ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στ. Καρακατζιάνη (κα) για Αργ. Ιωάννου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-03-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο MEHMET ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2013, 14/3/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:C84

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2013)

 

 

14 Μαρτίου, 2019

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

xxxx MEHMET,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

 

ν.

 

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ

ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ

 

                   Εφεσίβλητων/Καθ'ων η αίτηση

 

___________________________

 

 

Στ. Καρακατζιάνη (κα) για Αργ. Ιωάννου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,  εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η επιβολή, από τους εφεσιβλήτους, όρου επικαρπίας επί του τίτλου ιδιοκτησίας της εφεσείουσας, προκάλεσε την καταχώριση εκ μέρους της τελευταίας προσφυγής και μετά την απόρριψη της, την παρούσα έφεση.

 

Η εφεσείουσα είναι Τουρκοκύπρια και διαμένει από το 2004 στα ελεγχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία εδάφη. Υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της περιουσίας της γιαγιάς της, αιτήθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, να μεταβιβαστούν, διάφορα τεμάχια ιδιοκτησίας της γιαγιάς της που βρίσκονται στα Χωριά xxxx και xxxx, στο όνομα της. 

 

Ο Κηδεμόνας συγκατατέθηκε για τη μεταβίβαση των τεμαχίων αλλά έθεσε όρο επικαρπίας επί του τίτλου ιδιοκτησίας για το τεμάχιο αρ. . Φ/Σχ. ./. στο χωριό xxxx.  Σύμφωνα με τον όρο αυτό  η εν λόγω ιδιοκτησία θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται για την οίκηση  της δικαιούχου εκτοπισμένης xxxxx, εφ' όρου ζωής ή μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης, οτιδήποτε συμβεί νωρίτερα.

 

Ήταν ο ισχυρισμός της εφεσείουσας, στο πλαίσιο του πρώτου και τέταρτου λόγου έφεσης ότι, η απόρριψη της εισήγησης περί της αντισυνταγματικότητας του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, Ν. 133/91 (ο Νόμος),  ήταν λανθασμένη.  Η  εφεσείουσα πρόβαλε ότι ο εν λόγω Νόμος είναι αντίθετος με το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος, και ότι η συνταγματικότητα του δεν περισώζεται με βάση το δίκαιο της ανάγκης. Εισηγήθηκε ότι υπήρχε άλλη προσφερόμενη θεραπεία χωρίς να απαιτείται η παρέκκλιση από το Σύνταγμα ούτε και επίκληση του δικαίου της ανάγκης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε επί τούτου:

"Επομένως, το θέμα δεν είναι εάν και κατά πόσο το Δίκαιο της Ανάγκης μπορεί να δικαιολογήσει ή όχι την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά το θέμα περιορίζεται στη διακρίβωση κατά πόσο η σχετική νομοθετική πρόνοια στο Νόμο που δίδει αυτή την εξουσία, μπορεί να δικαιολογηθεί ή όχι με το Δίκαιο της Ανάγκης. Και όπως ορθά επισημαίνει και η πλευρά της αιτήτριας, η συνταγματικότητα της νομοθεσίας εκείνης με την επίκληση της αρχής του Δικαίου της Ανάγκης επιβεβαιώθηκε τελεσίδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο."

 

 

Η συνταγματικότητα του Νόμου έχει επιβεβαιωθεί από τη νομολογία. Στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275 και στην Shakir κ.ά. v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 54, αποφασίστηκε ότι ο Νόμος δεν παραβιάζει το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι η εφαρμογή του δικαιολογείται με βάση το δίκαιο της ανάγκης.

 

 Στην υπόθεση Shakir ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 54 αναφέρεται ότι:

 

"Αναφορικά με τη συνταγματικότητα του Νόμου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζει το θέμα στις σελ. 8 και 9 της απόφασής του και για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του Νόμου 139/91 (ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991) δεν αντιβαίνουν τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος, παραπέμπει και στην απόφαση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275, 1282, όπου αποφασίστηκε ότι ο Νόμος δεν καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και οι νομοθετικές του πρόνοιες δικαιολογούνται στη βάση του δικαίου της ανάγκης. Ούτε στοχεύουν σε μόνιμο περιορισμό ή στέρηση δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά συνιστούν προσωρινή διαχείριση της περιουσίας για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση (δέστε και Suleyman v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 99/2005 ημερομηνίας 21.5.2007).

 

Η θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστή μας βρίσκει σύμφωνους και θεωρούμε πως οι προσωρινές αυτές πρόνοιες δικαιολογούνται από το δίκαιο της ανάγκης, λόγω της έκρυθμης κατάστασης και της εγκατάλειψης των περιουσιών από τους τουρκοκυπρίους, που μετέβησαν και εγκαταστάθηκαν στα κατεχόμενα ως εκ τούτου η θέσπιση του Νόμου εδικαιολογείτο."

 

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με βάση το Νόμο, ο οποίος, με βάση την πιο πάνω νομολογία, κρίθηκε ότι δικαιολογείτο με βάση το δίκαιο της ανάγκης.

 

Ως προς το θέμα του επηρεασμού των δικαιωμάτων της εφεσείουσας που προστατεύονται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, παρατηρούμε ότι ο Κηδεμόνας, με την προσβαλλόμενη  απόφαση του δεν της αποστέρησε την περιουσία της, έχοντας ως δεδομένο και αναντίλεκτο γεγονός ότι η συγκεκριμένη μεταβιβάστηκε σε αυτήν, όπως ήταν η επιθυμία της. Η απόφαση του Κηδεμόνα ήταν για την επιβολή όρου επικαρπίας επί της περιουσίας. Η επιβολή του πιο πάνω αναφερόμενου  όρου, δεν απολήγει σε ένα μόνιμο περιορισμό, αλλά στην προσωρινή παροχή δυνατότητας στην εκτοπισθείσα να συνεχίσει να διαμένει στην εν λόγω ιδιοκτησία. Σημειώνουμε ότι ο εν λόγω όρος έχει προκαθορισθείσα περίοδο λήξης.

 

Η συγκεκριμένη ενέργεια του Κηδεμόνα είχε έρεισμα στο Νόμο και συγκεκριμένα στο άρθρο 7, το οποίο αναφέρει:

 

"O Κηδεμόνας, κατά τη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με βάση τον παρόντα Νόμο, θα μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων."

 

Με το δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε προβληθεί ισχυρισμός για καθ' υπέρβαση ή κατ' αντίθεση προς το Νόμο, ενέργεια του Κηδεμόνα και συνεπώς εσφαλμένα δεν ακύρωσε την απόφαση για το λόγο αυτό. Το εν λόγω ζήτημα είχε εγερθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή της αγόρευση. Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξυπηρετούνται οι σκοποί του Νόμου και ούτε, αυτή, λήφθηκε με βάση τα τεθέντα από το Νόμο κριτήρια.

 

Στο νομικό σημείο αρ. 7 στο δικόγραφο της προσφυγής αναφέρεται ως λόγος ακυρώσεως ότι "Οι Καθ΄ ων η Αίτηση ενέργησαν καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των Καθ΄ ων η αίτηση και/ή πλημμελή, ή, λανθασμένη άσκηση των εξουσιών των".

 

Στην αγόρευση της η εφεσείουσα, που κατατέθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, αναπτύσσει τον εν λόγω λόγο ακυρώσεως.

 

Παρατηρούμε όμως επί τούτου, ότι ο εν λόγω λόγος ακυρώσεως, όπως παρατίθεται γενικώς και αορίστως, ομιλεί περί υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων, χωρίς την περαιτέρω αναγκαία εξειδίκευση.

 

 Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, αναφέρει ότι:

 

"Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως".

 

 

 

Όπως ήδη έχουμε επισημάνει, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως, όπως καταγράφεται στο δικόγραφο της προσφυγής, είναι γενικός και αόριστος. Έχει νομολογιακά καθοριστεί ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται, μετά την επιθεώρηση των φακέλων, εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. (Δημοκρατία ν. Κουκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).

 

Όπως αναφέρεται στην Α.Ε. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6 Ιουλίου 2018:

 

"Επί των ζητημάτων αυτών που αποτελούν τους λόγους έφεσης 2 και 3, όσον αφορά το δικαίωμα ακρόασης και 4, 5 και 6, όσον αφορά τους Κανόνες Λειτουργίας του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, να λεχθεί ότι, όπως είναι καλώς γνωστό, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, επιβάλλει όπως έκαστος των διαδίκων με τις έγγραφες προτάσεις του εκθέτει «... τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως.». Η πιο πάνω πρόνοια έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρωτόδικη και κατ΄ έφεση δικαιοδοσία και η νομολογία αυτή συγκλίνει στο ότι με αυστηρότητα πρέπει να τηρείται η σχετική πρόνοια. Η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες.

 

Στη Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, εξηγήθηκε ότι η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Επί συνταγματικών δε θεμάτων, η αναγκαιότητα έγερσης τους με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993)                   3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655). Γενικώς, δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση από τη ρητή επιταγή του Κανονισμού 7, (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23). Στη Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59, το Εφετείο αρνήθηκε να εξετάσει ζήτημα που αφορούσε νομικό σημείο που δεν είχε καν εκτεθεί στην προσφυγή ούτε και εξειδικευόταν στο δικόγραφο κατ΄ αντίθεση προς τις ρητές πρόνοιες του Κανονισμού 7. Δικαιολογείται να λεχθεί ότι ο Κανονισμός 7 είναι η αντίστοιχη στο Διοικητικό Δίκαιο πρόνοια της δικογράφησης στην αστική δίκη με σαφή τρόπο των ισχυρισμών του διαδίκου, καθορίζοντας έτσι τη σιδηροδρομική γραμμή επί της οποίας θα συζητηθεί η υπόθεση.

 

Στην προκείμενη υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής με γενικότητα η παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης χωρίς καμία απολύτως εξειδίκευση, κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν σημαίνει στην ουσία οτιδήποτε η γενική διατύπωση στη δικογραφία ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο ή με παράνομη συγκρότηση ή σύνθεση ή λειτουργία ή ότι η όλη διαδικασία που προηγήθηκε της τελικής απόφασης πάσχει από ακυρότητα. Αυτού του είδους οι τοποθετήσεις δεν είναι παρά γενικότητες που μπορούν με ευκολία να τεθούν σε οποιαδήποτε αίτηση ακυρώσεως. Πρέπει, αντίθετα, να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τι συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο. Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο."

 

Στη βάση της εγγενούς αυτής αδυναμίας στον προσδιορισμό με την αναγκαία καθαρότητα του παραπόνου που υποβλήθηκε από την εφεσείουσα, οι λόγοι 2 και 3 δεν μπορούν να εξεταστούν περαιτέρω και απορρίπτονται.

 

Εσφαλμένα, αποφασίστηκε πρωτοδίκως, με βάση τον πέμπτο λόγο έφεσης, ότι ήταν θεμιτό να ισχύσει ο επιβληθείς όρος επί της ακίνητης ιδιοκτησίας της εφεσείουσας, για όσο χρονικό διάστημα ισχύει ο Νόμος. Όπως προβλήθηκε, οι εφεσίβλητοι ερμήνευσαν το άρθρο 7 του Νόμου κατά τρόπο λανθασμένο και δεν ήταν ορθό να τεθεί τέτοιος όρος, που έλαβε υπόψη μόνο τις ανάγκες του πρόσφυγα εις βάρος των νόμιμων συμφερόντων της εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του ανέφερε ότι:

 

"Όπως δε προνοείται στην παράγραφο (ii) της επιφύλαξης στο άρθρο 6 του Νόμου, ο Κηδεμόνας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, δεν μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα, μετά τη λήξη της ισχύος του Νόμου, το δικαίωμα του ιδιοκτήτη επί ακίνητης ιδιοκτησίας να έχει περιοριστεί ή δεσμευτεί περισσότερο από ότι θα ήταν απόλυτα αναγκαίο για την περιουσία ή την ιδιοκτησία ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον. Αυτό σημαίνει ότι όρος όπως ο εδώ επιβληθείς, είναι θεμιτό να ισχύει μόνο κατά τη διάρκεια της ισχύος του Νόμου."

 

 

 

Το άρθρο 7 του Νόμου, όπως διατυπώνεται ανωτέρω, επιβάλλει την αναγκαιότητα όπως ο Κηδεμόνας μεριμνά για την εξυπηρέτηση τόσο των αναγκών των προσφύγων, όσο και την παράλληλη διασφάλιση των συμφερόντων των ιδιοκτητών.

 

Στη δε επιφύλαξη του άρθρου 6 παρατηρούμε τα εξής:

 

"Νοείται ότι προκειμένου περί ακίνητης ιδιοκτησίας, ο Κηδεμόνας, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με βάση το παρόν άρθρο, δεν μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα μετά τη λήξη της ισχύος του παρόντα Νόμου—

ii) το δικαίωμα του ιδιοκτήτη αναφορικά με την περιουσία να έχει με οποιοδήποτε τρόπο περιοριστεί ή δεσμευτεί περισσότερο από ό,τι θα ήταν απόλυτα αναγκαίο ή επωφελές για την περιουσία αυτή ή τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον."

 

 

Παράλληλα σημειώνουμε ότι το άρθρο 3 του Νόμου δίδει την εξουσία στον Κηδεμόνα να άρει τη διαχείριση μιας περιουσίας, με όρους που ο ίδιος ήθελε κρίνει αναγκαίους.

 

Είμαστε της γνώμης ότι ο Κηδεμόνας, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, ενήργησε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του, και ορθώς έθεσε τον, υπό αμφισβήτηση, όρο, που εν πάση περιπτώσει θα ίσχυε, μέχρι το θάνατο της εκτοπισθείσας κατόχου ή τη λήξη της ισχύος του Νόμου. Ενός γεγονότος μελλοντικού και αβέβαιου που ενδεχομένως να τερματιστεί σε σύντομο χρόνο. Συνεπώς, ο εν λόγω όρος δεν μπορεί να κριθεί ότι αποτελεί αποστέρηση.

 

Ο πέμπτος λόγος απορρίπτεται.

 

Με τους έκτο και έβδομο λόγους έφεσης η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα κατέληξε ότι ορθώς η, επίδικη, ιδιοκτησία, περιήλθε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα. Σύμφωνα με την εφεσείουσα λανθασμένα ερμηνεύτηκαν οι όροι "Τουρκοκύπριος" και "Τουρκοκυπριακή περιουσία". Όπως προβλήθηκε, η επίδικη περιουσία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «εγκαταλελειφθήσα» και συνεπώς δεν θα μπορούσε να περιέλθει στη διαχείριση του Κηδεμόνα. Περαιτέρω τονίστηκε ότι, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, η περιουσία δεν ανήκε σε «Τουρκοκύπριο» και δεν συνιστούσε «Τουρκοκυπριακή περιουσία» εντός της εννοίας του Νόμου, καθότι η γιαγιά της εφεσείουσας, η οποία ήταν η ιδιοκτήτρια της επίδικης περιουσίας, είχε αποβιώσει πριν την έναρξη εφαρμογής του Νόμου και κατ' επέκταση δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ως εγκαταλελειφθήσα περιουσία.

 

Στο προοίμιο του Νόμου αναφέρεται, ως σκοπός θέσπισης του, η προστασία των εγκαταλειφθησών περιουσιών από τους Τουρκοκυπρίους. Και κατ' επέκταση για την προστασία τους τέθηκαν υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα.

 

Σύμφωνα με τους ορισμούς στο άρθρο 2 του Νόμου "Τουρκοκύπριος" σημαίνει:

 

 "Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εβκάφ".

 

«Τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.″

 

 

 

Ο χρόνος που λαμβάνεται υπόψη για να διαπιστωθεί εάν κάποιος είχε τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες, από τη Δημοκρατία, περιοχές, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος. (Basma ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 619).

 

Είναι αναντίλεκτο ότι η γιαγιά της εφεσείουσας διέμενε, μονίμως, μέχρι το θάνατο της στις κατεχόμενες, από τους Τούρκους, περιοχές.

 

Στην υπόθεση Rayize (2008) 1 Α.Α.Δ. 987 αποφασίστηκε, ότι με δεδομένο ότι ο τόπος διαμονής του αποβιώσαντος ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του, οι κατεχόμενες περιοχές, η περιουσία ενέπιπτε στον ορισμό Τουρκοκυπριακές περιουσίες.

 

Το επιχείρημα που προβλήθηκε από την εφεσείουσα ήταν ότι η παρούσα υπόθεση, με βάση τα γεγονότα της, διαφοροποιείται από το σκεπτικό της Rayize, καθότι, στην εν λόγω απόφαση δεν αναφερόταν ο χρόνος θανάτου του αποβιώσαντος, και επίσης η τότε αιτήτρια, διέμενε στις κατεχόμενες περιοχές, κατ' αντίθεση προς την εφεσείουσα.

 

Η εισήγηση περί διαφοροποίησης της υπόθεσης Rayize, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως σημειώσαμε, η γιαγιά της εφεσείουσας διέμενε, μέχρι το θάνατο της, στις κατεχόμενες περιοχές. Κατά την ημερομηνία θέσπισης του Νόμου εξακολουθούσε να είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της επίδικης περιουσίας και ορθώς η περιουσία αυτή είχε επέλθει υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα, με βάση τις πρόνοιες του Νόμου για σκοπούς προστασίας της.

 

Πρωτοδίκως το πιο πάνω θέμα έτυχε εκτενούς ανάλυσης, με το δε, πιο κάτω, σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου συμφωνούμε. Κρίνουμε σκόπιμο όπως παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

"Κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι κατά το 1991, που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος, η Τουρκοκύπρια ιδιοκτήτρια της περιουσίας είχε αποβιώσει από ετών, αυτό δεν σημαίνει ότι καμιά συνήθη διαμονή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε, για σκοπούς εφαρμογής του Νόμου. Η αποβιώσασα διέμενε μόνιμα στις κατεχόμενες περιοχές μέχρι την ημερομηνία θανάτου της και παρέμεινε ως εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της περιουσίας κατά το 1991 και μετέπειτα. Ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε ο Νόμος ήταν να προστατεύσει τις περιουσίες οι οποίες εγκαταλείφθηκαν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και να αποτρέψει την τυχόν καταστροφή, πρόκληση ζημιάς ή αλόγιστη εκμετάλλευσή τους από τρίτα πρόσωπα. Εάν η ιδιοκτήτρια αυτή βρισκόταν εν ζωή κατά το 1991, αναμφίβολα η επίδικη περιουσία θα περιέρχετο στον Κηδεμόνα για προστασία και διαχείριση. Το γεγονός του θανάτου της, όχι μόνο δεν είναι στοιχείο που έθετε την περιουσία εκτός του ελέγχου από τον Κηδεμόνα, αλλ΄ αντίθετα θα έλεγα, ισχυροποιούσε την ανάγκη για προστασία και διαχείριση της εγκαταλειφθείσας αυτής περιουσίας, αφού το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να την ελέγξει είχε αποβιώσει. Ούτε και μπορεί πιστεύω να λεχθεί ότι από την ημερομηνία θανάτου της αποβιώσασας και μετέπειτα, "ιδιοκτήτες" της περιουσίας θα μπορούσε για σκοπούς του Νόμου να θεωρηθούν οι κληρονόμοι ή δικαιούχοι σε εγγραφή της περιουσίας της αποβιώσασας. Κατά το 1991, που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος και είναι ο ουσιώδης χρόνος, κανένας δεν γνώριζε, ούτε είχε διακριβωθεί ποιοι θα ήταν οι κληρονόμοι της αποβιώσασας, ή έστω ο διαχειριστής της περιουσίας της. Όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αίτηση για χορήγηση εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας της αποβιώσασας έγινε κατά το 2006 αφού, όπως αναφέρεται στη συνημμένη στην Ένσταση Δήλωση Διαχειριστή, το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου με το οποίο η αιτήτρια είχε διοριστεί διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιώσασας μετά συνημμένης διαθήκης, είχε εκδοθεί στην Αίτηση αρ. 274/2006, κατά την 11.9.2006. Θα ήταν επομένως αδιανόητο είτε να θεωρηθεί η αιτήτρια ως ιδιοκτήτρια ή δικαιούχος αναδρομικά από τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή το 1991, είτε να εκληφθεί ότι επειδή κατά το 2006 κατέστη ή αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος, να μη θεωρείται πλέον η περιουσία της αποβιώσασας ως εγκαταλειφθείσα και περιελθούσα ή παραμένουσα υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα."

 

 

Υπήρξε, προβλήθηκε από την εφεσείουσα με τον όγδοο λόγο έφεσης, παραβίαση, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, των Γενικών Αρχών, του  Διοικητικού Δικαίου. Ο λόγος έφεσης έχει πολλά σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά την εισήγηση ότι ο Κηδεμόνας δεν είχε εξουσία να διαχειριστεί την επίδικη περιουσία. Για το θέμα αυτό έχουμε ήδη αποφανθεί πιο πάνω, καταλήγοντας ότι ο Κηδεμόνας είχε εξουσία να διαχειρίζεται την επίδικη περιουσία και κατ' επέκταση δυνατότητα λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αφορά την έλλειψη αιτιολογίας, επειδή, όπως προβλήθηκε, δεν προκύπτει το αίτιο για το οποίο ο Κηδεμόνας έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση αυτή. Ο Κηδεμόνας έθεσε τον εν λόγω όρο έχοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, δεδομένης της ηλικίας της κατόχου της ιδιοκτησίας. (Σχετική επιστολή ημερομηνίας 12.5.2009). Αυτό ικανοποιεί την απαίτηση για ικανοποιητική αιτιολογία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προβλήθηκε περαιτέρω από την εφεσείουσα ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας και το περί δικαίου αίσθημα, καθότι έτυχε, όπως ισχυρίστηκε, κατά δυσανάλογο τρόπο, άδικης μεταχείρισης. Επίσης ότι ο Κηδεμόνας ενήργησε κακόπιστα. Εισηγήθηκε ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές και οικονομικές της συνθήκες, παρά μόνο λήφθηκε υπόψη η στέγαση της εκτοπισμένης πρόσφυγα. Και επί του προκειμένου διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Όπως αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 3 Μαΐου 2006,              το σπίτι εντός, του τεμαχίου (της εφεσείουσας), είχε ανεγερθεί σύμφωνα με το τότε σχέδιο της αυτοστέγασης. Το γεγονός ότι επιτράπηκε στην πρόσφυγα να διαμείνει, εφ' όρου ζωής ή μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης, στο σπίτι στο οποίο διέμενε από το 1977, με κανένα τρόπο δεν καταδεικνύει ότι η εφεσείουσα είχε τύχει άδικης μεταχείρισης. Αντιθέτως, ο Κηδεμόνας σταθμίζοντας τα περιστατικά της υπόθεσης, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, ευλόγως κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση του. Επίσης παρατηρούμε από τα στοιχεία του φακέλου, ότι, μέχρι τη μεταβίβαση των τεμαχίων στην εφεσείουσα, της παραχωρείτο μέρος του ενοικίου που καταβαλλόταν, καθώς και ότι παράλληλα της είχαν προταθεί διαθέσιμες τουρκοκυπριακές οικίες για στέγαση, τις οποίες δεν αποδέχθηκε.  Όπως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

"Ο Κηδεμόνας εξισορρόπησε ορθά τα δικαιώματα και τις ανάγκες τόσο της δικαιούχου σε εγγραφή της κατοικίας, όσο και της εκτοπισθείσας ενοίκου, εγκρίνοντας αφενός την εγγραφή και μεταβίβαση της κατοικίας στην πρώτη και συνάμα διασφαλίζοντας ότι η εκτοπισθείσα υπερήλικας δεν θα αναγκαζόταν να εκκενώσει την κατοικία στην οποία διέμενε από το 1977, αλλά θα παρέμενε εκεί για όσα χρόνια της απέμειναν ή μέχρι τη λήξη ισχύος του Νόμου."

 

 

Το τέταρτο σκέλος του υπό συζήτηση λόγου εφέσεως αφορά την έλλειψη δέουσας έρευνας και κατ' επέκταση την πλάνη στην οποία, σύμφωνα με την εφεσείουσα, τελούσε ο Κηδεμόνας κατά τη λήψη της απόφασης του. Μεταξύ άλλων εισηγήσεων η εφεσείουσα επαναλαμβάνει και πάλι το θέμα ότι η περιουσία δεν ενέπιπτε στη διαχείριση του Κηδεμόνα. Έχουμε, ήδη, εξετάσει τον ισχυρισμό πιο πάνω, απορρίπτοντας τον. Τελούσε, προβλήθηκε περαιτέρω, υπό πλάνη (ο Κηδεμόνας) ως προς το θέμα της συγκατάθεσης της εφεσείουσας για τον όρο επικαρπίας. Ήταν η εισήγηση της εφεσείουσας ότι ουδέποτε συγκατατέθηκε στην επιβολή τέτοιου όρου.

 

Ο Κηδεμόνας στην επιστολή του ημερ. 16 Μαρτίου 2003, αναφέρει ότι ο όρος επικαρπίας είχε γίνει αποδεκτός από την εφεσείουσα. Στο διοικητικό φάκελο υπάρχει σημείωση επί της επιστολής ημερ.                       7 Απριλίου 2011, ότι η εφεσείουσα είχε αποδεχθεί τον όρο τόσο τηλεφωνικά με ενημέρωση της δικηγόρου της, όσο και προσωπικά. Επίσης στην επιστολή ημερομηνίας 15 Ιανουαρίου 2010 αναφέρεται ότι: «Από την προκαταρκτική διαβούλευση με την αιτήτρια φαίνεται ότι δεν προτίθεται να απαιτήσει τουλάχιστον στο σύντομο μέλλον απόδοση της Τ/κ οικίας».

 

Όλα τα πιο πάνω παρέμειναν χωρίς απάντηση. Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας επί τούτου, δεν αίρει το πιο πάνω κενό. Συνεπώς, το βάθρο για εισήγηση περί πλάνης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με το τελευταίο σκέλος του λόγου αυτού η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ο Κηδεμόνας δεν ενήργησε αμερόληπτα. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται στο περιεχόμενο της επιστολής της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ημερ. 28 Μαΐου 2009, με την οποία γίνεται εισήγηση όπως μη επιτραπεί η μεταβίβαση της περιουσίας, επειδή θεωρείτο βέβαιο ότι «η κληρονόμος θα ασκήσει τα δικαιώματα της, ως ιδιοκτήτρια, με συνέπεια να επηρεαστούν τα δικαιώματα των προσφύγων». Βασίζεται περαιτέρω η εφεσείουσα επίσης σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας.

 

Η έλλειψη αμεροληψίας, σύμφωνα με τη νομολογία, θα πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα από τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή τούτο να συνάγεται κατά τρόπο ασφαλή από τα γεγονότα της υπόθεσης.                  (Α.Ε. 139/2011, Παπαλεοντίου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 24 Οκτωβρίου 2017).

 

Στη βάση των πιο πάνω τεθέντων στοιχείων, η θεμελίωση της αμεροληψίας δεν επιτυγχάνει. Η επιστολή, ημερ. 15 Μαρτίου 2011, στην οποία αναφέρεται η αποδοχή του επιβληθέντος όρου της επικαρπίας από την εφεσείουσα, είναι πολύ μεταγενέστερη της επιστολής 29 Μαΐου 2009 που επικαλέστηκε η τελευταία. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω αποδοχή δεν ήταν το μόνο στοιχείο για τη λήψη της απόφασης, αλλά η στάθμιση όλων των παραγόντων της υπόθεσης που οδήγησαν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Κηδεμόνα, όπως αναλύθηκαν πιο πάνω. Ούτε το θέμα της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας δεν αποτελεί από μόνο του στοιχείο κρίσεως. Σε κάθε περίπτωση, η διαφορετική νομική ερμηνεία δεν θεμελιώνει αφ' εαυτής αμεροληψία.

 

Προβλήθηκε με τον ένατο λόγο έφεσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Σεβασμός των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και το ΄Αρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

 

Στο δικόγραφο της προσφυγής αναγράφεται στο λόγο ακυρώσεως αρ. 1 ότι «η προσβαλλομένη διοικητική πράξη και/ή απόφαση                     του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών είναι προδήλως παράνομη και αντίθετη με .. την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του 2010 (ΕΣΔΑ) και ειδικότερα το άρθρο 1 (Υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου)». Παρατηρούμε ότι δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο Πρώτο Πρωτόκολλο. Νομικά σημεία που προσδιορίζουν επακριβώς τα άρθρα του Νόμου τα οποία παραβιάζονται και τα οποία έχουν δικογραφηθεί επαρκώς στο δικόγραφο της προσφυγής, μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης από το δικαστήριο (Ε.Δ.Δ αρ. 2/2016, ΕΠΣ ν. ΑΤΗΚ, ημερ. 3 Μαρτίου 2017). Επομένως ο λόγος εφέσεως δεν μπορεί να εξεταστεί περαιτέρω.

 

Με το δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Νόμος προστατεύει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Τουρκοκύπριων ιδιοκτητών, φροντίζοντας όμως συνάμα και για τις ανάγκες των αδίκως εκτοπισθέντων πολιτών της Δημοκρατίας, μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης. Η εφεσείουσα εισηγείται ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου παραβιάζει το Σύνταγμα, τις αρχές δικαίου και είναι αντίθετη με την ευρωπαϊκή νομολογία και νομοθεσία, στηριζόμενη και σε εξωνομικά κριτήρια. Προς τούτο επικαλείται την απόφαση No 18163/2004, Sofi ν. Cyprus του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ημερ. 1ης Ιανουαρίου 2010, στην οποία, ο τότε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είχε προβεί σε δήλωση ως προς την ταλαιπωρία που υπέστη η Τουρκοκύπρια ιδιοκτήτρια από τη μη χρήση και έλεγχο της περιουσίας της. Τα γεγονότα της υπόθεσης Sofi (ανωτέρω) ουδόλως προσομοιάζουν με την υπό κρίση. Η τουρκοκυπριακή περιουσία είχε, με την ανοχή της Δημοκρατίας, αφεθεί παρανόμως να χρησιμοποιείται από τρίτο πρόσωπο, χωρίς να ενεργήσει για αντικατάσταση της παρανομίας. Περαιτέρω υπήρξε συμβιβασμός, συναφώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προηγούμενο ούτε αποτελεί νομολογία του ΕΔΑΔ.

 

Ούτε και αυτός ο λόγος εφέσεως ευσταθεί.

 

Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης η εφεσείουσα πρόβαλε ότι στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ταυτοχρόνως, όμως, αποδέχεται ότι ο Νόμος 139/91 δεν προβλέπει για δικαίωμα ακρόασης. Σύμφωνα με τον περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμο, Ν. 158(Ι)/98, παρέχεται δικαίωμα ακρόασης σε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την πράξη που είναι δυσμενούς φύσεως, όπως είναι η περίπτωση της, νοουμένου, όπως εισηγείται, ότι προκαλείται αδικία και έκπτωση της πλήρως απόλαυσης των ιδιοκτησιακών της δικαιωμάτων.

 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εν λόγω εισήγηση. Η επιθυμία της εφεσείουσας υλοποιήθηκε, η περιουσία μεταβιβάστηκε στο όνομα της. Υπήρξε, όπως φαίνεται από το φάκελο της υπόθεσης, διαβούλευση και τέθηκαν οι θέσεις της εφεσείουσας. Με βάση το Νόμο, δεν υπήρχε υποχρέωση «ακρόασης» όπως την επικαλείται η εφεσείουσα.

 

Τέλος, με το δωδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

Είναι καθιερωμένη πρακτική ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Ο αποτυχών διάδικος επιβαρύνεται με τα έξοδα. Δεν είναι παραδεκτή η αποστέρηση εξόδων από τον επιτυχόντα διάδικο χωρίς αποχρώντα λόγο, κάτι το οποίο δεν υπάρχει στην παρούσα υπόθεση. (Χαραλάμπους (1999) 1 Α.Α.Δ. 809).

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 

Η έφεση απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

                                               

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο