ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Μ. Κιτρομηλίδης, για τον εφεσείοντα Θ. Πιπερή (κα), για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗ, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσανος πατέρα του Πέτρου Κουρτελλάρη ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 99/2013, 1/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:C269

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 99/2013

 

 

          1 Ιουλίου, 2019

 

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.,

   ΛΙΑΤΣΟΥ, Δ., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

xxx xxx ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗ, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσανος πατέρα του Πέτρου Κουρτελλάρη, δυνάμει διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αίτηση Διαχείρισης αρ.23/11

                                                                   Εφεσείοντα/Αιτητή

 

ΚΑΙ

                                              

                          ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                                    Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η αίτηση

 

.........

 

 

Μ. Κιτρομηλίδης, για τον εφεσείοντα

Θ. Πιπερή (κα), για την εφεσίβλητη

 

 

 

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:     Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων είναι διαχειριστής της περιουσίας του Πέτρου Κουρτελλάρη, ο οποίος απεβίωσε στη Λευκωσία στις 10.10.2011.

 

      Ο αποβιώσας ήταν ιδιοκτήτης 3 ακινήτων στο χωριό Εργάτες της Επαρχίας Λευκωσίας - των τεμαχίων 603, 604 και 66 - τα οποία, μαζί με άλλα 10 ιδιωτικά ακίνητα, απαλλοτριώθηκαν το 1977 προκειμένου να διαχωριστούν σε 47 οικόπεδα για στέγαση εκτοπισθέντων, ως η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης (Γ/Α) ημερ. 10.10.1976 η οποία όριζε πως η απαλλοτρίωση ήταν αναγκαία για:

 

(α) την κατασκευήν οδών και υπονόμων, την εγκατάσταση αγωγών ηλεκτρικού και υδρευτικού δικτύου και τον διαχωρισμό αυτής υπό της Κυβερνήσεως εις οικόπεδα προς ανέγερσιν κατοικιών υπό των εκτοπισθέντων δι΄ αυτοστέγασιν είτε κατόπιν παραχωρήσεως υπό της Κυβερνήσεως χρηματικής ή άλλης βοήθειας είτε άνευ τοιαύτης βοήθειας και

 

(β) την τυχόν ανέγερσιν υπό της Κυβερνήσεως καταστημάτων και άλλων οικοδομών, σχολικών και υγειονομικών κτιρίων και άλλων ιδρυμάτων, δια τας ανέσεις, χρήσιν και διευκόλυνσιν των εκτοπισθέντων.»

 

 

      Επτά και πλέον χρόνια μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης[1], στις 31.12.1984, και αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί το έργο, ο αποβιώσας ζήτησε εγγράφως την επιστροφή του μέρους της ιδιοκτησίας του που, κατ΄ ισχυρισμό, δεν είχε χρησιμοποιηθεί για υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Το αίτημα του όμως απορρίφθηκε, στις 19.4.1985, με το αιτιολογικό ότι στο τεμάχιο του είχε αναγερθεί καφενείο και το υπόλοιπο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία χώρου πρασίνου του συνοικισμού.

 

      Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, στις 4.3.2011, ο εφεσείων, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος, επανέλαβε το αίτημα του για επιστροφή μέρους της απαλλοτριωθείσας περιουσίας, πλην όμως το αίτημα απορρίφθηκε εκ νέου με επιστολή της εφεσίβλητης ημερ. 7.4.2011, με την οποία πληροφορούσε τους δικηγόρους του εφεσείοντα ότι:

 

«(α) Οι αναφερόμενες ιδιοκτησίες χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση διαχωρισμού επτά (7) οικόπεδα αυτοστέγασης που παραχωρήθηκαν σε εκτοπισθέντες, το αναγκαίο οδικό δίκτυο και δημόσιος ανοικτός χώρος του διαχωρισμού που έχει τοπιοτεχνηθεί και διαμορφωθεί κατάλληλα (νέα τεμάχια με αρ. 899 και 900) και κατά συνέπεια ο σκοπός της απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών των πελατών σας έχει υλοποιηθεί.

 

(β) Ο δημόσιος ανοικτός χώρος με νέο αρ. 899 δεν έχει τοπιοτεχνηθεί ακόμη ως δημόσιος ανοικτός χώρος. Αυτό προγραμματίζεται να προωθηθεί σε συνεργασία με το Κοινοτικό Συμβούλιο Εργατών».

 

 

      Ο εφεσείων αντέδρασε στην απόρριψη του αιτήματός του με προσφυγή, προβάλλοντας ότι η μη επιστροφή μέρους της επίδικης ιδιοκτησίας συνολικού εμβαδού 3 δεκαρίων και 739 τ.μ. που είχε εγγραφεί στα μητρώα του Κτηματολογίου ως δημόσιος χώρος πρασίνου το 2000 ήταν παράνομη.  Τούτο γιατί ο σκοπός για τον οποίο είχε απαλλοτριωθεί η συγκεκριμένη ιδιοκτησία δεν είχε καταστεί εφικτός μετά από την παρέλευση τριετίας από την ημέρα που αυτή απαλλοτριώθηκε και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είχε επιστραφεί στον ιδιοκτήτη της.  Επικαλέστηκε συναφώς τις πρόνοιες του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος ως και τις πρόνοιες του άρθρου  15(1) του περί Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/62 ως έχει τροποποιηθεί) και προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας του παρέπεμψε στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή,  παρατηρώντας ότι η Γ/Α άφηνε στη Διοίκηση ευχέρεια σχεδιασμού και υλοποίησης του έργου κατά τρόπο που να συμπεριλαμβάνεται σ' αυτό και η δημιουργία χώρων πρασίνου, κάτι που φαίνεται να ήταν εξ' αρχής στις προθέσεις της εφόσον η σχετική αναφορά υπάρχει σε έγγραφο για το σχεδιασμό του συνοικισμού και σε υπηρεσιακή αλληλογραφία των Διευθυντών των εμπλεκόμενων τμημάτων η οποία χρονολογείται από το 1976.   Παρατήρησε επίσης, ότι η δημιουργία χώρων πρασίνου δεν ταυτίζεται με τη φύτευση δένδρων ή θάμνων, ως ήταν η θέση του εφεσείοντα, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη πολεοδομική αντίληψη που αφορά στην εξασφάλιση ανέσεων και διευκολύνσεων σε κάθε περιοχή ανάπτυξης.  Τέλος, διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι οι επίδικοι χώροι είχαν εξ' αρχής καθοριστεί στο Σχέδιο Γενικής Διατάξεως του Συνοικισμού, πριν από τη Γ/Α, ως χώροι πρασίνου και είχαν στη συνέχεια εγγραφεί και διατηρηθεί ως χώροι πρασίνου, κατεδείκνυε την πραγμάτωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Και αυτό παρόλο που μέχρι σήμερα δεν έχουν επιτελεσθεί έργα σε όλους τους επίδικους χώρους με σκοπό την καλύτερη διαμόρφωση τους ως χώρους πρασίνου.

 

      Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, την οποία και προσβάλλει με την παρούσα έφεση με δύο Λόγους Έφεσης που προώθησε από κοινού.  Διατύπωσε συναφώς τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο πάνω συμπεράσματα και ότι θα έπρεπε να ακολουθηθεί η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Mορίτση κ.ά. v. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 420.  Και αυτό γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι εφόσον ολοκληρώθηκε ο σκοπός της αρχικής απαλλοτρίωσης, η Απαλλοτριούσα Αρχή όφειλε να επιστρέψει το μέρος της ιδιοκτησίας που παρέμεινε ανεκμετάλλευτο στον πρώην ιδιοκτήτη της (1ος Λόγος Έφεσης) και ότι η μεταγενέστερη εγγραφή της ως χώρου πρασίνου στερείτο νομικής βάσης (2ος λόγος έφεσης).

 

