ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μ.Ασπρομάλλης με Φ.Θεοχάρους, (κα), για Κούσιος Κορφιώτης και Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα Ν.Γρηγορίου, (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-05-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 184/12, 28/5/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D199

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 184/12)

 

28 Μαϊου, 2019

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

 xxx ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Εφεσείων/αιτητής

ΚΑΙ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Εφεσίβλητοι/καθ΄ων η αίτηση

---------

Μ.Ασπρομάλλης με Φ.Θεοχάρους, (κα), για Κούσιος Κορφιώτης και Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα

Ν.Γρηγορίου, (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσίβλητους 

----------------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων-αιτητής με προσφυγή την οποία προώθησε προσωπικά χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου ζητούσε ακύρωση απόφασης του Γραφείου Ευημερίας (Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων) με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του για παροχή δημοσίου βοηθήματος.  ΄Οπως προβλήθηκε πρωτοδίκως το βασικό του παράπονο υπήρξε πως ενώ ο ίδιος είναι ανάπηρος σύμφωνα με βεβαίωση γιατρού, οι εφεσίβλητοι-καθ΄ων η αίτηση δεν εφάρμοσαν το άρθρο 9[1] του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006 (Ν.95(Ι)/2006) και δεν αφαίρεσαν από το μηνιαίο κερδαινόμενο εισόδημα της συζύγου του ποσό €512 μηνιαίως, ως όφειλαν. 

 

Να σημειωθεί πως στον εφεσείοντα είχαν σταλεί δύο απορριπτικές απαντήσεις, η πρώτη ημερ. 9.9.2011 στην οποία αναφέρεται ότι η αίτηση του απορρίπτεται λόγω του ότι εργάζεται η σύζυγος του και η δεύτερη με ημερ. 27.9.2011 την προσθήκη λόγου ότι η σύζυγος του εργάζεται και σύμφωνα με το άρθρο 12(1)(α)[2] έχει την ευθύνη συντήρησης του.

 

Τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν κυρίως ιατρική βεβαίωση παθολόγου ιατρού ημερ. 6.5.2011 και σχετικό έντυπο 30.7.2011 με βάση τα οποία ο εφεσείων παρουσίαζε «αρτηριακή υπέρταση», υποβάλλετο σε φαρμακευτική αγωγή και χρήζει «ειδικής δίαιτας» και ότι υπέφερε με οσφυαλγία από τριετίας, με αρχόμενες οστεοφυτικές αλλοιώσεις, δεξιά οσφυαλγία».  Σημειώνεται ότι ο ίδιος ιατρός καταγράφει ότι ο εφεσείων είναι «ανίκανος για εργασία μέχρι 31.12.2011 και ότι χρειάζεται ειδική δίαιτα για να χάσει βάρος».

 

Ο εφεσείων θεωρώντας ότι πληροί τις προϋποθέσεις του Νόμου για αναπηρία που τον καθιστά ανίκανο για εργασία επιχειρηματολόγησε λέγοντας πως από το εισόδημα της συζύγου του που προέρχεται από εργασία έπρεπε να αφαιρείτο ποσό €512 οπότε ο ίδιος θα δικαιούτο σε δημόσιο βοήθημα.

 

Η ένσταση της πλευράς των εφεσιβλήτων εστιαζόταν στο ότι δεν αποδείχθηκε αλλά ούτε και ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ήταν ανάπηρος οπότε δεν ισχύει η προαναφερόμενη πρόνοια του άρθρου 9 του Νόμου. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθετώντας τις θέσεις των εφεσιβλήτων αποφάσισε ως εξής:

«Θεωρώ ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ορθά εφάρμοσαν το νόμο και απέρριψαν την αίτηση του αιτητή, δυνάμει του άρθρου 12 του Νόμου, το οποίο δημιουργεί νομική υποχρέωση στη σύζυγο του αιτητή να τον συντηρεί, εάν και εφόσον ο ίδιος δεν μπορεί να αυτοσυντηρηθεί. Επίσης, ορθά, κατά την εκτίμηση μου, οι καθ΄ ων η αίτηση δεν εφάρμοσαν το άρθρο 9 του Νόμου και δεν υπολόγισαν 512 ευρώ λιγότερα, μηνιαίως, από το μηνιαίο εισόδημα της συζύγου του αιτητή, καθότι ο αιτητής δεν παρουσίασε στοιχεία ότι αυτός είναι (μόνιμα) ανάπηρος και δεν μπορεί να εργαστεί. Τα ιατρικά πιστοποιητικά του γενικού παθολόγου του αιτητή (ημερ. 6.5.11 και 30.7.11) δεν αποδεικνύουν μόνιμη αναπηρία, κατά την κρίση μου, και ο αιτητής ουδέποτε ισχυρίστηκε, στην αίτηση του, ή οποτεδήποτε πριν την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι είναι ανάπηρος. Είναι μόνο μετά την καταχώριση της προσφυγής αυτής (στις 28.9.2011) που ο αιτητής παρουσίασε πιστοποιητικό του Δρος Σεργίου, ημερ. 1.11.2011, στο οποίο αναφέρεται ότι «λόγω σοβαρής σπονδυλοαρθρίτηδας είναι τελείως ανίκανος δια εργασία». Ασφαλώς αυτό το πιστοποιητικό δεν βρισκόταν ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση, όταν έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση, και επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν, αλλά ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε ανεπαρκής έρευνα. Η έρευνα που έγινε ήταν στη βάση των στοιχείων που υπήρχαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επιπρόσθετα παρατηρώ, ότι ακόμα και όταν υπάρχει αναπηρία του/της συζύγου, σύμφωνα με το άρθρο 9(1) (α) (ii) του Νόμου, δεν λαμβάνεται υπόψιν, για παροχή δημοσίου βοηθήματος ή για τον καθορισμό του ύψους του, ποσό «μέχρι τριακόσιες λίρες ..». Επομένως υπάρχει διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ως προς το ακριβές ύψος του ποσού που δεν θα υπολογιστεί. Ο νόμος δεν λέγει ότι δεν λαμβάνεται υπόψιν ποσόν Λ.Κ.300 (512 ευρώ), όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, αλλά μέχρι Λ.Κ.300 (512 ευρώ).

 Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ ότι, με τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, οι καθ΄ ων η αίτηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, ορθά εφάρμοσαν τον Νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης και ορθά άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια απορρίπτοντας την αίτηση του αιτητή».

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η διαδικαστική πορεία της έφεσης ενώπιον μας υπήρξε δυσχερής.  Ο εφεσείων αρχικά καταχώρησε προσωπικά το εφετήριο, πλην όμως στη συνέχεια διόρισε δικηγόρο και υπήρξε προσπάθεια κατόπιν υποδείξεων του Εφετείου να γίνει τροποποίηση των λόγων έφεσης ώστε το εφετήριο να συνάδει με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς.  Δόθηκαν αρκετές αναβολές για το λόγο αυτό και μάλιστα στα πλαίσια της διαδικασίας υπήρξε απόσυρση του αρχικού δικηγόρου του εφεσείοντα και διορισμός άλλου, δηλαδή των δικηγόρων που παρουσιάζονται σήμερα.

 

Ο εφεσείων, κατόπιν σχετικών οδηγιών ως άνω, καταχώρησε εντέλει τροποποιημένους λόγους έφεσης, από τους οποίους απέσυρε τον 2ο και 3ο με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε ενώπιον μας τον 1ο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής:  «το Ανώτατο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αίτηση του για τη μη λήψη Δημοσίου Βοηθήματος».    Παρατηρείται πως πρόκειται βεβαίως για ένα άκρως γενικό λόγο που δεν επιχειρήθηκε η περαιτέρω τροποποίηση του.

 

Στο  λόγο αυτό δίδεται αιτιολογία η οποία επαναλαμβάνει τις θέσεις που πρωτοδίκως ο εφεσείων πρόβαλε και έχει ως εξής:

«Βάσει του Νόμου 95(1)72006 οι βασικές ανάγκες του Εφεσείοντα σύμφωνα με τον Νόμο ήταν €452 για τον ίδιο, €226 για την σύζυγο, €226 για κάθε εξαρτώμενο άνω των 14 ετών και €135,60 για κάθε εξαρτώμενο κάτω των 14 ετών.

Ο μισθός της συζύγου του ήταν €715 και ο Νόμος 95(1/2006) αναφέρει ότι εάν οι βασικές Ανάγκες του Αιτητή δεν καλύπτονται, δικαιούται δημόσιο βοήθημα και εάν παρουσιάζει αναπηρία δικαιούται περαιτέρω €368 μηνιαίως.

Στον μισθό της συζύγου δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσό των €512 οπόταν η διαφορά είναι €212 τα οποία παραμένουν για τις βασικές ανάγκες. Επομένως είναι φανερό ότι οι βασικές ανάγκες του Αιτητή δεν καλύπτονται επ΄ουδενί από τον μισθό της συζύγου αφού τα €212 είναι ανεπαρκή. Οι Βασικές Ανάγκες της οικογένειας του είναι €1265,60 μηνιαίως και από το πιο πάνω ποσό θα αφαιρείται το ποσό των €736,66».

Παραπονείται ακόμη η πλευρά του εφεσείοντα πως πρωτοδίκως «υπερπροβλήθηκε η αναπηρία του αιτητή σε βαθμό που επισκίασε το βασικό αίτημα του».  Δεν ασχολήθηκαν, κατά τη θέση του, οι εφεσίβλητοι αλλά ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεόντως με «το κυρίως αίτημα του που ήταν η παροχή δημοσίου βοηθήματος».

Όμως, είναι ο ίδιος ως αιτητής, που έθεσε τις παραμέτρους εξέτασης της προσφυγής του με τη δικογραφία και τις αγορεύσεις του.  Δεσπόζον και κύριο στοιχείο προώθησης του αιτήματος του υπήρξε η θέση πως η «αναπηρία» του έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του δημόσιου βοηθήματος. 

Παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά και το Εφετείο ήταν ιδιαίτερα ανεκτικό στον τρόπο που ο εφεσείων παρουσίασε την υπόθεση του, δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε πως η επιείκεια με την οποία αντιμετωπίστηκε δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επιδίκων θεμάτων τόσο πρωτοδίκως όσο και στο Εφετείο.  (Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 ΑΑΔ 598). 

Η πεμπτουσία της απόρριψης της προσφυγής του εφεσείοντα είναι ότι αυτή η αναπηρία δεν τεκμηριώθηκε.  Είτε παρεμπιπτόντως (στα πλαίσια αιτήματος για δημόσιο βοήθημα) είτε σαν κύριο αίτημα, ως τίθετο το θέμα στη Διοίκηση, τα όσα ανέφερε ο εφεσείων δεν τεκμηρίωναν «αναπηρία».  Τα δε υπάρχοντα πιστοποιητικά και έντυπα κατά τον ουσιώδη χρόνο ομιλούσαν απλώς για υπέρταση και άλλα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω και σίγουρα δεν στοιχειοθετούσαν την έννοια της αναπηρίας. 

Ο ίδιος, παραπονούμενος - ακόμη και δια του δικηγόρου του ενώπιον μας - πως «δεν παραπέμφθηκε σε εξέταση από ιατροσυμβούλιο ή πολυθεματική ομάδα», ακριβώς βρέθηκε αντιμέτωπος με την ιδία του την παράλειψη να εστιάσει ορθά και τεκμηριωμένα το αίτημα του το οποίο, παρότι δεν ήταν αίτημα για αναπηρία, η τεκμηρίωση της αναπηρίας ήταν απαραίτητη ώστε να δικαιούτο να μη ληφθεί υπόψη μέρος του εισοδήματος της συζύγου του.

Είναι φανερό πως ο εφεσείων «οικοδόμησε» τις θέσεις του πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον μας πάνω στις δικές του παραλείψεις.

Με βάση τα πιο πάνω, θεωρούμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως με τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους οι εφεσίβλητοι κατά τον ουσιώδη χρόνο της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, ορθά εφάρμοσαν το Νόμο και ορθά άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια, απορρίπτοντας την αίτηση.

Η παρούσα έφεση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  Δ.

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] 9-(1) Τα ακόλουθα εισοδή΅ατα και οικονο΅ικοί πόροι ενός αιτητή ή λήπτη δε λα΅βάνονται υπόψη για την παροχή δη΅όσιου βοηθή΅ατος ή για τον καθορισ΅ό του ύψους τέτοιου βοηθή΅ατος: (α) Καθαρό ΅ηνιαίο εισόδη΅α: (i) ΅έχρι πενήντα λίρες, όταν προέρχεται από εργασία του αιτητή ή λήπτη, ή (ii) ΅έχρι τριακόσιες λίρες, όταν προέρχεται από εργασία και ο αιτητής ή η αιτήτρια ή η σύζυγος ή ο σύζυγος, αντίστοιχα, είναι ανάπηρο πρόσωπο, ή  (iii) ΅έχρι εκατό λίρες, όταν προέρχεται από εργασία και ο αιτητής ή η αιτήτρια είναι άνω των 63 ετών ή είναι ψυχικά ασθενής, σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νό΅ου·

 

[2] 12.-(1) Για τους σκοπούς του Νό΅ου αυτού και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νό΅ου: (α) Καθένας εκ των συζύγων ευθύνεται για τη συντήρηση και φροντίδα του άλλου και των άγα΅ων τέκνων του τα οποία δια΅ένουν ΅αζί του ή είναι εθνοφρουροί ή είναι φοιτητές σε αναγνωρισ΅ένο εκπαιδευτικό ίδρυ΅α, δεν ευθύνεται ό΅ως για τη συντήρηση των άγα΅ων τέκνων του τα οποία είναι ανάπηρα ή για λόγους υγείας δεν ΅πορούν να συντηρούν τον εαυτό τους:


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο