ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Λ. Λυσάνδρου για Λ. Λυσάνδρου amp;amp;amp; Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-05-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο E.A.S. PRESTIGE UNITE SECURITE SERVICES LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 69/17, 6/5/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A168

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 69/17)

 

 

6 Μαΐου 2019

 

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

E.A.S. PRESTIGE UNITE SECURITE SERVICES LTD

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η αίτηση

---------------

Αίτηση για επαναφορά της Έφεσης, ημερ. 28.12.2018

---------------

 

Λ. Λυσάνδρου για Λ. Λυσάνδρου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.

--------------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από

                                τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

--------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  H υπό τον άνω αριθμό και τίτλο έφεση απορρίφθηκε στις 19.9.2018 λόγω του ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να καταχωρίσουν περίγραμμα αγόρευσης στον καθορισμένο από τον περί Εφέσεων (Προδικασία, κλπ) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1991 χρόνο των 45 ημερών από την έκδοση των σχετικών οδηγιών του Εφετείου στις 5.3.2018.

 

Σχετικά είναι τα εδάφια (β) και (ε) του Καν. 13(ε) του εν λόγω Κανονισμού που έχουν ως ακολούθως:

 

«(β) Αν ο εφεσείων παραλείψει να υποβάλει περίγραμμα αγόρευσης, η έφεση απορρίπτεται.  Αν υπάρχει αντέφεση εφόσον έχει καταχωρηθεί περίγραμμα αγόρευσης για την αντέφεση, αυτή ορίζεται για ακρόαση.»

 

«(ε) Στο τέλος εκάστου μηνός, το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ετοιμάζει κατάλογο των εφέσεων στις οποίες οι διάδικοι παρέλειψαν να καταχωρήσουν περιγράμματα αγορεύσεων και θέτει τον κατάλογο ενώπιον του αρμοδίου Εφετείου, το οποίο επιλαμβάνεται του θέματος.

 

Νοείται ότι έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν.»

 

Με την παρούσα αίτηση οι εφεσείοντες ζητούν επαναφορά της έφεσης επικαλούμενοι τις πρόνοιες της παραπάνω επιφύλαξης του εδαφίου (ε).

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση αναφέρεται ότι οι δικηγόροι των εφεσειόντων, με έδρα τη Λεμεσό, είχαν στείλει περί τα τέλη Μαρτίου του 2018 προς το δικηγορικό γραφείο με το οποίο συνεργάζονται στη Λευκωσία το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων με σκοπό την εμπρόθεσμη καταχώριση του.

 

Εκ λάθους όμως, του εν λόγω δικηγορικού γραφείου στη Λευκωσία, το περίγραμμα δεν καταχωρίστηκε.  Το γεγονός αυτό περιήλθε εις γνώση των δικηγόρων των εφεσειόντων μετά από έρευνα που διενήργησαν κατά τις αρχές Δεκεμβρίου του 2018 λόγω του ότι δεν είχαν μέχρι τότε λάβει οποιαδήποτε ενημέρωση ή ειδοποίηση σε σχέση με την έφεση.

 

Αμέσως μετά, στις 18.12.2018, καταχώρισαν αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος αγόρευσης αφού προηγουμένως έλαβαν τη συγκατάθεση της δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση για την αιτούμενη παράταση.  Την επομένη ενημερώθηκαν τηλεφωνικώς από το Πρωτοκολλητείο ότι η παράταση δόθηκε.  Όντως, ο φάκελος της υπόθεσης αποκαλύπτει ότι στις 19.12.2018 δόθηκε η ζητηθείσα παράταση, προδήλως εκ παραδρομής εφόσον η έφεση είχε προ πολλού, ως άνω, απορριφθεί.  Κατά συνέπεια, στις 21.12.2018 οι δικηγόροι των εφεσειόντων ενημερώθηκαν ότι η έφεση είχε απορριφθεί από τις  19.9.2018 και δεν υπήρχε βεβαίως πλέον η δυνατότητα να καταχωριστεί το περίγραμμα αγόρευσης.

 

Επικαλούνται με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες, το λάθος και την αβλεψία του δικηγορικού γραφείου με το οποίο οι δικηγόροι τους συνεργάζονται στην επαρχία Λευκωσίας.  Αναγνωρίζουν ότι τα γεγονότα δεν απολήγουν σε μια «πέραν των δυνάμεων τους» κατάσταση, όπως η προϋπόθεση που θέτει η εν λόγω επιφύλαξη του εδαφίου (ε).  Εισηγούνται όμως ότι επρόκειτο για μια κατάσταση που δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχο των δικηγόρων τους, καλώντας το Δικαστήριο να διαχωρίσει την παρούσα από περιπτώσεις σφαλμάτων και παραλείψεων δικηγόρων στις οποίες το Δικαστήριο αρνήθηκε την επαναφορά εφέσεων.

 

Περαιτέρω, οι εφεσείοντες υποδεικνύουν ότι η καθ΄ης η αίτηση συγκατατέθηκε στην παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος αγόρευσης μερικές μέρες πριν την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης.  Τούτο υποδηλώνει, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, ότι τα δικαιώματα της καθ΄ης η αίτηση δεν επηρεάζονται από την επαναφορά της έφεσης η οποία, αντιθέτως, θα συμβάλει στην απονομή της δικαιοσύνης.

 

Η άλλη πλευρά έφερε ένσταση επικαλούμενη τα στενά πλαίσια που καθορίζονται από την επιφύλαξη του εδαφίου (ε) και τη συνεπακόλουθη νομολογία.  Ως προς το γεγονός ότι η δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση εκ μέρους της Δημοκρατίας συγκατατέθηκε για παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος, αναφέρει ότι τούτο έγινε επειδή δεν γνώριζε ότι κατ΄εκείνο το χρόνο δεν υπήρχε «εν ζωή» η έφεση.  Υποβάλλεται δε εκ μέρους της Δημοκρατίας ότι άλλο είναι το ζήτημα της παράτασης χρόνου καταχώρισης περιγράμματος σε μια έφεση που εκκρεμεί και άλλο η επαναφορά μιας έφεσης που έχει πλέον απορριφθεί.

 

Επαρκώς διαφωτιστική για την ερμηνεία της επιφύλαξης είναι η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ρουβανιάς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 191,  όπου ελέχθησαν τα ακόλουθα:

 

«Το κριτήριο της επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα". Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας. Τελευταία, στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Αγαθοκλή Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, κρίναμε ότι η λανθασμένη εκτίμηση των δικηγόρων που οδήγησε σε απόσυρση της έφεσης δεν αποτελούσε λόγο επαναφοράς.

 

Δεν μπορεί το λάθος που έγινε σε αυτή την περίπτωση, με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση, να θεωρηθεί σαν δικαιολογητικός λόγος για επαναφορά.  Μια τέτοια ερμηνεία θα κακοποιούσε το καθαρό νόημα του κανονισμού. Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου. Ό,τι συνέβη εδώ δεν εμπίπτει στο κριτήριο επαναφοράς που έθεσε ο κανονισμός. Ούτε καν στο κριτήριο της Grand Metropolitan, ανωτέρω, στην περίπτωση που ίσχυε.

 

Στην υπόθεση Ξενοφών Ξενοφώντος ν. Γεώργιου Χ''Αράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221, που αποφασίστηκε μετά τη θέσπιση του τροποποιητικού κανονισμού, παρόμοιο επιχείρημα απορρίφθηκε. Όπως ανέφερε ο Αρτεμίδης Δ., που εξέδωσε την απόφαση του Εφετείου:

 

"Το σύστημα λειτουργίας ενός δικηγορικού γραφείου δεν αφορά το Δικαστήριο. Οι πιθανές ελλείψεις σ' αυτή δεν εμπίπτουν στην έννοια "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα" που απαντά στον Κανονισμό. Η μη συμμόρφωση με τις πιο πάνω διατάξεις πρέπει να οφείλεται σε λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στην συνήθη ανθρώπινη λειτουργία."»

 

Από την άλλη, έχει αναγνωριστεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου αντικειμενικοί παράγοντες, αν και δεν απολήγουν σε «πέραν των δυνάμεων» κατάσταση, εντούτοις απολήγουν σε τέτοια αποδυνάμωση του δικηγόρου που να μην μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό,τι απαιτείτο (Μανώλη ν. Ελευθερίου (2000) 1 ΑΑΔ 2034).  Γνώμονας άσκησης της διακριτικής ευχέρειας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης (Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Στεφάνου κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 710), όμως τα περιθώρια δεν παύουν να είναι, εκ του γράμματος του Κανονισμού, στενά και η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται με φειδώ.  Όπως προκύπτει από την Μανώλη, αλλά και από άλλες αποφάσεις στις οποίες αναγνωρίστηκε η δυνατότητα επαναφοράς, όταν η απόρριψη της έφεσης έγινε για αντικειμενικούς λόγους που δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως λόγοι «πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα», η ευχέρεια αυτή μπορεί να ασκηθεί όταν το πρόβλημα προκύπτει από αντικειμενικούς παράγοντες που αποδυνάμωσαν το δικηγόρο του εφεσείοντα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην καθίστατο πρακτικώς εφικτή η άσκηση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα.

 

Η παρούσα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια περίπτωση.  Επρόκειτο για κλασσική περίπτωση λάθους των δικηγόρων με τους οποίους συνεργάζεται το γραφείο των δικηγόρων των εφεσειόντων στα πλαίσια του «συστήματος λειτουργίας ενός δικηγορικού γραφείου», εν τη εννοία της υπόθεσης Ξενοφώντος (ανωτέρω).  Εν πάση περιπτώσει, οι δικηγόροι των εφεσειόντων θα έπρεπε να είχαν εποπτεία της πορείας της έφεσης και έλεγχο ως προς την τήρηση των υποχρεώσεών τους, κατά πάντα χρόνο και πάντως ενωρίτερα από το χρόνο που φάνηκε να έδειξαν ενδιαφέρον.

 

Η, εκ λάθους, παράταση του χρόνου καταχώρισης περιγράμματος έφεσης δεν είχε έννομα αποτελέσματα εφόσον η έφεση τότε δεν υπήρχε.  Άλλωστε ήταν το αποτέλεσμα των παραστάσεων των ιδίων των εφεσειόντων οι οποίοι καλόπιστα μεν, πεπλανημένα δε, παρουσίασαν εικόνα εκκρεμούς ακόμα έφεσης.  Ούτε η συγκατάθεση της Δημοκρατίας σ΄ εκείνο το δικονομικό διάβημα έχει τώρα καθοριστική σημασία.  Στην έννοια της επαναφοράς υπεισέρχεται ως πρωταρχικός παράγοντας η ανάγκη διατήρησης της αρχής της τελεσιδικίας, εντός των πλαισίων της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η οποία αντανακλάται σαφώς στο γράμμα του Κανονισμού.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.

 

 

                                                          Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

 

 

                                                          Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

 

                                                          Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο