα (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 260-261, Κωνσταντίνου κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 282, σελ. 290, Μεσαρίτης ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 121, σελ. 124, Οικονόμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 256/2012, ημερ. 31.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:C471).
Η αντίκρυση του όλου ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι λανθασμένη και λανθασμένο το συμπέρασμα του ότι ακόμα και αν δεχόταν ότι η επιφύλαξη καλύπτει και το ποσό των ΛΚ64.811, η προσφυγή δεν μπορούσε να πετύχει, αφού εισπράχθηκε προηγουμένως από το Υπουργείο Εσωτερικών, δυνάμει της μεταξύ τους έγγραφης συμφωνίας, καταλείποντας την εφεσείουσα χωρίς ζημιογόνο συνέπεια. Η ζημιά της εφεσείουσας συνίστατο ακριβώς στο γεγονός ότι, εξαιτίας της προηγούμενης συμπεριφοράς των εφεσίβλητων και της προηγούμενης πρακτικής που ακολούθησε η εφεσίβλητη 2, θεωρούσε ότι οι πωλήσεις των καυσίμων δεν υπόκειντο σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και δεν απαιτούσε (η εφεσίβλητη 2) την καταβολή του εν λόγω φόρου, η εφεσείουσα με τη σειρά της δεν επέβαλε οποιοδήποτε φόρο κατανάλωσης στις πωλήσεις της. Είναι από το Σεπτέμβριο του 2006 που η εφεσίβλητη 2 αναθεώρησε την πρακτική που ακολουθούσε και τότε απαίτησε την καταβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης, πλέον πρόσθετη επιβάρυνση και τόκο, προβαίνοντας στην εκ των υστέρων βεβαίωση, εξ ου και ο συναφής λόγος ακυρότητας, όπως προωθήθηκε πρωτοδίκως, περί παραβίασης των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και/ή των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Σύγχυση φαίνεται προκάλεσε στο Δικαστήριο η πολλαπλότητα των επιχειρημάτων και θεωρήσεων της εφεσείουσας, η οποία επέμενε να προβάλλει ως ουσιώδες γεγονός ότι το ποσό του επιβληθέντος φόρου κατεβλήθη, επειδή της κατεβλήθη από την Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, από τη στιγμή που η ίδια το απαίτησε και στη συνέχεια το κατέβαλε με τη σειρά της στην εφεσίβλητη 2, ή και η προβολή του ισχυρισμού της ότι λόγω της συμπεριφοράς της διοίκησης κλήθηκε να καταβάλει, πέραν του ποσού του φόρου, επιβαρύνσεις και τόκους. Παρά ταύτα σφαιρικά αντικριζόμενες οι θέσεις της εφεσείουσας, σε αναφορά με τους λόγους ακυρότητας και τα γεγονότα τα οποία προβλήθηκαν με την αίτηση, προκύπτει ότι η εφεσείουσα αμφισβητούσε όχι μόνο της πρόσθετες επιβαρύνσεις και τους τόκους αλλά και την ίδια την επιβολή φόρου κατανάλωσης, κατά παράβαση του άρθρου 44 του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου (ανωτέρω), στη βάση του ισχυρισμού της ότι τα καύσιμα απαλλάσσονταν από την καταβολή του φόρου (παράγραφος 2 της ΚΔΠ 415/04). Η κοινή δήλωση των δικηγόρων των διαδίκων στις 7.4.2009 στα πλαίσια της αίτησης ημερ. 10.12.2018 η οποία απεσύρθη, για προσαγωγή μαρτυρίας, ότι: «υπήρχε διχογνωμία στο Τμήμα για την υποχρέωση της αιτήτριας για την καταβολή του επίδικου ειδικού φόρου κατανάλωσης και ότι η αιτήτρια κατά τη συμπλήρωση της διασάφησης διεκδικούσε την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο στο σχετικό έντυπο, πράγμα το οποίο εγίνετο αποδεκτό από το Τμήμα.» ενισχύει την κατάληξη μας.
Τούτων δοθέντων εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως αλυσιτελή αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση των εφεσίβλητων.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η υπόθεση παραπέμπεται στο Διοικητικό Δικαστήριο για να κριθεί επί της ουσίας.
Έξοδα €2.500 σε βάρος των εφεσιβλήτων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/φκ
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/13
(Υπόθεση Αρ. 534/07)
26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΒP EASTERN MEDITERRANEAN LTD
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση
---------
Αλ. Κουντουρή (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα.
Ε. Συμεωνίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.
---------
AΠΟΦΑΣΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Με όλο το σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απόφασή της. Η διαφωνία μου συνίσταται στην διαπίστωση από την πλειοψηφία ύπαρξης ζημίας στην Εφεσείουσα, η οποία ήταν το αποτέλεσμα της προηγούμενης συμπεριφοράς και πρακτικής των Εφεσιβλήτων, με αποτέλεσμα αυτή να έχει έννομο συμφέρον προώθησης της αίτησης ακυρώσεως της.
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης εκτίθεται στην απόφαση της πλειοψηφίας και επανάληψή τους θα αποτελούσε πλεονασμό.
Στην Δημοκρατία ν. Φεραίος Λτδ, Α.Ε. 98/2013 ημερ. 1.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C268 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Ως θέμα αρχής η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων συνιστά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Συνακόλουθα, η αρμοδία αρχή νομιμοποιείται να ανακαλέσει προηγούμενη αντίθετη προς το Νόμο πρακτική της και συμπεριφορά προς τον σκοπό είσπραξης οφειλόμενου φόρου. Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η καταβολή οποιωνδήποτε οφειλόμενων ποσών υπό μορφή δασμών και φόρων και το δικαίωμα προς είσπραξη, δεν παραγράφεται και ότι αποτελεί υποχρέωση της αρμόδιας αρχής η είσπραξη των εν λόγω ποσών μέσω της προώθησης των ανάλογων διαδικασιών (The Director of the Department of Customs v. M.Chr. Platanis And Co Ltd (1981) 1 C.L.R. 635, Δημοκρατία ν. Ioannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, Α.Ε. 197/2010, ημερ. 12.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:C419).
Το Τμήμα Τελωνείων έχει εξουσία ανάκλησης προηγούμενης λανθασμένης πράξης προς τον σκοπό αποκατάστασης της νομιμότητας και επαναφοράς των πραγμάτων στην ορθή νομική και πραγματική τους θέση (Director of Customs v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476). Όπως είχε την ευκαιρία το Ανώτατο Δικαστήριο να υπομνήσει σχετικά στην απόφαση Paraskevaides (ανωτέρω):
«Η ανάκληση τέτοιων παράνομων διοικητικών αποφάσεων είναι επιτρεπτή, νοουμένου ότι λαμβάνει χώραν εντός ευλόγου χρόνου, στοιχείο το οποίο σταθμίζεται ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί, ούτως ή άλλως, κώλυμα για την ανάκληση όπου η ανακληθείσα διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον. Συναφώς, ο προαναφερθείς περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος, άρθρο 54(2)(3), καθορίζει ότι η ανάκληση παράνομης, αλλά ακόμη και νόμιμης διοικητικής πράξης, έστω και αν παρήλθε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της, δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η διασφάλιση των δημοσίων εσόδων και η είσπραξη των νόμιμων οφειλών προς το κράτος, εμπίπτει στις περιπτώσεις εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και δικαιολογεί τη μετέπειτα αναζήτηση κάθε οφειλής, η οποία παραμένει ανείσπρακτη από λάθος της διοίκησης.
Αλλωστε, όπως τονίστηκε στην απόφαση Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191, 196:
«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου.»
Παρόμοια ζητήματα εξετάστηκαν από τον αδελφό Δικαστή Ναθαναήλ στην υπόθεση Chrikar Trading Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 413/2007, ημερ. 27.2.2009. Στην εν λόγω υπόθεση, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων διαπίστωσε, στα πλαίσια μετελέγχου, ότι συγκεκριμένα προϊόντα, ήτοι τυριά, είχαν ταξινομηθεί σε λανθασμένη δασμολογική κλάση, με αποτέλεσμα την αποφυγή καταβολής φόρου κατανάλωσης. Μετά τον επανέλεγχο και τη διαπίστωση του λάθους προέκυψε απαίτηση εκ μέρους της Δημοκρατίας, περί της οποίας πληροφόρησαν τους εισαγωγείς. Οι τελευταίοι, προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ισχυρισμούς περί ανεπίτρεπτης επιβολής, αναδρομικά, φόρου και περί παραβίασης ευμενών δεδομένων που είχαν δημιουργηθεί προς όφελός τους από την ίδια τη διοίκηση. Υιοθετούμε την ακόλουθη προσέγγιση του Δικαστηρίου:
«Στην πραγματικότητα εδώ επαναφέρθηκε η δημόσια τάξη με την ορθή ταξινόμηση των προϊόντων (τα οποία να σημειωθεί ότι και οι ίδιοι οι αιτητές κατά καιρούς ταξινομούσαν άλλωτε ως τυριά και άλλωτε ως απομιμήσεις αυτών), με την αναζήτηση της καταβολής των νενομισμένων τελωνειακών δασμών. Όπως αναφέρθηκε στην Αλέξανδρος Σολέας και Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803:
«... η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάκληση όπου η παράνομη διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον.»
Οι καθ΄ ων ως οι υπεύθυνοι για τη νομιμότητα αφενός της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων προϊόντων και αφετέρου της υπ΄ αυτών είσπραξης των επιβαλλομένων φόρων και δασμών, είχαν υποχρέωση να επαναφέρουν τα πράγματα στην ορθή τους πραγματική και νομική διάσταση, προχωρώντας μάλιστα να εισπράξουν τις αναγκαίες οφειλές. Παραμένει προεξάρχουσα η αρχή ότι οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης που στοχεύουν στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από πλευράς της διοίκησης, δεν υπερφαλαγγίζουν «.. την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου.» (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Η είσπραξη των οφειλομένων εκ της νέας δασμολογικής κατάταξης δασμών αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης, η οποία και δεν έχει δικαίωμα να παραγράψει τις οφειλές αυτές. (Frakapor Co Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.01).
Τα πιο πάνω απαντούν τις αιτιάσεις των αιτητών σε σχέση με το ανεπίτρεπτο, κατ΄ ισχυρισμόν, της επιβολής κατ΄ αναδρομικό τρόπο του φόρου και της παραβίασης των «ευμενών» δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί υπέρ αυτών από την ίδια τη διοίκηση. (δέστε και την υπόθεση DPD Milk Products Ltd ν. Υπουργείου Οικονομικών, υπόθ. αρ. 1358/05, ημερ. 16.10.07). Δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ότι επέρχονται νόμιμες συνέπειες από την αποφυγή της καταβολής των νενομισμένων δασμών που, έστω και εκ των υστέρων, διαπιστώνονται ότι έπρεπε να είχαν καταβληθεί. Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.»»
Στην ενώπιόν μας περίπτωση, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση η εξουσία των τελωνειακών αρχών να προβούν σε εκ των υστέρων έλεγχο των διασαφήσεων, προς διακρίβωση της ακρίβειας των δηλωθέντων στοιχείων, πράγμα το οποίο και έπραξαν. Είναι επίσης αποδεκτό ότι, ως αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου, διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ των ποσοτήτων και των ημερομηνιών αποστολής και παραλαβής των εμπορευμάτων, που αναγράφονταν στις επισυνημμένες στα σχετικά πιστοποιητικά καταστάσεις και των αποθεμάτων. Εντοπίστηκε, πιο συγκεκριμένα, ότι από το σύνολο των διασαφήσεων που υποβλήθηκαν, 262 διασαφήσεις, δεν καλύπτονταν από τα πιστοποιητικά, κατά παράβαση των υποχρεώσεων των Εφεσιβλήτων.
Με δεδομένα τα πιο πάνω και κατ΄ εφαρμογήν των νομικών αρχών που έχουμε ήδη παραθέσει και οι οποίες διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, το Τμήμα Τελωνείων, ενεργώντας στα πλαίσια της νομιμότητας, είχε, καθηκόντως, κάθε εξουσία επαναφοράς των πραγμάτων στην ορθή νομική και πραγματική τους βάση. Συνεπώς, οι ενώπιόν μας λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι ενέργειες της Διοίκησης συνιστούσαν αντιφατική συμπεριφορά και ότι παραβίαζαν την αρχή της καλής πίστης και εμπιστοσύνης. Εσφαλμένα επίσης έκρινε ότι δεν ήταν επιτρεπτό για τη Διοίκηση να επανέλθει μετά την πάροδο ετών και να διαφοροποιήσει τη στάση της «αναιρώντας τα ήδη καθορισθέντα».
Αυτή είναι η νομική κατάσταση των πραγμάτων σύμφωνα με την ισχύουσα ευθυγραμμισμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και από την οποία δεν μας ζητήθηκε να αποστούμε.
Στην παρούσα υπόθεση τα πιο πάνω εφαρμόζονται πλήρως καθότι αφορά "εκ των υστέρων Βεβαίωση τελωνειακής οφειλής" και συναφώς δεν τίθεται θέμα ζημίας εξαιτίας της προηγούμενης συμπεριφοράς των Εφεσιβλήτων και προηγουμένης πρακτικής της Εφεσίβλητης 2. Κατ' εφαρμογή των νομικών αρχών που έχω αναφέρει πιο πάνω, το Τμήμα Τελωνείου ενήργησε ως αποκαλύπτεται από τα γεγονότα της υπόθεσης, μέσα σε εύλογο χρόνο και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας δι' επαναφορά των πραγμάτων στην ορθή νομική τους πραγματική βάση.
Η επίδικη "Βεβαίωση άλλης τελωνειακής οφειλής" κοινοποιήθηκε στην Εφεσείουσα στις 24.1.2007. Δυνάμει των όρων εγγραφής συμφωνίας μεταξύ της Εφεσείουσας και Υπουργείου Εσωτερικών και κατόπιν απαίτησης της Εφεσείουσας πληρώθηκε εις αυτήν από το Υπουργείο Εσωτερικών, στις 21.12.2007, το ποσόν του επίδικου φόρου, ήτοι €64,811. Η Εφεσείουσα εν συνεχεία, στις 14.3.2008 πλήρωσε το ποσό αυτό εις το Τμήμα Τελωνείων. Συνεπώς ουδεμία ζημιογόνος συνέπεια παρέμεινε στην Εφεσείουσα με περαιτέρω συνέπεια η Εφεσείουσα να μην έχει έννομο συμφέρον προσβολής της επίδικης Διοικητικής Πράξης. Το γεγονός ότι η άνω πληρωμή έγινε άνευ βλάβης, ουδόλως διαφοροποιεί την κατάσταση των πραγμάτων στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Η προσφυγή της είναι αλυσιτελής όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ
[1] Άρθρο 44(1)(α) του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου, Ν. 91(Ι)/2004 και ΚΔΠ 415/2004 και ΚΔΠ 551/2005.
[2] Αρ. Δ' 46/05, ημερ. 14.7.2005 και 21.10.2005.
[3] Ποσό ΛΚ6.481 πλέον 9% τόκο, επί του συνολικά καταβλητέου ποσού.
[4] Myrianthis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 165, Kωνσταντίνου κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 282.