ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Για την εφεσείουσα: κα Μ.Δρυμιώτου για Γενικό Εισαγγελέα Για την εφεσίβλητη: κ.Δ.Καλλής CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-03-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ν. CLAPPAS TRADING HOUSE LTD, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 63/13, 5/3/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D74

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 63/13)

 

5 Mαρτίου, 2019

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ

Εφεσείουσα

ΚΑΙ

CLAPPAS TRADING HOUSE LTD

Εφεσίβλητη

---------

Για την εφεσείουσα:  κα Μ.Δρυμιώτου για Γενικό Εισαγγελέα

Για την εφεσίβλητη:  κ.Δ.Καλλής

----------------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η εφεσίβλητη ως αιτήτρια προσέφυγε στο Δικαστήριο επιδιώκοντας «δήλωση ότι η απόφαση της εφεσείουσας-καθ΄ης η αίτηση, κοινοποιηθείσα στις 30/9/2009, με την οποία είχε προβεί σε εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής συνολικού ποσού €35.754 καθώς επίσης και επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης ίσης με το 10% του πιο πάνω ποσού, δηλαδή €3.575, πλέον τόκο 8% ετησίως επί των πιο πάνω ποσών, από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο μέχρι πληρωμής, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη στο πιο πάνω αίτημα και η εφεσείουσα, θεωρώντας λανθασμένη την πρωτόδικη κρίση,  κατεχώρισε την παρούσα έφεση, με τέσσερις λόγους έφεσης.

 

Θα πρέπει να γίνει μια αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Η εφεσίβλητη κατά τον ουσιώδη χρόνο ασχολείτο, μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή και την εμπορία κονσερβοποιημένων τροφίμων.  Εισήγαγε δε, στα πλαίσια της δραστηριότητας της, από την Κίνα μέσω Ισπανίας, κονσερβοποιημένα και διατηρημένα σε ξύδι ή οξικό οξύ μανιτάρια, τα οποία και διέθεσε στην Κυπριακή αγορά.  Σε σχέση με τις εν λόγω εισαγωγές η εφεσίβλητη καταχώρισε στο Τμήμα Τελωνείων ηλεκτρονική διασάφηση δυνάμει του περί Τελωνειακού Κώδικα, Ν.94(Ι)/2004.  Αναφορικά με τα προϊόντα είχαν εκδοθεί δύο συγκεκριμένα τιμολόγια που αναφέρονται, στη δικογραφία, στα οποία και δινόταν περιγραφή τους.  Τα δεδομένα και οι πληροφορίες που περιείχε η εν λόγω διασάφηση ήσαν η βάση για την αυτόματη βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών και φόρων των προϊόντων.  Σε κάθε περίπτωση ο εισαγωγέας υποχρεούται και δεσμεύεται να καταχωρεί και να δηλώνει ηλεκτρονικά τα ακριβή και ορθά στοιχεία που αποτελούν τη βάση βεβαίωσης των εισαγωγικών δασμών και φόρων, όπως καθορίζεται στα αρ.39(1), 54(1) και 122(1) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/2000.

 

Σε σχέση με την κατάταξη των προϊόντων και το εφαρμοστέο δασμολόγιο, κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει, βρισκόταν σε ισχύ ο Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 1549/06 της Επιτροπής, ημερ. 17/10/2006.   Περαιτέρω, σχετικός επίσης ήταν ο Κανονισμός 2658/87 του Συμβουλίου ο οποίος θέσπισε ονοματολογία εμπορευμάτων για σκοπούς δασμολόγησης.  Με βάση τον Κανονισμό 1549/06, η κατάταξη των εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία πραγματοποιείται με βάση αρχές που καταγράφονται.  Σύμφωνα δε με τις Συμπληρωματικές Σημειώσεις του Κανονισμού, Κεφάλαιο 20 «Παρασκευάσματα Λαχανικών, Καρπών και Φρούτων ή άλλων Μερών Φυτών». Θεωρούνται ως προϊόντα υπαγόμενα στην κλάση 2001 τα λαχανικά οι καρποί και τα φρούτα και τα άλλα βρώσιμα μέρη φυτών, παρασκευασμένα ή διατηρημένα με ξύδι ή οξικό οξύ των οποίων η περιεκτικότητα σε ελεύθερο πτητικό οξύ, υπολογιζόμενη σε οξικό οξύ είναι ίση ή ανώτερη του 0,5% κατά βάρος.  Επιπλέον τα μανιτάρια που υπάγονται στη διάκριση 2001 90 50 δεν επιτρέπεται να περιέχουν αλάτι άνω του 2,5% κατά βάρος.»

 

Παρά την ηλεκτρονική καταχώριση των επίδικων προϊόντων σύμφωνα με την κλάση που η εφεσίβλητη δήλωσε (με την οποία αυτά δασμολογήθηκαν και απελευθερώθηκαν στην αγορά) υφίστατο η δυνατότητα του Τελωνείου για μετέλεγχο.

 

Το καλοκαίρι του 2009 ο Τομέας Ονοματολογίας και Δασμολογίου του Αρχιτελωνείου βασισμένος στον ανωτέρω αναφερόμενο Κανονισμό (ΕΚ) αρθ. 1549/2006 της Επιτροπής, εξέδωσε την υπ' αριθμό ΕΕ «Τ»(182) εγκύκλιο (Παράρτημα 7), που σχετίζεται με την δασμολογική κατάταξη των διατηρημένων σε οξικό οξύ ή ξίδι μανιταριών του γένους Agaricus, στην οποία εξηγείται ότι τα εν λόγω μανιτάρια, κατατάσσονται στη δασμολογική κλάση 200310 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, όταν στο διάλυμα στο οποίο βρίσκονται συντηρημένα, περιέχεται κατά βάρος μαγειρικό αλάτι (NaCI - χλωριούχο νάτριο) μέχρι και 2.5% και πτητικό οξύ μέχρι 0,5%. Στην ίδια εγκύκλιο διευκρινίζεται ότι τα μανιτάρια του γένους Agaricus, είναι τα μικρά άσπρα μανιτάρια, γνωστά και ως «button mushroom champignon de Paris».

 

Μετά την έκδοση της πιο πάνω εγκυκλίου αποφασίστηκε ο αναδρομικός έλεγχος όλων των εισαγωγών μανιταριών που πραγματοποιήθηκαν από τρίτες χώρες, μετά την 1ην Ιανουάριου 2007, που ήταν και η ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1549/2006 της Επιτροπής και η αναδρομική διερεύνηση ανατέθηκε στον Κλάδο Μετελέγχου του Τελωνείου Λευκωσίας. Ο εν λόγω, κλάδος, κάλεσε τους εισαγωγείς μανιταριών, μεταξύ αυτών και την εφεσίβλητη, να δώσει στο Τελωνείο όλα τα έγγραφα που σχετίζονταν με εισαγωγές μανιταριών, που πραγματοποιήθηκαν μετά την 1ην Ιανουάριου 2007.  Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε επίσκεψη τελωνειακών στα υποστατικά της εφεσίβλητης, στη Βιομηχανική Περιοχή Δαλίου όπου και εξηγήθηκαν οι λόγοι της επίσκεψης και του ελέγχου και ζητήθηκαν συγκεκριμένα έγγραφα.  Ως αποτέλεσμα λήφθηκαν εις τριπλούν από διαφορετικά κιβώτια, δείγματα δυνάμει των άρθρων 239-252 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αρ.2454/93 της Επιτροπής ημερομηνίας 2 Ιουλίου 1993, σύμφωνα με την πάγια πρακτική, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα που καθορίζεται στην περί δειγματοληψίας εγκύκλιο με αριθμό ΕΕ -«Φ.Ε.» (5) (Παράρτημα 8) αφού παραδόθηκε στην εφεσίβλητη σχετική  Ειδοποίηση Δειγματοληψίας (Παράρτημα 9). Τα δείγματα ήσαν τρία μεταλλικά κουτιά (κονσέρβες) με μανιτάρια. Τα δύο κουτιά εξακολουθούν να βρίσκονται υπό τη φύλαξη του Τελωνείου Λευκωσίας και το τρίτο παραπέμφθηκε για χημικές αναλύσεις στο Κρατικό Χημείο.

 

Συμπληρώθηκε δε το Έντυπο Δειγματοληψίας, (Τεκμ. 68(α) Παράρτημα 10) και στο χώρο Δήλωση ενδιαφερομένου, η εφεσίβλητη δήλωσε τα εξής:

 

«Έλαβα γνώση της δειγματοληψίας η οποία έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας Κοινοτικής ή άλλης νομοθεσίας και διαφωνώ με τον τρόπο διενέργειας της. Επίσης συμφωνώ ότι το/τα δείγμα/τα είναι αντιπροσωπευτικό/ά ολόκληρης της αποστολής».  (αντίστοιχες λέξεις συμφωνώ/διαφωνώ είχαν διαγραφεί, σύμφωνα με τις οδηγίες του εντύπου).

 

Τα αποτελέσματα από την εν λόγω Χημική ανάλυση στο κρατικό Χημείο κατέδειξαν ότι η πτητική οξύτητα (0.0764%) του διαλύματος μέσα στο οποίο ήσαν διατηρημένα τα σχετικά με την παρούσα διαδικασία μανιτάρια, ήταν κατά πολύ χαμηλότερη του ποσοστού 0,5%, που προβλέπεται στον ανωτέρω Κανονισμό και ως εκ τούτου η εφεσίβλητη εσφαλμένα δήλωσε και κατέταξε τα προϊόντα.  Διαπιστώθηκε δηλαδή ότι η εσφαλμένη καταχώρηση του κωδικού 2001905090 της συνδυασμένης ονοματολογίας είχε ως αποτέλεσμα την αυτόματη βεβαίωση εισαγωγικού δασμού ΛΚ2.726,00 που ισούται με 4.658,00 ευρώ αντί 36.124,00 ευρώ, που είναι το πραγματικό ποσό που θα βεβαιωνόταν στην ορθή κατάταξη και καταχώρηση.

 

Ενόψει των ανωτέρω, το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε με την εκ των υστέρων, ως άνω, βεβαίωση την οποία και απέστειλε με επιστολή ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 2009 εναντίον της οποίας στρεφόταν η προσφυγή.  Με την εν λόγω απόφαση απαιτήθηκαν τα ποσά που αναφέρονται στην προσφυγή.  Πλην όμως, όπως διαφαίνεται στην ένσταση, μετά την καταχώρηση της προσφυγής διαπιστώθηκε εκ μέρους του Τελωνείου λάθος στο αξιούμενο ποσό, δηλαδή το ορθό ποσό ήταν €36.124 (αντί €35.754), πλέον €3.612 (αντί €3.575).  Ως εκ τούτου εκδόθηκε συμπληρωματική βεβαίωση τελωνειακής οφειλής, με σκοπό τη διόρθωση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να εξετάσει πρώτα το λόγο ακύρωσης που αφορούσε την επικαλούμενη παρανομία στις προπαρασκευαστικές πράξεις και δη στη διαδικασία δειγματοληψίας.

 

Πρέπει να λεχθεί πως το κύριο μέρος των νομικών θέσεων και της επιχειρηματολογίας των μερών σε σχέση με την εγκυρότητα της δειγματοληψίας, στηριζόταν σε σχετική εγκύκλιο-επιστολή του Διευθυντή Τελωνείου με τίτλο «Δειγματοληψία και χειρισμός δειγμάτων».  (παρ.8 στην ένσταση).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθετώντας τις θέσεις των συνηγόρων της αιτήτριας, έκρινε πως η εν λόγω εγκύκλιος δεν τηρήθηκε και τα δείγματα λήφθησαν παρατύπως έστω και αν δεν διαφαινόταν σαφώς η διαφωνία της εφεσίβλητης με τον τρόπο διενέργειας της δειγματοληψίας.

 

Οι λόγοι έφεσης καλύπτουν όλο το φάσμα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως εξής:

 

1.     Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ευσταθεί ο ισχυρισμός στα πλαίσια εξέτασης του πρώτου λόγου ακύρωσης περί παράνομων προπαρασκευαστικών πράξεων, ότι ενώ σύμφωνα με το ΄Εντυπο δειγματοληψίας των επιδίκων εμπορευμάτων, ο εκπρόσωπος της αιτήτριας διαφώνησε με τον τρόπο λήψης των δειγμάτων, η αρμόδια λειτουργός παρέλειψε να ακούσει τις θέσεις του, πολύ δε περισσότερο, δεν κατέβαλε οποιανδήποτε προσπάθεια για εξεύρεση μιας μεθόδου κοινά αποδεκτής είναι εσφαλμένο.

 

2.     Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως παρότι στη σχετική «Δήλωση Ενδιαφερομένου» σε ό,τι αφορά τη μέθοδο διενέργειας της δειγματοληψίας, ο εκπρόσωπος της αιτήτριας έχει κυκλώσει τη λέξη «διαφωνώ» και σε ό,τι αφορά την αντιπροσωπευτικότητα των δειγμάτων τη λέξη «συμφωνώ», με δεδομένη την οδηγία που υπάρχει στο κάτω αριστερό μέρος του Εντύπου «διαγράψετε ό,τι δεν εφαρμόζεται», ένας, θα μπορούσε πολύ εύκολα να υποθέσει, πως ό,τι έχει κυκλωθεί, δεν υποδηλώνει την πρόθεση του υπογράφοντος    αλλά αυτό που πρόθεση του ήταν να διαγράψει, είναι πραγματικώς εσφαλμένη.

 

3.    Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην παρούσα περίπτωση οι καθ' ων η Αίτηση όφειλαν να προβούν σε νέα δειγματοληψία ή τουλάχιστον στη λήψη και τέταρτου δείγματος, το οποίο να δώσουν στην αιτήτρια, είναι εσφαλμένο.

 

4.     Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υποχρέωση των καθ' ων η αίτηση να προβούν σε νέα δειγματοληψία ή τουλάχιστον στη λήψη και τέταρτου δείγματος, το οποίο να δώσουν στην αιτήτρια, επιβαλλόταν και από το γεγονός ότι η αιτήτρια παραπονείται ότι δεν της δόθηκε μέρος του ληφθέντος δείγματος, δεν κρατήθηκε μέρος των δειγμάτων για σκοπούς μελλοντικής σύγκρισης, ότι τα επίδικα δείγματα δεν σημάνθηκαν ούτε σφραγίστηκαν, αλλά και ότι δεν υπέγραψε το σχετικό «Έντυπο Δειγματοληψίας», είναι εσφαλμένο.

 

Οι λόγοι 1 και 2 συνδέονται αφού αφορούν πρωτίστως το εύρημα για «διαφωνία» της εφεσίβλητης ως προς τον τρόπο διενέργειας δειγματοληψίας.

 

Στις αγορεύσεις της Δημοκρατίας στην πρωτοβάθμια διαδικασία προβλήθηκε η θέση περί μη διαφωνίας της αιτήτριας στον τρόπο διενέργειας δειγματοληψίας και ότι τούτο είχε έρεισμα στην πεποίθηση της εφεσείουσας πως με την προσφυγή δεν αμφισβητείτο το αποτέλεσμα και το εύρημα της χημικής ανάλυσης.  Όμως, όπως  ορθά υπέδειξε ο συνήγορος της εφεσίβλητης στις δικές του αγορεύσεις, αυτό αμφισβητείτο και μάλιστα ευθέως και άμεσα (παρ.11 και 14 του δικογράφου της προσφυγής).

 

Στην ως άνω εγκύκλιο την οποία είναι η ίδια η Δημοκρατία που προτάσσει ως ισχύουσα σε σχέση με τη διαδικασία καταγράφονται τα εξής:

«Κατά το στάδιο του φυσικού ελέγχου και της δειγματοληψίας επεξηγείται στον ενδιαφερόμενο η διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Σε περίπτωση που αυτός δεν συμφωνεί με τη διαδικασία δειγματοληψίας, ο λειτουργός ακούει και αξιολογεί τις προτάσεις του και εφόσον κρίνει ότι είναι ορθές, καταβάλλει προσπάθεια για τον καθορισμό μιας μεθόδου κοινά αποδεκτής, χωρίς όμως να παραγνωρίζει το γεγονός ότι την πρωταρχική ευθύνη για τη διενέργεια της δειγματοληψίας την έχει το Τελωνείο. Τονίζεται ιδιαιτέρως ότι οποιαδήποτε διαδικασία συμφωνηθεί πρέπει να βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας.»

Σύμφωνα με το έντυπο Δειγματοληψίας, παρ.10,  που αναφέραμε πιο πάνω, η κύκλωση της λέξης «διαφωνώ» στον τρόπο διενέργειας, δεν μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο εκτός από τη διαφωνία της εφεσίβλητης, έστω και εάν δηλώνεται συμφωνία παρακάτω με το αν πρόκειται για αντιπροσωπευτικά δείγματα όλης της αποστολής.  Βέβαια είναι ορθό πως ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής ομιλεί απλώς για «αμφιβολία» ως προς τη διαφωνία της εφεσίβλητης και όχι για σαφή διαφωνία.

Από τη στιγμή όμως που υπάρχει καταγραφή διαφωνίας, αυτό έπρεπε να οδηγήσει τη Διοίκηση και πάλι σε διαπίστωση διαφωνίας.  Αναμφίβολα δε ενεργοποιούνται οι υποχρεώσεις που ορίζονται στην εν λόγω εγκύκλιο.

Συνεπώς  διαφαίνεται πως ο Λειτουργός:

(α)  δεν είχε ακούσει και αξιολογήσει τις προτάσεις του αντιπροσώπου της αιτήτριας.

(β)  δεν είχε κρίνει κατά πόσο είναι ορθές ή όχι.

(γ)  δεν είχε καταβάλει προσπάθεια για τον καθορισμό μιας κοινώς αποδεκτής μεθόδου.

Παρατηρούμε πως, παρά το μη απολύτως ορθό της πρωτόδικης κρίσης ως προς το εύρημα διαφωνίας, το Δικαστήριο κατέληξε, εν πάση περιπτώσει, σε ορθό συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι προπαρασκευαστικές πράξεις της ως άνω βεβαίωσης έπασχαν.

Η ορθή τήρηση διενέργειας της δειγματοληψίας - ειδικά όταν διασφαλίζει εν τίνι τρόπω το δικαίωμα ακροάσεως του θιγόμενου ιδιώτη, αποτελεί και πρέπει να αποτελεί ουσιώδη τύπο, του οποίου η παράβαση οδηγεί σε  ακυρότητα (βλ. Κόρσου «Διοικητικό Δίκαιο», Γενικό Μέρος, 3η έκδοση, σελ.413).

Οι παραλείψεις που σημειώθηκαν είναι αρκετές να οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως ορθά εκρίθη άκυρη η τελική επίδικη πράξη (βλ. Τουραπή ν. Οδυσσέως κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 58).  Η δε διαπίστωση αυτή καθιστά αχρείαστη και ακαδημαϊκή την ενασχόληση μας με τους άλλους δύο λόγους έφεσης, αφού η επίδικη διοικητική πράξη ορθά εκρίθη άκυρη.

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,500 πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης.

                                                                   ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                                                                   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

                                                                   ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.                                                                                     

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο