ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D128
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 257/12 και 258/12 και 259/12)
(Υποθ.αρ.1205/10, 1313/10, 303/11)
3 Απριλίου, 2019
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
Α.Ε. 257/2012
Thetaco (Traders) Ltd.,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
και
Αρχή Λιμένων Κύπρου,
Εφεσίβλητη/Καθ'ης η αίτηση
Α.Ε. 258/2012
Hadjikyriakos & Sons Ltd.,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
και
Αρχή Λιμένων Κύπρου,
Εφεσίβλητη/Καθ'ης η αίτηση
Α.Ε. 259/2012
Ανδρέας Χαραλάμπους Ηλεκτροσυσκευές Λτδ.,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
και
Αρχή Λιμένων Κύπρου,
Εφεσίβλητη/Καθ'ης η αίτηση
----------
Φ.Καμένος για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τις εφεσείουσες σε όλες τις εφέσεις
Στ.Μαξούτη, (κα), για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη σε όλες τις εφέσεις.
--------------- --
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
--------------- --
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οκτώ αιτήτριες, εταιρείες εισαγωγής-εξαγωγής ηλεκτρικών συσκευών καταχώρησαν ισάριθμες προσφυγές με τις οποίες επιδίωκαν ακύρωση των αποφάσεων της Αρχής Λιμένων Κύπρου με τις οποίες τους επιβλήθηκαν αντιστοίχως λιμενικά δικαιώματα σε σχέση με την εισαγωγή ηλεκτρικών συσκευών συσκευασμένων σε εμπορευματοκιβώτιο (container).
Oι συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές δεν έπεισαν αδελφό μας Δικαστή ο οποίος στις 30.10.2012 τις απέρριψε επικυρώνοντας τις προσβαλλόμενες πράξεις.
Τρεις από τους αιτητές καταχώρησαν αντίστοιχες εφέσεις εναντίον της πρωτόδικης κρίσης προβάλλοντας το εσφαλμένο της δικανικής κρίσης με αριθμό λόγων έφεσης. Πρόκειται για τις παρούσες εφέσεις.
Παρά το ογκώδες της δικογραφίας και οι τρεις εφέσεις έχουν ομοούσιο πλαίσιο και μπορούν οι σχετικοί λόγοι να εξετασθούν μαζί. Ξεκινούμε με τους λόγους έφεσης 1 και 2 οι οποίοι έχουν ως εξής:
«1. Η απόφαση και/ή το εύρημα του Δικαστή, που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, ότι οι επίδικες διοικητικές πράξεις δεν αντίκεινται στο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και/ ή δεν παραβιάζουν το ΄Αρθρο 25 της Συνθήκης της Ε.Ε. και/ή δεν έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή εισαγωγικών και/ή εξαγωγικών δασμών και/ή φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη.
2. Η απόφαση και/ή το εύρημα του Δικαστή, που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, ότι οι επίδικες διοικητικές πράξεις δεν αντίκεινται στις Γενικές Αρχές του Ευρωπαίκού Δικαίου και/ή δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη.»
Όπως προκύπτει από το ιστορικό των προσφυγών, τα γενικά λιμενικά δικαιώματα υπολογίσθηκαν ανά κατηγορία ηλεκτρικών συσκευών δυνάμει Σχετικού Πίνακα (Κανονισμός 3) Μέρος Ι, των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976 (ΚΔΠ 45/76, όπως τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 155/11).
Οι εφεσείουσες ισχυρίζονταν πρωτίστως - πρωτοδίκως και ενώπιον μας - ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις προσκρούουν στο άρθρ.25[1] (νέο άρθρ.30) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και ότι τα επίδικα δικαιώματα αποτελούν επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος διότι εμπίπτουν στον ορισμό που η νομολογία του ΔΕΕ έχει καθορίσει. Οι πιο πάνω θέσεις είναι το κύριο αντικείμενο των λόγων εφέσεων 1 και 2, ως εκ τούτου οι λόγοι αυτοί μπορούν να εξετασθούν από κοινού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε τις επιμέρους θέσεις και με επίκληση της Petrolina Ltd κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2006) 3 Α.Α.Δ. 347 και των υποθέσεων του ΔΕΕ C-34/01 έως 38/01 (αίτηση του Corte Suprema di Cassazione για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) Enirisorse SpA κατά Ministero delle Finanze, EEC 21 της 27.11.2003, κατέληξε ως εξής:
«Ο Καν. 3 της ΚΔΠ 45/76 προνοεί για τα εκάστοτε καταβλητέα δικαιώματα για τη χρήση περιοχών λιμένων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία της Αρχής Λιμένων Κύπρου και των εγκαταστάσεων καθώς και για αγαθά, υπηρεσίες ή διευκολύνσεις που παρέχονται από αυτήν. Ο Πίνακας και η παρ.3 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) εξειδικεύει τα λιμενικά δικαιώματα που επιβάλλονται για «αγαθά εισαγόμενα ή εξαγόμενα δια τινός περιοχής λιμένος». Η επιβολή τέτοιων δικαιωμάτων δεν γίνεται επ΄ ευκαιρία της διέλευσης συνόρων ούτε της συμπλήρωσης των τελωνειακών διατυπώσεων, αλλά καλύπτουν την υπό των εισαγωγέων χρήση των λιμενικών εγκαταστάσεων για αποθήκευση, μετακίνηση και παράδοση του φορτίου (όπως εξειδικεύονται κυρίως στο άρθρο 10(2)(ε) του Νόμου).
Μια άλλη σημαντική πτυχή είναι ότι τα συγκεκριμένα δικαιώματα, καταβάλλονται αδιακρίτως τόσο σε εισαγωγές όσο και σε εξαγωγές με προκαθορισμένα ποσά βάσει του είδους των προϊόντων. Συνεπώς δεν έχω πεισθεί ότι πλήττουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο εισάγοντας δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων κατά τρόπο που τα εν λόγω τέλη να θεωρηθεί, περιλαμβανομένων της επιβολής και της διάθεσης του προϊόντος τους, ότι αντιβαίνουν προς τις διατάξεις του άρθρου 95 της Συνθήκης».
Οι εφεσείουσες εισηγούνται ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει ως δεδομένο, ότι τα επίδικα λιμενικά δικαιώματα αποτελούν δασμό ή έστω φορολογία ισοδύναμου αποτελέσματος και ότι επομένως τυγχάνει εφαρμογής το πιο πάνω άρθρο 25 της Συνθήκης. Επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος με δασμό συνιστά οποιαδήποτε χρηματική επιβάρυνση με οποιαδήποτε ονομασία ή τρόπο εφαρμογής που επιβάλλεται μονομερώς επί εμπορευμάτων εκ του γεγονότος μόνο ότι διέρχονται τα σύνορα και η οποία δεν είναι δασμός υπό στενή έννοια.
Ωστόσο, σε κανένα σημείο της δικογραφίας των εφεσειουσών οι οποίες είχαν και το σχετικό βάρος, δεν στοιχειοθετείται πειστικά πώς και γιατί τα επίδικα λιμενικά δικαιώματα αποτελούν πράγματι «δασμό» ή έστω «φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος»
Προκύπτει εμφαντικά και καθαρά από τα δεδομένα της υπόθεσης ότι το άρθρο 25 της Συνθήκης δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, αφού τα επίδικα λιμενικά δικαιώματα αποτελούν ακριβώς δικαιώματα που επιβάλλονται και εισπράττονται για τη χρήση των περιοχών των λιμανιών και των λιμενικών εγκαταστάσεων και όχι δασμό ή φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος.
Εν προκειμένω, τα δικαιώματα που επιβάλλει η εφεσίβλητη ασφαλώς δεν τα επιβάλλει επειδή τα αγαθά διέρχονται τα σύνορα και εισέρχονται στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσφέρει και επομένως δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 25 της Συνθήκης.
Στην ως άνω υπόθεση Petrolina αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«(ii) Λανθασμένα απορρίφθηκε η εισήγηση των εφεσειουσών ότι τα επιβληθέντα λιμενικά δικαιώματα των 0.50 σεντ για κάθε τόνο πετρελαίου δεν εμπίπτουν στην έννοια του "τέλους", αφού δεν παρέχεται προς τούτο από την εφεσίβλητη Αρχή οποιαδήποτε υπηρεσία ή ωφέλημα ως αντάλλαγμα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι τα επιβληθέντα δικαιώματα συνιστούν υποχρέωση καταβολής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ανταποδοτικού χαρακτήρα και ανεξάρτητα από τη χρησιμοποίηση ή όχι των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Είναι η θέση των εφεσειουσών ότι το τέλος επιβάλλεται μονομερώς και συνιστά αντάλλαγμα για κάποια χρήση, υπηρεσία ή ωφέλεια που προσφέρεται σε ένα ιδιώτη. Ο σκοπός της επιβολής του τέλους είναι η μερική ή ολική κάλυψη των δαπανών της λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή ενός ιδρύματος. Επειδή δε η εφεσίβλητη αρχή δεν προσφέρει οποιαδήποτε υπηρεσία είτε εντός λιμένων είτε εκτός λιμένων κατά τη διάρκεια της πετρέλευσης πλοίων, η απόφαση για την επιβολή δικαιωμάτων £0.50 σεντ κατά τόνο πετρελαίου, είναι άκυρη και στερημένη οποιασδήποτε νομικής αξίας.
Ο σκοπός επιβολής κάποιου τέλους είναι η μερική ή και ολική κάλυψη της δαπάνης μιας προσφερόμενης υπηρεσίας. Όπως έχει σημειωθεί στην υπόθεση I.B.S. Ltd. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 220,
"Το 'τέλος' μπορεί γενικά να λεχθεί ότι είναι μια επιβάρυνση για μια ειδική υπηρεσία που προσφέρεται στους ιδιώτες από κάποιο κυβερνητικό όργανο και βασίζεται πάνω στα έξοδα τα οποία υφίσταται προσφέροντας μια τέτοια υπηρεσία, παρόλο που σε πλείστες ίσως περιπτώσεις τα έξοδα υπολογίζονται αυθαίρετα."
Όπως επίσης αναφέρεται στο σύγγραμμα "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Κυριακόπουλου, Τόμος 3, Ειδικό μέρος, στη σελίδα 354,
"Δια του τέλους σκοπείται να καλυφθώσιν εν όλω ή εν μέρει αι δαπάναι της λειτουργίας δημοσίας τινός υπηρεσίας ή δημοσίου τινός ιδρύματος."
Ο ισχυρισμός των εφεσειουσών ότι τις περισσότερες φορές η πετρέλευση διενεργείται στο αγκυροβόλιο το οποίο βρίσκεται έξω από το λιμάνι, είναι ανεδαφικός γιατί το αγκυροβόλιο θεωρείται μέρος του λιμανιού σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμων 1973-1977 και το περί Τελωνειακών Λιμένων Διάταγμα του 1968 (Αρ. 100/68).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι κανένα όφελος δεν προσφέρεται από την εφεσίβλητη Αρχή ως αντάλλαγμα για το επιβληθέν τέλος, μπορεί να σημειωθούν τα πιο κάτω. Όπως έχει αναφερθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσίβλητης Αρχής, η περιοχή του λιμανιού η οποία αποτελεί ιδιοκτησία της Αρχής χρησιμοποιείται από τα πλοία που εισέρχονται στο λιμάνι για να εφοδιαστούν με καύσιμα. Αυτό εξυπακούει χρήση του ιδιόκτητου χώρου της Αρχής για την πετρέλευση. Η πιο πάνω παραχώρηση περιλαμβάνει και τη διάθεση κρηπιδωμάτων για την πρόσδεση των πλοίων και την παρουσία λιμενικού λειτουργού, ο οποίος επιβλέπει τις εργασίες πετρέλευσης. Η εφεσίβλητη Αρχή ρυθμίζει επίσης την τροχαία κίνηση μέσα στο λιμάνι για την απρόσκοπτη εκτέλεση των εργασιών πετρέλευσης, με σχετικές σηματοδοτήσεις και με την παρουσία δύο λιμενικών λειτουργών. Επιπρόσθετα προς τα πιο πάνω η εφεσίβλητη Αρχή έχει την υποχρέωση να προβαίνει σε συντήρηση και επιδιορθώσεις των εγκαταστάσεων του λιμανιού οι οποίες χρησιμοποιούνται για την πετρέλευση.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω στην παρούσα περίπτωση η επιβολή του ποσού των £0.50 σεντ κατά τόνο πετρελαίου για την πετρέλευση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άκυρη ή παράνομη, έχοντας υπόψη τα έξοδα της καθιέρωσης, συντήρησης και επίβλεψης της παροχής των προσφερόμενων υπηρεσιών, όπως αυτά έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται».
Όπως ορθά εισηγείται η εφεσίβλητη, η υπηρεσία που παρέχει είναι η διάθεση των χώρων και των εγκαταστάσεων της για την εκφόρτωση και φύλαξη των εμπορευμάτων τους ή αντίστοιχα για τη φύλαξη και φόρτωση τους εάν πρόκειται για εξαγωγές.
Περαιτέρω, το ΔΕΚ στην απόφαση του στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-34/01 έως C-38/01, Enirisorse SpA v. Ministero delle Finanze, ECR (ανωτέρω) έκρινε μεταξύ άλλων ότι τα λιμενικά τέλη δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 της Συνθήκης (μεταγενέστερα άρθρο 25), ως εξής:
«Εν προκειμένω, το λιμενικό τέλος, δεδομένου ότι δεν εισπράττεται επ' ευκαιρία ή λόγω της εισαγωγής και δεν προορίζεται αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων προς όφελος των εγχώριων προϊόντων, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 12 της Συνθήκης (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Lornoy κ.λπ., σκέψεις 17 και 18). Αντιθέτως, στο μέτρο που πλήττει όλα τα εμπορεύματα, τα οποία φορτώνονται και εκφορτώνονται στον οικείο λιμένα, το λιμενικό τέλος μπορεί να συνιστά εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης. Εφόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις περί παραπομπής, η επιβάρυνση αυτή δεν συνεπάγεται δυσμενή διάκριση έναντι των εισαγομένων προϊόντων, προκύπτει ότι το εν λόγω τέλος, περιλαμβανομένων της επιβολής του και της διαθέσεως του προϊόντος του, δεν αντιβαίνει προς τις διατάξεις του άρθρου 95.
Η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1993, C-277/91, C-318/91 και C-319/91, Ligur Carni κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. Ι-6621), στην οποία αναφέρθηκε το αιτούν δικαστήριο, δεν αντικρούει την προεκτεθείσα συλλογιστική, διότι, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δεν ερωτήθηκε περί του ζητήματος εάν το ενδεχόμενο εμπόδιο ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 12 ή 95 της Συνθήκης, ή σε εκείνο του άρθρου 30 αυτής, οπότε παρείλκε να εξετάσει το ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, αντικείμενο της διαφοράς ήταν η απαγόρευση σε εισαγωγέα νωπών κρεάτων να πραγματοποιεί ο ίδιος με δικά του μέσα, εντός των ορίων του δήμου, τη μεταφορά και παράδοση των εμπορευμάτων του, εκτός εάν καταβάλλει σε τοπική επιχείρηση, κάτοχο αποκλειστικής αδείας φορτοεκφορτώσεως, μεταφοράς και παραδόσεως των εν λόγω εμπορευμάτων εντός του δημοτικού σφαγείου, ποσό αντιστοιχούν προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Ligur Carni κ.λπ., σκέψη 33). Επομένως, τα διαφιλονικούμενα ποσά ήταν απ' ευθείας καταβλητέα προς επιχείρηση και δεν αποτελούσαν, αντιθέτως προς αυτά που αποτελούν αντικείμενο των κύριων δικών, τέλος καταβαλλόμενο στο κράτος.
Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι επιβάρυνση, όπως το λιμενικό τέλος που αποτελεί αντικείμενο των κύριων δικών, αποτελεί εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης, μη εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 12 και 30 αυτής. Το μέτρο το οποίο συνίσταται στην επιβολή, εκ μέρους κράτους μέλους, παρόμοιου τέλους και στην υπέρ δημόσιας επιχειρήσεως διάθεση σημαντικού μέρους του προϊόντος του τέλους αυτού, χωρίς οι διατιθέμενοι κατ' αυτόν τον τρόπο πόροι να αντιστοιχούν σε υπηρεσία πράγματι παρεχόμενη εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής, δεν αντιβαίνει προς τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 95, εφόσον δεν συνεπάγεται δυσμενή διάκριση έναντι των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.
Συνεπώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως του τετάρτου αυτού ερωτήματος, παρέλκει να δοθεί απάντηση στο πέμπτο ερώτημα».
Και αν ακόμη θεωρηθεί ότι τα επίδικα λιμενικά δικαιώματα συνιστούν επιβάρυνση και πάλι δεν τίθεται θέμα παραβίασης του άρθρου 25 της Συνθήκης, αφού αυτά επιβάλλονται για υπηρεσία που παρέχεται.
Σχετική είναι και η απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση αρ.132/82 Commission of the European Communities v. Kingdom of Belgium, ημερ. 17.5.1983 (ΕCR, 01649) όπου λέχθηκαν τα εξής:
"The placing of imported goods, which originate in another member state or are in free circulation, in temporary storage in the special stores of public warehouses in the interior of the territory of a member state represents a service rendered to traders, therefore storage charges commensurate with the service thus rendered and levied on goods presented at such warehouses do not amount to charges having an effect equivalent to customs duties
However, such storage charges constitute charges having an equivalent effect in so far as they are also levied when goods imported into the member state in question are presented at a special store solely for the completion of customs formalities and even when the goods have been exempted from storage and no request for temporary storage has been made by the importer."
(Bλ. και υπόθεση αρ. 46/76, W.J.G. Bauhuis v. The Netherlands State, ημερ. 25.1.1977, E.C.R. 1977).
Mε τη διαπίστωση ότι η πρωτόδικη κρίση είναι ορθή και συνεπακόλουθα των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Προχωρούμε με την εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης, ο οποίος έχει διατυπωθεί ως εξής:
«Η απόφαση και/ή το εύρημα του Δικαστή, που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, ότι οι επίδικες διοικητικές πράξεις δεν αντίκεινται στο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και/ή δεν παραβιάζουν το ΄Αρθρο 82 της Συνθήκης της Ε.Ε. και/ή δεν έχουν ως αποτέλεσμα την κατάχρηση εκ μέρους της Εφεσίβλητης της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει στην αγορά είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τους αντίστοιχους λόγους ακύρωσης ως εξής:
«Οι αιτητές, αναλύοντας τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 82 της Συνθήκης (νέο 102) και με ιδιαίτερη αναφορά στο άρθρο 86, που καθορίζει το πλαίσιο εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού για τις δημόσιες επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου, ισχυρίζονται ότι υπήρξε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού. Θεωρούν ότι η καθ' ης η αίτηση κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά (παροχή πρόσβασης σε λιμενικές εγκαταστάσεις για σκοπούς εκτελωνισμού) και συγκεκριμένα στη γεωγραφική αγορά της Κύπρου που αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς, την οποία καταχράται για δυο κυρίως λόγους. Με την επιβολή μη δίκαιων τιμών ή άλλων όρων συναλλαγής εφόσον οι τιμές δεν έχουν καμία σχέση με την οικονομική αξία των υπηρεσιών που παρέχονται και με την επιβολή υπερβολικών τιμών λόγω του ότι αφενός εισάγεται διάκριση σε βάρος των προϊόντων που μεταφέρονται σε εμπορευματοκιβώτιο και αφετέρου οι ηλεκτρικές συσκευές χρεώνονται ανά τεμάχιο ανεξαρτήτως του βάρους, μεγέθους και της αξίας τους.
Η καθ' ης η αίτηση αντιτείνει ότι η επιχειρηματολογία των αιτητών λανθασμένα εκλαμβάνει ως δεδομένη την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας από την Αρχή. Παραπέμπουν στην απόφαση της ΕΠΑ Αρ. 3/00 στην οποία αποφασίστηκε ότι σχετική καταγγελία του Συνδέσμου Ναυτικών Πρακτόρων εναντίον της Αρχής Λιμένων Κύπρου ήταν εκτός των αρμοδιοτήτων της διότι η Αρχή Λιμένων Κύπρου συνιστά νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και οι πράξεις της θεωρούνται ως πράξεις προερχόμενες από το Κράτος».
Η εφεσίβλητη τονίζει το χαρακτήρα των πράξεων της Αρχής ως φορέα δημόσιας εξουσίας, όπως προκύπτει από το νομοθετικό πλαίσιο[2] και από παλαιότερη νομολογία την οποία αναφέρει[3] το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο και καταλήγει ως εξής:
«Η είσπραξη λιμενικών τελών λόγω εκφορτώσεως/αποθήκευσης προϊόντων είναι συνάρτηση του ελέγχου και της διαχείρισης των λιμανιών που έχει ανατεθεί κατ΄ αποκλειστικότητα στην καθ΄ ης η αίτηση ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Το γεγονός ότι εξυπηρετεί και οικονομικό συμφέρον της Αρχής ή ότι έχει γενικότερο ταμιευτικό χαρακτήρα δεν μεταβάλλει το σκοπό που είναι η εκμετάλλευση και η λειτουργία των λιμανιών. Συνεπώς η επιβολή και διάθεση του προϊόντος των λιμενικών τελών κυρίως υπέρ της προσφοράς λιμενικών υπηρεσιών και διευκολύνσεων που συνιστά στην Κύπρο σαφώς καθορισμένη υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας σε συνάρτηση με τον εκ των προτέρων καθορισμένο, στη βάση αντικειμενικού ποσοτικού κριτηρίου, τρόπο επιβολής τους, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η Αρχή Λιμένων Κύπρου λειτουργεί ως δημόσια επιχείρηση με χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου ως προς την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής της. Δεν αποδείχθηκε από τα επιχειρήματα των αιτητών ότι οι επίδικες αποφάσεις παραβιάζουν με οποιοδήποτε τρόπο το άρθρο 86 της Συνθήκης».
Τίποτε από αυτά που αναφέρθηκαν και ενώπιον μας από τις εφεσείουσες διαταράσσουν την ισχυρή λογική της πρωτόδικης θεώρησης.
Παρά τις κάποιες ιδιομορφίες της υπόθεσης των ιταλικών λιμανιών, η υπόθεση Cali C-343/95, 18.3.97 ισχύει εν προκειμένω και είναι σχετικό το πιο κάτω απόσπασμα:
«16. Πάντως, όσον αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως όπου το κράτος ενεργεί ασκώντας δημόσια εξουσία και της περιπτώσεως όπου το κράτος ασκεί οικονομικές δραστηριότητες βιομηχανικού ή εμπορικού χαρακτήρα που συνίστανται στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987, 118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 2599, σκέψη 7).
17. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το κράτος ενεργεί απευθείας μέσω ενός οργάνου που αποτελεί μέρος της δημόσιας διοικήσεως ή μέσω μιας οντότητας στην οποία έχει παραχωρήσει ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 8).
18. Για να καταστεί δυνατή η διάκριση μεταξύ των δύο προαναφερθεισών στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως περιπτώσεων, είναι αναγκαίο να ερευνηθεί η φύση των δραστηριοτήτων που ασκεί η δημόσια επιχείρηση ή η οντότητα στην οποία έχουν παραχωρηθεί από το κράτος ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα».
Αναφορικά δε με την υπόθεση GT-Link A/S κατά De Danske Statsbaner (DSB) ημερ.17.7.1997 έχουμε να παρατηρήσουμε πως δεν υποστηρίζει τις θέσεις των εφεσειουσών. Αφού σε εισήγηση για παραβίαση του άρθ.86 της Συνθήκης, το ΔΕΕ αποφάσισε ως εξής:
«41. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι μια δημόσια επιχείρηση, η οποία είναι κύριος εμπορικού λιμένα τον οποίο και διαχειρίζεται, απαλλάσσει από την πληρωμή των τελών αυτών τις δικές της υπηρεσίες πορθμείου και, λόγω αμοιβαι- ότητας, τις υπηρεσίες ορισμένων εμπορικών εταίρων της μπορεί επίσης να αποτελέσει καταχρηστική εκμετάλλευση κατά το μέτρο που συνεπάγεται την εφαρμογή έναντι των άλλων εμπορικών εταίρων της δημόσιας επιχειρήσεως ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, κατά την έννοια του άρθρου 86, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γγ, της Συνθήκης.
42. ΄Οσον αφορά την απαλλαγή των δικών της υπηρεσιών πορθμείου από την καταβολή των τελών, η απαλλαγή αυτή θα συνιστούσε επίσης καταχρηστική εκμετάλλευση αν προέκυπτε ότι η δημόσια επιχείρηση δεν καταχωρίζει, στα λογιστικά της βιβλία, ένα ποσό ισοδύναμο προς το συνολικό ύψος των λιμενικών τελών τα οποία οφείλονται για το μέρος της δραστηριότητάς της που αφορά την εκμετάλλευση των υπηρεσιών πορθμείου. Ελλείψει διαφάνειας στην τήρηση των λογιστικών βιβλίων, το γεγονός ότι οι τιμές που εφαρμόζει η δημόσια επιχείρηση για τις δικές της υπηρεσίες πορθμείου είναι εξαιρετικά χαμηλές σε σχέση με τις εφαρμοζόμενες από τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις πορθμείου μπορεί να αποτελέσει ένδειξη ότι η καταχώριση αυτή δεν έγινε».
Προφανώς οι περιστάσεις και οι νομικές πτυχές της Link δεν ταυτίζονται με τις επίδικες.
Η πρωτόδικη θεώρηση υιοθετείται ως ορθή.
Ο τρίτος λόγος έφεσης ομοίως απορρίπτεται.
Παραμένει να εξετασθεί ο τέταρτος λόγος έφεσης ο οποίος έχει ως εξής:
«Η απόφαση και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστή, ότι οι επίδικες διοικητικές πράξεις δεν οδηγούν σε άδικα και/ή παράλογα αποτελέσματα είναι νομίμως και/ή πραγματικώς εσφαλμένη»
Πρέπει βεβαίως να λεχθεί πως τα «άδικα ή και παράλογα αποτελέσματα» είναι στην ουσία χαρακτηρισμοί που δόθηκαν από τις ιδίες τις εφεσείουσες αφού, σύμφωνα και με την αιτιολογία του λόγου αυτού η επιβολή δικαιώματος ανά εμπορευματοκιβώτιο και όχι σε προϊόντα οδηγεί σε επιβολή δικαιώματος «για κάθε ηλεκτρική συσκευή ανεξαρτήτως αξίας ή βάρους ή μεγέθους». Δυσκολευόμαστε να δούμε τη λογική του επιχειρήματος. Εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αυτός δεν έχει αυτόνομη αξία και στηρίζεται στην κυρίως συλλογιστική όπως προκύπτει από τους λοιπούς λόγους έφεσης. Όπως εύλογα παρατηρεί η πλευρά της εφεσίβλητης, οι αναφορές και συγκρίσεις με τέλη που προβλέπονται για άλλες κατηγορίες προϊόντων δεν μπορούν να στηρίξουν αιτία ανατροπής in abstacto «για άδικα αποτελέσματα» χωρίς πλήρη υπόβαθρο για την κάθε περίπτωση και που νομοθετικά ή κανονιστικά υπάγεται. Αυτό ακριβώς υπέδειξε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής επ΄αυτού λέγοντας πως «ο ισχυρισμός αυτός παραμένει μετέωρος», εξηγώντας δε περαιτέρω πως:
«Δεν έχω πεισθεί ότι τα τέλη επιβάλλονται κατά δυσανάλογο τρόπο χωρίς αντικειμενικά κριτήρια ούτε υπεδείχθη καμιά Οδηγία για εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων λιμενικών τελών. Συνεπώς το εθνικό σύστημα επιβολής τους με την κατάταξη ανά κατηγορία εισαγόμενων προϊόντων κρίνεται εύλογο και συμμορφούμενο προς την αρχή της αναλογικότητας. Οι υπηρεσίες στις οποίες αντιστοιχούν τα γενικά λιμενικά τέλη καλύπτονται από τη νομοθετική πρόνοια (10(2)(ε)) και παρέχονται σταθερά στους αιτητές. Δεν βλέπω πως η εκτίμηση του βάρους ή άλλων χαρακτηριστικών των προϊόντων θα μπορούσε να επηρεάσει το ύψος των επιβαλλόμενων τελών».
Και ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν είναι βάσιμος.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε πως όλες οι εφέσεις πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται. Ενόψει του κοινού πλαισίου τους, η κάθε εφεσείουσα να καταβάλει ως έξοδα στην εφεσίβλητη €2,000 πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει).
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] «Οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα.»
[2] ο περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμος, Ν.38/1973 (όπως τροποποιήθηκε μετά το Ν.59/77)
[3] Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 ΑΑΔ 882, Δημοκρατία ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ.