ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά Δ. Εργατούδη (κα), για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-09-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΡΟΥΤΙΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 220/12, 18/9/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:C379

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 220/12

 

18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π. , ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΓΡΟΥΤΙΔΗ

 

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/ΑΙΤΗΤΗ

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ/ΚΑΘ'  ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ

--------------------

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά

Δ. Εργατούδη (κα),  για την Εφεσίβλητη

Π. Αγγελίδης, για Ενδιαφερόμενο Μέρος

-------------------------------------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί  από τον Παρπαρίνο, Δ.

----------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Παρπαρίνος, Δ.  Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν αμφισβητούνται είναι ότι:

 

"Στις 29.10.2009 η ΕΔΥ σε συνεδρία της, κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.10.2009, με την οποία αποδέχθηκε την Προσφυγή 755/07 εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ ημερ. 15.2.2007 με την οποία προήγαγε στην επίδικη θέση το ΕΜ, αποφάσισε να προχωρήσει στην επανεξέταση της πλήρωσης της, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Με βάση το δεδικασμένο που αφορούσε τη σύνθεση της προηγούμενης Συμβουλευτικής Επιτροπής, συστάθηκε εκ νέου Συμβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 32(1)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90).

 

Στις 4. 5. 2010, η ΕΔΥ συνεχίζοντας την επανεξέταση του θέματος, κατ' αρχάς μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπό νέα σύνθεση, αφού το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης αφορά στη σύνθεση της προηγούμενης Συμβουλευτικής.  Αφού έλαβε υπόψη τόσο το περιεχόμενο της Έκθεσης, όσο και τα άλλα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους τέσσερις υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και τον Αιτητή, ο οποίος είχε κληθεί από την ΕΔΥ και στην αρχική διαδικασία.  Στη συνεδρία κλήθηκε να παραστεί και η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, στο εξής «η Γενική Διευθύντρια».

 

Στη συνέχεια η ΕΔΥ, στη συνεδρία της ημερ. 2.7.2010, δέχθηκε ενώπιον της, σε ατομική προφορική εξέταση τρεις υποψηφίους.  Μεταξύ αυτών που έλαβαν μέρος, ήταν το Ενδιαφερόμενο Μέρος και ο Αιτητής, ενώ δύο από αυτούς που κλήθηκαν δεν προσήλθαν.  Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, η Γενική Διευθύντρια αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε για προαγωγή το ΕΜ και αποχώρησε.

 

Ακολούθως η ΕΔΥ, κατά την ίδια συνεδρία, αφού έλαβε υπόψη τα τρία αξιολογικά κριτήρια, τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, την απόδοση των υποψηφίων κατά τη νέα ενώπιον της προφορική εξέταση, έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε γενικά έναντι των άλλων υποψηφίων και ότι ήταν ο καταλληλότερος για τη θέση.  Κατόπιν τούτου, η ΕΔΥ αποφάσισε να προσφέρει και πάλι, στο ΕΜ, προαγωγή στην επίδικη θέση, αναδρομικά από την 1.3.2007."

 

H Αίτηση ακυρώσεως του Εφεσείοντα απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση του ημερ. 27.9.2012.

 

Εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης ο Εφεσείων κατεχώρησε την παρούσα Έφεση και την προσβάλλει ως εσφαλμένη για οκτώ λόγους.  Πρόσθετα η Ολομέλεια κατόπιν αιτήματος, του παρείχε την δυνατότητα να προβάλει και έννατο λόγο και συγκεκριμένα ότι η συγκρότηση/σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήτο παράνομη και/ή έπασχε λόγω της συμμετοχής σε αυτήν του Δ.Χ., ο οποίος σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα ώστε να είναι μέλος της.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε πρώτα τον ένατο λόγο, λόγω της καταλυτικής επίδρασης που θα έχει επί της εφέσεως, τυχόν επιτυχία του.

 

Το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζεται ο ένατος λόγος είναι ότι στην Συμβουλευτική Επιτροπή υπό αναφορά, συμμετείχε καθ'  όλους τους ουσιώδεις χρόνους (17.12.2009 - 15.3.2010) ο Δ.Χ. υπό την ιδιότητα του Διευθυντού Τμήματος Δασών, θέση την οποία απώλεσε με απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. αρ. 84/2010, ημερ. 26.5.15, ECLI:CY:AD:2015:C375. Ως αποτέλεσμα της απόφασης της Ολομέλειας ο Δ.Χ. επανήλθε αναδρομικά στη θέση του Ανώτερου Συντηρητή Δασών με κλίμακα Α.13.  Περαιτέρω,  αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι η συγκρότηση/σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε διότι συμμετείχε σ'  αυτήν μέλος με θέση κλίμακας Α13 που είναι κατώτερη της υπό πλήρωση που αφορούσε θέση κλίμακας Α14.  Αυτό προσέκρουε στο Άρθρο 32(Ι)(3) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90, όπου προβλέπεται:

 

"Τα μέλη των Συμβουλευτικών Επιτροπών σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί."

 

Ο Εφεσείων προβάλλει ακόμα ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε και διότι ο Δ.Χ. διορίστηκε σ'  αυτήν, υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντή Τμήματος Δασών, προϋπόθεση για να είναι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Μετά την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 26.5.2015 (άνω) ο Δ.Χ. απώλεσε την ιδιότητα του αυτή.  Διευθυντής δε καθ'  όλους τους ουσιώδεις χρόνους ήταν ο Α.Χ. ο οποίος προήχθη στη θέση Διευθυντή Τμήματος Δασών αναδρομικά από 1.4.2009.

 

Το νομικό υπόβαθρο του Εφεσείοντα στηρίζεται στην "πάγια αρχή της νομολογίας ότι η ακύρωση μιας πράξεως επιφέρει ακύρωση και όλων των άλλων πράξεων ή αποφάσεων που βασίστηκαν σε αυτή".  Μας παρέπεμψε προς τούτο στις υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μ. Κλεόπα κ.α. (2004) 3 Α.Α.Δ. 669 και Σ. Καζέλη ν. Κυπριακή Δημοκρατία Α.Ε. 15/2013 ημερ. 19.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:C370. 

 

Αντίθετη βέβαια είναι η θέση της Εφεσίβλητης η οποία μπορεί συνοπτικά να τεθεί ότι "η ακυρωτική απόφαση δεν επηρεάζει πράξεις, οι οποίες έγιναν νόμιμα στον ουσιώδη χρόνο"

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα μας τέθησαν και ανατρέξαμε στις αποφάσεις που μας παρέπεμψαν.

 

Θα πρέπει εξ' αρχής να λεχθεί ότι η συγκρότηση ενός διοικητικού οργάνου είναι έννοια διαφορετική από την σύνθεση του.  Ο Π.Γ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του, "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 3η έκδοση σελ. 451-2 εξηγεί τη διάκριση τους.

"Νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου είναι η θεμελίωση του σε έγκυρο κανόνα δικαίου και ο νόμιμος καθορισμός (διορισμός, εκλογή κ.λ.π.) όλων των υπό του νόμου προβλεπομένων μελών, καθώς και του Προεδρείου

 

.............

 

Η σύνθεση του συλλογικού οργάνου αναφέρεται, αντιθέτως προς την συγκρότηση όχι στο όργανο καθ'  εαυτό και αφηρημένως, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργίας του.  Νομίμως συγκροτημένο όργανο δεν είναι κατ'  αρχήν νόμιμα συντεθειμένο, αν στην συνεδρίαση του παρίστανται πρόσωπα που δεν είναι μέλη του, έστω και αν δεν μετέχουν στην ψηφοφορία, γιατί δεν  μπορεί να είναι γνωστό το μέτρο της επιδράσεως που μπορούν να ασκήσουν."

 

Στην Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314  υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα "Δίκαιον Των Διοικητικών Πράξεων" του Μιχ. Στασινόπουλου (Ανατύπωση) (1982), σελ. 306, όπου στο πλαίσιο γενικής αναφοράς σε λόγους ακύρωσης ξεχωρίζονται δύο, ήτοι "της αναρμοδιότητας και της μη νομίμου συγκροτήσεως του Οργάνου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως αφορώσα εις την δημόσιαν τάξιν".  Επίσης η νομολογία του ΣτΕ διευκρινίζει ότι ζήτημα σύνθεσης οργάνου είναι ζήτημα αρμοδιότητας και ως εκ τούτου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (βλ. 1269-1273/53 η οποία περιλαμβάνεται στο 2ο Συμπλήρωμα Νομολογίας 1953-1960 (Τόμος 100) σελ 559).

 

Τα πιο πάνω απαντούν αρνητικά και στην εισήγηση του Ε.Μ. ότι εφόσον το θέμα της μη νόμιμης συγκρότησης του Σ.Ε. δεν ηγέρθη πρωτοδίκως δεν μπορεί να εγερθεί στο στάδιο της Εφέσεως.

 

Η εισήγηση του Εφεσείοντα και στις δύο εκφάνσεις της, στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η ακύρωση της προαγωγής του Δ.Χ σε Διευθυντή Τμήματος Δασών στις 26.5.2015 από το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ως αποτέλεσμα όλες οι αποφάσεις που αυτός έλαβε υπό την ιδιότητα του αυτή και οποιαδήποτε συμμετοχή του σε οιονδήποτε διοικητικό όργανο, επίσης υπό την ιδιότητα του Διευθυντή, είναι άκυρες και αυτό με βάση τη νομολογία που ορίζει ότι "η ακύρωση μιας πράξεως επιφέρει ακύρωση και ακύρωση όλων των πράξεων ή αποφάσεων που βασίστηκαν σε αυτή."

 

Απ΄ ότι φαίνεται στην απόφαση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατία Α.Ε. 84/2010 ημερ. 26.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:C375 η προαγωγή του Δ.Χ. στη θέση Διευθυντή Τμήματος Δασών από 1.4.2009, ακυρώθηκε καθότι η σύσταση του Διευθυντή προς όφελος του Δ.Χ. συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων και ειδικότερα υπεροχή του Εφεσείοντα, στην υπόθεση εκείνη, στην αρχαιότητα και πείρα.  Συνεπώς ο διορισμός του στη θέση του Διευθυντή δεν ήταν ανυπόστατος.  Υπενθυμίζεται ότι "όργανο δεν έχει νόμιμο υπόσταση εάν (i) δεν υπάρχει τοιαύτη πράξη ή (ii) η πράξις είναι ανυπόστατος διότι εξεδόθη καθ'  υπέρβαση καθηκόντων ή κατά παράβασιν της κατά κλάδον αρμοδιότητος (π.χ. ο Νομάρχης διωρίσθη δι' αποφάσεως του Εφετείου ή δια αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας) .... Α. Πράξεις του ή των προσώπων, τα οποία ενεφανίσθησαν ως διοικητικό όργανο, το οποίο όμως δεν είχε λάβει νόμιμον υπόστασιν, δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξεως είναι "ανύπαρκτοι" ή "ανυπόστατοι" από απόψεως διοικητικού δικαίου.  Η δε ενέργεια προσώπων, η συνισταμένη εις την έκδοσιν πράξεων υπό την ιδιότητα του διοικητικού οργάνου, την οποία όμως ταύτα ουδέποτε απέκτησαν, καλείται συνήθως "νοσφισις εξουσίας" ή "σφετερισμός εξουσίας" ή "αντιποίησις αρχής".

 

Η νόμιμος υπόσταση του διοικητικού οργάνου διαρκεί μέχρι ανακλήσεως ή ακυρώσεως ή εν γένει παύσεως της ισχύος της πράξεως εκλογής ή διοριστέων των αποτελούντων αυτό προσώπων. Αι μετά την παύσιν της νομίμου υποστάσεως του οργάνου εκδιδόμενα υπ'  αυτόν ή τη συμμετοχή του διοικητικαί πράξεις πάσχουν ακυρότητα.   Επίσης η νόμιμος υπόστασις του οργάνου διακόπτεται, όταν το αποτελούν αυτό πρόσωπον οφείλη ν' απέχη της ασκήσεως των καθηκόντων του, λόγω διαθεσιμότητος ή αργίας ή προσωρινής παύσεως.  Αι διοικητικαί πράξεις, αι εκδιδόμεναι υπό υπαλλήλου ευρισκομένου εις τοιαύτην κατάστασιν, πάσχουν επίσης ακυρότητα." (βλ. Ε. Σπηλιωτοπούλου, Παραδόσεις Διοικητικού Δικαίου, 2η έκδοση σελ. 107-108)

 

Όπως δε αναφέρεται στο άνω σύγγραμμα, σελ.108-109, εάν η πράξη διορισμού ή εκλογή του προσώπου που αποτελεί το μονομελές διοικητικό όργανο δεν είναι ανυπόστατος, αλλά απλά μη  νόμιμος και συνεπώς πάσχει ακυρότητα, αυτό δεν επιδρά επί του κύρους των υπ'  αυτού εκδιδόμενων διοικητικών πράξεων.  Η νόμιμη υπόσταση του παύει να υπάρχει μόνον όταν ακυρωθεί ή ανακληθεί η πράξη διορισμού ή επικύρωση της εκλογής του (Σ.Ε 1931/1957).  Οι πράξεις του είναι έγκυρες και ο κανών αυτός ανταποκρίνεται εις την ανάγκη της σταθερότητας και ασφάλειας των δημιουργηθεισών νομικών καταστάσεων και την προστασία των καλόπιστων πολιτών.  Ο κανόνας αυτός προέρχεται από το Ρωμαϊκό Δίκαιο όπου διά της lex Barbarius Philippus ανεγνωρίσθη το κύρος των αποφάσεων που είχε εκδώσει ο δούλος Philippus, ο οποίος διορίσθηκε παρανόμως πραίτωρ.  Επίσης ο πιο πάνω κανόνας ισχύει στη Γαλλία ως φαίνεται στη νομολογία του Counseil d' Etat. (βλ. επίσης Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου 7η Αναθεωρημένη Έκδοση σελ. 297). 

 

Στο Σύγγραμμα Διοικητικό Δίκαιο των Α. Γέροντα, Σ. Λύτρα, Π. Παυλόπουλου, Γλ. Σιούτη κα Σπ. Φλογαΐτη, Γ' Έκδοση 2015 αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελ. 77:

 

"βα) De facto όργανα.  Στη Θεωρία του διοικητικού δικαίου, γενικά, de facto όργανα θεωρούνται τα όργανα εκείνα που ασκούν κάτω από ειδικές περιστά­σεις (π.χ. πόλεμος, επανάσταση) οργανικές λειτουργίες στη θέση των νόμιμων οργάνων, χωρίς να έχουν περιβληθεί οργανική ιδιότητα. Αυτό μπορεί να συμ­βεί είτε επειδή τα νόμιμα όργανα έχουν εξαφανιστεί - κυρίως ο κανόνας αυτός ισχύει στο γαλλικό δίκαιο - είτε επειδή έχουν παραμερισθεί εξαιτίας της επανα­στατικής μεταβολής (ΣτΕ 336/46, έμμεσα).

 

Στο ελληνικό δίκαιο, ωστόσο, η έννοια των de facto οργάνων εφαρμόζεται κυρίως στις περιπτώσεις εκείνες, όπου υπάρχει πράξη ολοκλήρωσης του οργάνου (δηλαδή πράξη εκλογής, διορισμού ή άλλη), η πράξη όμως αυτή πάσχει ακυρότη­τα. Στις περιπτώσεις αυτές και με την προϋπόθεση ότι υπάρχει η λεγόμενη αντι­κειμενική επίφαση νομιμότητας, δηλαδή ο σώφρων και καλόπιστος διοικούμενος θεωρεί ότι το διοικητικό όργανο έχει εγκατασταθεί και λειτουργεί νόμιμα, το θετι­κό δίκαιο και η θεωρία στη χώρα μας δέχονται ότι υπάρχει de facto όργανο.

 

Τα de facto όργανα θεωρούνται ότι έχουν νόμιμη υπόσταση, με άμεσο αποτέλεσμα να αναγνωρίζονται οι αποφάσεις τους - αν δεν πάσχουν βέβαια ακυρό­τητα από άλλο λόγο - νομικά έγκυρες και δεσμευτικές. Το γεγονός ότι ο σώφρων διοικούμενος δεν διατηρεί την παραμικρή αμφιβολία για την εγκυρότητα της πράξης εκλογής ή διορισμού του de facto οργάνου, οδηγεί το δίκαιο να αναγνω­ρίζει, κατ' επιείκεια, ως έγκυρες τις πράξεις του (ΣτΕ 131/34 Ολ., 820/49 Ολ.).

 

Το όργανο παύει να θεωρείται de facto στην περίπτωση που η πράξη διορισμού, εκλογής του ή άλλη ανακληθεί, ακυρωθεί ή για οποιοδήποτε λόγο παύσει να έχει ισχύ. Από τη στιγμή αυτή, το όργανο παύει να έχει νόμιμη υπό­σταση και οι πράξεις που τυχόν εκδίδει εφεξής, δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Θεωρούνται ανύπαρκτες ή ανυπόστατες.

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, σύμφωνα με τα αναμφισβήτητα γεγονότα, ο διορισμός του Δ.Χ. στη θέση του Διευθυντή Τμήματος Δασών ήταν πράξη ολοκλήρωσης του οργάνου, δεν ήταν ανυπόστατος αλλά απλά μη νόμιμος, πάσχουσα ακυρότητα.  Τούτο όμως μέχρι την ακύρωση του διορισμού του, με την απόφαση ημερ. 26.5.2015 της Ολομέλειας στην Α.Ε. 84/2010, ουδεμία επίδραση είχε επί του κύρους των υπ'  αυτού εκδοθεισών  αποφάσεων ή με τη συμμετοχή του, έκδοση αποφάσεων υπό συλλογικού οργάνου όπως εδώ η Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Η αρχή επί της οποίας στηρίχθηκε ο Εφεσείων αναφέρεται στις διοικητικές πράξεις που εξεδόθησαν μεταξύ του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξεως (εδώ διορισμού του Δ.Χ. στις 1.4.2009) και του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης (εδώ 26.5.2015), είναι άκυρες διότι στηρίζοντο ή είχαν ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα απόφαση.  Ο κανόνας όμως αυτός δεν είναι απόλυτος όπως εξηγήσαμε πιο πάνω και δεν εφαρμόζεται, όπως εδώ ισχύει, στις περιπτώσεις όπου το απαιτεί η ανάγκη της σταθερότητας και της ασφάλειας των δημιουργηθεισών νομικών καταστάσεων αλλά και η προστασία των καλόπιστων πολιτών, οι οποίοι, ευλόγως, επίστευαν ότι το διοικητικό όργανο είχε νόμιμη υπόσταση και ως εκ τούτου δεν είναι ορθό και δίκαιο να υποστούν τις συνέπειες της υφιστάμενης, μη εμφανούς, παρανομίας.

 

Οι δύο αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψε ο Εφεσείων, Δημοκρατία ν. Κλεόπα κ.α (2004) 3 Α.Α.Δ. 669 και Καζελη ν. Δημοκρατία Α.Ε. 15/2013 ημερ. 19.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:C370 δεν εφαρμόζονται στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Αμφότερες αναφέρονται στις συνέπειες ακυρωτικής απόφασης για το ίδιο το πρόσωπο που αφορά η διοικητική πράξη όπως μεταγενέστερες προαγωγές του κ.λ.π. και όχι ακύρωση διοικητικών πράξεων που προέβη ή συμμετείχε αυτό.

 

Ο ένατος λόγος απορρίπτεται.

 

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του ότι η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στερείτο νόμιμης και/ή επαρκούς αιτιολογίας και/ή ότι η τελική αξιολόγηση των υποψηφίων ήταν πεπλανημένη.  Εσφαλμένα, επίσης, έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν επηρεάστηκε από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής λόγω του ότι κλήθηκε από την Ε.Δ.Υ. στην ενώπιον της προφορική εξέταση.

 

Το πρώτο θέμα που θέτει ο Εφεσείων για να υποστηρίξει τον άνω λόγο είναι ότι η Ε.Δ.Υ., όπως φαίνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας της ημερ. 2.7.2010, επηρεάστηκε από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στήριξε την απόφαση της επιλογής του Ε.Μ. και στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Το σχετικό απόσπασμα πρακτικών ημερ. 2.7.2010 έχει ως ακολούθως:

 

"Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής .............  Η Επιτροπή επιλέγοντας τον Τουμάζο, έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική της αξιολόγηση, όσο και από την ίδια την Επιτροπή, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος, στο ψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και σε ψηλότερο επίπεδο και στις δύο περιπτώσεις από τους άλλους δύο υποψηφίους, οι οποίοι αξιολογήθηκαν ως Πάρα πολύ καλός και Σχεδόν εξαίρετος, αντίστοιχα, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ως Σχεδόν εξαίρετοι από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας."

 

Η θέση προς πλήρωση στην παρούσα υπόθεση, αφορούσε θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής κατόπιν επανεξέτασης.  Η διαδικασία για την πλήρωση προβλέπεται από τα Άρθρα 34 και 34Α των Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 (Άρ. 2) μέχρι 1996. 

 

Το Άρθρο 34(9) προβλέπει:

 

"(9)  Στη συνέχεια η Επιτροπή αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.

 

Νοείται ότι, όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος στις συστάσεις, προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου:

 

Νοείται περαιτέρω ότι η  Επιτροπή  μπορεί να μην επιλέξει από τους υποψηφίους, αν κατά την κρίση της κανένας από αυτούς δεν είναι κατάλληλος για διορισμό ή προαγωγή."

 

                           (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Συναφώς η Ε.Δ.Υ. ήτο υποχρεωμένη από το Νόμο να λάβει δεόντως υπόψιν της την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ουδεμία παρατυπία παρατηρείται.

 

Η δεύτερη του αιτίαση αφορά την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι δηλαδή αυτή στερείτο νόμιμης και/ή επαρκούς αιτιολογίας και/ή ότι η τελική αξιολόγηση ήταν πεπλανημένη.  Δέχεται μεν ότι σε αυτήν καταγράφησαν αρκετά στοιχεία πλην όμως δεν υπάρχει ο συλλογισμός με βάση τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε στην επιλογή της, ούτε αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους συστήθηκαν οι τέσσερις άλλοι υποψήφιοι.  Αποδίδει ακόμη σ΄ αυτή, μη ορθή στάθμιση και αξιολόγηση των στοιχείων ενώπιον της και αντίφαση στην πρωτόδικη απόφαση η οποία σε ουδεμία αναφορά προβαίνει σε σχέση με τη νομολογία που προώθησε ο αιτητής ενώπιον του.

 

Αντίθετη, βεβαίως, ήταν η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσίβλητη η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επί του εξεταζόμενου θέματος έχει ως ακολούθως:

 

"Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων, η Συμβουλευτική αιτιολόγησε δεόντως την έκθεσή της, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 34(6) του Νόμου 1/90.  Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, τόσο για τον Αιτητή, όσο και για το ΕΜ, βαθμολόγησε τους υποψηφίους, κρίνοντας τον Αιτητή ως «Πάρα Πολύ Καλό».  Ενόψει του ότι βαθμολόγησε το ΕΜ και τους υπόλοιπους υποψήφιους ψηλότερα, δεν περιέλαβε τον Αιτητή στον τελικό κατάλογο.  Όμως, εν πάση περιπτώσει, ο Αιτητής δεν επηρεάζεται από την Έκθεση της Συμβουλευτικής, αφού τελικά κλήθηκε ενώπιον της ΕΔΥ από την ίδια."

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και ιδιαίτερα την προσβαλλόμενη έκθεση σε συνάρτηση με την πρωτόδικη κρίση και κρίνουμε ότι τα παράπονα του Εφεσείοντα δεν ευσταθούν.  Από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 29.10.09 προκύπτει ξεκάθαρα ότι λήφθηκαν υπόψιν όλα τα σχετικά θέματα και στοιχεία και συνεκτιμήθησαν σύμφωνα με το Νόμο (Άρθρο 34(6) του Ν.1/90 όπως τροποποιήθηκε).  Ακολούθως, η Συμβουλευτική Επιτροπή για καθένα των υποψηφίων ξεχωριστά κατέληξε σε "τελική αξιολόγηση" με βάση το κάθε στοιχείο, προσόν ή οτιδήποτε άλλο έπρεπε να ληφθεί υπόψιν κατατάσσοντας τους σε  "εξαίρετο" "Σχεδόν εξαίρετο" και "Πάρα πολύ καλό".  Με βάση δε αυτή την τελική κατάταξη σύστησε τους τέσσερις υποψηφίους, οι οποίοι  κατετάγησαν σε ψηλότερη βαθμίδα από ότι ο Εφεσείων.  Ουδέν μεμπτόν παρατηρείται στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και γενικά στην Έκθεση της.  Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος.

 

Ο πρώτος λόγος απορρίπτεται.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Με αυτόν το λόγο ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου απόρριψη της θέσης του ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας ήταν παράνομη, αναιτιολόγητη και άκυρη.  Εσφαλμένα και/ή αυθαίρετα και/ή αντίθετα με τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ημερ. 2.7.2010 είναι τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Τέλος, παραπονείται ότι αυτό δεν εξέτασε όλα τα ζητήματα που ο ίδιος ήγειρε. 

Ο Εφεσείων στήριξε τον άνω λόγο στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ ημερ. 2.7.2010 όπου στη σελ. 2 αναφέρεται:

 

"Στη συνεδρία παρευρίσκετο και η Γενική Διευθύντρια, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, κα Αίγλη Παντελάκη, η οποία ενημερώθηκε για τις αποφάσεις της Επιτροπής αναφορικά με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία υποβλήθηκε στα πλαίσια της επανεξέτασης και στη διάθεση της οποίας είχαν τεθεί οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.  Στη διάθεση της, επίσης, η Γενική Διευθύντρια είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους εν λόγω Φακέλους."

 

Αντίθετα, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει:

 

"Δεν συμφωνώ.  Ενώπιον της ΕΔΥ και της Γενικής Διευθύντριας που συμμετείχε, τέθηκε η ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 755/07, οι αιτήσεις των υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Αιτητή και όλα τα συνημμένα σε αυτές Πιστοποιητικά και πληροφορίες. Επίσης, τέθηκε η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που επίσης περιείχε πλήρη στοιχεία.  Ως εκ τούτου, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι η Διευθύντρια έκρινε χωρίς να έχει ενώπιον της τα στοιχεία του Αιτητή.  Το ότι στα πρακτικά της ΕΔΥ γίνεται ειδική αναφορά στους φακέλους των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν αναιρεί τα όσα λέχθηκαν προηγουμένως (βλ. σχετικά την απόφαση της Ολομέλειας στην Κυριάκου ν. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 83, στη σελ. 88)."

 

Με όλο το σεβασμό προς τον Εφεσείοντα, πέραν των πιο πάνω, παρατηρούμε ότι η εισήγηση του παραβλέπει εντελώς  ότι η Γενική Διευθύντρια, κα Α.Π. ήτο η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία ετοίμασε και την έκθεση η οποία υποβλήθηκε στην ΕΔΥ. Συνεπώς, γνώριζε και είχε όλα τα στοιχεία  υπόψιν της για κάθε υποψήφιο.  Συνεπώς το παράπονο είναι αβάσιμο.  Για τον ίδιο λόγο είναι επίσης αβάσιμο και το παράπονο του ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας στηρίχθηκε μόνο στην προφορική εξέταση.  Από το υλικό ενώπιον μας προκύπτει αβίαστα ότι το ρηθέν πρόσωπο υπό την ιδιότητα της και ως Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής γνώριζε όλα τα στοιχεία για καθένα των υποψηφίων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα διότι όπως φαίνεται από την γραπτή αγόρευση του Εφεσείοντα/Αιτητή, ημερ. 2.5.11, αυτός δεν προώθησε το  θέμα αυτό ενώπιον του.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη ο πέμπτος λόγος ακυρότητας σύμφωνα με τον οποίο η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να τον καλέσει ενώπιον της για προφορική εξέταση, μολονότι δεν είχε συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, έπασχε από έλλειψη αιτιολογίας.

 

Ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε αιτιολογημένη την υπό συζήτηση απόφαση και ότι ο Εφεσείων στερείτο έννομου συμφέροντος να εγείρει τον συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας για το λόγο ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεν ήταν δυσμενής γι'  αυτόν.  Σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, η υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραπομπή στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ημερ. 4.5.2010 δεν συνιστά επαρκή εξήγηση στα όσα ο ίδιος υποστηρίζει.  Επίσης το έννομο συμφέρον του, ως ισχυρίζεται, εδράζεται στην παράλειψη της Ε.Δ.Υ. να αιτιολογήσει την απόφαση της, προσδιορίζοντας επακριβώς τη διαφωνία με την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Πρόβαλλε περαιτέρω διάφορους συλλογισμούς προκειμένου να υποστηρίξει τις εισηγήσεις του.

 

Με όλο τον σεβασμό προς τον Εφεσείοντα, η όλη σκέψη και δομή επιχειρημάτων που προβάλλει, παραγνωρίζει δύο σημαντικούς παράγοντες τους οποίους το δίκαιο αλλά και η νομολογία αναγνωρίζουν.

 

Ο Εφεσείων με την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 4.5.2010 κλήθηκε σε προφορική εξέταση ενώπιον της πέραν των τεσσάρων άλλων υποψηφίων που σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή.  Ο Εφεσείων αποδέκτηκε, χωρίς ένσταση και χωρίς διαμαρτυρία, την απόφαση αυτή και έλαβε μέρος στην προφορική εξέταση.  Τελικά επιλέγη από την Ε.Δ.Υ. το Ε.Μ.  Την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ο Εφεσείων προσέβαλε με αίτηση ακυρώσεως (Αρ. 1511/2010) και την απορριπτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εφεσίβαλε με την παρούσα Έφεση.

 

Στην Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884 λέχθηκαν τα ακόλουθα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

 

"Είναι θεμελιωμένο ότι η τελική απόφαση, σε σύνθετη διοικητική πράξη, απορροφά το αντικείμενο όλων των προπαρασκευαστικών πράξεων, οι οποίες συγχωνεύονται με αυτή. Μετά την έκδοση της απόφασης προς την οποία συναρτάται, η προπαρασκευαστική πράξη χάνει την αυτοτέλειά της· ενσωματώνεται στην τελική απόφαση, η οποία καθίσταται και η μόνη η οποία μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης - (βλ., μεταξύ άλλων, Eleni Ioannidou and The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (1966) 3 C.L.R. 480. Δημοκρατία της Κύπρου v. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540. Κυπριακή Δημοκρατία v. Κυριάκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 565. Βλ., επίσης, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 244.).

 

Στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, επεξηγείται:- (σελ. 68)

 

«Η τελική πράξη, γνωστή ως σύνθετη στο διοικητικό δίκαιο, απορροφά μετά την έκδοσή της τα συνθετικά της στοιχεία τα οποία χάνουν την αυτοτέλειά τους.»

 

(Βλ., επίσης, Τσάτσου - «Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», 3η έκδοση, στην παράγραφο 65.) 

 

Στην Προσφυγή Αρ. 534/97, 44 από τους 49 αιτητές προσβάλλουν, επιπρόσθετα προς την απόρριψη της ένστασής τους, και την τελική απόφαση, με την Προσφυγή Αρ. 932/98. Σε ό,τι αφορά τους 44 αιτητές, η πρώτη προσφυγή τους απώλεσε, για τους λόγους που έχουμε νωρίτερα εκθέσει, την αυτοτέλειά της. Συγχωνεύθηκε στο αντικείμενο της δεύτερης προσφυγής. Ως προς τους πέντε άλλους αιτητές, η θέση τους συνταυτίζεται με εκείνη της αιτήτριας στην Προσφυγή Αρ. 992/97, η οποία προσέφυγε αποκλειστικά κατά της απόρριψης της ένστασής της στον προκαταρκτικό πίνακα. 

 

Η πρώτη διαπίστωσή μας είναι ότι η απόρριψη της ένστασης δε συνιστά, αφ' εαυτής, εκτελεστή διοικητική πράξη. Η πράξη δεν είναι παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων. Και εκτελεστή να ήταν η πράξη, απέβαλε το χαρακτήρα αυτό μετά την έκδοση της τελικής απόφασης, οπόταν και πάλιν δε θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης. Απηχώντας την καθιερωμένη στο πεδίο αυτό αρχή του διοικητικού δικαίου, στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), υποδείχθηκε:- (σελ. 68)

 

«Προπαρασκευαστικές πράξεις, η γένεση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση τελικής απόφασης ρυθμιστικής του θέματος στο οποίο αφορούν, δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης έστω και αν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα το χρόνο της έκδοσής τους, μετά την έκδοση της τελικής πράξης της οποίας αποτελούν συνθετικό στοιχείο.»

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), αποκαλύπτει πότε, κατά τα άλλα, εκτελεστές προπαρασκευαστικές πράξεις μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο αναθεώρησης μετά την έκδοση της τελικής πράξης:- (σελ. 68-69)

 

«Μόνο όπου η σύνθετη πράξη εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου μπορεί εκτελεστή προπαρασκευαστική πράξη να αναθεωρηθεί με αίτηση επηρεαζομένου, οπόταν, αν επιτύχει, θεμελιώνονται οι προϋποθέσεις για την επιδίωξη της επανεξέτασης, από τη Διοίκηση, της τελικής πράξης. Οι πράξεις αυτές, που υπόκεινται σε διαχωρισμό, είναι γνωστές στο διοικητικό δίκαιο ως 'αποσπαστές', όρος που έλκει την προέλευσή του από τη γαλλική θεώρηση ανάλογων πράξεων 'actes detachables'.»

 

Τέτοιο θέμα δεν εγείρεται σ' αυτές τις υποθέσεις και δε θα μας απασχολήσει.

 

Ενόψει των ανωτέρω, και οι τέσσερις προσφυγές, στις οποίες έχουμε αναφερθεί, (534/97, 991/97, 992/97, 1004/97), υπόκεινται σε απόρριψη και απορρίπτονται με έξοδα."

 

Τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση.  Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 4.5.2010 απέβαλε όποιο χαρακτήρα και να είχε, με την έκδοση της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ. και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης.  Η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. με την οποία διορίστηκε το Ε.Μ. έχει προσβληθεί με προσφυγή και το θέμα τελειώνει εδώ όσον αφορά αυτή την θεώρηση των πραγμάτων.

 

Περαιτέρω όμως των πιο πάνω παρατηρούμε ότι ο Εφεσείων παρά τη διαφωνία του με την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 4.5.2010 προχώρησε, χωρίς καμία διαμαρτυρία, στη διαδικασία/προφορική εξέταση.  Με τον τρόπο αυτό έχει προσπορισθεί όφελος με την πιο πάνω απόφαση.  Η στάση αυτή του Εφεσείοντα φέρνει στο προσκήνιο το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας (βλ. Dometakis  v. The Republic (1988) 3 C.L.R 1673, Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 884, Κάππας ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339).

 

Με κάθε εκτίμηση προς τον Εφεσείοντα, δεδομένης της συμμετοχής του στη διαδικασία της Ε.Δ.Υ., δεν μπορεί να προβάλλει με έννομο συμφέρον, ζήτημα "μη αιτιολογημένης απόφασης" της ίδιας της απόφασης που τον οδήγησε στη διαδικασία.  Αποκόμισε το όφελος της συμμετοχής του στη διαδικασία και δεν μπορεί εκ των υστέρων, επειδή η προσδοκία του δεν πραγματώθηκε να επιδιώκει τώρα τον μηδενισμό της απόφασης που τον οδήγησε εκεί, ήτοι να επιδοκιμάζει ή να αποδοκιμάζει.  Υπενθυμίζεται ότι "όχι μόνο η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται 'μετ' έννομου συμφέροντος' για να είναι παραδεκτοί".  (βλ. Αναστασίου  (άνω)).  Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθό στην απόφαση του ότι ο Εφεσείων στερείτο έννομου συμφέροντος εγέρσεως του λόγου αυτού αλλά και με την αναφορά του στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ημερ. 4.5.2010 όπου σαφώς αναφέρεται η αιτιολογία κλήσεως του Εφεσείοντα και ήταν "..αφού έλαβε υπόψη τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υπό το φως των εν γένει ενώπιον της στοιχείων, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση ... τους υποψηφίους που συστήθηκαν από την Συμβουλευτική Επιτροπή καθώς και τον ΓΡΟΥΤΙΔΗ Χριστόδουλο,  ο οποίος είχε κληθεί  και στην αρχική διαδικασία.".

 

Η Τουραπη ν. Οδυσσέως κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 581 στην οποία μας παρέπεμψε ο Εφεσείων για υποστήριξη των θέσεων του δεν πραγματεύεται τα θέματα υπό εξέταση αλλά κατά πόσο η πρόσθεση του Εφεσίβλητου στον τελικό κατάλογο θεράπευε την μη αιτιολόγηση της Έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και το έννομο συμφέρον του Εφεσίβλητου να αμφισβητήσει την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΠΕΜΠΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Με τους λόγους αυτούς ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε σαφής υπεροχή του Ε.Μ σε προσόντα και περαιτέρω ότι είναι εσφαλμένη και χωρίς εξήγηση η απόρριψη των συναφών θέσεων του.  Επίσης, ότι είναι εσφαλμένο το συμπέρασμα του ότι η Ε.Δ.Υ. για το ζήτημα της πείρας ενήργησε στα πλαίσια της νομιμότητας και αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση της και τέλος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το λόγο ακύρωσης περί νομικής πλάνης της Ε.Δ.Υ.

 

Αναφορικά με το θέμα των προσόντων, είναι η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η υπεροχή του Ε.Μ σε προσόντα ήταν σαφής, καθότι η σύγκριση  των προσόντων των δύο έπρεπε να γίνει αφού ληφθούν υπόψιν το σύνολο των ακαδημαϊκών τους προσόντων.  Η Ε.Δ.Υ. αντίθετα προέβη σε αποσπασματική σύγκριση και όχι συνολικά, αποξενώνοντας το πτυχίο Νομικής του.  Περαιτέρω υπέπεσε και σε δεύτερο λάθος θεωρώντας ότι το Master του Ε.Μ. προσθέτει στα προσόντα του κατά τρόπο που να υπερτερεί έναντι του.  Αυτό όμως είναι εσφαλμένο εφόσον στην ψηλότερη βαθμίδα ακαδημαϊκών προσόντων και οι δύο είναι κάτοχοι διδακτορικού (βλ. Ελευθερίου ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 5/2009, ημερ. 2.4.2012)

 

Όσον αφορά την πείρα (5ος λόγος) παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν ότι η Ε.Δ.Υ. δεν αιτιολόγησε γιατί δεν έλαβε υπόψιν την πείρα που ο ίδιος απέκτησε μεταξύ των ετών 1981-1988.  Επίσης εσφαλμένα θεωρήθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως ευρύτερη η πείρα του Ε.Μ. επειδή αποκτήθηκε στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες και ότι η Ε.Δ.Υ. όφειλε να λάβει υπόψιν το σύνολο της πείρας εκάστου ήτοι και αυτήν πριν την εγγραφή του ως Κτηνιάτρου όπως και την διοικητική του πείρα.  Τέλος, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε μέσα στα πλαίσια του 6ου λόγου ακυρότητας τα περί νομικής πλάνης της Ε.Δ.Υ. καθοτι με την προσήλωση τους στο Σχέδιο Υπηρεσίας που προβλέπει για "δεκαετή πείρα ... κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία" δεν υπήρξε ισομερής εκτίμηση της πείρας και καθιστούσε τη θέση, ως θέση προαγωγής και όχι ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη υποστήριξε με την ικανή αγόρευση της την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τους πιο πάνω λόγους, αντιμετώπισε τα εγειρόμενα θέματα ως ακολούθως:

 

"Η απόφαση της ΕΔΥ είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα ως προς την αξιολόγηση των προσόντων του Αιτητή και του ΕΜ και της απόδοσης υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική συνέντευξη - Λόγος ακύρωσης 6

 

Κατ' αρχάς θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της ΕΔΥ που αφορά στα προσόντα του Αιτητή και του ΕΜ:-

 

«Ο επιλεγείς, συγκρινόμενος με τον εξωτερικό υποψήφιο, Γρουτίδη xxx , υπερέχει όσον αφορά τα προσόντα, αφού κατέχει, πέραν του διδακτορικού τίτλου στην Κτηνιατρική, τον οποίο κατέχει και ο Γρουτίδης, και Master of Philisophy in Veterinary Science.  Επίσης, ο επιλεγείς είναι εγγεγραμμένος Κτηνίατρος στην Κύπρο από το 1977, ενώ ο Γρουτίδης από το 1988, γεγονός που αυξάνει την πείρα του επιλεγέντος και κατ' επέκταση και την αξία του.  Δεδομένου μάλιστα ότι η σχετική πείρα αποκτήθηκε σε υπηρεσία στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, ικανοποιεί την προτίμηση της Παραγράφου (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο Γρουτίδης κατέχει και δίπλωμα Νομικής, το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και το οποίο η Επιτροπή συνεκτίμησε μαζί με τα άλλα προσόντα.  Ωστόσο, η κατοχή του δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος, τον οποίο η Επιτροπή αξιολόγησε κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση σε υψηλότερο επίπεδο από τον Γρουτίδη (Εξαίρετος και Σχεδόν εξαίρετος, αντίστοιχα).  Η Επιτροπή στην προσέγγισή της αυτή καθοδηγήθηκε και από την κρατούσα Νομολογία, σύμφωνα με την οποία το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια όπως δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση όταν η θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα (Α.Ε. 3773, 3774, 14.9.06)

 

Ο Αιτητής προβάλλει ότι η ΕΔΥ λόγω μη δέουσας έρευνας, πεπλανημένα έκρινε ότι το διδακτορικό του ΕΜ ήταν αναγνωρισμένο και ισοδύναμο με αυτό που κατείχε ο Αιτητής.  Η πλάνη κατά του Αιτητή προέρχεται:- (α) από το γεγονός ότι ο ίδιος απέκτησε το διδακτορικό του διακόπτοντας την αμειβόμενη εργασία του στην Αθήνα, ενώ το ΕΜ το απέκτησε ως εξωτερικός φοιτητής, ενώ εργαζόταν ως δημόσιος υπάλληλος, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, (β) ο διδακτορικός τίτλος του ΕΜ αναγνωρίστηκε παράνομα και καθ' υπέρβαση εξουσίας από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, στο εξής «το ΚΣΚ», το οποίο μέχρι σήμερα παρέλειψε να ενεργήσει προς την έκδοση των σχετικών Κανονισμών για την αναγνώριση τίτλων σπουδών όπως προβλέπει ο Νόμος 169/90 (άρθρα 23 και 24), (γ) στη συνεδρία του ΚΣΚ, κατά την οποία αναγνωρίστηκε το διδακτορικό του ΕΜ, δεν έχουν τηρηθεί λεπτομερή πρακτικά και ως εκ τούτου είναι ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος, (δ) η απόφαση του ΚΣΚ λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και (ε) ότι η σύνθεση του ΚΣΚ έπασχε από τη συμμετοχή σ' αυτήν του ΕΜ.  Πέραν των πιο πάνω, προβάλλει ότι λανθασμένα η ΕΔΥ έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε σε πείρα έναντι του Αιτητή, δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο πτυχίο νομικής που κατείχε και προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Ο τρόπος απόκτησης του διδακτορικού πτυχίου του ΕΜ και του Αιτητή, δεν είναι στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη στην αξιολόγηση των μερών.  Η σημασία έγκειται στην κατοχή του τίτλου, παρά στον τρόπο απόκτησής του.  Παρόμοιος λόγος ηγέρθηκε από τον Αιτητή στην Γροουτίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 44/07, ημερ. 19.7.2011 και απορρίφθηκε.  Υιοθετώ τα όσα αναφέρθηκαν από τον αδελφό δικαστή Ναθαναήλ.  Ούτε τα παράπονα του Αιτητή σε σχέση με το ΚΣΚ μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού για αυτά δεν χωρεί παρεμπίπτον έλεγχος.  Τα συγκεκριμένα θέματα αφορούν αποκλειστικά το ΚΣΚ και τις εξουσίες του δυνάμει του Νόμου και θα πρέπει να ελεγχθεί το νομότυπο των πράξεων του με ξεχωριστή διαδικασία, στην οποία να συμμετέχει και το ίδιο το ΚΣΚ.  Δεν χωρεί παρεμπίπτον έλεγχος άλλης πράξης στην παρούσα διαδικασία.

 

Σε σχέση με το ζήτημα της πείρας που κατείχαν ο Αιτητής και το ΕΜ, κατά την άποψη μου η ΕΔΥ ενήργησε στα πλαίσια της νομιμότητας, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης, η ΕΔΥ ερεύνησε και αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση της.  Ενήργησε δε με βάση τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιον της, από τη μια η πείρα του Αιτητή στον ιδιωτικό τομέα και του ΕΜ στο δημόσιο (βλ. Παρ. 3 Σχεδίου Υπηρεσίας).  Σταθμίζοντας όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, δεν μπορούσε να αγνοήσει αφενός το πραγματικό δεδομένο ότι η πείρα του Αιτητή ως δημόσιου υπάλληλου αποκτήθηκε στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες και είναι ευρύτερη και αφετέρου, το ότι το ΕΜ είναι εγγεγραμμένος Κτηνίατρος στην Κύπρο από το 1977, ενώ ο Αιτητής από το 1988.  Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι αγνοήθηκε το πτυχίο του στη Νομική, αφού παραπέμποντας στην προσβαλλόμενη απόφαση της η ΕΔΥ κάνει ειδική αναφορά σ' αυτό, ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ότι του προσέδωσε την ανάλογη σημασία.  Ούτε ο ισχυρισμός περί υπέρμετρης απόδοσης στο αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης ευσταθεί, αφού και πάλι μέσα από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.  Κατά την άποψή μου, η έρευνα της ΕΔΥ ως προς τα προσόντα των υποψηφίων ήταν πλήρης και καμία πλάνη δεν διαπιστώνεται.  Πριν προχωρήσει στην έκδοση της απόφασής της, έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, ήτοι τα προσόντα, την πείρα, τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, την Έκθεση της Συμβουλευτικής, συνυπολογίζοντας το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, χωρίς όμως να του προσδώσει υπέρμετρη βαρύτητα."

 

Παρατηρούμε συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα θέματα τα οποία ήγειρε ο Εφεσείων, ήτοι τα προσόντα του ιδίου συμπεριλαμβανομένου του πτυχίου Νομικής και Ε.Μ., την πείρα σε συνάρτηση με το ισχύον σχέδιο υπηρεσίας, την αιτιολογία και νομική πλάνη.  Πέραν όμως αυτού παρατηρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση προκύπτουν ως αναντίλεκτα γεγονότα τα ακόλουθα:

 

Α.  ΠΡΟΣΟΝΤΑ

 

1.     ΕΦΕΣΕΙΩΝ

 

(α)     Δίπλωμα Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1981)

(β)    Doctor of Philosophy, Royal Veterinary College, University of London (1988)

(γ)     Δίπλωμα Νομικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

2.    ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ

 

(α)     Δίπλωμα Κτηνιατρικής, Higher Institute of Zootechnics and Veterinary Medice, Βουλγαρία (Άριστα) (20.12.76)

(β)     Master of Philosophy in Veterinary Science, Massey University, Νέα Ζηλανδία (1979-1981)

(γ)     Διδακτορικό Τίτλο στην Κτηνιατρική του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Άριστα) (5.4.2001)

 

Β.  ΠΕΙΡΑ

 

1.    ΕΦΕΣΕΙΩΝ

 

(α)     Εργάστηκε από Ιούνιο 1981 - Μάρτιο 1984 ως Κτηνίατρος σε Κτηνιατρικό Νοσοκομείο στην Αθήνα.

(β)     Από Μάρτιο 1988 - Αύγουστο 1988 ερευνητής/επικεφαλής Ερευνητικού προγράμματος στο Royal Veterinary College

(γ)     Εργάστηκε ως Κτηνίατρος/Επόπτης Ουρολογίας από Δεκέμβριο 1989 - Νοέμβριο 2007 στη Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας

(δ)     Από Φεβρουάριο 1989 είναι ιδιοκτήτης/Διευθυντής Κτηνιατρικής Κλινικής.

2.    ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ

 

(α)     Εργάστηκε στη θέση Κτηνιατρικού Λειτουργού από 16.10.1978.

(β)     Τα τελευταία πέντε έτη προ του ουσιώδους χρόνου (27.2.2001  - 26.2.2006) υπηρέτησε ως Ανώτερος Κτηνιατρικός Λειτουργός.  Ικανοποίησε την 5ετή τουλάχιστον υπηρεσία σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα λόγω της θέσης του τα τελευταία πέντε έτη προ του ουσιώδους χρόνου.

 

3.     Η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε:

 

(1)   Εφεσείων     "Πάρα πολύ καλός"

(2)   Ενδιαφερόμενο Μέρος "Εξαίρετος"

 

4.     Μετά από ατομική προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος αξιολόγησε:

 

(1)   Εφεσείων "Σχεδόν Εξαίρετος"

(2)   Ενδιαφερόμενο Μέρος "Εξαίρετος"

 

5.    ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ Ε.Δ.Υ.

 

(1)   Εφεσείων - Σχεδόν Εξαίρετος

(2)   Ενδιαφερόμενο Μέρος - Εξαίρετος

 

Από τα πιο πάνω παρατηρούμε ότι σχεδόν σ'  όλα τα θέματα υπερτερεί το Ε.Μ. έστω και αν ληφθούν υπόψιν οι εισηγήσεις του αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα ως ορθές.  Δεν έχει αμφισβητηθεί από τον Εφεσείοντα ότι η προς πλήρωση θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία.  Η πλήρης Ολομέλεια στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 217/12 ημερ. 3.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:C452 είπε τα ακόλουθα:

 

"Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν ο διορισμός αφορά θέσεις ψηλά στην ιεραρχία και όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψήφιου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.  Στις περιπτώσεις αυτές η αρχαιότητα, παρόλο που λαμβάνεται υπόψη, δεν είναι ουσιαστικής σημασίας, δεδομένου του επιπέδου της θέσης (Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ., 374, 396-397).

 

Τα πρόσθετα προσόντα, τα μη προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης.  Επαφίεται, δε, στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει τη σημασία τους.  Κατά την αξιολόγηση αυτή, η αρμόδια αρχή είναι νομολογιακά υποχρεωμένη να αποφεύγει αφενός την παροχή υπερβολικής βαρύτητας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόδοση έκδηλης υπεροχής, και, αφετέρου, η βαρύτητα να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος (ανωτέρω), σελ. 395, Ζωδιάτης v.Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ., 406).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε  σε αρχαιότητα και κατείχε επιπρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.   Ως προς δε την αξία, όπως αυτή σταθμίζεται από τις ετήσιες εκθέσεις, οι υποψήφιες ήταν ισάξιες.

 

Ως κρίσιμο στοιχείο βαρύνουσας σημασίας προωθήθηκε από την πλευρά της Αιτήτριας η οριακή διαφορά στην αξιολόγηση στις προφορικές συνεντεύξεις των εμπλεκομένων ενώπιον της Ε.Δ.Υ.  Το στοιχείο αυτό θα πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα των δεδομένων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου και, περαιτέρω, υπό το φως των νομολογιακά αναγνωρισμένων ορίων επέμβασης του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση υποκατάστασης της απόφασης της Ε.Δ.Υ.

 

 Όπως ήδη καταγράψαμε, συνιστά κανόνα της νομολογίας μας ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή, έχει ευρεία διακριτική εξουσία.  Έχει, όμως, επίσης αναγνωριστεί νομολογιακά ότι όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου.  Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση (Δημοκρατία v. Μιχαήλ Αντωνίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921, 928).

 

Η πλευρά της Αιτήτριας είχε το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής, προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης.  Δεν εναπόκειται στην Καθ΄ης η αίτηση, ούτε και έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν καταφανώς υπέρτερο της Αιτήτριας  προκειμένου να δικαιολογήσει την επιλογή της.  Επιλογή που ήταν, εν πάση περιπτώσει, εύλογη υπό το φως των θεσμοθετημένων κριτηρίων και των όσων έχουμε εν συνόλω αναπτύξει.  

 

Είναι η κατάληξή μας ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε μέσα σε απόλυτα επιτρεπτά όρια και σε καμία περίπτωση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Επομένως, κρίνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφασή της για διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν εύλογα επιτρεπτή, και δεν έχει αποδειχθεί από την πλευρά της Αιτήτριας έκδηλη υπεροχή ώστε και να δικαιολογείται και η επέμβασή μας."

 

Τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση.  Ο Εφεσείων είχε το βάρος ν'  αποδείξει έκδηλη υπεροχή, προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης.  Η επιλογή υπό το φως των θεσμοθετημένων κριτηρίων με βάση τα όσα έχουμε καταγράψει ήταν καθ' όλα εύλογη.  Η Ε.Δ.Υ ενήργησε εντός των επιτρεπτών ορίων και δεν υπερέβη σε καμία περίπτωση τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας.  Συναφώς η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ουδεμία επέμβαση μας χωρεί.  Τα όσα ανάπτυξε ο Εφεσείων ενώπιον μας, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν μπορούν να έχουν κανένα αποτέλεσμα.  Τα αναμφισβήτητα και ουσιώδη γεγονότα έχουν αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μας, έχουν εξεταστεί τόσο από την Ε.Δ.Υ όσο και από το πρωτόδικο Δικαστήριο και όλα οδηγούν στην ίδια κατάληξη που έχει ήδη αναφερθεί.

 

Οι λόγοι έφεσης 4-6 ως αποτέλεσμα απορρίπτονται.  Για τους ίδιους λόγους απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 7 και 8

 

Σε σχέση με το λόγο έφεσης αρ.7 ότι η Ε.Δ.Υ δεν έδωσε στο πτυχίο Νομικής που είχε ο Εφεσείων την δέουσα αξία και βαρύτητα και ότι απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, το κείμενο της απόφασης της Ε.Δ.Υ. όπως και τα όσα αναφέραμε νωρίτερα, δεν τον υποστηρίζουν. Όσον αφορά τον 8ο λόγο, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε τον σχετικό λόγο ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο δεν επέλεξε τον πιο κατάλληλο υποψήψιο, παραγνωρίζοντας - χωρίς την δέουσα αιτιολογία - την έκδηλη υπεροχή του δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.  Ήδη καλύψαμε το θέμα αυτό εξετάζοντας τους λόγους έφεσης 4-6 και το απορρίψαμε.  Συμφωνούμε πλήρως με το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο είναι σε πλήρη συμφωνία με τη νομολογία μας και δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.

 

"Κατά την άποψή μου, η απόφαση της ΕΔΥ για επιλογή του ΕΜ ως του καταλληλότερου υποψήφιου, ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας μας, η αξιολόγηση των υποψηφίων αποτελεί έργο του αρμόδιου διοικητικού οργάνου.  Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις εκτιμήσεις του διοικητικού οργάνου αναφορικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων, με τις δικές του.  Όπως εξηγήθηκε στη Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 755, το γεγονός ότι το δικαστήριο εάν βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου, δυνατό να μην επέλεγε τον υποψήφιο που τελικά είχε επιλεγεί, δεν είναι από μόνος του επαρκής λόγος για επέμβαση στην απόφαση του διοικητικού οργάνου, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση του με τη δική του.  Το δικαστήριο για να παρέμβει στην κρίση του οργάνου, θα πρέπει να πειστεί ότι ο Αιτητής υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου του.  Το βάρος απόδειξης είναι στον Αιτητή.  Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι υπερείχε «έκδηλα» του ΕΜ (βλ. Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 329)."

 

Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα.

 

 

Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο