ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C273
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 219/2012)
(Υπόθεση Αρ. 1482/2010)
2 Ιουλίου 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx AHMET
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η Αίτηση
-----------------------------------
Κ. Δαμιανός με Κ. Μελά για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα.
Λ. Ουστά (κα) με Π. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
-----------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από
τον Οικονόμου, Δ. και με αυτή συμφωνούν
οι Νικολάτος, Π., Παρπαρίνος, Δ. και
Λιάτσος, Δ. Ο Χριστοδούλου, Δ. θα δώσει
χωριστή απόφαση ως προς την
αιτιολογία, με την ίδια κατάληξη.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο πατέρας της εφεσείουσας ήταν τουρκοκύπριος ο οποίος το 1974, συνεπεία της τουρκικής εισβολής, εγκατέλειψε την περιουσία του στον ’γιο Θεόδωρο Τηλλυρίας και εγκαταστάθηκε μόνιμα στις κατεχόμενες περιοχές.
Η εφεσείουσα είχε μεταναστεύσει πολύ προηγουμένως, από το 1959, στη Μεγάλη Βρετανία και έχει αποκτήσει τη βρετανική υπηκοότητα.
Κατά ή περί το Μάρτιο 2008 ο πατέρας της εφεσείουσας μεταβίβασε ένα ακίνητο ευρισκόμενο στον ’γιο Θεόδωρο Τηλλυρίας, στην εφεσείουσα, δυνάμει δωρεάς.
Στις 26.6.2008 η εφεσείουσα κατέθεσε στο κτηματολόγιο αγοραπωλητήριο έγγραφο για πώληση του εν λόγω τεμαχίου σε τρίτους, ελληνοκύπριους αγοραστές. Παράλληλα υπεβλήθη αίτημα μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προς τον Υπουργό Εσωτερικών υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91, όπως τροποποιήθηκε) (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»), για άδεια πώλησης και αποξένωσης του κτήματος σε ελληνοκύπριους αγοραστές.
Το αίτημα απερρίφθη με το εξής αιτιολογικό:
«Όπως προκύπτει, δεν συντρέχουν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίζονται με τη σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 60.821 ημερ. 15.09.2004 ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις και δεδομένου στην αγοραπωλησία συνυπάρχει το στοιχείο της καλής πίστης, ο Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών μπορεί να επιτρέπει κατ΄ εξαίρεση την πώληση ορισμένων Τ/Κ Περιουσιών, των οποίων οι ιδιοκτήτες αποδεδειγμένα είχαν μεταβεί για μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό πριν την Τουρκική Εισβολή ή δεν έχουν εγκαταλείψει τις ελεύθερες περιοχές. Αναφέρεται ότι μεταξύ άλλων ο αρχικός ιδιοκτήτης είναι μόνιμος κάτοικος κατεχομένων η δε πωλήτρια (θυγατέρα) έγινε ιδιοκτήτρια του προς πώληση ακινήτου μέσα στο 2008.
2. Κατόπιν τούτου, ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λευκωσίας, δεν μπορεί να προβεί σε αποδοχή του πωλητηρίου εγγράφου για κατάθεση.»
Ακολούθησαν νέα αιτήματα που έβρισκαν την ίδια άρνηση. Η τελευταία απορριπτική απάντηση δόθηκε στις 2.9.2010 και προσεβλήθη με προσφυγή στην οποία προβλήθηκε η θέση ότι η εφεσείουσα είναι βρετανή υπήκοος, μόνιμη κάτοικος Ηνωμένου Βασιλείου από το 1959, η οποία ουδέποτε απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα και δεν εμπίπτει στον όρο «τουρκοκύπριος» εν τη εννοία του Νόμου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην έννοια της «τουρκοκυπριακής περιουσίας»[1] όπως αποδίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου και θεώρησε ότι το επίμαχο τεμάχιο συνιστά «τουρκοκυπριακή περιουσία» ως ανήκουσα, κατά τον ορισμό του Νόμου, σε «τουρκοκύπριο»[2] και ευρισκόμενη στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Ειδικότερα έκρινε πως η εφεσείουσα, αν και είχε μεταναστεύσει το 1959, με την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας κατέστη αυτόματα πολίτης της κατά τα προβλεπόμενα στο ’ρθρο 2 του Παραρτήματος Δ της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας[3], που προνοούσε ότι οποιοσδήποτε πολίτης του Ηνωμένου Βασιλείου και των Αποικιών ο οποίος κατά την ημέρα της Συμφωνίας πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, καθίστατο, άνευ ετέρου, από την ημέρα εκείνη, πολίτης της Νήσου Κύπρου, εάν ήταν μόνιμος κάτοικος της Κύπρου για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα της περιόδου των πέντε ετών που είχαν προηγηθεί της ημερομηνίας της Συμφωνίας.
Θεωρώντας ότι η εφεσείουσα είναι «τουρκοκύπρια» και ότι το τεμάχιο συνιστά «τουρκοκυπριακή περιουσία», έκρινε περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν συνέτρεχε οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα κριτήρια στο άρθρο 3 (α-γ) του Νόμου ώστε να αρθεί η διαχείριση τ/κ περιουσίας[4]. Έκρινε δε την επίδικη πράξη ως «πλήρης και δεόντως αιτιολογημένη». Εξέτασε και θέματα αντισυνταγματικότητας του Νόμου το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν θα επεκταθούμε εφόσον οι σχετικοί λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν και απoρρίφθηκαν.
Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης στην ουσία τους αμφισβητούν ότι η εφεσείουσα είναι τ/κ εν τη εννοία του άρθρου 2 του Νόμου και προβάλλουν το συνεπακόλουθο επιχείρημα ότι το επίδικο τεμάχιο έπαυσε να ανήκει σε τ/κ και να αποτελεί τ/κ περιουσία από το χρόνο της μεταβίβασης του επ΄ονόματι της εφεσείουσα. Προσβάλλεται μεν η πρωτόδικη κρίση ότι η απορριπτική απόφαση ήταν «πλήρης και δεόντως αιτιολογημένη», αλλά τούτο επί τη βάσει και πάλιν της εισήγησης ότι «ο Νόμος εφαρμόζεται μόνο για τις περιουσίες Κυπρίων πολιτών οι οποίοι ανήκουν στην τ/κ κοινότητα και οι οποίοι τις εγκατέλειψαν συνεπεία της τουρκικής εισβολής». Ενώ η εφεσείουσα «είναι βρετανίδα υπήκοος η οποία απέκτησε την περιουσία της από τον πατέρα της δυνάμει δωρεάς, ουδέποτε διέμενε στα κατεχόμενα και δεν εγκατέλειψε την περιουσία της συνεπεία της τουρκικής εισβολής». Επί της ίδιας βάσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι εφάρμοσαν ορθά το Νόμο και ορθά ζητήθηκε η συγκατάθεση του Κηδεμόνα. Ως εκ τούτου, κατά τρόπο δίκαιο, αναγνώρισε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας κατά την ακρόαση της έφεσης, ότι η έφεση είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έχει πιθανότητα επιτυχίας σε περίπτωση που αποφασιστεί ότι η εφεσείουσα είναι «τουρκοκύπρια».
Η πρώτη διαπίστωση είναι πως η στάση της εφεσείουσας είναι αντιφατική. Η ίδια είναι που κινήθηκε στα πλαίσια του συγκεκριμένου Νόμου και στην αρνητική απάντηση καταχώρισε προσφυγή στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου. Ενώπιον του Δικαστηρίου όμως, η θέση της ήταν ότι δεν είναι «τουρκοκύπρια» και συνεπακόλουθα ότι η περιουσία δεν είναι «τουρκοκυπριακή περιουσία». Εάν όμως αυτή ήταν η θέση της, θα έπρεπε να απαιτήσει επιστροφή της περιουσίας της επί τη βάσει παράνομης επέμβασης, με αντίστοιχη θεραπεία στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Το επίδικο ζήτημα θα ήταν τότε το κατά πόσο υπάρχει παράνομη επέμβαση από τον Κηδεμόνα, θα ήταν ζήτημα ιδιωτικού δικαίου και το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο η ίδια η εφεσείουσα προσέφυγε, ως το τότε πρωτοβάθμιο αναθεωρητικό δικαστήριο, θα εστερείτο δικαιοδοσίας (βλ. Ahmet κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφεσείουσα είναι «τουρκοκύπρια» εν τη εννοία του Νόμου. Είχε αυτομάτως αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα κατά το χρόνο της Συμφωνίας Εγκαθίδρυσης όπως προβλέπεται από το ’ρθρο 2 του Παραρτήματος Δ. Η έννοια του «τουρκοκύπριου» και της «τουρκοκυπριακής περιουσίας» στο Νόμο, έστω και αν στο προοίμιο του γίνεται αναφορά σε περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν από τον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό ως αποτέλεσμα της τούρκικης εισβολής[5], δεν συσχετίζονται με το γεγονός της εγκατάλειψης ή μη των περιουσιών από τους τουρκοκύπριους οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες το 1974 (Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 426, Perihan v. Γεωργίου (2008) 1 ΑΑΔ 905). Δεν είναι ορθή η αντίληψη του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι Τουρκοκύπριος στο άρθρο 2 του Νόμου σημαίνει Τουρκοκύπριο που «εγκατέλειψε την περιουσία του συνεπεία της τουρκικής εισβολής και διαμένει στα κατεχόμενα». Αρκεί να πρόκειται για περιουσία, η οποία ευρισκόμενη στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ανήκει σε «τουρκοκύπριο», ήτοι σε τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες περιοχές, ανεξάρτητα από το γεγονός της εγκατάλειψης ή μη της περιουσίας το 1974. Ο παράγοντας αυτός, δεν αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του Νόμου και υπαγωγής της περιουσίας υπό την προβλεπόμενη κηδεμονία, αλλά υπεισέρχεται ως κριτήριο προς εξέταση της άρσης της κηδεμονίας.
Συνεπώς, η επίδικη περιουσία συνιστά «τουρκοκυπριακή περιουσία» η οποία εκ του Νόμου τέθηκε υπό κηδεμονία. Μετά τη διαπίστωση αυτή, η έφεση, ως έχει, είναι, όπως δικαίως αναγνωρίστηκε, καταδικασμένη να αποτύχει.
Η έφεση απορρίπτεται με 2500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Α. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 219/2012
2 Ιουλίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.,
ΛΙΑΤΣΟΥ, Δ., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx AHMET
Εφεσείουσας/Αιτήτριας
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ
Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η αίτηση
.........
Κ. Διαμιανός με Κ. Μελά για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ,
για την εφεσείουσα.
Λ. Ουστά (κα) με Π. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,
για την εφεσίβλητη
A Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφίας)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Συμφωνώ με την τελική κατάληξη ότι η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Με κάθε όμως σεβασμό προς την πλειοψηφία, θεωρώ ότι για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας είναι αδιάφορο το κατά πόσο η εφεσείουσα είναι ή όχι «τουρκοκύπρια» εν τη εννοία του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ’λλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/1991 ως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος).
Η έννοια του όρου «τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου, παραπέμπει στο χρόνο θέσπισης του Νόμου (βλ. Basma v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 619, Κεραμοποιεία Παλαίκυθρο «ο Γίγας» Λτδ ν. Χαλίλ Μουσταφά κ.α., Πολ. Εφ. 45/2010 ημερ. 27.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:A303, Μehmed v. Kηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, Α.Ε. 33/2013 ημερ. 14.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:C84) και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:
«Έχω την άποψη ότι τα πιο πάνω ισχύουν μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης ακίνητης ιδιοκτησίας είχε μεταναστεύσει και αποκτήσει μόνιμη διαμονή στο εξωτερικό πριν από την τουρκική εισβολή. Ο πατέρας της αιτήτριας ο οποίος ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας τόσο κατά το 1974 όσο και κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου (1.7.1991), ουδέποτε μετανάστευσε ή απέκτησε μόνιμη διαμονή στο εξωτερικό ή στις ελεύθερες περιοχές, αλλά διέμενε από το 1974 στις κατεχόμενες περιοχές με αποτέλεσμα η περιουσία του να περιέλθει ως εγκαταλειφθείσα στη διαχείριση του Κηδεμόνα μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 3 του Νόμου.
Δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση με την εγγραφή της εν λόγω περιουσίας επ' ονόματι της αιτήτριας δυνάμει δωρεάς. Η πράξη αυτή επετράπη διότι δεν παραβίαζε το καθεστώς κηδεμονίας Τ/Κ περιουσίας και δεν ανατρέπονταν οι όροι σύμφωνα με τους οποίους το κτήμα περιήλθε υπό την προσωρινή φύλαξη και διαχείριση του Κηδεμόνα.
Σε κάθε περίπτωση σημασία έχει το καθεστώς του ιδιοκτήτη και της περιουσίας κατά την έναρξη εφαρμογής του Νόμου ώστε να κριθεί αν νόμιμα αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του Κηδεμόνα. Ακόμη και αν η υπόθεση κριθεί στη βάση της επιχειρηματολογίας που προώθησε η αιτήτρια, ότι δηλαδή σημασία είχε η κατάσταση της ίδιας ως ιδιοκτήτριας του κτήματος κατά το χρόνο που υπέβαλε το αίτημα για έγκριση της αγοραπωλησίας, έχω και πάλι τη γνώμη ότι νομίμως απορρίφθηκε το αίτημα. Το άρθρο 2 του Παραρτήματος Δ της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, προνοεί ότι .».
Όπως γίνεται αντιληπτό από το πιο πάνω απόσπασμα, το κεντρικό ζήτημα για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το κατά πόσο ο πατέρας της εφεσείουσας ήταν «τουρκοκύπριος» και το κατά πόσο η επίδικη περιουσία ήταν «τουρκοκυπριακή περιουσία» εν τη εννοία του Νόμου. Αποφασίζοντας τούτο θετικά - και επ΄ αυτού η εφεσείουσα δεν εγείρει οποιοδήποτε παράπονο - η προσφυγή ΄ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη. Και αυτό, ανεξαρτήτως του κατά πόσο σε μεταγενέστερο χρόνο, το 2008, η επίδικη περιουσία μεταβιβάστηκε δυνάμει δωρεάς ή με οποιαδήποτε άλλη αιτία σε πρόσωπο που ενδεχομένως να μην είναι «τουρκοκύπριος» εν τη εννοία του Νόμου. Κάθε άλλη προσέγγιση, κατά την άποψή μου, θα καταστρατηγούσε το σκοπό του Νόμου, με αυτονόητες ανεπιθύμητες συνέπειες. Ορθώς επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του (ως ανωτέρω) στο χρόνο έναρξης «εφαρμογής του Νόμου ώστε να κριθεί αν νόμιμα αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του Κηδεμόνα» και από τη στιγμή που αποφάσισε ότι η επίδικη περιουσία υπάγεται στη δικαιοδοσία του Κηδεμόνα, το όλο ζήτημα έληξε. Το γεγονός δε ότι προχώρησε να εξετάσει και την επιχειρηματολογία της εφεσείουσας ότι αυτή δεν είναι «τουρκοκύπρια» εν τη εννοία του Νόμου, δεν ήταν καθοριστικό για την υπόθεση. Αυτό το τονίζει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι «Ακόμη και εάν η υπόθεση κριθεί στη βάση της επιχειρηματολογίας που προώθησε η αιτήτρια, ότι δηλαδή σημασία είχε η κατάσταση της ίδιας της ιδιοκτήτριας.», το στοιχείο αυτό δεν ήταν καθοριστικό για την τύχη της προσφυγής και η εξέταση του - έστω και παρεμπιπτόντως - ήταν αχρείαστη.
Για όλα τα πιο πάνω, θα απέρριπτα την έφεση χωρίς ενασχόληση με το κατά πόσο η εφεσείουσα είναι ή όχι «τουρκοκύπρια» εν τη εννοία του Νόμου, εφόσον για σκοπούς της υπόθεσης το καθοριστικό είναι αφενός ότι ο πατέρας της ήταν «τουρκοκύπριος» κατά το χρόνο θέσπισης του Νόμου και αφετέρου ότι η επίδικη περιουσία είναι «τουρκοκυπριακή» εν τη εννοία του Νόμου, η δε μεταγενέστερη εγγραφή της επίδικης περιουσίας επ΄ ονόματι της εφεσείουσας είναι αδιάφορη για σκοπούς του Νόμου.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] «τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλα΅βάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχό΅ενες από τη ∆η΅οκρατία περιοχές και περιλα΅βάνει και τη βακούφικη περιουσία.
[2] «Τουρκοκύπριος» ση΅αίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη δια΅ονή του στις ελεγχό΅ενες από τη ∆η΅οκρατία περιοχές και περιλα΅βάνει εταιρεία ή άλλο νο΅ικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εβκάφ.
[3] SECTION 2
1. Any citizen of the United Kingdom and Colonies who on the date of this Treaty possesses any of the qualifications specified in paragraph 2 of this Section shall on that date become a citizen of the Republic of Cyprus if he was ordinarily resident in the Island of Cyprus at any time in the period of five years immediately before the date of this Treaty.
2. The qualifications referred to in paragraph 1 of this Section are that the person concerned is - (a) a person who became a British subject under the provisions of the Cyprus (Annexation) Orders in Council, 1914 to 1943; or (b) a person who was born in the Island of Cyprus on or after the 5th of November, 1914; or (c) a person descended in the male line from such a person as is referred to in sub-paragraph (a) or (b) of this paragraph.
3. Any citizen of the United Kingdom and Colonies born between the date of this Treaty and the agreed date shall become a citizen of the Republic of Cyprus at the date of his birth if his father becomes such a citizen under this Section or would but for his death have done so.
[4] Τα κριτήρια αυτά, που αφορούν στη δυνατότητα θετικής αντίκρισης άρσης της διαχείρισης σε περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, που ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης είχε τη συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό πριν ή μετά την εισβολή, έλαβαν νομοθετική υπόσταση με τον τροποποιητικό Νόμο 39(Ι)/2010, ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 7.5.2010 (βλ. Ahmet κ.α. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 135). Προηγουμένως τέτοιας φύσεως κριτήρια λαμβάνονταν υπόψιν με βάση την προαναφερθείσα Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 60.821, ημερ. 15.9.2004.
[5] «Επειδή, συνεπεία της ΅αζικής ΅ετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσ΅ού ως αποτέλεσ΅α της Τουρκικής εισβολής στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές δυνά΅εις εισβολής και της απαγόρευσης από τις δυνά΅εις αυτές της διακiνησης του πληθυσ΅ού αυτού στις περιοχές της Κυπριακής ∆η΅οκρατίας, εγκαταλείφθηκαν περιουσίες που αποτελούνται από κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία, .»