ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317
Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 153
Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429
Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 387
Σπανός Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 432
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Ευαγγέλου Ευάγγελος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 570
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Ζαχαριάδης Δημητράκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 722
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλες ν. Δώρας Γερμανού και Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 93
Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164
Καφά Αντώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 12
Σωκράτους Σωκράτης και άλλη ν. Βασιλικής Αναστασιάδου και άλλης (2013) 3 ΑΑΔ 557
Μάρκου Μελίνα ν. Μάριου Ιωσηφίδη και Άλλων (2014) 3 ΑΑΔ 137, ECLI:CY:AD:2014:C308
Ρούσος Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 478, ECLI:CY:AD:2014:C796
ΒΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 533/2011, 22/2/2013
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:C293
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 49/2013
9 Iουλίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΥ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxxx ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
ΚΑΙ
xxxx ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Ενδιαφερόμενου Μέρους
........
Αγ. Χαραλάμπους (κα), για εφεσείουσα
Μ. Κοτσώνη (κα), για εφεσίβλητη
Α.Σ. Αγγελίδης, για ενδιαφερόμενο μέρος
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Για τρεις κενές μόνιμες θέσεις Λειτουργού Εσωτερικού Ελέγχου Α΄ στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου - θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής - υποβλήθηκαν 187 αιτήσεις, πλην όμως στη γραπτή εξέταση που διενήργησε η Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) προσήλθαν 71 υποψήφιοι και απ΄ αυτούς πέτυχαν μόνο οι 45, οι οποίοι κλήθηκαν στη συνέχεια σε προφορική εξέταση.
Κατά την προφορική εξέταση προσήλθαν 33 υποψήφιοι και εν τέλει η ΣΕ κατήρτισε κατάλογο 12 υποψηφίων με βάση αφενός το άθροισμα των βαθμολογιών της γραπτής και προφορικής διαδικασίας και αφετέρου των υπόλοιπων στοιχείων αξιολόγησης - προσόντα, υπηρεσιακές αξιολογήσεις και πείρα - τον οποίο κοινοποίησε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ).
Η ΕΔΥ κατόπιν προφορικής εξέτασης που διεξήχθη, στην παρουσία του Εφόρου Εσωτερικού Ελέγχου και αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του, επέλεξε για προαγωγή την εφεσείουσα και άλλα δύο πρόσωπα (ΧΕ και ΚΖ).
Η απόφαση προσβλήθηκε από την xxxx Αριστείδου (ΕΜ στην παρούσα) και ακυρώθηκε στην έκταση που αφορούσε την προαγωγή της εφεσείουσας λόγω πάσχουσας σύστασης του Εφόρου, ενώ επικυρώθηκε αναφορικά με τις άλλες δύο προαχθείσες (Βίκη Αριστείδου v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 533/2011, ημερ. 22.2.2013). Και αυτό στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:-
«Βρίσκω βάσιμη τη διαμαρτυρία της Αιτήτριας αναφορικά με τη νομιμότητα της σύστασης του Εφόρου Εσωτερικού Ελέγχου ειδικώς ως προς το ΕΜ3. Τα ενώπιον του δεδομένα τα οποία περιλάμβαναν εκτενέστερη πείρα της Αιτήτριας, κατοχής από μέρους της μεταπτυχιακού, υπεροχή στη γραπτή εξέταση καθώς και υπεροχή στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν, κατά την κρίση μου, αδύνατο να αντισταθμιστούν από την οριακή υπεροχή του ΕΜ3 στην αξιολόγηση του Εφόρου κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ και ως εκ τούτου η σύσταση υπέρ του ΕΜ3 πάσχει. Η σύσταση αποτέλεσε το ένα από τα δύο στοιχεία τα οποία βάρυναν στην κρίση της ΕΔΥ υπέρ του ΕΜ3. Με αφαιρεμένη πλέον τη σύσταση του Εφόρου παραμένει ως η μόνη βάση επιλογής του ΕΜ3 η υπεροχή της στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ και η νομολογία είναι σταθερή πως, στην απουσία άλλων παραγόντων υπεροχής, η οριακή διαφορά στην προφορική εξέταση δεν αποτελεί επαρκές στήριγμα στην επιλογή του διοικητικού οργάνου (βλ. Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164)».
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έξι (6) Λόγους Έφεσης,[1] τους οποίους και εξετάζουμε ως ακολούθως:
Στο επίκεντρο του 2ου Λόγου Έφεσης βρίσκεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ΕΜ υπερείχε της εφεσείουσας στο στοιχείο της πείρας. Συναφώς σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, η εφεσείουσα διέθετε εργασιακή πείρα από τον Οκτώβριο του 2003 μέχρι το Δεκέμβριο του 2006 ως Assistant Manager/Audit Department, KPMG Cyprus και από τον Δεκέμβριο του 2006 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο ως Λειτουργός Εσωτερικού Ελέγχου στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου. Ενώ η αντίστοιχη καταγεγραμμένη πείρα για το ΕΜ περιλαμβάνει εργασία από 14.10.1996 μέχρι 3.7.1998 ως Αναλυτής Επενδύσεων στην Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως, από 1.10.1999 μέχρι 31.5.2000 ως Financial Manager, στη Moneda and Associates Ltd, από 1.6.2000 μέχρι 1.10.2000 ως Εγκεκριμένος Χρηματιστής, Hailisco Stockbrockers, από Νοέμβριο 2000 μέχρι Σεπτέμβριο 2004 ως Διαχειριστής Κεφαλαίων, Severis & Αthienites Financial Services Ltd και από 3.1.2005 μέχρι 5.1.2010 ως External Auditor, Assurance Department, PriceWaterhouse Coopers.
Στη βάση της πιο πάνω εικόνας, η καθ' ύλην αρμόδια ΣΕ, διαπίστωσε ότι το ΕΜ διέθετε πείρα εννέα ετών περίπου σε θέματα εσωτερικού ή/και εξωτερικού ελέγχου ή και οικονομικής διαχείρισης, ενώ η εφεσείουσα εξαετή περίπου πείρα στα πιο πάνω θέματα. Τα πιο πάνω πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής υιοθετήθηκαν και από την ΕΔΥ.
Είναι θέση της εφεσείουσας ότι η δική της πείρα ήταν σχετικότερη με τα καθήκοντα της θέσης εφόσον αποκτήθηκε από υπηρεσία τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, ενώ η πείρα του ΕΜ ήταν εξ ολοκλήρου από εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Επιπρόσθετα η πείρα της ήταν ποιοτικά ανώτερη από αυτήν του ΕΜ επειδή προερχόταν από υπηρεσία στην θέση του Λειτουργού Εσωτερικού Ελέγχου, η οποία ιεραρχικά είναι η αμέσως προηγούμενη της επίδικης. Ως εκ τούτου, ισχυρίζεται, δεν μπορούσε να τεθεί θέμα σύγκρισης της δικής της πείρας με αυτήν του ΕΜ.
Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Η πείρα των υποψηφίων αξιολογήθηκε και εκτιμήθηκε από τα αρμόδια διοικητικά όργανα με βάση τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στις αιτήσεις. Από έναν υπολογισμό του συνόλου της πείρας των διαδίκων, όπως αυτή καταγράφεται στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, φαίνεται ότι η πείρα του ΕΜ είναι χρονικά υπέρτερη της πείρας της εφεσείουσας. Ορθά επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε την πείρα του ΕΜ ως εκτενέστερη της αντίστοιχης της εφεσείουσας. Νοουμένου δε ότι στο Σχέδιο Υπηρεσίας δεν εξειδικεύεται η προέλευση της απαιτούμενης πείρας, η διάκριση που εισηγείται η εφεσείουσα μεταξύ πείρας που αποκτήθηκε στον ιδιωτικό τομέα και πείρας προερχόμενης από την κατοχή δημοσιοϋπαλληλικής θέσης θα παραβίαζε την αρχή του ενιαίου μέτρου κρίσεως (Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317) και εν τέλει την αρχή της ισότητας. Σχετικό επί του θέματος είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Zαχαριάδης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 722:
«Η αρχή της ισότητας, την οποίαν καθιερώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, σε όλες τις εκφάνσεις της, επιβάλλει την ίση μεταχείριση υποψηφίων που διαγωνίζονται για διορισμό στην Δημόσια Υπηρεσία, εσωτερικών και εξωτερικών. Η ισότης δεν εξυπακούει και την εξομοίωση των προσόντων ή της πείρας των υποψηφίων, ή την άμβλυνση διαφορών μεταξύ των υποψηφίων στο γνωσιολογικό επίπεδο. Η πείρα των υποψηφίων, κτηθείσα εντός ή εκτός της Δημόσιας Υπηρεσίας, αποτιμάται χωρίς διάκριση, με αναφορά στην, εξ αντικειμένου, σημασία της και τις προεκτάσεις που ενέχει για την εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Το γεγονός ότι η πείρα υποψηφίου κτήθηκε εντός της Υπηρεσίας δεν την εξουδετερώνει ως παράγοντα κρίσης των υποψηφίων, όπως και αντίστροφα, ανάλογη πείρα κτηθείσα εκτός της Υπηρεσίας αποτιμάται με το ίδιο μέτρο. Ό,τι απαιτείται είναι η ισομερής θεώρησή της, ανεξάρτητα από πού κτήθηκε».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Mε τον 3ο λόγο έφεσης προβάλλεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος του ΕΜ είναι σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης, ότι κακώς αποδόθηκε στον εν λόγω τίτλο μεγάλη βαρύτητα εφόσον στο Σχέδιο Υπηρεσίας δεν ήταν προβλεπόμενο ως πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, περαιτέρω, ότι δεν μπορούσε ο τίτλος αυτός να προσμετρήσει εις διπλούν. Δηλαδή και ως βασικός απαιτούμενος τίτλος και ως πρόσθετο προσόν.
Για το σκοπό εξέτασης του πιο πάνω ισχυρισμού θα ήταν χρήσιμη η παράθεση των σχετικών προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης:
«Καθήκοντα και ευθύνες:
(α) Έχει υπό την ευθύνη του ή/και αναλαμβάνει την διεξαγωγή και την εποπτεία των ελέγχων των Παραρτημάτων ενός Κλάδου της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, την επίλυση προβλημάτων που προκύπτουν στο στάδιο του επιτόπιου ελέγχου και την ετοιμασία του Μνημονίου, του Προγράμματος και της Έκθεσης Ελέγχου.
(β) Επιβλέπει, καθοδηγεί και ελέγχει κατώτερο προσωπικό.
(γ) Διεξάγει τη σχετική με τα καθήκοντα του αλληλογραφία και μεριμνά για την εκπαίδευση του προσωπικού.
(δ) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.
Απαιτούμενα προσόντα:
(1)(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Οικονομικά, Λογιστική, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Εμπορικά, Δημόσια Διοίκηση, Πληροφορική, Επιστήμη Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, Μηχανική Επιστήμη, Στατιστική, Νομικά, (περιλαμβανομένου του Βarrister at Law).
(Σημ.: Ο όρος "πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος" καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο) ή
(β) Μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου.
(2)................................».
Όπως έχει αποφασιστεί από τη νομολογία (Δημοκρατία v. Aνδρέου (1993) 3 Α.Α.Δ. 153 και Πούρος v. Xατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), τα πρόσθετα προσόντα λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης. Η σχετική κρίση αποτελεί υποχρέωση της αρμόδιας αρχής η οποία οφείλει να τα αξιολογήσει σε λογικά πλαίσια, αποφεύγοντας από τη μια να δώσει υπερβολική βαρύτητα σ΄ αυτά και, από την άλλη, να τα υποβαθμίσει σε βαθμό που θα εκλαμβάνονταν ως μη σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Με την επισήμανση ότι τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα δεν μπορούν να παραγνωριστούν εφόσον αποτελούν στοιχείο εξέτασης και απόφασης επί της ικανότητας ενός υποψηφίου για την καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.
Στην παρούσα περίπτωση - και πάντα με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου - το ΕΜ κατέχει πτυχίο στα Οικονομικά (Bachelor of Economics) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, είναι μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ) από τις 19.01.2010 και διαθέτει επίσης μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (Μaster of Business Administration in Management) από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο τελευταίος τίτλος, παρόλο που δεν προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, αποτελεί ένα προσόν, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ως τέτοιο αξιολογήθηκε και εκτιμήθηκε από την ΕΔΥ κατά τη διαδικασία επιλογής των καταλληλότερων υποψηφίων. Η ΕΔΥ αναγνώρισε τη σχετικότητα του, πλην, όμως, θεώρησε ότι αυτό δεν μπορούσε να εξουδετερώσει την υπεροχή της εφεσείουσας σε άλλα στοιχεία κρίσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απλώς αναφέρθηκε στη κατοχή μεταπτυχιακού από το ΕΜ ως ένα από τα δεδομένα που ευρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ και ενόψει τούτου δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί ότι προέβη σε πρωτογενή κρίση επί της σχετικότητας του τίτλου και ότι απέδωσε σ΄αυτό υπέρμετρη βαρύτητα ή ότι αυτό είχε προσμετρήσει και ως βασικό και ως πρόσθετο προσόν. Συνακόλουθα ο σχετικός Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον 4ο Λόγο Έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη την υπεροχή του ΕΜ στην γραπτή εξέταση καθότι η διαφορά μεταξύ αυτής και της εφεσείουσας ήταν οριακή.
Ούτε αυτός ο Λόγος ευσταθεί.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΣΕ, το ΕΜ στη γραπτή εξέταση πέτυχε βαθμό 68 από 100 (54,40 από 80), ενώ η αντίστοιχη βαθμολογία της εφεσείουσας ήταν 63 από 100 (50, 40 από 80). Διαπιστώνεται συνεπώς διαφορά 5 εκατοστιαίων μονάδων, την οποία η εφεσείουσα θεωρεί ως οριακή και εισηγείται πως αυτή αντισταθμίστηκε τόσο από το συνυπολογισμό της δικής της υπεροχής στην προφορική εξέταση της ΕΔΥ όσο και σε ό,τι αφορούσε τη σχετική πείρα, ικανότητες και προσόντα.
Το θέμα της σχετικής πείρας και των προσόντων έχει ήδη απαντηθεί. Η απόδοση των υποψηφίων στην γραπτή εξέταση αποτελεί ένα κριτήριο αξιολόγησης των υποψηφίων το οποίο λαμβάνεται υπόψη από το διορίζον όργανο δυνάμει των προνοιών του άρθρου 34(4) και (9) του Νόμου. Συνεπώς η όποια διαφορά έχει τη σημασία της, τόσο για σκοπούς κατάταξης στο πίνακα συστηνομένων της ΣΕ όσο και κατά την τελική αξιολόγηση και στάθμιση των επικρατέστερων υποψηφίων από την ΕΔΥ. Κατά συνέπεια δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πιο πάνω υπεροχή του ΕΜ στην γραπτή εξέταση ήταν ένας από τους παράγοντες που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη σ΄ ότι αφορά τη νομιμότητα της σύστασης του Εφόρου και ως εκ τούτου το υπό συζήτηση παράπονο της εφεσείουσας δεν ευσταθεί.
Με τον 5ο Λόγο Έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως εσφαλμένα θεώρησε ότι το ΕΜ υπερείχε της εφεσείουσας κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΣΕ, εφόσον επρόκειτο περί οριακής διαφοράς και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετήθηκε έκδηλη υπεροχή. Και αυτός ο Λόγος κρίνεται αβάσιμος. Προς τούτο ισχύουν τα όσα έχουμε αναφέρει κατά την εξέταση του 4ου Λόγου Έφεσης. Στην προφορική εξέταση το ΕΜ βαθμολογήθηκε με 18, 20 και υπερτερούσε της εφεσείουσας κατά 0,80 μονάδες, εφόσον η απόδοση της εφεσείουσας βαθμολογήθηκε με 17,40. Νοουμένου δε ότι η απόδοση στην προφορική εξέταση της ΣΕ εμπίπτει στα κριτήρια επιλογής του άρθρου 34 του Νόμου, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η, έστω οριακή, υπεροχή της εφεσείουσας σ' αυτή θα έπρεπε να συνυπολογιστεί μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ορθή.
Ο 6ος Λόγος έφεσης αφορά τα προσόντα, με την εφεσείουσα να παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την υπεροχή της στο υπό αναφορά στοιχείο. Τούτο γιατί ενώ η ΕΔΥ αναγνώρισε το μεταπτυχιακό δίπλωμα του ΕΜ, δεν απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα στο γεγονός ότι και η ίδια κατείχε και τα δύο βασικά απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Δηλαδή, πτυχίο Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Κύπρου και μέλος του ΣΕΛΚ από τις 18.7.2005, σε αντίθεση με το ΕΜ το οποίο δεν ήταν μέλος του ΣΕΛΚ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αλλά ενεγράφη στο ΣΕΛΚ πολύ αργότερα και κατέθεσε το πιστοποιητικό εγγραφής στις 15.4.2013.
Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι αιτιάσεις της εφεσείουσας. Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων, ούτε επεμβαίνει στην ερμηνεία που δίδεται σ΄ αυτά καθότι πρόκειται για θέματα που αφορούν τα Σχέδια Υπηρεσίας που επαφίονται στην κρίση του διοικητικού οργάνου (Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ 517 και Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93).
Στην υπό κρίση υπόθεση διαπιστώνεται ότι όλα τα προσόντα των διαδίκων είναι καταγεγραμμένα στην έκθεση της ΣΕ, όπου και αναφέρεται ότι η εφεσείουσα είναι μέλος του ΣΕΛΚ από τις 18.07.2005, το δε ΕΜ από τις 19.01.2010. Το γεγονός ότι το ΕΜ δεν ήταν μέλος του ΣΕΛΚ κατά την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής της αίτησης (11.01.2010) είναι άνευ σημασίας εφόσον αυτή παράλληλα κατείχε το διαζευκτικά απαιτούμενο ακαδημαϊκό προσόν στα Οικονομικά. Η δε ιδιότητα του μέλους του ΣΕΛΚ, έστω και εάν αποκτήθηκε μεταγενέστερα, μπορούσε να προσμετρήσει ως πρόσθετο προσόν. Και αυτό γιατί ουσιώδης χρόνος σε σχέση με τέτοια προσόντα είναι ο χρόνος λήψης της απόφασης για διορισμό (Ευαγγέλου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 570). Κατά τα άλλα δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αναζήτηση και ο προσδιορισμός της σημασίας των προσόντων που κατέχει ένας υποψήφιος, εφόσον το ζήτημα αυτό αξιολογείται και σταθμίζεται από το διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της (εύλογης) διακριτικής του ευχέρειας, (Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) Α.Α.Δ. 1, Ρούσου v. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 478, ECLI:CY:AD:2014:C796). Δεδομένου δε ότι ο ισχυρισμός περί μη δέουσας έρευνας και στάθμισης των προσόντων των διαδίκων στην παρούσα περίπτωση δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, και αυτός ο Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Ο 7ος Λόγος Έφεσης αφορά τη σύσταση του Εφόρου Εσωτερικού Ελέγχου η οποία κρίθηκε πρωτοδίκως ως πάσχουσα. Επ΄ αυτού είναι θέση της εφεσείουσας ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Ισχυρίζεται συναφώς ότι από τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον της ΕΔΥ προκύπτει ότι ο Έφορος είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία αξιολόγησης επί των οποίων στηρίχθηκε η σύσταση του και συνεπώς η σύσταση του Εφόρου δεν έπασχε για οποιοδήποτε λόγο. Περαιτέρω, ισχυρίζεται, δεν επιβάλλεται από το Νόμο η αιτιολόγηση της σύστασης του Προϊσταμένου όταν αυτή συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος να διαγράψει τη σύσταση ως αξιολογικό κριτήριο παρά μόνο να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση ή να απορρίψει την προσφυγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου, οι συστάσεις του Προϊσταμένου αποτελούν ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται δεόντως υπόψη από την ΕΔΥ κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου. Ο Νόμος δεν απαιτεί να είναι αιτιολογημένη η σύσταση η οποία όμως, εφόσον λαμβάνεται υπόψιν, ελέγχεται ως προς τη συμφωνία της με τα υπόλοιπα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και διατηρεί την εγκυρότητα της όταν δεν αντιμάχεται τα στοιχεία αυτά. Η ΕΔΥ, σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Τριανταφυλλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, Στυλιανού κ.ά. v Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, Βασιλείου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75).
Στην παρούσα περίπτωση η σύσταση του Εφόρου δεν συνοδευόταν από αιτιολογία. Εφόσον ο Νόμος δεν την απαιτεί για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν θα ήταν άκυρη γι' αυτό το λόγο. Διαπιστώνεται όμως ότι η εφεσείουσα, όπως και οι άλλες δύο υποψήφιες που συστήθηκαν από τον Έφορο, είχε αξιολογηθεί από τον ίδιο σε ψηλότερο από το ΕΜ επίπεδο αναφορικά με την απόδοση στην προφορική εξέταση της ΕΔΥ. Η όποια εκτίμηση του Εφόρου αναφορικά με την εν λόγω διαφορά μεταξύ των διαδίκων θα έπρεπε να είχε συσχετισθεί και με τη σημασία των υπόλοιπων στοιχείων που διέθετε το ΕΜ (πείρα, μεταπτυχιακό, προβάδισμα στις εξετάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής) ώστε να εξηγείται γιατί η υποκειμενικότητα της εντύπωσης στην προφορική εξέταση να υπερίσχυε απέναντί της. Επιπρόσθετα, δεν είναι επιτρεπτό για τον προϊστάμενο να στηρίζει τη σύσταση του στις εντυπώσεις του από την προφορική εξέταση των υποψηφίων. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Καφά v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12:
«Η προφορική εξέταση γίνεται επ' ωφελεία της Επιτροπής και μόνο αυτή είναι το όργανο το οποίο είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το Νόμο, να βασιστεί στην προφορική εξέταση και να αξιολογήσει τους υποψηφίους ανάλογα. Η τυχόν παρουσία του προϊσταμένου στην εξέταση σκοπό έχει να βοηθηθεί η Επιτροπή στην αξιολόγησή της. Δεν επιτρέπεται στον προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψήφιους και να καταλήξει στη σύστασή του».
Για τους πιο πάνω λόγους η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος της σύστασης είναι ορθή και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί.
Τέλος, με τον 8ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δόθηκε (από την ΕΔΥ) υπέρμετρη βαρύτητα στην διαφορά των διαδίκων στην προφορική εξέταση. Η προφορική εξέταση, εισηγείται η εφεσείουσα - ήταν ένα θεσμοθετημένο στοιχείο κρίσης, στο οποίο η ΕΔΥ μπορούσε κατά διακριτική ευχέρεια να αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα συνυπολογίζοντας το βέβαια με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής. Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Δεδομένου ότι η σύσταση κρίθηκε - ορθά - ως άκυρη, η οριακή υπεροχή της εφεσείουσας έναντι του ΕΜ πάνω στη βάση της αξιολόγησης της απόδοσης τους κατά την προφορική εξέταση δεν μπορούσε από μόνη της να υποστηρίξει την επιλογή της. Η εντύπωση από τη συνέντευξη είναι χωρίς αμφιβολία ένας παράγοντας σχετικός με την αξία των υποψηφίων και η σημασία της, ανάλογα με τους συσχετισμούς, μπορεί ενδεχομένως να είναι και αποφασιστική. Eδώ όμως το γεγονός ότι η εφεσείουσα κρίθηκε ως «σχεδόν εξαίρετη» ενώ το ΕΜ ως «πάρα πολύ καλή», υπερνίκησε, ως στοιχείο συγκριτικής αξίας, την ευρύτερη πείρα, το σχετικό μεταπτυχιακό προσόν και το προβάδισμα του ΕΜ στην προφορική και γραπτή εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Όπως δε έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία και η αξιολόγηση των υποψηφίων από την ΕΔΥ δεν μπορεί να καταργήσει όλα τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής. (Σπανού v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Σωκράτους κ.ά. v. Aναστασιάδου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 557 και Μάρκου v. Iωσηφίδη κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ 137, ECLI:CY:AD:2014:C308). Υπό τις περιστάσεις η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ως τέτοια επικυρώνεται, η δε έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Ο 1ος Λόγος Έφεσης αποσύρθηκε.