ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C97
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΡ. 4/2018)
Αναφορικά με το Άρθρο 140 του Συντάγματος.
19 Μαρτίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
______________________
Γνωμάτευση κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 31, 35, 61, 64, 65, 66, 71, 85, 136, 145, 148 και 179 του Συντάγματος και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και την Αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, οι οποίες απορρέουν και διαπνέονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
_____________________
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Γ. Χ΄΄ Χάννα (κα.), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα.) και Ν. Καλλένο, Χρ. Κληρίδης και Σ. Αγγελίδης, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
______________________
Η Γνωμάτευση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη ως προς το αποτέλεσμα. Το σκεπτικό της πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Π. και με αυτό συμφωνούν οι Ναθαναήλ, Παρπαρίνος, Σταματίου, Ψαρά-Μιλτιάδου και Πούγιουρου, Δ.Δ.. Με τη γνωμάτευση της πλειοψηφίας συμφωνούν επίσης, ως προς το αποτέλεσμα, και οι Μιχαηλίδου, Λιάτσος, Γιασεμής και Οικονόμου, Δ.Δ., οι οποίοι θα προβούν σε δική τους δήλωση. Ο Χριστοδούλου, Δ. επίσης συμφωνεί με τη γνωμάτευση της πλειοψηφίας, ως προς το αποτέλεσμα, και θα προβεί σε δική του δήλωση. Ο Παμπαλλής, Δ. διαφωνεί για τους λόγους που εκθέτει στη δική του γνωμάτευση. ______________________
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα Αναφορά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας-Αιτητής ζητά γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018» (ο υπό Αναφορά νόμος) είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 31, 35, 61, 64, 65, 66, 71, 85, 136, 145, 148 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και την αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας οι οποίες, σύμφωνα με την αίτηση, απορρέουν και διαπνέονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
Μετά το προοίμιο του υπό Αναφορά νόμου και το άρθρο 1 αυτού, στο οποίο αναγράφεται ο συνοπτικός τίτλος του, με το άρθρο 2 του υπό Αναφορά νόμου διαγράφεται το άρθρο 35 του βασικού νόμου, που είναι ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος 1979 (Ν 72/1979), όπως τροποποιήθηκε, και αντικαθίσταται από το ακόλουθο νέο άρθρο:
«35.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) όταν-
(α) βουλευτής προ της αναλήψεως των καθηκόντων του αποβιώσει ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο δεν αναλάβει τα καθήκοντα του δίδοντας τη νενομισμένη διαβεβαίωση ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων
ή
(β) βουλευτική έδρα κενωθεί κατά τη διάρκεια βουλευτικής περιόδου,
η έδρα πληρούται εντός χρονικού διαστήματος το οποίο δεν υπερβαίνει τις σαράντα πέντε (45) ημέρες, με ανακήρυξη από τον Έφορο, κατ΄ αναλογίαν των διατάξεων του άρθρου 34, ως βουλευτή του εν ζωή, κατά τον χρόνο της ανακήρυξης, υποψηφίου του συνδυασμού της ίδιας εκλογικής περιφέρειας του κόμματος ή του συνασπισμού κομμάτων ή συνδυασμού ανεξαρτήτων ο οποίος στην περίπτωση κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, αποδεδειγμένα κατά τον χρόνο θανάτου ή μη αποδοχής ή μη ανάληψης των καθηκόντων ή κένωσης της έδρας εξακολουθεί να ανήκει στο ίδιο κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων και ο οποίος θα εκλεγόταν στις γενικές βουλευτικές εκλογές, εάν αυτός που απεβίωσε ή δεν αποδέχθηκε την έδρα ή δεν ανέλαβε τα καθήκοντά του ή που κατείχε αυτήν κατά την κένωσή της και όσοι τυχόν άλλοι υποψήφιοι του εν λόγω συνδυασμού είτε αποποιούνται του δικαιώματος, βάσει του παρόντος εδαφίου, είτε δεν αποκτούν δικαίωμα ανακήρυξης, βάσει του παρόντος εδαφίου, λόγω θανάτου ή γιατί κατά τον χρόνο θανάτου ή μη αποδοχής ή μη ανάληψης των καθηκόντων του ή κένωσης της έδρας δεν ανήκουν στο ίδιο κόμμα ή τον συνασπισμό κομμάτων, δεν είχαν λάβει περισσότερους από αυτόν σταυρούς προτίμησης ή δεν είχαν ή μπορούσα να είχαν θεωρηθεί δυνάμει της δεύτερης παραγράφου του εδαφίου (4) του άρθρου 32 ότι προηγούντο αυτού:
Νοείται ότι σε περίπτωση ισοψηφίας δύο ή περισσότερων υποψηφίων του ίδιου συνδυασμού εφαρμόζονται κατ΄ αναλογίαν οι διατάξεις της δεύτερης παραγράφου του εδαφίου (4) του άρθρου 32.
(2) Το εδάφιο (1) εφαρμόζεται αναφορικά με βουλευτική έδρα η οποία υπήρξε ή είναι κενή κατά ή μετά την ημερομηνία διενέργειας της εκλογής της 22ας Μαίου 2016.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η πλήρωση κενωθείσας έδρας δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) είναι αδύνατη, διεξάγεται αναπληρωματική εκλογή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Α.»
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης είναι ότι στις 22.5.2016 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές και ο Γενικός Έφορος Εκλογής ανακήρυξε την κα. Ελένη Θεοχάρους ως δεόντως εκλεγείσα στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού, με το Κίνημα Αλληλεγγύη. Η κα. Θεοχάρους αποφάσισε να μην καταλάβει τη βουλευτική έδρα στην οποίαν ανακηρύχθηκε ως εκλεγείσα, οπότε ο Γενικός ΄Εφορος ανακήρυξε ως βουλευτή τον επιλαχόντα του ιδίου Κινήματος στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού κ. Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η ανακήρυξη του κ. Παπαδόπουλου προσβλήθηκε με την Εκλογική Αίτηση αρ. 2/2016 ενώπιον του Εκλογοδικείου, το οποίον ομόφωνα, την 31.5.2017, κήρυξε άκυρη την εκλογή του κ. Παπαδόπουλου ως βουλευτή. Μετά την απόφαση του Εκλογοδικείου στην προαναφερόμενη Εκλογική Αίτηση, ψηφίστηκε σε Νόμο τροποποίηση του Εκλογικού Νόμου (Ν 82(Ι)/2017), η οποία προνοούσε την απόδοση της μη καταληφθείσας βουλευτικής έδρας στον επιλαχόντα του ίδιου Κόμματος. Ο Έφορος προχώρησε εκ δευτέρου στην ανακήρυξη του κ. Παπαδόπουλου ως εκλεγέντα βουλευτή Λεμεσού με το Κίνημα Αλληλεγγύη. Η δεύτερη ανακήρυξη του κ. Παπαδόπουλου ως βουλευτή προσβλήθηκε με νέα εκλογική αίτηση, την υπ΄ αρ. 1/2017, στην οποίαν εκδόθηκε απόφαση την 30.4.2018 με την οποίαν, κατά πλειοψηφία, ακυρώθηκε για δεύτερη φορά η εκλογή και η ανακήρυξη του κ. Παπαδόπουλου ως βουλευτή και κρίθηκε η πρόνοια για πλήρωση μη καταληφθείσας έδρας, δυνάμει του Ν 82(Ι)/2017, ως αντισυνταγματική.
Μετά την προαναφερόμενη εξέλιξη, τέσσερις βουλευτές κατέθεσαν σχετική πρόταση νόμου, η οποία τιτλοφορείται «ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018», της οποίας σκοπός, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που τη συνοδεύει, ήταν να καλυφθεί το νομοθετικό κενό που εντοπίστηκε από το Εκλογοδικείο, υπό το φως των πρόσφατων αποφάσεων του στις Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/2016 και 1/2017. Η πρόταση νόμου ψηφίστηκε σε Νόμο στις 13.6.2018. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με επιστολή του προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ζήτησε όπως καταχωρηθεί εκ μέρους του η παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος της Δημοκρατίας.
Ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας, εκ μέρους του Αιτητή, επιχειρηματολόγησε προς υποστήριξη των θέσεων του Αιτητή ότι ο υπό Αναφορά νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα προαναφερόμενα Άρθρα του Συντάγματος καθώς και τις αρχές της Διάκρισης των Εξουσιών και της Λαϊκής Κυριαρχίας, οι οποίες είναι διάχυτες στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
Η Καθ΄ ης η αίτηση, Βουλή των Αντιπροσώπων, δια των ευπαιδεύτων συνηγόρων της, καταχώρησε ένσταση στην αίτηση του Αιτητή καθώς και εκτενή επιχειρηματολογία προς υποστήριξη της ένστασης της. Είναι η θέση της Καθ΄ ης η αίτηση ότι ο υπό Αναφορά νόμος δεν βρίσκεται σε αντίθεση και δεν είναι ασύμφωνος με τις προαναφερόμενες δύο αρχές και με τα προαναφερόμενα Άρθρα του Συντάγματος και επομένως είναι απόλυτα νόμιμος και συνταγματικός. Η θέσπιση του υπό Αναφορά νόμου εδικαιολογείτο βάσει επιτακτικής ανάγκης και/ή του δικαίου της ανάγκης και/ή βάσει των συμφυών εξουσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Είναι εισήγηση της Καθ΄ ης η αίτηση ότι το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του Ν 82(Ι)/2017, σύμφωνα με την απόφαση πλειοψηφίας στην Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017, δεν επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την παρούσα Αναφορά σκοπός της οποίας είναι, σύμφωνα με το Άρθρο 140 του Συντάγματος, η αντιπαραβολή των προνοιών του υπό Αναφορά νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Δυνάμει του Άρθρου 140 το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει τα κίνητρα και/ή τη σοφία του Νομοθέτη κατά τη θέσπιση του υπό Αναφορά νόμου. Ο υπό Αναφορά νόμος εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Καθ΄ ης η αίτηση να νομοθετεί εν παντί θέματι δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος και ο υπό Αναφορά νόμος δεν υπόκειται σε ακύρωση λόγω αναδρομικής ισχύος. Εν πάση περιπτώσει, αν το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι μέρος του υπό Αναφορά νόμου είναι αντισυνταγματικό, έχει εξουσία να το διαχωρίσει από τον υπόλοιπο νόμο ώστε το υπόλοιπο μέρος του νόμου να διασωθεί.
Είναι περαιτέρω θέση της Καθ΄ ης η αίτηση ότι οι αποφάσεις στις προαναφερόμενες Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/2016 και 1/2017 δεν δημιουργούν δεδικασμένο ούτε και δεσμευτικό προηγούμενο ως προς τον υπό Αναφορά νόμο. Ακόμα, όμως, και αν οι προαναφερόμενες αποφάσεις είναι δεσμευτικές σε σχέση με την παρούσα Αναφορά, η Καθ΄ ης η αίτηση κάλεσε το δικαστήριο να αναθεωρήσει και/ή να ανατρέψει και/ή να παρεκκλίνει και/ή αποστεί από το λόγο (ratio) της απόφασης της πλειοψηφίας του Εκλογοδικείου στην Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017, καθότι αυτή βασίστηκε σε έκδηλα εσφαλμένη αρχή δικαίου και η εφαρμογή της επιφέρει άδικα αποτελέσματα και δημιουργεί δυσμενείς επιπτώσεις. Άλλωστε υπάρχει μεγαλύτερη ευχέρεια απόκλισης από προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις οι οποίες αφορούν σε συνταγματικά θέματα.
Μελετήσαμε με πολλή προσοχή τις θέσεις των δύο πλευρών, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.
Συμφωνούμε με τον Αιτητή ότι ο υπό Αναφορά νόμος είναι ασύμβατος και αντίθετος με τα Άρθρα 31, 63, 64, 65, 66 και 71 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, καθώς και την αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, δηλαδή της εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων από το λαό, η οποία είναι διάχυτη στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ειδικά στο Μέρος IV. Παραβιάζει επίσης και την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών που είναι θεμελιώδης αρχή του Συντάγματος μας.
Καταλήξαμε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα για τους εξής βασικούς λόγους:
1. Η Βουλή των Αντιπροσώπων και όλα τα Μέλη της εκλέγονται από το λαό (Άρθρα 65 και 66 του Συντάγματος). Κάθε πολίτης που έχει τα τυπικά προσόντα δικαιούται να εγγραφεί ως εκλογέας και έχει δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας βουλευτή (Άρθρα 63 και 64 του Συντάγματος).
2. Το Άρθρο 66.1 του Συντάγματος προνοεί ρητώς για γενικές εκλογές για την ανάδειξη Βουλής των Αντιπροσώπων. Το εδάφιο 2 του Άρθρου 66 προνοούσε ότι κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται με αναπληρωματική εκλογή. Σύμφωνα με το Άρθρο 71 βουλευτική έδρα κενούται δια του θανάτου του βουλευτή, δια της εγγράφου παραιτήσεως του, δια της καταδίκης του ή δια της καταστήσεως του ανικάνου να ασκήσει τα καθήκοντα του, σύμφωνα με το Άρθρο 64 (γ) και (δ) του Συντάγματος ή δια της αναλήψεως αξιώματος ή θέσεως που είναι ασύμβατα με το αξίωμα του βουλευτή, σύμφωνα με το Άρθρο 70 του Συντάγματος.
3. Το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος τροποποιήθηκε με το Ν 115(Ι)/1996, άρθρο 2, έτσι ώστε να προνοείται ότι «κενωθείσα» βουλευτική έδρα πληρούται «καθ΄ ον τρόπον νόμος ορίζει» και ο σχετικός νόμος προνοεί ότι η έδρα πληρούται, σε περίπτωση κένωσης της, από πρώτο επιλαχόντα του κόμματος ή του κινήματος που την κατέχει, στην επαρχία όπου κενούται.
4. Οι αποφάσεις του Εκλογοδικείου, στις Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/2016 και 1/2017, δεν δημιουργούν δεδικασμένο αλλά αποτελούν προηγούμενες αποφάσεις της Ανώτατης Δικαστικής Αρχής, της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες έχουν την ανάλογη βαρύτητα και δεσμευτικότητα. Είναι δυνατόν το Ανώτατο Δικαστήριο να αποκλίνει από προηγούμενη απόφαση του αλλά αυτό γίνεται με φειδώ και εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το Εκλογοδικείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως Δικαστήριο κατώτερο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ, 1338, καθορίστηκαν τα περιθώρια και οι προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ευχέρεια απόκλισης που έχει το Ανώτατο Δικαστήριο είναι ανάλογη με εκείνη που παρήχετο στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων (σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου) να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της, σύμφωνα με τη Διακήρυξη του 1966 (1966) 3 All E.R., 77. Μόνον λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων, στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου. Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται μόνον όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε, καταφανώς, άδικα αποτελέσματα: (Δέστε: Κενεβέζος κ.α. ν. Θεμιστοκλέους κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ, 412 (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας), στην οποίαν τονίστηκε ότι σπάνια και με εξαιρετική φειδώ γίνεται απόκλιση από προηγούμενες τελεσίδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου - Δέστε, επίσης: Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 1 ΑΑΔ, 315).
Στη Μαυρογένης (ανωτέρω) τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι για να θεωρηθεί μια προηγούμενη απόφαση ως βασιζόμενη σε «αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη» αρχή δικαίου, το σφάλμα θα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει, το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυταπόδεικτο, ώστε να παρέχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης.
Δεν πληρούνται οποιεσδήποτε από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, στην προκείμενη περίπτωση, για απόκλιση από τις προαναφερόμενες δύο αποφάσεις του Εκλογοδικείου. Δεν καταδείχθηκε ότι βασίζονται σε, αδιαμφισβήτητα, εσφαλμένη αρχή δικαίου ούτε ότι οδηγούν σε, καταφανώς, άδικα αποτελέσματα και είναι πολύ πρόσφατες.
Η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Καθ΄ ης η αίτηση ότι η διαφοροποίηση που έγινε στην Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017, μεταξύ «κενωθείσας» και «μη αναληφθείσας» βουλευτικής έδρας, είναι εσφαλμένη, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η διαφοροποίηση είναι απόλυτα ορθή και δικαιολογημένη, εφόσον μόνο με την ανάληψη ή την κατάληψη της βουλευτικής έδρας, μετά που θα δοθεί η νενομισμένη διαβεβαίωση, η έδρα περιέρχεται στον εκλεγέντα βουλευτή και στο Κόμμα ή το Κίνημα που εκπροσωπεί και όχι προηγουμένως, με την απλή εκλογή και ανακήρυξή του. Η κρίσιμη στιγμή, κατά την οποίαν εξετάζεται και το τυχόν ασυμβίβαστο της ιδιότητας του Βουλευτή (όπως στην προκείμενη περίπτωση όπου η ιδιότητα της Ευροβουλευτού της εκλεγείσας κας Θεοχάρους ήταν ασυμβίβαστη με την ιδιότητα της Βουλευτού) είναι η στιγμή που δίδεται η νενομισμένη διαβεβαίωση και καταλαμβάνεται ή αναλαμβάνεται, από τον εκλεγέντα βουλευτή, η βουλευτική έδρα, και όχι προηγουμένως.
Στην υπόθεση Γουότς κ.α. ν. Λαούρη κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474, λέχθηκε ότι η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης που συνεδριάζει ως διευρυμένο Εφετείο, αντιμετωπίζει τη δεσμευτική προηγούμενη νομολογία της, σύμφωνα με την Αγγλική Οδηγία Πρακτικής του 1966 (Practice Direction 1966). Στη Γουότς (ανωτέρω) τονίστηκε και πάλι ότι ελευθερία απόκλισης από δεσμευτικό προηγούμενο υπάρχει:
(α) αν υφίστανται θεμελιώδεις λόγοι που δικαιολογούν κάτι τέτοιο, όπως η ουσιαστική αλλαγή των συνθηκών, ή
(β) αν η προηγούμενη απόφαση βασίστηκε σε, αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου, ή
(γ) αν θα προκληθεί καταφανής αδικία, σε περίπτωση που ακολουθηθεί η προηγούμενη απόφαση.
Καμιά από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις δεν ικανοποιείται, στην προκείμενη περίπτωση.
5. Όσον αφορά το Δίκαιο της Ανάγκης παρατηρούμε ότι δεν γίνεται οποιαδήποτε επίκληση του στο προοίμιο του υπό Αναφορά νόμου αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχουν και οι προϋποθέσεις που τέθηκαν στη θεμελιακή απόφαση Attorney-General v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) CLR, 195 για την εφαρμογή του. Δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοσδήποτε κίνδυνος στην ύπαρξη και λειτουργία του Κράτους, τον οποίον θεράπευσε ο υπό Αναφορά νόμος.
6. Η αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας είναι διάχυτη στο Μέρος IV του Συντάγματος και εκφράζεται δια της συνταγματικής επιταγής ότι η Βουλή και οι Βουλευτές εκλέγονται απευθείας από το λαό. Η μόνη εξαίρεση είναι η περίπτωση του ΄Αρθρου 66.2, η οποία, όμως, προνοεί μόνο, σύμφωνα με τον ισχύοντα Νόμο, για την περίπτωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας, εντός βουλευτικής περιόδου. Η προκείμενη περίπτωση δεν εμπίπτει στην κατηγορία της κενωθείσας βουλευτικής έδρας εντός βουλευτικής περιόδου, σύμφωνα με το Άρθρο 71 του Συντάγματος. Η προκείμενη περίπτωση, όπως, χαρακτηριστικά, λέχθηκε και στις αποφάσεις στις Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/2016 και 1/2017, απόφαση πλειοψηφίας, είναι περίπτωση στην οποίαν η εκλεγείσα και ανακηρυχθείσα βουλευτής αποποιήθηκε την έδρα της στη Λεμεσό (με όλες τις συνέπειες που η αποποίηση είχε επί των χρησιμοποιηθεισών ψήφων), την οποίαν ουδέποτε κατέλαβε και ουδέποτε ανέλαβε τα καθήκοντα του βουλευτή στην Κυπριακή Βουλή (πράγμα που θα ήταν ασυμβίβαστο με την ιδιότητα της Ευροβουλευτού, που είχε) δίνοντας προς τούτο και τη νενομισμένη διαβεβαίωση. Η έδρα, όπως ήδη λέχθηκε και στην απόφαση στην Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017, ουδέποτε περιήλθε στο Κίνημα Αλληλεγγύη, εφόσον η εκλεγείσα Βουλευτής την αποποιήθηκε πριν αναλάβει τα καθήκοντα της Βουλευτού.
Επομένως κρίνομε ότι η πρόνοια, στον υπό Αναφορά νόμο ότι, σε περίπτωση που για οποιοδήποτε άλλο λόγο εκλεγείς βουλευτής, προ της αναλήψεως των καθηκόντων του, δεν αναλάβει, νόμιμα, τα καθήκοντα του, δίδοντας την προς τούτο νενομισμένη διαβεβαίωση, η έδρα την οποίαν δικαιούται, ανήκει στο ίδιο κόμμα η συνασπισμό κομμάτων και καταλαμβάνεται από τον πρώτο επιλαχόντα του κόμματος ή του συνασπισμού στη συγκεκριμένη επαρχία, προσκρούει και είναι αντίθετη στην αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω, και στην απόφαση στην Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017, καθώς και στα Άρθρα 31, 63, 64, 65, 66 και 71 του Συντάγματος. Η αντισυνταγματικότητα αυτή ουδόλως διασώζεται δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης ή των συμφυών εξουσιών της Βουλής και δεν συντρέχει και οποιοσδήποτε λόγος για παρέκκλιση από τα όσα λέχθηκαν στις προαναφερόμενες αποφάσεις στις δύο Εκλογικές Αιτήσεις.
7. Με τον υπό Αναφορά νόμο παραβιάζεται και η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών που είναι διάχυτη στο Σύνταγμα. Η Δικαστική Εξουσία δια των αποφάσεων στις Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/2016 και 1/2017 (απόφαση πλειοψηφίας) έκρινε ότι στην προκείμενη περίπτωση όπου η βουλευτική έδρα της κας Θεοχάρους στη Λεμεσό, δεν κατελήφθη ή δεν αναλήφθηκε απ΄ αυτήν, με τον προσήκοντα τρόπο, δηλαδή με τη νενομισμένη διαβεβαίωση και την ανάληψη της έδρας, η έδρα ουδέποτε περιήλθε στο προαναφερόμενο Κίνημα και επομένως δεν μπορούσε, νόμιμα, να πληρωθεί από τον πρώτον επιλαχόντα του Κινήματος στη Λεμεσό, κ. Παπαδόπουλο. Η Νομοθετική Εξουσία, με τον υπό Αναφορά νόμο, επενέβη στην προαναφερόμενη τελεσίδικη κρίση της Δικαστικής Εξουσίας, ουσιαστικά ανατρέποντας το αποτέλεσμα της απόφασης στην Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017, κατά τρόπον ανεπίτρεπτο.
8. Η προαναφερόμενη αντισυνταγματική πρόνοια απαντάται στο νέο άρθρο 35(1), το οποίο εισάγεται με τον υπό Αναφορά νόμο, αλλά το εδάφιο αυτό δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα εδάφια 2 και 3 του ιδίου άρθρου που εισάγονται με τον υπό Αναφορά νόμο, καθότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το εδάφιο 1. Το άρθρο 35(2) προνοεί ότι το εδάφιο 1 εφαρμόζεται αναφορικά με βουλευτική έδρα, η οποία υπήρξε ή είναι κενή κατά ή μετά την ημερομηνία διενέργειας της εκλογής της 22 Μαίου του 2016, οπότε εισάγει την προαναφερόμενη αντισυνταγματική πρόνοια, σε οποιαδήποτε βουλευτική έδρα παραμένει κενή, όχι λόγω κένωσης της μετά την ανάληψή της, αλλά για λόγους που ανάγονται σε χρόνο πριν την ανάληψή της. Το άρθρο 35(3) προνοεί ότι σε περίπτωση κατά την οποία η πλήρωση κενωθείσας έδρας, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου 1 είναι αδύνατη, διεξάγεται αναπληρωματική εκλογή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Α.
Ενόψει των προαναφερομένων δεν χρειάζεται να επεκταθούμε και στους άλλους λόγους ακυρότητας, τους οποίους επικαλείται ο Αιτητής.
Κατά συνέπεια γνωματεύομε ότι ο υπό Αναφορά νόμος είναι αντισυνταγματικός για τους προαναφερόμενους λόγους, το εισαγόμενο, δια του υπό Αναφορά νόμου, νέο άρθρο 35 του βασικού νόμου δεν μπορεί να διαχωριστεί εφόσον τα τρία εδάφια του είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους και με την αντισυνταγματική πρόνοια και δεν μπορεί να διασωθεί δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο.
Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αναφορά Αρ. 4/2018)
19 Μαρτίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η Αίτηση.
____________________
Γνωμάτευση κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 31, 35, 61, 64, 65, 66, 71, 85, 136, 145, 148 και 179 του Συντάγματος και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και την Αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, οι οποίες απορρέουν και διαπνέονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
_____________________
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Γ. Χ΄΄ Χάννα (κα.), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα.) και Ν. Καλλένο, Χρ. Κληρίδης και Σ. Αγγελίδης, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
______________________
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η προσέγγισή μας επί του θέματος αποτυπώνεται στην απόφαση της μειοψηφίας στην Εκλογική Αίτηση 1/2017, ημερομηνίας 30.4.2018. Δεδομένου όμως ότι προκύπτει, ουσιαστικά, ζήτημα νομολογιακής δέσμευσης, ως απότοκο της δικαστικής κρίσης της πλειοψηφίας στην πιο πάνω Εκλογική Αίτηση, συντασσόμαστε με τη γνωμάτευση της πλειοψηφίας περί της αντισυνταγματικότητας του υπό Αναφορά Νόμου.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΣΦ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΡ. 4/2018)
Αναφορικά με το Άρθρο 140 του Συντάγματος.
19 Μαρτίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
______________________
Γνωμάτευση κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 31, 35, 61, 64, 65, 66, 71, 85, 136, 145, 148 και 179 του Συντάγματος και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και την Αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, οι οποίες απορρέουν και διαπνέονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
_____________________
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Γ. Χ΄΄ Χάννα (κα.), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα.) και Ν. Καλλένο, Χρ. Κληρίδης και Σ. Αγγελίδης, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
______________________
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Δεν ήμουν Μέλος της σύνθεσης στην Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017, την οποία έχω μελετήσει. Ανεξαρτήτως της συμφωνίας ή διαφωνίας μου με την απόφαση της πλειοψηφίας, θεωρώ ότι δεσμεύομαι από αυτήν και ως εκ τούτου συμφωνώ με το αποτέλεσμα της γνωμάτευσης της πλειοψηφίας στην παρούσα Αναφορά.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αναφορά Αρ. 4/2018)
19 Μαρτίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ν.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ'ης η αίτηση
___________________________
Γνωμάτευση κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 31, 35, 61, 64, 65, 66, 71, 85, 136, 145, 148 και 179 του Συντάγματος και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και την Αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, οι οποίες απορρέουν και διαπνέονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα.) και Ν. Καλλένο, Χρ. Κληρίδης και Σ. Αγγελίδης, για την Καθ'ης η αίτηση.
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνώ με το σκεπτικό που εκφράζεται στη γνωμάτευση της πλειοψηφίας, ως προς τον τρόπο αντίκρισης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.
Με δοσμένη την εκφρασθείσα λαϊκή βούληση, που αποτυπώνεται στο αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης που έγινε στις 22 Μαΐου 2016, οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, παρά, η κατακύρωση της βουλευτικής έδρας της Λεμεσού, στο κόμμα ″Κίνημα Αλληλεγγύης″, παραβιάζει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Τα γεγονότα που έδωσαν το έναυσμα για την καταχώριση της παρούσας Αναφοράς, έχουν καταγραφεί στην απόφαση της πλειοψηφίας. Η αναφορά θα γίνεται όπου είναι αναγκαίο για σκοπούς πληρέστερης εικόνας.
Ο λαός, σε περίπτωση εκλογών, αποτελεί άμεσο όργανο του κράτους και κάθε πολίτης που συμμετέχει στο εκλογικό σώμα, με τη δική του ψήφο εκφράζει τη λαϊκή βούληση. (Βλ. Ν. Αντωνόπουλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β΄ (1971) σελ. 3).
Ασκεί, επί του προκειμένου, πολιτειακή εξουσία ήτοι, προκαθορίζει, άπαξ, τη σύνθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων (Άρθρα 65 και 66 του Συντάγματος). Τούτο δε έγινε στις 22 Μαΐου 2016.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων αποτελεί το κατ' εξοχήν όργανο πολιτικής αντιπροσώπευσης του λαού, η οποία εκδηλώνεται και λειτουργεί δια του θεσμού των κομμάτων τα οποία ενεργοποιούν τη λαϊκή κυριαρχία. (Βλ. Α. Μανιτάκης, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος 1 (2004) σελ. 298).
Στην υπόθεση Μιχαηλίδη κ.ά. ν. Γενικού Εφόρου Εκλογής κ.ά., Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017, ημερ. 30 Απριλίου 2018, τονίστηκε ότι:
«Τα Άρθρα 65 και 66 του Συντάγματος ρητώς προνοούν για «εκλογή» της Βουλής και «γενικές εκλογές». Με αυτά τα Άρθρα κατοχυρώνεται η Δημοκρατική αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, η οποία επιτάσσει την εκλογή των βουλευτών από το λαό.»
Η εκλογή, όμως, και ειδικότερα ο τρόπος εκλογής, επαφίεται στην κρίση του νομοθέτη (βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 43). Είχε, από το 1979, με τον περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμο του 1979 (Ν. 92/79) επιλεγεί και καθοριστεί ως εκλογικό σύστημα το αναλογικό.
Η βασική παράμετρος του εκλογικού αυτού συστήματος αναλύεται στο σύγγραμμα του Νικόλαου Αθ. Αντωνόπουλου, Συνταγματικόν Δίκαιον, Τόμος Β΄, ήτοι:
«Αναλογικόν είναι το σύστημα εκείνο, καθ' ο αι βουλευτικαί έδραι εκάστης περιφερείας κατανέμονται αναλόγως της εκλογικής δυνάμεως εκάστου κόμματος.»
Επίκεντρο και καθοριστικό του αναλογικού συστήματος είναι το κόμμα.
Η εκλογική διαδικασία της 22ης Μαΐου 2016, διεξήχθη με βάση τον περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμο του 1979 (Ν. 72/79), οι πρόνοιες του οποίου συνάδουν με το αναλογικό σύστημα, έτσι ώστε οι βουλευτικές έδρες, εκάστης εκλογικής περιφέρειας, κατανέμονται αναλόγως της εκλογικής δύναμης εκάστου κόμματος.
Το εν λόγω σύστημα (αναλογικό) καθιερώθηκε και συνταγματικά με την Τρίτη Τροποποίηση του Συντάγματος που επήλθε με το Ν. 112(Ι)/96. Η εν λόγω Τροποποίηση έγινε στο Άρθρο 66, και η αναγκαιότητα γι' αυτή την τροποποίηση επιβλήθηκε με σκοπό την κατάργηση της προσφερόμενης δυνατότητας για επαναληπτική εκλογή.
Το Άρθρο 66.2 προβλέπει:
«2. Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως καθ' ον τρόπον ο νόμος ορίζει.»
Στην επιτευχθείσα τροποποίηση του Συντάγματος απαντάται η πιο κάτω αιτιολογία:
«Και επειδή η Βουλή των Αντιπροσώπων, ενασκώντας την εξουσία της που απορρέει από το Σύνταγμα, έχει υιοθετήσει το αναλογικό εκλογικό σύστημα που από τη φύση του θεωρείται πιο αντιπροσωπευτικό και συνάδει προς τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις,
Και επειδή το εκλογικό αυτό σύστημα απολήγει σε δικαιότερη αντιπροσώπευση της θέλησης των εκλογέων, υλοποιώντας έτσι την καθιέρωση και στην πράξη της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.»
Το άρθρο 32 και 33 του Νόμου 172/79 προκαθορίζει τον τρόπο και τη διαδικασία κατανομής των εδρών, στα κόμματα, με την πρώτη, δεύτερη και τελικώς, αν υπάρχει, την τρίτη κατανομή.
Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε στην περίπτωση της εκλογικής διαδικασίας της 22ης Μαΐου 2016 και ακολούθησε η ανακήρυξη της κας Ε. Θεοχάρους. Μετά τη μη αποδοχή της έδρας από την τελευταία, προχώρησε ο Έφορος στην ανακήρυξη του κ. Γ. Παπαδόπουλου ως Βουλευτού. Ακολούθησε η εκλογική αίτηση 2/16, η οποία έχει οδηγήσει στην ακύρωση της ανακήρυξης του εν λόγω υποψηφίου.
Ακολούθησε η τροποποίηση του βασικού Νόμου με το Ν. 82(Ι)/2017, που προνοούσε την απόδοση της μη καταληφθείσας βουλευτικής έδρας στον επιλαχόντα του κόμματος Κίνημα Αλληλεγγύη. Ανακηρύχθηκε ως Βουλευτής ο κ. Γ. Παπαδόπουλος. Η εκλογή αμφισβητήθηκε εκ νέου, με την εκλογική αίτηση 1/2017, που ήταν επιτυχής και οδήγησε σ' ακύρωση της εν λόγω εκλογής.
Ακολούθησε νέα πρόταση νόμου που ψηφίστηκε από την ολομέλεια σε Νόμο, με σκοπό την κάλυψη του διαπιστωθέντος, με βάση τις πιο πάνω εκλογικές αιτήσεις, κενού.
Η εκλογική διαδικασία και η τελική έκφραση του λαού, κατ' ακολουθίαν η λαϊκή εντολή, έχει εκφραστεί. Η λαϊκή κυριαρχία έχει συντελεστεί και μετουσιωθεί σε εκλογικό αποτέλεσμα. Η αναβίωση της εκλογικής διαδικασίας με «άλλη εκλογή» δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Σ' αντίθετη περίπτωση παραβιάζεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Έπεται, συναφώς, ότι μόνο με νομοθετική ρύθμιση θα μπορούσε να καλυφθεί το κενό που έχει δημιουργηθεί με τη μη αποδοχή της έδρας από την κα Ε. Θεοχάρους.
Ενόψει των πιο πάνω, προκρίνεται ότι ο Νόμος θα ήταν συνταγματικός, εξαιρέσει, βεβαίως, του θέματος της αναδρομικότητας του εδαφίου 2 του άρθρ. 35 του υπό αμφισβήτηση τροποποιητικού Νόμου, για το οποίο συμφωνώ με τη γνωμάτευση της πλειοψηφίας.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