ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C316
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH EΦΕΣΗ ΑΡ. 250/2012
16 Ιουλίου, 2019
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ]
xxxx THEVATHA,
Εφεσείοντα/Αιτητή,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Ή ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑ,
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση.
------------------------
Μιχάλης Παρασκευάς, για τον Εφεσείοντα.
Λουίζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσείων, πολίτης της Σρι Λάνκα, ήρθε στην Κύπρο στις 19.2.2003 και στις 12.3.2003 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο στην Υπηρεσία Ασύλου, η οποία απορρίφθηκε. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε ιεραρχική προσφυγή από την Οργάνωση Future Worlds Center η οποία, κατόπιν εξέτασης, απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων («η Αναθεωρητική Αρχή») με απόφαση της ημερομηνίας 13.8.2008. Ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 23.6.2010 αμφισβητώντας την απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής.
Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επιλήφθηκε της προσφυγής, αποδεχόμενος προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων, την απέρριψε. Διαπίστωσε ότι η προσφυγή εναντίον της Αναθεωρητικής Αρχής (εφεσίβλητων 1) ήταν εκπρόθεσμη, ενώ η προσφυγή εναντίον της Υπηρεσίας Ασύλου (εφεσιβλήτων 3), εκτός του ότι ήταν εκπρόθεσμη, οποιαδήποτε εκτελεστότητα υπήρχε στην απόφαση της, είχε εξαφανιστεί με την ενσωμάτωσή της στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής. Σε σχέση δε με το Υπουργείο Εσωτερικών, Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (εφεσιβλήτων 2) , δεν φαινόταν να υπήρχε απόφαση που να ήταν αντικείμενο της προσφυγής. Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του, το Δικαστήριο εξέτασε την προσφυγή και στην ουσία της, καταλήγοντας για τους λόγους που εξήγησε ότι θα την απέρριπτε, εν πάση περιπτώσει.
Με την έφεση που έχουμε ενώπιον μας επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης στη βάση δύο λόγων, οι οποίοι θα μας απασχολήσουν με τη σειρά που προβάλλονται. Με τον πρώτο λόγο θεωρείται εσφαλμένη και αναιτιολόγητη η κρίση του Δικαστηρίου ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη.
Ο πρωτόδικος Δικαστής προσέγγισε το ζήτημα ως ακολούθως:
«Αρχίζοντας από την προδικαστική ένσταση, ότι δηλαδή η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, παρατηρώ τα ακόλουθα: Όπως είχα αναφέρει και στην ενδιάμεση μου απόφαση ημερ. 17/9/2012 με την οποία απέρριψα αίτηση για προσωρινό διάταγμα, με την παρούσα προσφυγή (όπως τροποποιήθηκε) ο αιτητής προσβάλλει απόφαση ημερ. 13/8/2008 και η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23/6/2010. Αυτό δείχνει ότι, εκ πρώτης όψεως, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Όμως, όπως ανέφερα και στην προαναφερθείσα ενδιάμεση απόφαση, ο αιτητής ισχυρίζεται στην παράγραφο 14 της γραπτής του αγόρευσης (καθώς και στην παράγραφο 14 των γεγονότων της προσφυγής), ότι έλαβε γνώση για πρώτη φορά της προσβαλλόμενης απόφασης από ένα συγκάτοικο του, στις 13/4/2010. Ότι επισκέφθηκε άμεσα τον δικηγόρο του στις 14/4/2010 για συμβουλή και στις 23/6/2010 καταχώρησε την προσφυγή.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, με τη δική της γραπτή αγόρευση, αναφέρει ότι τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής ως προς το πότε έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης, θα πρέπει να αγνοηθούν. Επικαλείται την υπόθεση Magic Palace (Night Spot) Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 301/2005 ημερ. 7/5/2007. Στην εν λόγω υπόθεση ήταν δεκτό από τον αιτητή ότι πήρε την επιστολή των καθ' ων η αίτηση χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιήσει πότε,. Επομένως ενόψει του τεκμηρίου ότι αυτή έπρεπε να παραλήφθηκε στον εύλογο χρόνο των 5 ημερών, η προσφυγή, που καταχωρήθηκε μετά από 80 ημέρες από την ημερομηνία της επιστολής, κρίθηκε εκπρόθεσμη έστω και για μια ημέρα. Αναφέρθηκε επίσης η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση στο άρθρο 2 της περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 και στις υποθέσεις Katsiantonis v. Frangeskou (1981) 1 C.L.R. 566 και Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 18 που αφορούν τεκμήριο παραλαβής μιας επιστολής σε εύλογο χρόνο από την ταχυδρόμηση της και εισηγήθηκε ότι έχουν εφαρμογή στην παρούσα, αφού από το τεκμήριο Χ φαίνεται να ταχυδρομήθηκε η κοινοποίηση της απόφασης ως registered και παραλήφθηκε στις 3/9/2008 όπως και σφραγίδα ημερ. 16/9/2008.
[..]
Εξετάζοντας τον αόριστο ισχυρισμό του αιτητή ότι έλαβε γνώση της απόφασης ημερ. 13/8/2008 από κάποιο συγκάτοικο του και συγκρίνοντας τον με τον σαφή ισχυρισμό της πλευράς των καθ' ων η αίτηση ότι στάληκε ταχυδρομικά η επιστολή και παραλήφθηκε από τον αιτητή όπως εξηγήθηκε με λεπτομέρεια πιο πάνω, δέχομαι, χωρίς δυσκολία, τη θέση των καθ' ων η αίτηση Καταλήγω λοιπόν ότι η προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 23/6/2010 για να προσβάλει την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (καθ' ης η αίτηση 1) ημερ. 13/8/2008 είναι σαφώς εκπρόθεσμη. Τούτο επιβεβαιώνεται κι' από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα παράθεσα πιο πάνω, από τα οποία προκύπτει ότι ο αιτητής έλαβε γνώση το αργότερα στις 19/8/2008 όταν στάληκε στον δικηγόρο του αιτητή fax της ίδιας ημερομηνίας και στη συνέχεια επιστολή στον ίδιο τον αιτητή. Στις 10/3/2010 ο δικηγόρος του αιτητή διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε επανεξέταση, αίτημα που απορρίφθηκε. Κι αν ακόμα ληφθεί υπόψη η 10/3/2010, μέχρι 23/6/2010 και πάλιν η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.»
Η απόφαση, λοιπόν, του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη εδραζόταν σε δύο ανεξάρτητους μεταξύ τους λόγους. Αφενός, η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής είχε γνωστοποιηθεί στο δικηγόρο του εφεσείοντα με τηλεομοιότυπο (fax) ημερομηνίας 19.8.2008, αφετέρου, απεστάλη και στον εφεσείοντα με διπλοσυστημένη επιστολή, η οποία φαινόταν να είχε παραληφθεί στις 3.9.2008, ενώ η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23.6.2010.
Όσον αφορά την αποστολή της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής με fax στο δικηγόρο του εφεσείοντα, ο εφεσείων ισχυρίζεται, ουσιαστικά, ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι αυθαίρετο, αφού δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι στάλθηκε, ποιος είναι ο αριθμός στον οποίο εστάλη, σε ποιόν ανήκει ο αριθμός, αν αυτός ανήκει σε δικηγόρο και αν ο δικηγόρος αυτός είναι δικηγόρος του εφεσείοντα. Λανθασμένο θεωρεί και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι «Στις 10/3/2010 ο δικηγόρος του αιτητή διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε επανεξέταση, αίτημα που απορρίφθηκε», στη βάση ότι η οργάνωση Future Worlds Center, η οποία ζήτησε την επανεξέταση, δεν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου.
Το βάρος απόδειξης, βέβαια, του εκπρόθεσμου της προσφυγής, είχαν οι εφεσίβλητοι οι οποίοι το πρόβαλαν. Η προθεσμία των 75 ημερών που προνοείται στο Άρθρο 146.3 του Συντάγματος για άσκηση προσφυγής, είναι επιτακτική και ανατρεπτική ως ζήτημα δημόσιας τάξης και ερμηνεύεται, κατά πάγια νομολογία, αυστηρά (βλ. Γανωμάτης ν Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 133). Όπου η διοικητική πράξη δε δημοσιεύεται, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημέρα που ο προσφεύγων λαμβάνει πλήρη γνώση της πράξης. Πλήρης θεωρείται η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη (βλ. Δήμος Λεμεσού ν Νικολαΐδη (2005) 3 ΑΑΔ 591). Η νομολογία αναγνωρίζει ότι η γνωστοποίηση διοικητικής απόφασης στον νομικό αντιπρόσωπο ή άλλο εκπρόσωπο του διοικούμενου που ενεργεί εκ μέρους του θεωρείται για τους σκοπούς του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος ως γνωστοποίηση προς τον ίδιο, (βλ. Papasavva v Republic (1979) 3 CLR 563).
Εν προκειμένω, η ιεραρχική προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρήθηκε, ως έχει αναφερθεί, από την Οργάνωση Future Worlds Center, στην οποία γνωστοποιήθηκε η απόρριψή της. Προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής απεστάλη, με ένδειξη ότι παραλήφθηκε, στο fax με αριθμό 922873821, που είναι ο ίδιος με τον αριθμό fax που φαίνεται στην ιεραρχική προσφυγή, η οποία υπεβλήθη εκ μέρους του εφεσείοντα από την οργάνωση Future Worlds Center εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Παρά δε τις αναφορές στην πρωτόδικη απόφαση περί γνωστοποίησης της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής στο «δικηγόρο» του εφεσείοντα με fax ημερομηνίας 19.8.2008 και αιτήματος του «δικηγόρου» για επανεξέταση - προφανώς επειδή η ιεραρχική προσφυγή που υπεβλήθη από το Future Worlds Center και το αίτημα για επανεξέταση υπογράφονται από «νομικό σύμβουλο» στην εν λόγω οργάνωση - η ουσία του πράγματος είναι πως η οργάνωση αυτή, κατά τους ουσιώδεις χρόνους, ενεργούσε για λογαριασμό και εκπροσωπούσε τον εφεσείοντα. Επομένως, ορθά θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η προσβαλλόμενη πράξη γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα στις 19.8.2008 και, ως εκ τούτου, η προσφυγή η οποία καταχωρήθηκε στις 23.6.2010 ήταν εκπρόθεσμη.
Υπό το φως της κατάληξής μας, ανωτέρω, παρέλκει η διερεύνηση του άλλου λόγου επί του οποίου εδραζόταν η απόφαση του Δικαστηρίου για την απόρριψη της προσφυγής ως εκπρόθεσμης.
Υπάρχει, όμως, ένα ακόμα θέμα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έχει εισηγηθεί ότι ακόμη και αν γίνει δεκτό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής, ο εφεσείων δεν είχε οποιαδήποτε εναλλακτική θεραπεία λόγω του άκαμπτου και απόλυτου της προθεσμίας των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής, παρόλο που σε όλους τους «υπόλοιπους κλάδους δικαίου» υπάρχει η δυνατότητα παράτασης προθεσμιών. Ισχύει, κατά την άποψή του, η αρχή που διατυπώθηκε στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΔΑΔ), σύμφωνα με την οποία «η υπερβολική τυπολατρική ερμηνεία του νόμου που αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις άσκησης ένδικου μέσου εκ μέρους ενός δικαστηρίου εμποδίζει στην πραγματικότητα την εξέταση της ουσίας του ένδικου μέσου αυτού» και συνιστά παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο διασφαλίζει πρόσβαση στο δικαστήριο.[1]
Η τυπολατρία, η οποία αφορά την ιδιαίτερα αυστηρή ερμηνεία των κανόνων, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν σε προθεσμίες, μπορεί να στερήσει από τους προσφεύγοντες το δικαίωμα της πρόσβασής τους σε δικαστήριο. Αναγνωρίζεται δε από τη νομολογία του ΕΔΑΔ ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είναι απόλυτο και δυνατό να υπόκειται σε περιορισμούς, εφόσον αυτοί επιδιώκουν νόμιμο σκοπό και υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. Ashingdane v. the United Kingdom, 28 Μαΐου 1985 § 57, Σειρά A, αριθ. 93, Jensen v Denmark, Αίτηση αρ.8693/11 ημερ. 13.3.2017 και Olsby v Sweden, Αίτηση αρ. 36124/06, ημερ. 21.6.2012). Οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να προσλάβουν τη μορφή προθεσμιών, οι οποίες τίθενται από το νομοθέτη. Η επιβολή δε εύλογων προθεσμιών προάγει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Στην Olsby παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα από το ΕΔΑΔ, με αναφορά σε προθεσμίες που τίθενται για την άσκηση ένδικου μέσου:
«49. . the Court observes that the right of access to a court is not absolute and may be subject to legitimate restrictions, particularly regarding the conditions of admissibility of an appeal. Where an individual's access is limited either by operation of law or in fact, the restriction will not be incompatible with Article 6 where the limitation does not impair the very essence of the right and where it pursues a legitimate aim, and there is a reasonable relationship of proportionality between the means employed and the aim sought to be achieved (see Ashingdane v. the United Kingdom, judgment of 28 May 1985, § 57, Series A no. 93 and F.E., cited above, § 44).
50. Moreover, the Court notes that the rules governing the formal steps to be taken and the time-limits to be complied with in lodging an appeal are aimed at ensuring the proper administration of justice and compliance with the principle of legal certainty for all parties involved in a dispute. These are, as noted by the Government, legitimate aims for regulating the access to court.
.
51. A distinction has to be made though, between imposing certain limitations and effectively hindering an appeal on the merits. In this respect, the Court observes that for the right of access to court to be effective, an individual must have a clear, practical opportunity to challenge an act that is an interference with his rights (see F.E., cited above, § 46). In the Court's view, this includes the need for legal certainty for the debtor to be able to trust that the time-limit for appeal given in the law and expressly mentioned in a decision is valid and not open to exceptions, unless those exceptions are explicitly mentioned. Otherwise, trust in the legal system and instructions given by the authorities would be eroded.
52. Furthermore, as the Court has established in earlier cases, the parties to a dispute must be able to avail themselves of the right to bring an action or to lodge an appeal from the moment they can effectively apprise themselves of court decisions imposing a burden on them or which may infringe their legitimate rights or interests (see for example Miragall Escolano and Others v. Spain, nos. 38366/97, 38688/97, 40777/98, 40843/98, 41015/98, 41400/98, 41446/98, 41484/98, 41487/98 and 41509/98, §§ 33 and 37, ECHR 2000‑I).»
Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η Κυπριακή νομολογία. Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε στην υπόθεση Fekkas v Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 CLR 173 ότι η καθιέρωση προθεσμιών για την άσκηση δικαιωμάτων που παρέχει ο νόμος δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, νοουμένου ότι η προθεσμία δεν είναι περιοριστική σε βαθμό που να αντιστρατεύεται την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος.
Στη Γιωργαλλά ν Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 ΑΑΔ 2060 (Νομικό Ερώτημα), στην οποία έγινε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΑΔ, επισημάνθηκαν τα ακόλουθα από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
«Το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβαση»), καθιερώνει τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και της ποινικής ευθύνης ατόμου από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με τα θέσμια δικαίας δίκης, αναφαίρετο δικαίωμά του. Παρόλο που το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης δεν κατοχυρώνει ρητά δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, αυτό έχει ερμηνευθεί ότι περιλαμβάνει τέτοιο δικαίωμα, αποκλειομένων αυθαίρετων ή παράνομων περιορισμών. Δεν αποκλείεται όμως ο χρονικός περιορισμός της πρόσβασης, με την καθιέρωση προθεσμιών, νοουμένου ότι αυτές δεν είναι ασφυκτικές, σε βαθμό που να πλήττουν τη δραστικότητα του δικαιώματος. Αφετέρου, ο χρονικός περιορισμός πρέπει να είναι, σε γενικές γραμμές, ανάλογος προς το σκοπό ο οποίος επιδιώκεται με την καθιέρωση της προθεσμίας και η προθεσμία να αντιστοιχεί προς αυτό. Σ' αυτό το πεδίο αναγνωρίζεται βαθμός ελευθερίας (margin of appreciation) σε κάθε χώρα να καθορίσει την προθεσμία, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα δεδομένα της· δίχως η ευχέρεια αυτή του νομοθέτη να υπερακοντίζει τη δικαστική λειτουργία ως τον τελικό κριτή του συμβατού του περιορισμού με το κατοχυρωμένο δικαίωμα.»
(Δέστε επίσης την πρόσφατη απόφαση Σταματίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 467/12, ημερ. 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A242).
Στις συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C-89/10 και C-96/10, Q-Beef NV v Belgische Staat και Frans Bosschaert v Belgische Staat, ημερ. 8.9.2011, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάνθηκε, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, ότι ο καθορισμός εύλογων «αποκλειστικών προθεσμιών» (limitation periods) για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης, χάριν της ασφάλειας δικαίου. Τέτοιες προθεσμίες δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης.
Εν προκειμένω, ο περιορισμός που τίθεται με την καθιέρωση προθεσμίας 75 ημερών στο Άρθρο 146 του Συντάγματος για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής, αφότου γνωστοποιείται η διοικητική απόφαση στο διοικούμενο, με την έννοια που έχει εξηγηθεί ανωτέρω, είναι αρκούντως μακρά για το σκοπό αυτό, δεν είναι δυσανάλογη ως προς τον σκοπό της εξασφάλισης της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και δεν παραβιάζει την ίδια την ουσία του δικαιώματος.
Ούτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούσαν την άσκηση προσφυγής από τον εφεσείοντα εντός της προθεσμίας των 75 ημερών από τη γνωστοποίησή της, αδύνατη. Ο εφεσείων έλαβε πλήρη γνώση για την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής στις 19.8.2008 μέσω της εκπροσώπου του, οργάνωσης Future Worlds Center, στην οποία απεστάλη η απόφαση με fax ίδιας ημερομηνίας. Σε αυτήν αναφερόταν ξεκάθαρα ότι η ιεραρχική προσφυγή του εφεσείοντα είχε απορριφθεί και ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής υπόκειτο σε αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο δια προσφυγής καταχωρημένης εντός 75 ημερών από τη γνωστοποίησή της, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Από τη γνωστοποίηση της πράξης στην εκπρόσωπό του εφεσείοντα, αυτός είχε κάθε δυνατότητα και επαρκή χρόνο να την προσβάλει δικαστικώς επιδιώκοντας την αναθεώρησή της από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο εφεσείων όμως δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα εντός της προθεσμίας των 75 ημερών από τη γνωστοποίησή της σε αυτόν.
Σε συμφωνία λοιπόν με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα, διαπίστωση η οποία καθιστά περιττή την ενασχόλησή μας με τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται στην έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Louli v Greece, Αίτηση αρ. 43374/06, ημερομηνίας 31.7.2008. Παράπεμψε επίσης στις Shchukin and Others v Cyprus, Αίτηση αρ. 14030/03, ημερομηνίας 29.7.2010 και Kolona v Cyprus, Αίτηση αρ. 28025/03 ημερ. 27.9.2007.