ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C167
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 61/2013)
(Υπόθεση Αρ. 950/2010)
6 Μαΐου 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΜΑΡΚΟΥ
Εφεσείοντα/Αιτητή
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η Αίτηση
-----------------------------------
Βρ. Χατζηχάννας, για τον εφεσείοντα.
Λ. Ουστά (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
Χρ. Χριστοφίδης και Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για το ενδιαφερόμενο μέρος.
-----------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας και το ενδιαφερόμενο μέρος (EM) ήταν υποψήφιοι για την πλήρωση της θέσης Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας. Επιλέγηκε το EM. Ακολούθησε προσφυγή του εφεσείοντα η οποία απορρίφθηκε, εξ ου και η παρούσα έφεση.
Μια από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας (παράγραφος 3(2)) ήταν η εγγραφή ως γεωπόνος σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία. Το άρθρο 4(1)(γ) του περί Εγγραφής Γεωπόνων Νόμου του 1987 (Ν. 32/1987, όπως τροποποιήθηκε ειδικότερα με το Ν. 150(Ι)/2004), αναγνωρίζει δικαίωμα εγγραφής ως γεωπόνος σε πρόσωπο που κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα γεωπονίας (εδάφιο (i)) ή σε πρόσωπο που κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα συναφούς επιστήμης προς τη γεωπονία και επιπλέον κατέχει δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών σε ένα συγκεκριμένο κλάδο της γεωπονίας (εδάφιο ii). Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, σύμφωνα με επιφύλαξη του εδαφίου (ii) απαγορεύεται η άσκηση γεωπονίας σε άλλους κλάδους της γεωπονίας εκτός από τον κλάδο για τον οποίο εγκρίνεται από το Συμβούλιο Γεωπόνων.
Εν προκειμένω, τόσο ο εφεσείοντας όσο και το ΕΜ είχαν εγγραφή ως γεωπόνοι, ο μεν πρώτος με βάση το εδάφιο (i) η δε δεύτερη με βάση το εδάφιο (ii) του άρθρου 4(1)(γ). Η εγγραφή του ΕΜ τελούσε υπό το ρητό όρο ότι η άσκηση της γεωπονίας εκ μέρους της επιτρέπεται μόνο στον Κλάδο της Γενετικής Φυτών.
Ειδικότερα, ο εφεσείοντας είχε πτυχίο ζωικής παραγωγής (ΚΑΤΕΕ) (1982), δίπλωμα γεωπονίας (1986), MSc in Agricultural Economy (1986), διδακτορικό τίτλο στη γεωπονία (2002) και master in public sector management (2008). Είχε εγγραφεί ως γεωπόνος στην Κύπρο το 1989. Την 1.6.1992 διορίστηκε Λειτουργός Γεωργικών Ερευνών, προαχθείς την 1.10.2001 σε Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών Α΄, τις 15.1.2007 σε Ανώτερο Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών και την 1.6.2009 σε πρώτο Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών.
Το EM είχε δίπλωμα βιολογίας (1987) και διδακτορικό στη βιολογία στον τομέα της βοτανικής (1988). Έλαβε επίσης MSc in Plants Science (1992) και μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση (2005). Ενεγράφη ως γεωπόνος στην Κύπρο το 1990. Διορίστηκε την 1.12.1989 ως Λειτουργός Γεωργικών Ερευνών, προαχθείσα την 1.12.2000 σε Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών Α΄, την 1.10.2005 σε Ανώτερο Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών και την 1.6.2009 σε πρώτο Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών.
Ενόψει του περιορισμένου αποτελέσματος της εγγραφής του ΕΜ, ήταν η θέση του εφεσείοντα στην προσφυγή του ότι το ΕΜ δεν πληρούσε τα προσόντα για την επίμαχη θέση, είτε υπό την έννοια των απαιτουμένων προϋποθέσεων του σχεδίου υπηρεσίας (εγγραφή ως γεωπόνος, παρ. 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας, απαιτούμενη τουλάχιστον πενταετής πείρα σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα, παρ. 3(4) του σχεδίου υπηρεσίας και πολύ καλή γεωργική γνώση των γεωργικών συνθηκών της Κύπρου, παρ. 3(6) του σχεδίου υπηρεσίας), είτε υπό την έννοια ότι η περιορισμένη εγγραφή υποδηλώνει αντιστοίχως περιορισμένη πείρα και ανεπάρκεια, εν τοις πράγμασι, προσόντων και γνώσεων, σε σύγκριση με τον εφεσείοντα ο οποίος υπερτερεί ουσιωδώς κατά πάντα (προσόντα, αξία, αρχαιότητα).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με επιμέλεια τους παραπάνω ισχυρισμούς.
Κατ΄αρχάς, απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η εγγραφή του ΕΜ ως γεωπόνος δυνάμει του εδαφίου (ii) υπολείπετο της απαιτούμενης από το σχέδιο υπηρεσίας εγγραφής ως γεωπόνος (παρ. 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας).
Ως ανεδαφικό απέρριψε και τον ισχυρισμό ότι το ΕΜ ως εκ του τρόπου εγγραφής της εστερείτο της απαιτούμενης 5ετούς τουλάχιστον πείρας σε διευθυντικά εποπτικά καθήκοντα (παρ. 3(4) του σχεδίου υπηρεσίας). Υπέδειξε ότι τούτο εναπόκειτο στην κρίση της ΕΔΥ και κατέληξε ότι η ΕΔΥ εύλογα έκρινε το ζήτημα με βάση το σύνολο των θέσεων που προηγουμένως κατείχε το ΕΜ.
Ως προς τον ισχυρισμό ότι το ΕΜ δεν κατείχε, λόγω της περιορισμένης εγγραφής της το απαιτούμενο προσόν σχετικά με τις γεωργικές συνθήκες της Κύπρου (παρ. 3(6) του σχεδίου υπηρεσίας) το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν ότι η ΕΔΥ εξέτασε τους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων τους οποίους, επιπρόσθετα, υπέβαλε σε δοκιμασία μέσω σχετικών ερωτήσεων κατά την προφορική εξέταση. Κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το ζήτημα ερευνήθηκε επαρκώς και απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό.
Απέρριψε και τον ισχυρισμό ότι η ορθή συνεκτίμηση των προσόντων θα κατεδείκνυε ότι ο εφεσείων υπερτερούσε κατά πολύ του ΕΜ δεδομένης της περιορισμένης εγγραφής του ΕΜ και του γεγονότος ότι ο εφεσείοντας πέραν των απαιτούμενων προσόντων είχε και διδακτορικό στη γεωπονία και μεταπτυχιακό δίπλωμα στη διοίκηση τα οποία η ΕΔΥ θεώρησε άμεσα σχετικά με τη θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως, υπέδειξε αφενός ότι η διασύνδεση με την περιορισμένη εγγραφή ήδη έχει απαντηθεί και αφετέρου ότι τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα δεν παραγνωρίστηκαν. Λήφθηκαν υπόψιν συγκριτικά και η ΕΔΥ άσκησε επί του θέματος εύλογη κρίση. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε διδακτορικό το οποίο όμως λήφθηκε υπόψη για να θεωρηθεί προσοντούχα υποψήφια, προχωρώντας περαιτέρω να κρίνει ότι και ο αιτητής Μάρκου και το ενδιαφερόμενο μέρος διέθεταν πρόσθετο μεταπτυχιακό στη Διεύθυνση, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε και πτυχίο στη Βιολογία, το οποίο αντιστάθμιζε σε ένα βαθμό τα πέραν των απαιτουμένων πρόσθετα προσόντα του Μάρκου. Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε επίσης ότι τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και έτσι σε μια σύγκριση μεταξύ των δύο αυτών υποψηφίων η Ε.Δ.Υ. έκρινε γενικώς ότι ο Μάρκου υστερούσε από το ενδιαφερόμενο μέρος.
Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα λαμβάνονται υπόψη κατά τρόπο που ούτε να αποδίδεται σ΄ αυτά υπερβολική βαρύτητα ώστε να υποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή, αλλά ούτε και να αξιολογούνται εντελώς οριακά ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και να μην τους αποδίδεται οποιαδήποτε σημασία, (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377). Εδώ η Ε.Δ.Υ., σε συμφωνία και με τη νομολογία, συνεξέτασε τα δεδομένα των δύο υποψηφίων και τα συνεκτίμησε όχι μόνο λεκτικά, αλλά και ουσιαστικά για να σταθμίσει τα ενώπιον της δεδομένα επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639). Δεν διαπιστώνεται επομένως οποιοδήποτε λάθος ή πλάνη περί τα πράγματα ως ισχυρίζεται ο αιτητής. Άλλωστε, όπως τονίστηκε και στην Κυριάκος Κουρτελλάρης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1039/2010, ημερ. 17.7.2012, «.. δεν είναι ο αριθμός των πρόσθετων προσόντων που έχει σημασία, διαφορετικά η επιλογή διαπνέεται από στοιχείο σύγκρισης έξω από τη νομολογία.». Τα πρόσθετα προσόντα ήταν ακριβώς πρόσθετα και για τους δύο υποψήφιους και θα διέπραττε νομολογιακό λάθος η Ε.Δ.Υ. εάν υπερτόνιζε κάποια προσόντα του αιτητή ως έχοντα μεγαλύτερη αξία ή βαρύτητα.»
Ως προς τα κριτήρια της αξίας και της αρχαιότητας και την απόδοση στις προφορικές συνεντεύξεις το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως εξής:
«Ως προς την αξία, τόσο ο αιτητής Μάρκου, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν απόλυτα ισοδύναμοι στις εκθέσεις των τελευταίων δέκα ετών, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αρχαιότητα όχι στην αμέσως προηγούμενη θέση του Πρώτου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών στην οποία αμφότεροι διορίστηκαν την 1.6.2009, αλλά στην προηγούμενη θέση του Ανώτερου Λειτουργού στην οποία το ενδιαφερόμενο μέρος έχει προβάδισμα ενός έτους και 3½ μηνών. Η αρχαιότητα αυτή λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ. συγκρίνοντας την με όλους τους υπόλοιπους υποψήφιους-δημόσιους υπαλλήλους χωρίς να της δώσει υπέρμετρη βαρύτητα. Είναι όμως η αρχαιότητα αυτή στοιχείο κρίσης που προσμετρά υπέρ του υποψηφίου που την κατέχει, έχοντας υπόψη ότι η αρχαιότητα ουδέποτε έπαυσε να είναι ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, έχοντας τη δική της σημασία που δεν μπορεί νόμιμα να παραγνωριστεί, (Σάββας Βραχίμης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 76/2010, ημερ. 27.9.2011, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391).
Ως προς την υπέρτερη απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική ενώπιον της Ε.Δ.Υ. συνέντευξης, αυτή νομίμως και ευλόγως λήφθηκε υπόψη ειδικά έχοντας υπόψη ότι η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία. Υπενθυμίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. χαρακτήρισε το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετη», δίδοντας προς τούτο τεκμηριωμένη θέση, ενώ για τον αιτητή Μάρκου, η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. ήταν «σχεδόν εξαίρετος». Είναι ορθή η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι η διαφορά αυτή κατά τη νομολογία είναι ουσιαστικά οριακή, αλλά δεν μπορούσε να παραγνωριστεί από την Ε.Δ.Υ., ιδιαιτέρως εφόσον στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, (αρχαιότητα, προσόντα και με ισοδυναμία στην αξία), το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε. Ο αιτητής άλλωστε δεν είχε συστηθεί, όπως ούτε το ενδιαφερόμενο μέρος, από τη Γενική Διευθύντρια και επομένως δεν χρειαζόταν έναντι αυτού ειδική αιτιολογία διότι η Ε.Δ.Υ. δεν απέκλινε από τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον αιτητή.»
Με την έφεση επαναφέρονται για κρίση κατ΄ουσίαν εξ υπαρχής όλα τα παραπάνω ζητήματα. Με επίκεντρο την εγγραφή με βάση το εδάφιο (ii) τίθεται θέμα μη κατοχής ή ανεπάρκειας προσόντων και εγείρονται ισχυρισμοί περί εσφαλμένης συνεκτίμησης των προσόντων και της αξίας των ενδιαφερομένων. Προβάλλεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην οριακή αρχαιότητα του ΕΜ και ότι «εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή επειδή έκρινε ότι στη συνέντευξη το ΕΜ χαρακτηρίστηκε «εξαίρετη» ενώ ο αιτητής «σχεδόν εξαίρετος»».
Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που το πρωτόδικο Δικαστήριο «απέρριψε την προσφυγή» ούτε έκρινε αυτή ή οποιαδήποτε άλλη πτυχή κατ΄απομόνωση. Είναι τον όλο συνυπολογισμό των κριτηρίων που εξέτασε, υποδεικνύοντας τη βασική αρχή ότι αποτελεί έργο του διοικητικού οργάνου να εξισορροπήσει τα θεσμοθετημένα κριτήρια κατά τρόπο που να βοηθά στην ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου. Αναθεωρώντας υπ΄αυτή τη θεμελιακή έννοια την επίδικη διοικητική πράξη το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η κρίση της ΕΔΥ ήταν ευλόγως επιτρεπτή και στο πλαίσιο της νομολογίας.
Έχοντας υπόψιν την πρωτόδικη απόφαση, τους λόγους έφεσης και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο σε όλες τις πτυχές της πρωτόδικης απόφασης. Η εγγραφή του ΕΜ ως γεωπόνος με βάση το εδάφιο (ii) δεν επηρέαζε τα πράγματα όπως διαπίστωσε εύλογα το αρμόδιο διοικητικό όργανο, το οποίο και συνυπολόγισε συγκριτικά και εξισορρόπησε, στα πλαίσια της αρμοδιότητας του, τα θεσμοθετημένα κριτήρια. Δεν χωρούσε παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ της Δημοκρατίας.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Α. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π