ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D315
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Eφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 177/18, 75/19, 76/19, 77/19, 79/19, 80/19, 84/19 και 85/19)
16 Ιουλίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΔΔ.]
Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 177/18
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση
ν.
xxx ΑΥΓΟΥΣΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 75/19
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση
ν.
1. xxx ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΥ
2. xxx ΚΟΝΙΔΑΡΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 76/19
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση
ν.
xxx ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 77/19
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση
ν.
xxx ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 79/19
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
2. ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση
ν.
xxx ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ (Προσφ. 962/14)
xxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (Προσφ. 963/14)
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 80/19
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
2. ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση
ν.
xxx xxx ΝΤΕΡΜΙΤΖΙΑΝ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 84/19
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείουσα/Καθ΄ ης η αίτηση
ν.
1. xxx ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ (Υπ. Αρ. 1938)
2. xxx ΣΤΑΥΡΟΥ (Υπ. Αρ. 1992/12)
3. xxx Χ"ΣΑΒΒΑ (Υπ. Αρ. 2009/12)
4. xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ (Υπ. Αρ. 2065/12)
5. xxx ΕΥΘΥΜΙΟΥ (Υπ. Αρ. 2066/12)
6. xxx ΣΙΗΠΙΛΛΗ (Υπ. Αρ. 2067/12)
7. xxx ΙΩΑΝΝΟΥ (Υπ. Αρ. 85/13)
8. xxx ΛΟΙΖΙΔΟΥ (Υπ. Αρ. 86/13)
9. xxx ΣΙΔΕΡΑ (Υπ. Αρ. 87/13)
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
Αρ. 85/19
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείουσα/Καθ΄ ης η αίτηση
ν.
1. xxx ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
Έφεση αρ. 177/18.
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με τις Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ε. Συμεωνίδου (κα) και Ειρ. Νεοφύτου (κα), Δικηγόρους της Δημοκρατίας Α΄, για τους εφεσείοντες/αιτητές.
Φ. Καμένος για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ, Α. Παναγιώτου, Γ. Χατζηπέτρου και Βρ. Χατζηχάννας, για τους εφεσίβλητους/καθ΄ ων η αίτηση.
Έφεση αρ. 75/19.
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με τις Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ε. Συμεωνίδου (κα) και Ειρ. Νεοφύτου (κα), Δικηγόρους της Δημοκρατίας Α΄, για τους εφεσείοντες.
Φ. Καμένος για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ, Α. Παναγιώτου, Α.Σ. Αγγελίδης, Α. Καραμανώλης για Χρ. Βασιλειάδης & Σία ΔΕΠΕ και Γ. Χατζηπέτρου, για τους εφεσίβλητους.
΄Εφεση αρ. 76/19.
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με τις Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ε. Συμεωνίδου (κα) και Ειρ. Νεοφύτου (κα), Δικηγόρους της Δημοκρατίας Α΄, για τους εφεσείοντες.
Φ. Καμένος για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ, Α. Παναγιώτου, Δ. Στεφανίδης και Γ. Χατζηπέτρου προσωπικά και για Κιτρομηλίδη, Πέτσα & Σία ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.
Έφεση αρ. 77/19.
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με τις Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ε. Συμεωνίδου (κα) και Ειρ. Νεοφύτου (κα), Δικηγόρους της Δημοκρατίας Α΄, για τους εφεσείοντες.
Φ. Καμένος για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ και Γ. Χατζηπέτρου, για τους εφεσίβλητους.
Έφεση αρ. 79/19.
Α. Κουντουρή (κα) με Στ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα Αρχή Λιμένων.
Γ. Χατζηπέτρου, για την εφεσίβλητη.
Έφεση αρ. 80/19.
Α. Κουντουρή (κα) με Στ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα Αρχή Λιμένων.
Α. Καραμανώλης για Χρ. Βασιλειάδης & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη.
Έφεση αρ. 84/19.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ρ. Πασιουρτίδη (κα), για την εφεσείουσα.
Γ. Παπαδόπουλος μαζί με την Ελ. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδη & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.
Έφεση αρ. 85/19.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ρ. Πασιουρτίδη (κα), για την εφεσείουσα.
Γ. Παπαδόπουλος μαζί με την Ελ. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδη & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.
___________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος της εξαίρεσης Δικαστών από την εκδίκαση της υπόθεσης είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από τον Πρόεδρο.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Οι εφέσεις αυτές τέθηκαν ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά από απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ενώπιον του οποίου εκκρεμούσαν, κατόπιν αιτήματος του Γενικού Εισαγγελέως, με το οποίο συμφώνησαν όλες οι πλευρές. Οι λόγοι που προβλήθηκαν, είναι η μεγάλη συνταγματική και πολιτειακή τους σημασία και οι δραστικές συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει η απόφαση, τόσο στην εθνική οικονομία, όσο και σε δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους του Δημόσιου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.
Το Τριμελές Εφετείο, πριν λάβει την απόφασή του για παραπομπή στην Πλήρη Ολομέλεια, είχε διαβούλευση με όλα τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται.
Κατά την πρώτη δικάσιμο, μετά από σχετική ενημερωτική δήλωση του Προέδρου, ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας και η ευπαίδευτη συνήγορος της Αρχής Λιμένων Κύπρου, που εμφανίζονται για εφεσείοντες, ζήτησαν την εξαίρεση αριθμού Δικαστών περιλαμβανομένου και του Προέδρου, τονίζοντας συγχρόνως ότι δεν τίθεται προς αμφισβήτηση η εντιμότητα και ακεραιότητα των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι κύριοι λόγοι εξαίρεσης είναι οι εξής:
(α) Έξι Δικαστές είναι σύζυγοι (ή γονείς) Δημοσίων Υπαλλήλων ή συνταξιούχων Δημοσίων Υπαλλήλων, που δεν είναι διάδικοι στις παρούσες εφέσεις, ούτε και καταχώρησαν σχετικές προσφυγές,
(β) Έξι Δικαστές (εκ των οποίων τρεις συμπεριλαμβάνονται στους πιο πάνω υπό (α) έξι) καταχώρισαν προσφυγές στο Διοικητικό Δικαστήριο, ζητώντας την ακύρωση της διοικητικής απόφασης για μείωση του μισθού τους εξαιτίας του ότι είναι και λήπτες σύνταξης κοινωνικών ασφαλίσεων, στηριζόμενοι, μεταξύ άλλων, στο ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος και,
(γ) ειδικά για τον Πρόεδρο ότι έχει αντιδικία με την Αρχή Λιμένων Κύπρου, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της έφεσης και αφορά σε ακίνητο της οικογένειας του το οποίο απαλλοτριώθηκε πριν 50 χρόνια για σκοπούς κατασκευής Λιμένος στη Λάρνακα.
Οι υπόλοιποι ευπαίδευτοι συνήγοροι εφεσειόντων και εφεσιβλήτων δεν πρόβαλαν οποιοδήποτε ζήτημα εξαίρεσης, εκφράζοντας την πλήρη εμπιστοσύνη τους στα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Συναφώς αναφέρουμε ότι και ο Δικαστής Οικονόμου, ο οποίος δεν έλαβε μέρος στην προηγούμενη δικάσιμο λόγω ασθενείας, αλλά ενημερώθηκε πλήρως για την προηγηθείσα διαδικασία, έχει δύο τέκνα δικηγόρους που εργάζονται σε δικηγορικό γραφείο που μετέχει στις παρούσες εφέσεις, ένα εκ των οποίων είχε ανάμειξη σε αυτές, υπό την έννοια ότι έλαβε μέρος σε μία σύσκεψη διά συζήτησή τους στα αρχικά στάδια, προ της καταχώρησης των εφέσεων, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω εμπλοκή. Περαιτέρω, ο Δικαστής Λιάτσος έχει προσωπική προσφυγή, επί άλλου, άσχετου με τις ενώπιόν μας εφέσεις, θέματος, με συνήγορο του δικηγόρο που εμφανίζεται σε μιαν από τις παρούσες εφέσεις.
Οι Συνταγματικές και Νομικές αρχές που ακολουθούνται στα σύγχρονα δικαστικά συστήματα, για θέματα εξαιρέσεων Δικαστών, είναι, γενικά, οι εξής:
1. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ένας Δικαστής οφείλει, κατά κανόνα, να εξαιρεθεί είναι όταν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος μεροληψίας ή εύλογη υποψία μεροληψίας, εκ μέρους του, και αφορά κυρίως τις εξής περιπτώσεις: (α) όταν έχει άμεσον οικονομικό συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης, (β) όταν έχει στενή φιλία ή εχθρότητα με τους διαδίκους, και (γ) για άλλους λόγους που, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, επιβάλλουν την εξαίρεσή του (Δέστε: Locabail (U.K.) Ltd v. Bayfield Properties Ltd (2000) Q.B. 451, R. v. Gough (Robert) (1993) A.C. 646 και Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 ΑΑΔ, 54).
2. Αυτοεξαίρεση Δικαστή για μη σοβαρό λόγο, ο οποίος δεν συνιστά έγκυρο λόγο εξαίρεσης, μπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη του Δικαστή να εκτελέσει το Δικαστικό του καθήκον και ως μη επιτρεπτή παρέμβαση των διαδίκων στην επιλογή του Δικαστή της υπόθεσης τους, κατά παράβαση του κανόνα για απρόσωπο τρόπο απονομής της δικαιοσύνης (Δέστε: Re JRL ex-parte, CJL (1986), 161 CLR 342 (Α.Δ. Αυστραλίας). Η ανάγκη διασφάλισης της υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας του Δικαστηρίου θα πρέπει να συμβιβάζεται με την ανάγκη για ορθή λειτουργία του Δικαστικού Συστήματος (Δέστε: Rooney v. Minister for Agriculture (2001) 2 Ι.R.L.M. 37 (Α.Δ. Ιρλανδίας).
Οι αρχές περί εξαίρεσης, πέραν της πάγιας νομολογιακής αποκρυστάλλωσής τους, έχουν ενσωματωθεί στον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Αναθεωρημένη ΄Εκδοση Μαΐου 2019).
3. Σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να συγκροτηθεί άλλο νόμιμο Δικαστήριο για να εκδικάσει μιαν υπόθεση, είναι επιτρεπτό, δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης, να μετέχουν στη σύνθεση του Δικαστηρίου και Δικαστές που έχουν ακόμη και άμεσο οικονομικό συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, κατά παρέκκλιση προς το γενικό κανόνα Nemo judex in causa sua (Δέστε, μεταξύ άλλων: The Judges v. A.G. of Saskatchewan (1937) 53 TLR, 464 και Φυλακτού κ.α. v. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ, 565).
Έχοντας τις προαναφερόμενες αρχές υπόψιν, καταλήγομε στα εξής συμπεράσματα:
Οι εφέσεις αυτές τέθηκαν ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πολύ καλούς λόγους που είναι (α) τα θεμελιακά συνταγματικά θέματα που εγείρονται και (β) η σημασία, ενδεχομένως, των συνεπειών τους.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι το Ανώτατο Δικαστικό Όργανο της χώρας και στην περίπτωση ερμηνείας του Συντάγματος, εκτελεί τα καθήκοντα του, υπό του Συντάγματος ιδρυθέντος, Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Δέστε: Ν. 33/1964). Μεταξύ άλλων έχει εξουσία απόκλισης από δεσμευτικό προηγούμενο, υπό προϋποθέσεις. Στην Πλήρη Ολομέλεια μετέχει ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Hadjisavvas v. The Republic (1986) 2 CLR, 154 αποφασίστηκε ότι ο Νόμος 33/1964 και ειδικά το άρθρο 11(3) παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να αναλαμβάνει την εκδίκαση μιας υπόθεσης ή να αποφασίζει τη διεύρυνση του Σώματος για σκοπούς ακρόασης έφεσης, όπως έγινε, εν προκειμένω.
Η Πλήρης Ολομέλεια συνεδριάζει όχι κατά το δοκούν, αλλά σπάνια και προς τελεσίδικη επίλυση ύψιστων συνταγματικών θεμάτων ή προς ευθυγράμμιση της νομολογίας επί ορισμένου θέματος εφόσον παρατηρείται απόκλιση σε αποφάσεις των Εφετείων.
Η Πλήρης Ολομέλεια έχει το βάρος, αλλά και την ευθύνη της συλλογικότητας όλων των Ανώτατων Δικαστών της Δημοκρατίας. Η συλλογική συνείδηση εκτέλεσης του ύψιστου καθήκοντος της εκδίκασης θεμελιακών ζητημάτων που άπτονται των ατομικών ελευθεριών κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν επιτρέπει, κατά κανόνα, εξαιρέσεις. Διαφορετικά η Πλήρης Ολομέλεια καταργείται ως θεσμός και η Πολιτεία παύει να έχει τον κατ΄ εξοχή θεματοφύλακα, στον οποίο το Σύνταγμα εμπιστεύθηκε επίλυση ζητημάτων λειτουργίας της Πολιτείας, αλλά και των πολιτών της.
Αποτελεί υποχρέωση της Πλήρους Ολομέλειας να διατηρήσει την πλήρη σύνθεσή της. Όταν ζητήθηκε η διεύρυνση του Εφετείου και η παραπομπή των εφέσεων ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας, πιστεύουμε ότι οι εφεσείοντες ήθελαν να έχουν την απόφαση αυτού του Σώματος, αφού ακουστούν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα τα οποία είναι αμιγώς νομικής και συνταγματικής υφής και ουδόλως σχετίζονται με ζητήματα μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων.
Με δεδομένα όλα τα αιτήματα εξαίρεσης, όχι μόνο Πλήρης Ολομέλεια (δεκατριών Δικαστών) ή τουλάχιστον επτά Δικαστών, δεν μπορεί να συγκροτηθεί, αλλά ούτε καν Τριμελές Εφετείο, (όπου τα κωλύματα εφαρμόζονται πιο αυστηρά), θα είναι δυνατό να συγκροτηθεί.
Θεωρούμε ότι εν προκειμένω ενεργοποιείται ο Κανόνας της Ανάγκης, όπως επεξηγήθηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Saskatchewan και Φυλακτού (ανωτέρω), στους Halsbury΄s Laws of England (4η έκδοση), Τόμος Ι (ι), παράγραφος 93, σελ. 174 και όπως αναγνωρίζεται στις επεξηγηματικές σημειώσεις των Αρχών Δικαστικής Δεοντολογίας Bangalore (Commentary on The Bangalore Principles of Judicial Conduct - September 2007). Οι αρχές αυτές έχουν κωδικοποιηθεί στη σχετική Δικαστική Πρακτική, έτσι ώστε ο κανόνας αποκλεισμού να μην ισχύει σε υποθέσεις της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραθέτουμε εν προκειμένω, την ακόλουθη σχετική επεξήγηση:
«Commentary
Doctrine of necessity
100. Extraordinary circumstances may require departure from the principle discussed above. The doctrine of necessity enables a judge who is otherwise disqualified to hear and decide a case where failure to do so may result in an injustice. This may arise where there is no other judge reasonably available who is not similarly disqualified, or if an adjournment or mistrial will cause extremely severe hardship, or if a court cannot be constituted to hear and determine the matter in issue if the judge in question does not sit. Such cases will, of course, be rare and special. However, they may arise from time to time in final courts, that have few judges and important constitutional and appellate functions that cannot be delegated to other judges.»
Ο Κανόνας της Ανάγκης (rule of necessity) είναι μέρος του Αγγλικού Κοινοδικαίου από το 1430 (βλ. Dimes v. Grand Junction Canal Co, 10 Eng Rep. 301, 313, The Independence of the Judiciary 34 Can. B. Rev. 769, 770 (1956), Frank, Disqualification of Judges 56 Yale L.J. 605, 609-610 (1947). Ο Κανόνας απλώς προβλέπει ότι ένας Δικαστής δεν εξαιρείται από εκδίκαση υπόθεσης λόγω προσωπικού συμφέροντος για το επίδικο θέμα, εάν δεν υπάρχει άλλος διαθέσιμος Δικαστής να ακούσει και αποφασίσει την υπόθεση. Το εν λόγω δόγμα υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από όλες σχεδόν τις χώρες της Κοινοπολιτείας και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Στις ΗΠΑ ο "κανόνας της ανάγκης" έγινε αποδεκτός τον 19ο αιώνα και εφαρμόστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών στην Evans v. Gore 253 U.S. 245 (1920). Στην United States v. Will 449US 200 (1980), διάφοροι νόμοι του Κογκρέσου ακύρωσαν ωφελήματα υψηλόβαθμων ομοσπονδιακών εργοδοτουμένων, συμπεριλαμβανομένων Ομοσπονδιακών Δικαστών. Δεκατρείς Επαρχιακοί Δικαστές καταχώρησαν συλλογική αγωγή (class action) εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών στο Northern District of Illinois εκ μέρους όλων των Δικαστών, εισηγούμενοι ότι παραβιάζετο η ρήτρα απαγόρευσης μείωσης της αντιμισθίας των Δικαστών (Compensation Clause) του Συντάγματος. Έλαβαν συνοπτικά απόφαση υπέρ τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο και έγινε έφεση απευθείας στο Ανώτατο Δικαστήριο. Όλα τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχαν άμεσο συμφέρον στην υπόθεση και νόμοι για εξαίρεση Δικαστών προέβλεπαν την εξαίρεση τους. Απεφασίσθη ότι οι νόμοι δεν λειτουργούσαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξαιρεθούν οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου διότι σε τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε δυνατότητα εκδίκασης της υπόθεσης.
Στην Teris R Ignacio v. Judges of the U.S. Court of Appeals for the Ninth Circuit, 453, F.3d 1160, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
"The rule of necessity allows a judge, normally disqualified, to hear a case when "the case cannot be heard otherwise." Will, 449 U.S. at 213, 101 S.Ct. 471. The case cannot be heard otherwise, when as pointed out by our sister circuits, a plaintiff has named all of the judges in a circuit as defendants. Thus, an underlying legal maxim for the rule of necessity is that "where all are disqualified, none are disqualified." Pilla v. American Bar Ass'n., 542 F.2d 56, 59 (8th Cir.1976) (internal citations omitted); see also Chad M. Oldfather, Defining Judicial Inactivism: Models of Adjudication and the Duty to Decide; 94 Geo. L.J. 121, 128 n. 18 (2005). This maxim applies here. Ignacio has sued the judges of the Ninth Circuit - he has indiscriminately sued all. If all the judges of the Ninth Circuit are disqualified as a result of Ignacio's complaint, he has eliminated the proper legal forum charged with reviewing the dismissal of his action. As this goes to the very purpose of the rule of necessity — not permitting a litigant to "destroy the only tribunal with power in the premises," see Brinkley v. Hassig, 83 F.2d 351, 357 (10th Cir.1936) — we hold that the rule should be extended to circumstances like this where a litigant has named uncritically all the judges of this circuit."
Στην Αυστραλέζικη υπόθεση Ebner v. Official Trustee in Bankruptcy; Cleanae Party Ltd and other v. ANZ Banking Group Ltd (2000) HCA 63, [2001] 2 LRC 369, υιοθετήθηκε ο άνω "κανόνας της ανάγκης" (βλ. επίσης Dickason v. Edwards (1910) 10 CLR 243, 259, Builders' Registration Board of Queensland v. Rouber (1983) 58 ALJR 376, 385-6, 392, Laws v. Australian Broadcasting Tribunal (1991) LRC (Const) 848.
Στην Καναδέζικη υπόθεση Saskatchewan (ανωτέρω), που αφορούσε έφεση από απόφαση Εφετείου και υποβλήθηκε αίτημα εξαίρεσης των Δικαστών του Ανακτοσυμβουλίου (Lords of the Judicial Committee of the Privy Council), οι οποίοι θα εξέταζαν την Έφεση, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"The reference in question placed the Court in an embarrassing position, all its members being from the nature of the case personally interested in the point in controversy. They took the view (quite rightly in their Lordships' opinion) that they were bound to act ex necessitate. In the result they came unanimously to a conclusion adverse to the contention put before them on behalf of their order."
Στη Φυλακτού (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο επί παρόμοιου αιτήματος ανέφερε τα ακόλουθα:
"Στην αρχική του προφορική αγόρευση ενώπιόν μας, ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε ότι, ενόψει του γεγονότος ότι οποιαδήποτε απόφασή μας στις προσφυγές των δικαστών θα επηρέαζε άμεσα και τα δικά μας συμφέροντα, αφού στο Σύνταγμα υπήρχε ανάλογη πρόνοια και για τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποκλειόμαστε από την εκδίκαση των υποθέσεων ως κριτές με προσωπικό συμφέρον, εκδίκαση που θα ισοδυναμούσε με παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να είναι κριτής στη δική του υπόθεση. Η θέση του αυτή, επεξήγησε ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν συναρτάτο με οποιοδήποτε ισχυρισμό για προσωπική μεροληψία από οποιονδήποτε από τους δικάζοντες δικαστές, αλλά αφορούσε γενικά την εντύπωση που θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε έναν αντικειμενικό παρατηρητή.
Αναγνώρισε, εντούτοις, ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση και η μόνη εισήγηση που θα μπορούσε να κάμει σχετικά με τις καταχωρηθείσες προσφυγές, ήταν ότι έπρεπε να μην εκδικαστούν. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι οι ίδιοι οι δικαστές, ενόψει της οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το κράτος και ενόψει του κλίματος που θα εδημιουργείτο από την εκδίκαση των προσφυγών τους, θα έπρεπε να μην είχαν ποτέ καταχωρήσει τις προσφυγές. Υποστήριξε, περαιτέρω, ότι, όποια και αν είναι η εξέλιξη του θέματος, η δικαιοσύνη έχει ήδη τρωθεί ανεπανόρθωτα.
Επί του προκειμένου, έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα. Εμείς πρώτοι είχαμε επισημάνει ευθύς εξ αρχής τη δυσκολία στην οποία βρισκόμαστε ενόψει των πιο πάνω, να αποφασίσουμε ένα τέτοιο θέμα που, χωρίς αμφιβολία, θα είχε και επίδραση στα δικά μας συμφέροντα. Εντούτοις, παρατηρήσαμε και παρατηρούμε πως, δεδομένου ότι κανένα άλλο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδικάσει τις υποθέσεις αυτές, ουδείς μπορούσε να στερήσει από οποιονδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας το δικαίωμα πρόσβασης στα Δικαστήρια και από αυτή την αρχή δεν μπορούσαν, ασφαλώς, να εξαιρούνταν οι δικαστές. Όπως κάθε πολίτης, είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα των δυσμενών γι' αυτούς αποφάσεων, ιδιαιτέρως ενόψει του θέματος που εγειρόταν και που αφορούσε ένα συνταγματικό ζήτημα τόσο σημαντικό, όσο η διασφάλιση και προστασία της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Εμείς, δε, με τη σειρά μας έχουμε καθήκον να επιληφθούμε των υποθέσεων και να τις αποφασίσουμε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Η πιο πάνω θέση του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα είχε ως αποτέλεσμα, αντί να ευκολύνει τη δύσκολη θέση στην οποία βρεθήκαμε, να τη δυσχεράνει ακόμη περισσότερο. Όμως, σε μεταγενέστερη συνεδρία του Δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας απέσυρε την πιο πάνω θέση. Εν τούτοις, παρόλη την απόσυρση της ένστασης, οι εντυπώσεις που είχαν δημιουργηθεί, δυστυχώς, παραμένουν.
Στην Nicholas v. Cyprus, Appl. No. 63246/10, ημερ. 9.1.18, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είπε τα ακόλουθα στη σκέψη 61:
"It cannot be overlooked that Cyprus is a small country, with smaller firms and a smaller number of judges than larger jurisdictions: therefore, this situation is likely to arise more often (see, mutandis mutandis, Biagioli v. San Marino (dec.), no. 8162/13, §102; compare Ramljak, cited above, §39). The Court has observed in its case-law that complaints alleging bias should not be capable of paralyzing a defendant State's legal system and that in small jurisdictions, excessively strict standards in respect of such motions could unduly hamper the administration of justice (A.K. v. Liechtenstein, no. 38191/12, §82, 9 July 2015)."
Στην Debled v. Belgium, Appl. No. 13839/88, ημερ. 22.9.1994, αναγνωρίσθη από το ΕΔΔΑ ότι η εξαίρεση αρκετού αριθμού μελών Συμβουλίου Εφετών (Appeals Board) θα είχε ως αποτέλεσμα την παράλυση του.
"37. The only question which remains to be answered is whether the challenges against four members of the Appeals Board of the Ordre des médecins were examined in a manner compatible with Article 6 (art. 6) of the Convention since each of the challenged members took part in the decision concerning his colleagues (see paragraph 19 above). This could affect the personal impartiality of each of the challenged members of the Board, which must, however, be presumed until there is proof to the contrary (see the Albert and Le Compte judgment previously cited, pp. 17-18, para. 32).
The participation of judges in a decision concerning challenges against one of their colleagues can pose problems if identical challenges have been directed against them. But the special circumstances of the present case must be taken into account. Dr Debled had challenged several members of the Appeals Board; their exclusion from all the decisions concerning those challenges would have paralysed the whole disciplinary system."
Στην AK v. Liechtenstein, Appl. No. 38191/12, ημερ. 9.7.2015, στη σκέψη 82, λέχθηκαν από το ΕΔΔΑ τα ακόλουθα:
"82. It is true that motions for bias should not be capable of paralysing the defendant State's legal system. This aspect bears special importance where courts of last instance are concerned and where a motion for bias cannot, therefore, be decided upon by the appeal court. In addition, the Court agrees with the Government's argument that in small jurisdictions, excessively strict standards in respect of motions for bias could unduly hamper the administration of justice."
Η γενική αρχή του Κανόνα της Ανάγκης, που ισχύει και στο Κοινό Δίκαιο, θέτει ότι όταν τέτοιος αριθμός Μελών του μοναδικού αρμοδίου Δικαστηρίου επηρεάζεται από κώλυμα που επιβάλλει την εξαίρεσή τους, ώστε να μην μπορεί να συγκροτηθεί τέτοιο Δικαστήριο, τότε όλα τα Μέλη του Δικαστηρίου έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να ακούσουν και να αποφασίσουν την υπόθεση. Στην προκείμενη περίπτωση σχεδόν όλα τα Μέλη επηρεάζονται, σε βαθμό που είναι αδύνατη η συγκρότηση Δικαστηρίου προς εκδίκαση.
Κρίνουμε, υπό τις περιστάσεις, ότι το δικαστικό μας καθήκον υπερέχει και επιβάλλει όπως οι εξαιρετικά σημαντικές και κρίσιμες αυτές υποθέσεις κριθούν από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με Δεκατριμελή σύνθεση, ως η απόφαση μας.
Είναι αναγκαίο δηλαδή, όπως όλοι οι Δικαστές, μηδενός εξαιρουμένου, συμμετέχουν, ανεξαρτήτως κωλυμάτων, ώστε να συγκροτηθεί νομίμως Πλήρης Ολομέλεια για την εκδίκαση αυτών των εξαιρετικά σημαντικών Εφέσεων, όπως ήταν και παραμένει το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα, το οποίον εγκρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με τη συμφωνία όλων των πλευρών και η απόφαση εκείνη ουδέποτε αμφισβητήθηκε.
Κατά συνέπεια τα αιτήματα για εξαιρέσεις απορρίπτονται. Των εφέσεων αυτών θα επιληφθεί η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του και τους Δώδεκα Δικαστές του, για τους λόγους που εξηγήθηκαν.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.