      Η εφεσίβλητη, υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και  παραπέμποντας στις υποθέσεις Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 83/2010 ημερ. 2.4.2015 και Ηρακλέους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 19/2013 ημερ. 1.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:C67, αντέτεινε ότι δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα επιστροφής της επίδικης ιδιοκτησίας εφόσον αυτή συνεχίζει να εξυπηρετεί το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και ότι παρόλο που το έργο της ανέγερσης του οικισμού   ολοκληρώθηκε το 1985, οι εναπομείναντες ανοικτοί χώροι εντάσσοντας απόλυτα στο σκοπό της απαλλοτρίωσης και ενέπιπταν από την αρχή στο σχεδιασμό, προοριζόμενοι για τη δημιουργία χώρου πρασίνου. Απαντώντας δε στο επιχείρημα για καταστρατήγηση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15(1) του Ν.15/62, πρόβαλε ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις οι οποίες προνοούν για επιστροφή ιδιοκτησίας,  προϋποθέτουν να έχει καταστεί ανέφικτος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης μέσα στην προβλεπόμενη τριετή περίοδο, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Τουναντίον,  ισχυρίστηκε, η επίδικη ιδιοκτησία συνεχίζει να εξυπηρετεί το σκοπό για τον οποίον απαλλοτριώθηκε, ως κοινόχρηστος χώρος, για την εξυπηρέτηση των ανέσεων του οικισμού.   Τέλος, εισηγήθηκε πως η οριοθέτηση και εκμετάλλευση ενός χώρου πρασίνου μέσα στα πλαίσια της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αποτελεί ζήτημα τεχνικής φύσεως το οποίο, αν δεν συντρέχει ελλιπής έρευνα και πλάνη, εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου.

 

      Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα  των εκατέρωθεν θέσεων και καταλήξαμε ότι ουδείς εκ των δύο Λόγων Έφεσης ευσταθεί. Το ζητούμενο στην υπό κρίση υπόθεση είναι κατά πόσο παραμένει εφικτή η πραγματοποίηση του σκοπού. Οδηγός για την ερμηνεία του όρου «εφικτός» του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος αποτελεί η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ευθυμιάδης (πιο πάνω), όπου επισημάνθηκε (σελ. 183-184) ότι:

 

«.η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για τον σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο τον σκοπό αυτό.. Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός την απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβηκε στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου».

 

 

      Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει και από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου στα οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η χρησιμοποίηση της επίδικης ιδιοκτησίας για σκοπούς πρασίνου είχε συμπεριληφθεί από την αρχή στο σχεδιασμό και ουδέποτε εγκαταλείφθηκε.   Προς τούτο είναι αρκετό να επισημανθεί ότι είχαν συμπεριληφθεί στο Σχέδιο Γενικής Διατάξεως του Συνοικισμού από το 1976 και από τότε η υλοποίηση τους απετέλεσε αντικείμενο διαβουλεύσεων μεταξύ του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Κτηματολογίου. Αλλά και μεταγενέστερα σε επιστολή του Αναπλ. Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου εσωτερικών ημερ. 12.2.1985 σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι «τμήμα των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων του κ. Κουρτελλάρη αφέθη για δημιουργία ανοικτών χώρων πρασίνου το οποίο δεν ξεπερνά το 10% σύμφωνα με τη γενικά ακολουθούμενη πολιτική». Για να ακολουθήσει εν τέλει  ο οριστικός καθορισμός και εγγραφή τους ως χώρων πρασίνου στο Κτηματολογικό μητρώο το 2000.

 

      Οι πιο πάνω επισημάνσεις, κατά την άποψή μας, τείνουν να καταδείξουν ότι ο σκοπός για τον οποίον απαλλοτριώθηκε η επίδικη ιδιοκτησία περιλάμβανε και την δημιουργία χώρων πρασίνου και ότι αυτή η προοπτική ουδέποτε εγκαταλείφθηκε, ούτε και έχει καταστεί ανέφικτη. Οι δε χειρισμοί προς την υλοποίηση των επιμέρους σχεδιασμών εμπίπτουν βέβαια στην διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, δεδομένης και της ευρύτητας του σκοπού της απαλλοτρίωσης η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, περιλαμβάνει αναφορά σε έργα που αποσκοπούν σε χρήση και εξυπηρέτηση των ανέσεων των εκτοπισθέντων.   Σχετική επί του ζητήματος είναι και η υπόθεση Παντελής Νικολάου κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση αρ.152/2011, ημερ. 2.2.2018, όπου τονίστηκε πως η κρίση ως προς την ορθότητα της απόφασης της Απαλλοτριούσας Αρχής συναρτάται με τη φιλοσοφία του σχεδιασμού και του επιδιωκόμενου σκοπού και οι συναφείς εκτιμήσεις για την τελική διαμόρφωση του έργου ανήκουν στη Διοίκηση και όχι στο Δικαστήριο.  Παραθέτουμε επί τούτου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Δεν έχει καταδειχθεί ότι έχει εγκαταλειφθεί ή ότι κατέστη ανέφικτος, ή ότι το απαλλοτριωθέν υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτρίωσης, η ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί στις ενέργειες εκείνες που αναλόγως της περίπτωσης θα κρίνονταν ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου (Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργικού Συμβουλίου κ.α., v. Eλένης Χαραλάμπους Γεωργίου κ.ά., Α.Ε. Αρ. 49/2011, 2.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:C148). Αντιθέτως, εκ των στοιχείων των φακέλων βεβαιώνεται ότι η διοίκηση έχει εκδηλώσει ρητά και ανενδοίαστα τη βούληση να χρησιμοποιήσει το επίδικο ακίνητο για υλοποίηση και τελική μόρφωση του έργου (Ευθυμιάδης (ανωτέρω)) για τον σκοπό για τον οποίον έχει απαλλοτριωθεί. Δεδομένου δε του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτουν εν προκειμένω οι εθνικές αρχές, και στην υπό κρίση περίπτωση την ευρεία διακριτική ευχέρεια που καταλείπει το διάταγμα απαλλοτρίωσης στην Απαλλοτριούσα Αρχή, το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να εξετάσει το βαθμό των εκτιμήσεων αυτών».

 

 

     Ενόψει των πιο πάνω και έχοντας κατά νου και την αρχή ότι κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της (Ευθυμιάδης, ανωτέρω) δεν έχει καθ' οιονδήποτε τρόπο στοιχειοθετηθεί ότι το απαλλοτριωθέν μέρος των ακινήτων που διεκδικείται  από τον εφεσείοντα δεν είναι διαθέσιμο προς χρήση για τις ευρύτερες ανάγκες του συνοικισμού ή ότι δεν αποτελούσε μέρος του όλου σχεδιασμού.   Το δε γεγονός ότι στη Γ/Α δεν συμπεριλήφθηκε ευθεία αναφορά σε δημιουργία χώρων πρασίνου δεν απέκλειε τη δυνατότητα χρησιμοποίησης μέρους της απαλλοτριωθείσας έκτασης και  γι' αυτό το σκοπό, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και των αναγκών ενός συνοικισμού. Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v. Στεφανίδης κ.α. , Αναθ. Έφεση Αρ. 23.4.2019 στην οποίαν λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ένας οικισμός αποτελείται αναγκαστικά και από κάποιους κενούς χώρους ως ανοικτοί χώροι ή χώροι πρασίνου. Η ύπαρξη αυτών των χώρων που εννοιολογικά και στη λογική αντίληψη των πραγμάτων ανήκει στη λέξη "οικισμός" αναιρεί και εξουδετερώνει τη λογική της εγκατάλειψης του σκοπού, όπως αντιμετωπίσθηκε πρωτοδίκως.

 

.. όταν η διοίκηση προωθούσε τη δημιουργία του οικισμού πρωτίστως για στέγαση μεγάλου αριθμού προσώπων, έπρεπε ταυτοχρόνως να διαφυλάξει ανοικτούς δημόσιους χώρους για να προσφέρονται διέξοδοι και ελεύθεροι ανοικτοί χώροι για το παιχνίδι των παιδιών και γενικότερα τις ανέσεις των κατοίκων. Οι ανοικτοί χώροι δεν επιβάλλουν οπωσδήποτε την δενδροφύτευση ή τοπιοτέχνηση τους με τέτοια αυστηρότητα, ώστε όπου διαπιστωθεί ανοικτός χώρος σ' ένα οικισμό τέτοιου μάλιστα μεγέθους να ομιλούμε για μη επίτευξη ή εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης».

 

 

      Δεδομένου δε του γεγονότος ότι ο ιδιοκτήτης των επίδικων τεμαχίων δεν είχε προσβάλει τη διοικητική πράξη της απαλλοτρίωσης, δεν είναι δυνατόν αυτή να αμφισβητείται έμμεσα μετά από 35 και πλέον χρόνια με ισχυρισμούς για αοριστία και γενικολογία του προσδιοριζόμενου σκοπού της (Ηρακλέους κ.α., ανωτέρω).

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται, η δε πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και προς όφελος της εφεσίβλητης.

 

 

                                                                             Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

                                                                             Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

                                                                             Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

                                                                             Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

                                                                             Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

/κβπ



[1] Το Διάταγμα, με αρ. 126, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 3.2.1977.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο