ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:C262
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 94/2013)
(Υπόθεση Αρ. 920/2011)
26 Ιουνίου 2019
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx (xxx) ΣΕΠΟΥ
Εφεσείοντα/Αιτητή
- ΚΑΙ -
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ων η Αίτηση
-----------------------------------
Ζ. Νικολαΐδης για Μαρκίδη και Μαρκίδη, για τον εφεσείοντα.
Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδη, Δημητρίου, για τους εφεσίβλητους.
-----------------------------------
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: H απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων μετά την αφυπηρέτηση του ως Επαρχιακός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης διορίστηκε με σύμβαση ως μέλος του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, όπου και υπηρέτησε με ανανεούμενες ετήσιες συμβάσεις για έξι χρόνια μέχρις ότου συμπλήρωσε το όριο ηλικίας αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Όταν αφυπηρέτησε υπέβαλε αίτημα για την παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, ήτοι φιλοδωρήματος και μηνιαίας σύνταξης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14(γ) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν. 97(Ι)/1997 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»).
Παρατίθενται οι πρόνοιες του άρθρου 14 στο βαθμό που είναι σχετικές με την παρούσα υπόθεση, ήτοι οι παράγραφοι (α) και (γ) της επιφύλαξης του άρθρου:
«Υπολογισμός συντάξιμης υπηρεσίας
14. Μόνο υπηρεσία σε συντάξιμη θέση λογίζεται συντάξιμη:
Νοείται ότι-
(α) Όταν περίοδος υπηρεσίας σε μη συντάξιμη θέση ή υπηρεσία πάνω σε προσωρινή βάση ή με σύμβαση ή επί δοκιμασία ή έκτακτη ή ωρομίσθια ακολουθείται είτε αμέσως είτε ύστερα από διακοπή από υπηρεσία σε συντάξιμη θέση και ο διορισμός του υπαλλήλου σε συντάξιμη θέση έχει επικυρωθεί, η περίοδος αυτή λογίζεται συντάξιμη~
.................
(γ) όταν υπάλληλος που κατέχει μη συντάξιμη θέση αφυπηρετεί λόγω ορίου ηλικίας ή πεθάνει κατά την υπηρεσία και έχει συμπληρώσει πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσίας, λογίζεται ότι κατέχει, κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης ή του θανάτου του, συντάξιμη θέση για τους σκοπούς του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) και του άρθρου 30 (Φιλοδώρημα όταν ο υπάλληλος πεθάνει στην υπηρεσία ή μετά την αφυπηρέτηση του) και ως "συντάξιμος υπάλληλος" για τους σκοπούς του Μέρους V του Νόμου~
.............»
Το αίτημα απερρίφθη με επίκληση των προνοιών του περί Συντάξεων Νόμου, εφόσον η διοίκηση έκρινε ότι «σύμφωνα με τις πρόνοιες του δεν παραχωρούνται ωφελήματα σε μη μόνιμο προσωπικό».
Ακολούθησε προσφυγή του εφεσείοντα με διάφορους λόγους ακύρωσης. Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή θεωρώντας ότι η παράγραφος (γ) του άρθρου 14, στην οποία, ως άνω, ο εφεσείοντας στήριξε την αίτησή του, δεν καλύπτει συμβασιούχους όπως ο εφεσείοντας. Τούτο διότι, σε αντιδιαστολή με την παράγραφο (α) όπου γίνεται αναφορά σε διάφορες μορφές υπηρεσίας (μη συντάξιμη θέση, προσωρινή βάση, σύμβαση, δοκιμασία, έκτακτη, ωρομίσθια), η παράγραφος (γ) αναφέρεται ειδικά σε υπαλλήλους που κατέχουν μη συντάξιμη θέση, «που δεν είναι η περίπτωση του αιτητή».
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ερμηνεία που δόθηκε από το Δικαστήριο στην παράγραφο (γ) ως εσφαλμένη, αλλά και ως παραβιάζουσα, εν πάση περιπτώσει, την αρχή της ισότητας. Τούτο γιατί μέχρι τότε υπήρχε πρακτική για τη χορήγηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σε πρόσωπα που τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες με τον εφεσείοντα.
Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι η περίπτωσή του, με δεδομένο ότι κατείχε μη συντάξιμη θέση για έξι χρόνια, εμπίπτει στις πρόνοιες της παραγράφου (γ). Δεν μπορεί να λεχθεί ότι η κατοχή θέσης επί συμβάσει αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία από τη μη συντάξιμη θέση. Τα είδη υπηρεσίας που αναφέρονται στο άρθρο 14(α) είναι υποδιαιρέσεις της έννοιας της μη συντάξιμης θέσης, εφόσον είναι αναντίλεκτο πως η υπηρεσία σε προσωρινή βάση ή με σύμβαση ή επί δοκιμασία ή η έκτακτη ή ωρομίσθια απασχόληση είναι μη συντάξιμες.
Ήταν η θέση της άλλης πλευράς σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση ότι η παράγραφος (γ) και ειδικά η αναφορά σ΄αυτήν σε «μη συντάξιμη θέση» δεν αφορά θέση που κατέχεται από έκτακτο ή συμβασιούχο προσωπικό στο οποίο ανήκε ο εφεσείων, εφόσον ο νομοθέτης τη διαχώρισε από τις θέσεις σε προσωρινή βάση ή με σύμβαση ή επί δοκιμασία ή έκτακτη ή ωρομίσθια υπηρεσία που ρητά περιλαμβάνονται στην παράγραφο (α).
Όπως επαναλήφθηκε στην Δ. Γαλατάκης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 78: «Ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων είναι η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων (δέστε Γεωργιάδης & Υιός v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 142)». Όταν η φρασεολογία του νόμου είναι σαφής, αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοιά τους.
Εν προκειμένω, οι πρόνοιες του Νόμου τίθενται με σαφήνεια. Ο κανόνας που θέτει το άρθρο 14 είναι πως μόνο υπηρεσία σε «συντάξιμη θέση» λογίζεται συντάξιμη. «Συντάξιμη θέση» σημαίνει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία και «συντάξιμος υπάλληλος» σημαίνει υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία με μόνιμη ιδιότητα (άρθρο 2 του Νόμου). Συνεπώς ο εφεσείοντας υπηρετούσε σε «μη συντάξιμη θέση» και αυτό αποτέλεσε κοινό τόπο.
Οι παράγραφοι (α) και (γ) ρυθμίζουν δύο περιπτώσεις όπου παρά τον κανόνα μια υπηρεσία σε μη συντάξιμη θέση μπορεί να λογιστεί ως συντάξιμη. Ειδικότερα η παράγραφος (α) ρυθμίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η υπηρεσία σε μη συντάξιμη θέση ή σε προσωρινή βάση ή με σύμβαση, ή έκτακτη ή ωρομίσθια μπορεί να λογιστεί ως συντάξιμη. Τούτο προϋποθέτει ότι η υπηρεσία αυτή θα ακολουθηθεί από υπηρεσία σε συντάξιμη θέση.
Η παράγραφος (γ) ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος δεν συνεχίζει και δεν αποκτά ποτέ συντάξιμη θέση, αλλά αφυπηρετεί ή πεθαίνει σε μη συντάξιμη θέση, οπότε υπό τις οριζόμενες προϋποθέσεις μπορεί η υπηρεσία του στη μη συντάξιμη θέση να λογιστεί για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων ως υπηρεσία σε συντάξιμη θέση.
Δεν μπορεί κατά τρόπο απόλυτο να λεχθεί, όπως ήταν η θέση εν προκειμένω της Δημοκρατίας, ότι εκ του γεγονότος και μόνο πως ο νομοθέτης στην παράγραφο (α) προέβη σε διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών μη συντάξιμης υπηρεσίας, διάκριση η οποία δεν αναφέρεται στην παράγραφο (γ), προκύπτει πως δεν είχε πρόθεση να περιλάβει στον όρο «μη συντάξιμη θέση» της παραγράφου (γ) υπαλλήλους με σύμβαση, όπως ήταν η περίπτωση του εφεσείοντα. Η διαφορά αυτή στο λεκτικό των δύο παραγράφων θα μπορούσε να ληφθεί υπόψιν στην ερμηνεία τους, από την άλλη όμως είναι δεδομένη η αναφορά στην παράγραφο (γ) στον όρο «μη συντάξιμη θέση» και αδιαμφισβήτητα τα γεγονότα που αποκαλύπτουν ότι ο εφεσείοντας υπηρετούσε σε μη συντάξιμη θέση εφόσον υπηρετούσε επί συμβάσει και όχι ως μόνιμος υπάλληλος σε μόνιμη θέση. Αυτή είναι η ουσία της υπόθεσης η οποία, με το δέοντα σεβασμό, δεν απαντήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο έλαβε ως δεδομένο ότι από τη λεκτική διαφοροποίηση στις δύο παραγράφους προκύπτει ότι ο νομοθέτης δεν είχε πρόθεση να περιλάβει κάθε είδος υπηρεσίας στην παράγραφο (γ) η οποία «αφορά σε υπαλλήλους που κατέχουν μη συντάξιμη θέση, που δεν είναι η περίπτωση του αιτητή». Χωρίς όμως να εξηγήσει γιατί η περίπτωση του εφεσείοντα δεν εμπίπτει στην έννοια της μη «συντάξιμης θέσης» όπως αυτή καθορίζεται σαφώς από το Νόμο, ως υπηρεσία σε μη μόνιμη θέση.
Η σαφής διατύπωση της παρ. (γ) δεν αφήνει αμφιβολία ότι αυτή εφαρμόζεται σε πρόσωπα που αφυπηρετούν από μη συντάξιμη θέση, δηλαδή σε μη μόνιμη θέση, έχοντας συμπληρώσει πέντε ή περισσότερα χρόνια υπηρεσίας. Αυτή ήταν η περίπτωση του εφεσείοντα. Η επιπρόσθετη αναφορά στην παράγραφο (α) των επιμέρους μορφών μη συντάξιμης υπηρεσίας δεν αλλοιώνει το ρητό και σαφές νόημα της παραγράφου (γ).
Η κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο νομοθέτης δεν είχε πρόθεση να συμπεριλάβει στην έννοια της μη συντάξιμης θέσης τις επιμέρους μορφές υπηρεσίας που αναφέρονται στην παράγραφο (α), έρχεται σε αντίθεση με τον ορισμό που δίδεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου στους όρους «συντάξιμη θέση» και «συντάξιμος υπάλληλος» και έχει ως αποτέλεσμα να προσθέτει λέξεις στο Νόμο, πέραν της φυσικής και συνήθους έννοιας του κειμένου του.
Ως εκ τούτου η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί περαιτέρω η έφεση.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄έφεσιν υπέρ του εφεσείοντα.
Π. Παναγή, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Α. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π